Ένα χωριό που χάθηκε

Του ΣΠΥΡΟΥ Ν. ΒΟΥΚΕΛΑΤΟΥ
Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένα όμορφο μικρό χωριό με πανέμορφη θέα το Ιόνιο πέλαγος, που το λέγανε Άη-Θόδωρο. Τα παραδοσιακά πέτρινα σπιτάκια του ήταν πνιγμένα στο πράσινο. Στην είσοδο του χωριού υπήρχε μια μικρή πλατεία. Στο κέντρο της υψωνόταν ένας αιωνόβιος πελώριος πλάτανος και δίπλα του μια γέρικη ελιά με μια μεγάλη κουφάλα στον κορμό της, που μπορούσε να κρυφτεί μέσα της ένα παιδί.
Στο πάνω μέρος κοντά στον δρόμο, εκεί που σήμερα βρίσκεται ένα μικρό εκκλησάκι του Αγίου Παντελεήμονα, δέσποζε ένα μικρό ηρώον των πεσόντων, που πάνω στη μαρμάρινη πλάκα του ήταν χαραγμένα τα ονόματα των ηρώων του χωριού και στο κάτω μέρος έγραφε : «Έπεσον υπέρ πατρίδος 1912-1913». Αυτή η πλατεία ήταν το στέκι των ανδρών, ένα είδος υπαίθριου καφενείου. Εκεί συγκεντρώνονταν οι άνδρες τους καλοκαιρινούς μήνες μετά τον κάματο της σκληρής εργασίας και δροσίζονταν κάτω απ’ την πυκνή φυλλωσιά του πλάτανου και πιάνανε το κουβεντολόι, καλαμπουρίζανε, αστειευόντανε και σχολίαζαν τα προβλήματα της καθημερινότητας. Εκεί μαζευόμαστε και εμείς τα παιδιά και ξεσηκώναμε τον κόσμο με τα ξεφωνητά μας, παίζοντας κυνηγητό, κρυφτό, ξινιά μυζήθρα, μακριά γαϊδούρα, σάντε και άλλα παιχνίδια.

Στην άκρη της πλατείας ήταν η βρύση, το στολίδι του χωριού, που από τα δύο μεγάλα πέτρινα κανάλια της έτρεχε γάργαρο κρύο νερό. Εδώ ήταν το βασίλειο των γυναικών, που συχνά πηγαινοέρχονταν με τις μεγάλες χαλκωματένιες τσέτζερες στο κεφάλι, για να τις γεμίσουν νερό. Εδώ ήταν το πλυντήριο όλου του χωριού, όπου οι νοικοκυρές έπλεναν τα καθημερινά τους ρούχα και τις μπουγάδες. Σ’ αυτή τη βρύση πολλές φορές έρχονταν γυναίκες απ’ τα γειτονικά χωριά Εξάνθεια, Κωμηλιό και Δράγανο για να πλύνουν τα προικιά της νύφης, κυρίως μαλλιά, για να γεμίσουν το στρώμα και τα μαξιλάρια για το νυφικό κρεβάτι. Αυτό το πλύσιμο δεν ήταν σαν τα άλλα. Ήταν μια γιορτή. Οι γυναίκες έπλεναν και τραγουδούσαν τραγούδια του γάμου και κερνούσαν γλυκά και κουφέτα τους περαστικούς. Εμείς τα παιδιά δεν αφήναμε την ευκαιρία να πάει χαμένη και τρέχαμε στη βρύση, δήθεν να πιούμε νερό, για να μας κεράσουν κάνα κουφέτο.

Η παιδική μνήμη είναι πολύ ισχυρή και ο άνθρωπος, όσα χρόνια και αν περάσουν, δεν ξεχνάει γεγονότα και πρόσωπα που έζησε έντονα στην παιδική του ηλικία. Έτσι και εγώ θυμάμαι, σαν να είναι τώρα, όλα τα σπίτια και τους ανθρώπους, μικρούς και μεγάλους, με όλα τα χαρακτηριστικά τους, που ζήσανε σ’ αυτό το χωριό τη δεκαετία του 1950, σα να έχω μια μεγάλη φωτογραφία μπροστά μου. Κάθομαι λοιπόν και μετράω με τη σειρά ένα -ένα τα σπίτια και τους ανθρώπους τους και για να μη λαθέψω παίρνω μολύβι και χαρτί και λογαριάζω. Αρχίζω απ’ το πρώτο σπίτι της κάτω γειτονιάς του μπάρμπα Θωμά Βλαντή και φθάνω στο τελευταίο σπίτι της απάνω γειτονιάς του Πάνου Αχείμαστου και βρίσκω 18 σπίτια (οικογένειες) και 95 νοματαίους που κατοικούσαν σ’ αυτά. Ανάμεσά τους ξεχώριζαν τα πανέμορφα κορίτσια, που κάθε Κυριακή και μεγάλη γιορτή φορούσαν τα γιορτινά τους και παρέες-παρέες τραβούσαν για τα Χορτάτα στην εκκλησία του Άη-Γιαννιού. Οι Χορτιώτες σαν τα αντίκρυζαν τα καμάρωναν και έλεγαν χαριτολογώντας: Πλάκωσε η Κιάφα, καθώς Κιαφιώτες έλεγαν τότε τους Άη-Θοδωριώτες.

Αυτό το μικρό χωριό έσφυζε από ζωή, ήταν γεμάτο κόσμο. Όλες οι οικογένειες ήταν πολυμελείς με πολλά παιδιά και με δομή αυστηρά παραδοσιακή. Κάτω απ’ την ίδια στέγη ζούσαν μαζί παιδιά, γονείς, παππούδες, γιαγιάδες, νύφες και πεθερές. Οι γονείς από το πρωί ως το βράδυ δούλευαν σκληρά στα κτήματα για να τα βγάλουν πέρα, τα μεγάλα παιδιά πρόσεχαν τα ζώα και οι παππούδες και γιαγιάδες φρόντιζαν τα μικρά παιδιά και ασχολούνταν με τις δουλειές του σπιτιού. Η μικρή αυτή ανθρώπινη κοινωνία του χωριού ήταν αξιοζήλευτη. Όλοι ήταν μονιασμένοι και αγαπημένοι σαν μια οικογένεια. Οι σχέσεις τους ήταν ζεστές, ανθρώπινες κι ο ένας βρίσκονταν πάντα δίπλα στον άλλο να τον βοηθήσει, να του συμπαρασταθεί. Στις χαρές και στις λύπες συμμετείχαν όλοι μαζί. Στη λύπη για να συμπαρασταθούν και να απαλύνουν τον πόνο των λυπημένων και στη χαρά για να γιορτάσουν όλοι μαζί και να δώσουν έτσι μεγαλύτερη έκταση στο χαρμόσυνο γεγονός. Ο κόσμος άλλωστε λέει: λύπη κοινή, λύπη μισή, χαρά κοινή, χαρά διπλή. Στις αγροτικές εργασίες ο ένας βοηθούσε τον άλλο. Όταν μια οικογένεια τελείωνε τις εποχικές δουλειές της, πρόθυμα έτρεχε να αϊτάρει τον γείτονα στο θέρισμα, στο αλώνισμα, στον τρύγο, στο κουβάλημα και όπου αλλού χρειαζόταν. Μια μέρα, κατακαλόκαιρο, μετά το αλώνισμα, η μακαρίτισσα η μάνα μου πήγε στο αλώνι να κουβαλήσει τ’ άχυρο. Σαν την είδαν οι γειτόνισσες είπαν : Η θεία Αγγελικούλα ρίχνει τ’ άχυρο, πάμε να την αϊτάρουμε. Και αμέσως πήρε από ένα παλιοσέντονο η κάθε μια και πήγαν στο αλώνι. Άπλωσαν τα σεντόνια δίπλα στο μεγάλο σωρό με τ’ άχυρο και τα γέμισαν. Έπιασαν τις τσούντες των σεντονιών σταυρωτά, τις δέσανε κόμπο και το φορτίο ήταν έτοιμο. Το φόρτωσαν στο κεφάλι και ξεκίνησαν. Τι ωραίο θέαμα να βλέπει κανείς πεντέξι γυναίκες στη σειρά, τη μία πίσω από την άλλη, με τον τεράστιο όγκο των σεντονιών με τ’ άχυρο στο κεφάλι να βαδίζουν καμαρωτά με το κορμί λαμπάδα! Κρίμα που δεν είχαμε τότε φωτογραφικές μηχανές και κάμερες να απαθανατίσουμε τις όμορφες αυτές σκηνές. Στα δύσκολα εκείνα χρόνια, όταν μια νοικοκυρά ξέμενε από κάποια απαραίτητα τρόφιμα, με όλο το θάρρος χτυπούσε την πόρτα της γειτόνισσας και ζητούσε δανεικό ένα καρβέλι ψωμί, ώσπου να ζυμώσει και να ψήσει, ένα πιάτο αλεύρι για να φτιάξει μια κουλούρα ή μια πίτα, ένα ροϊ λάδι και ό,τι άλλο της έλειπε.

Εκείνο όμως που έχει χαραχθεί βαθιά στη μνήμη μου είναι τα τρικούβερτα γλέντια που γίνονταν στις διάφορες γιορτές. Δύσκολα τα χρόνια στη δεκαετία του 1950. Οι άνθρωποι ζούσαν φτωχικά, όμως δεν το έβαζαν κάτω. Τραγουδούσαν, χόρευαν, διασκέδαζαν. Η φτώχεια θέλει καλοπέραση, έλεγαν. Κάθε Χριστούγεννα, Πάσχα, Απόκριες και ονομαστικές γιορτές συγκεντρώνονταν μικροί και μεγάλοι, πότε στο ένα σπίτι πότε στο άλλο, και γλεντούσαν. Για το γλέντι δεν χρειαζόταν ιδιαίτερη προετοιμασία και προγραμματισμός. Όλα ήταν απλά, χωρίς μπουφέδες και μεζέδες. Μπόλικο κρασί, αμύγδαλα, καρύδια και σπερνά στις ονομαστικές γιορτές ήταν τα συνηθισμένα κεράσματα. Τα περισσότερα γλέντια γίνονταν στο σπίτι του καλού μου γείτονα μπάρμπα Στεφανή Βλαντή. Αυτή η οικογένεια είχε στο αίμα της το χορό και το τραγούδι. Ήταν γλεντζέδες. Όλοι τους, ο μπάρμπα Στεφανής, η θεια - Κερασιά και τα παιδιά η Ελιά, η Βδοκία και ο Φώτης, τραγουδούσαν υπέροχα. Θυμάμαι, η μακαρίτισσα βαβά μου Αννέτα έλεγε : Όλοι τους τραγουδούν ωραία, αλλά αυτή η μικρή Βδοκία έχει μια φωνή που τρυπάει το κεραμίδι. Γι’ αυτό σε κάθε γλέντι ήταν περιζήτητοι, αποτελούσαν την ορχήστρα. Έτσι πήραν και το όνομα: το συγκρότημα του μπάρμπα Στεφανή. Τότε δεν υπήρχαν γραμμόφωνα, μαγνητόφωνα και κασετόφωνα. Τα τραγούδια ήταν ζωντανά, τραγουδούσαν οι τραγουδιστές και χόρευαν οι χορευτές.

Κάποια Χριστούγεννα, θυμάμαι, μετά το δείπνο, ήμασταν όλη η οικογένεια καθισμένοι γύρω από το αναμμένο τζάκι και περιμέναμε να σημάνει προσκλητήριο για το αναμενόμενο χριστουγεννιάτικο γλέντι. Ξαφνικά κάποια στιγμή, μέσα στην ησυχία της χειμωνιάτικης νύχτας, ακούστηκε σ’ όλο το χωριό η κρυστάλλινη φωνή της θεια-Κερασιάς τραγουδώντας το «Ένας αητός καθότανε». Ε, αυτό ήταν. Το σύνθημα δόθηκε, το γλέντι θ’ άρχιζε. Αμέσως απ’ όλες τις γειτονιές μικροί και μεγάλοι ξεχύθηκαν στους δρόμους και σε λίγο το σπίτι του μπάρμπα Στεφανή γέμισε κόσμο, άλλοι όρθιοι και άλλοι καθιστοί. Ο οικοδεσπότης με μια κανάτα κρασί στο ένα χέρι και δύο κρασοπότηρα στο άλλο έφερνε βόλτα και κερνούσε. Τα απλά τραταρίσματα της οικογένειας μαζί με το κεροπάτι ήταν αρκετά για να ανάψει το γλέντι και να καεί το πελεκούδι. Σχηματίστηκε ο πρώτος κύκλος του χορού, η ορχήστρα (τραγουδιστές) πήρε τη θέση της και προφανώς, επειδή είχε πλούσιο ρεπερτόριο και γνώριζε όλα τα τραγούδια που κυκλοφορούσαν στην περιοχή,  ρωτούσε τον πρώτο του χορού : τι θέλεις; Και αυτός έδινε την παραγγελιά του. Οι πιο χορευταράδες, για να επιδείξουν τη χορευτική τους δεινότητα παράγγελναν ένα βαρύ τσάμικο την ιτιά, τον αητό ή κάτι ανάλογο. Το τραγούδι αντηχούσε σ’ όλο το χωριό, ο χορός άρχιζε και από κάτω η γαλαρία χτυπούσε παλαμάκια και φώναζε: γεια σου ασίκη, μερακλή και άλλα τέτοια και γινόταν πανζουρλισμός. Δεν έλειπαν βέβαια τα αστεία και τα πειράγματα και δημιουργούνταν μια εκρηκτική ατμόσφαιρα. Ανάμεσα στους πολλούς ήταν και ένα γεροντοπαλίκαρο, αγαθό ανθρωπάκι, που δεν είχε καλές σχέσεις με το χορό. Τα κοριτσόπουλα, για να κάνουν χαβαλέ, τον τραβολογούσαν να τον βάλουν στο χορό. Παρά τις αντιδράσεις του τα κατάφεραν και τον έβαλαν πρώτο στο χορό και του είπαν το τραγούδι : Θα χορέψεις γέρο θέλεις δε θες και θα πεις τραγούδια για τις μικρές. Όλοι ξέσπασαν σε ένα παρατεταμένο χειροκρότημα και φώναζαν : Γεια σου Πάνο με το χορό σου. Και έγινε χαμός. Συνήθως ο κάθε χορευτής χόρευε δύο χορούς και αφού όλοι έβγαζαν τη σειρά τους αποχωρούσαν απ’ το χορό και σηκώνονταν άλλοι και σχημάτιζαν νέο κύκλο χορού. Όσο περνούσε η ώρα το κέφι όλο και φούντωνε, ο χορός και τα τραγούδια συνεχίζονταν όλη τη νύχτα με αμείωτη ένταση και το τρικούβερτο αυτό χριστουγεννιάτικο γλέντι κράτησε μέχρι τα ξημερώματα. Συχνά ανασύρω τις αποθηκευμένες αυτές παιδικές αναμνήσεις και νοσταλγώ τις όμορφες παλιές στιγμές.
   Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε. Οι εποχές άλλαξαν. Τη δεκαετία του ’50 τα χρόνια ήταν δύσκολα. Οι Αϊθοδωριώτες, αν και δούλευαν σκληρά απ’ το πρωί ως το βράδυ, ζούσαν φτωχικά. Οι σχέσεις όμως μεταξύ τους ήταν εγκάρδιες, ανθρώπινες, ο ένας βοηθούσε τον άλλον, ήταν δεμένοι μεταξύ τους, ήταν άνθρωποι απλοί, καλόκαρδοι, φιλόξενοι. Τα σπίτια ήταν πάντα ανοιχτά για τους γείτονες, τους συγγενείς, τους φίλους, τους περαστικούς, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει σήμερα, που οι άνθρωποι ζουν σε μια ιδιόμορφη μοναξιά. Είναι κλεισμένοι στο ‘καβούκι’ τους, δεν ενδιαφέρονται για το διπλανό τους, νοιάζονται μόνο για τον εαυτούλη τους. Άλλη νοοτροπία τότε, άλλη σήμερα. Αυτό το χωριό, στο οποίο γεννήθηκα και μεγάλωσα δεν υπάρχει πια. Τη δεκαετία του 1970 μεταφέρθηκε στα Χορτάτα, στην περιοχή γύρω από το Δημοτικό σχολείο. Τα παραδοσιακά όμορφα πέτρινα σπιτάκια του εγκαταλελειμμένα, ερειπωμένα, του καιρού χαλάσματα, μαρτυρούν ότι κάποτε εκεί υπήρχε ένα όμορφο χωριουδάκι, ο Άη-Θόδωρος.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Καλώς ήρθατε!
Σας καλωσορίζουμε στην ανανεωμένη ιστοσελίδα μας!
Η ιστοσελίδα μας επανασχεδιάστηκε και ανανεώθηκε, είναι πιο σύγχρονη, πιο λειτουργική και πιο επικεντρωμένη στο να σας προσφέρει τις πληροφορίες που χρειάζεστε άμεσα και γρήγορα.
Για καλύτερη εμπειρία χρήσης αναβαθμίστε την εφαρμογή περιήγησης (Browser) που χρησιμοποιείτε
Ευχαριστούμε που μας επισκεφθήκατε!