Ι. Ο πληθυσμός της Λευκάδας πριν από έναν αιώνα
«Η Λευκάς είχε πληθυσμόν εν συνόλω υπέρ τας 40.000 κατοίκους. Κατά την γενομένην δε απογραφήν του κράτους (1920), ο πληθυσμός της μόλις προσήγγισε τας 30.000 κατοίκων εν συνόλω.
Η σοβαρά αύτη μείωσις οφείλεται εις διάφορα αίτια μεταξύ των οποίων τα σπουδαιότερα είναι: Η μετανάστευσης εις Αμερικήν αρξαμένη από του έτους 1900 και εντεύθεν και η διασπορά πολλών Λευκαδίων εις διάφορα μέρη της Ελλάδος και προπαντός εις Αθήνας, Πάτρας, Κέρκυραν και αλλαχού».
ΙΙ. Στοιχεία ανθρωπογεωγραφίας για το Διαμπλιάνι των αρχών του 20ου αιώνα
Α. Χορτάτα: «Επί ανωμάλου και πετρώδους εδάφους κείμενος ο συνοικισμός ούτος, ανήκων εις τον τέως δήμον Απολλωνίων, αποτελείται από 341 κατοίκους (ΣΣ: απογραφή του 1920). Προϊόντα δημητριακά μάλλον και κηπευτικά. Όλοι είναι εύποροι, κτηνοτρόφοι και φιλησυχώτατοι. Επίθετον: Χόρτης» [ ΣΣ: Παραλείπονται επίθετα τα οποία απαντούσαν και τότε στα Χορτάτα (Μεσσήνης, Βουκελάτος, Αχείμαστος, Βλαντής, Βράιλας, Τζεφριός) – τα περισσότερα από αιώνων. Επίσης παραλείπεται το βασικό εξαγώγιμο προϊόν, το κρασί].
Β. Νικολή- κάτοικοι 126, Άγιος Βασίλειος - κάτοικοι 63, Μανάση- κάτοικοι 140. Απόκεντροι και απρόσιτοι μικροσυνοικισμοί, ανήκοντες εις τον τέως δήμον Απολλωνίων και εντός βαθυτάτης χαράδρας (εκ των χωρίων Κομηλιού και Χορτάτων αρχομένης και ληγούσης εις τον κάμπον Βασιλικής) κείμενοι, είναι μάλλον κρύπται, εντός των βράχων εκτισμέναι από πολλών ετών (ΣΣ: από αιώνων), ως κρυσφύγετον των κατά την εποχήν των πειρατών (κουρσάρων) διωκομένων.
ΙΙΙ. Λευκαδίτικη σάτιρα
Ο ευφυέστατος χωρικός Κάουρας άφησε εποχή με τις πολύ εύστοχες σάτιρές του. Για κάθε χωριό είχε επινοήσει και μια σάτιρα και όταν την αφηγούνταν στους φίλους του έπεφτε ακράτητο γέλιο. Έλεγε για παράδειγμα: στο τάδε χωριό εβάλανε το ματέρι μέσα στο νερό, για να μακρύνει και να φτάσει στο μέγεθος που θέλανε. Σε άλλη περίπτωση ότι δυο χωρικοί ξεχέρσωσαν ένα χωράφι και έσπειραν … αλάτι. Επειδή όμως δεν φύτρωνε, νόμισαν πως το τρώει κάποιο άγνωστο ζωύφιο και αποφάσισαν να φρουρήσουν το χωράφι νύχτα.Πήρανε, λοιπόν, τους γκράδες τους και πιάσανε θέση στις πλάγιες πλευρές του χωραφιού, όταν κατά τύχην επέταξε μια μεγάλη ακρίδα, που πήγε κι έκατσε στου ενός το στήθος. Δείχνοντας το συγκεκριμένο σημείο εκείνος ειδοποίησε τον άλλο φρουρό, λέγοντας: «Ακρίδας, μπρε, και βάρτου» (=χτύπα τον). Και επειδή, βέβαια, δεν τον έβλεπε, φώναξε: «Σήκω, μπρε, που έπεσες κάτου και γελάς!». Άλλοι χωρικοί, κατά τον Κάουρα, περάσανε τη σαρδέλα (το ψάρι) για καναρίνι, επειδή έχει κόκκινα μάτια, και τη βάλανε σε κλουβί. Άλλοι πήγανε να βγάλουνε έναν γάιδαρο από το πηγάδι στο οποίο είχε πέσει κι είχε 2-3 μέρες μέσα στο νερό. Όταν είδανε την ουρά του να στάζει μέσα στο πηγάδι, φώναξαν: «Τραβάτε, ορέ, την ουρά του και στάζει μέσα στο νερό που θα πιούμε!». Άλλοι πήγανε να πάρουνε νερό απ’ το πηγάδι - είχε πανσέληνο - και, όταν είδαν το σχήμα του φεγγαριού στην επιφάνεια του νερού, το πέρασαν για μανούρι κι εκείνος που πήγε να το βγάλει πνίγηκε. Οι υπόλοιποι, βλέποντας ότι δεν βγαίνει απ’ το πηγάδι, νόμισαν ότι κάθεται μέσα και τρώει το κεφαλοτύρι. Έπεσαν, λοιπόν, κι αυτοί ... Άλλος χωρικός βγήκε παγάνα, για να βρει το γαιδούρι του. Αυτό όμως κάποια στιγμή επέστρεψε στο σπίτι και η νοικοκυρά φώναξε στον άντρα της: «Έλα στο σπίτι, γιατί το γαιδούρι γύρισε». Κι εκείνος: « Τώρα, μωρή; Αφού βγήκα που βγήκα, θα συνεχίσω να το ψάχνω». Άλλος χωρικός αγόρασε ένα ατίθασο μουλάρι και το βράδυ πήγε στον στάβλο να το ταϊσει. Εκείνο όμως τον κλώτσησε και τον ξανακλώτσησε. Και το αφεντικό του: «Μάτσο μου, δεν γνωρίζεις, δα, τον αφέντη σου;». Άλλος πήγε στην Εκκκλησία και άναψε λαμπάδα στην Παναγία, αλλά δεν την στερέωσε καλά κι η εικόνα πήρε φωτιά. Κι εκείνος απομακρύνθηκε σταυροκοπούμενος και λέγοντας: «Δικό σου είναι, κυρούλα μου, και … κάψτο». Κι όταν είδε να βγαίνουν οι φλόγες απ’ τα παραθύρια του καιόμενου ναού, φώναξε κατάπληκτος: «Πω, πω! Βγαίνουν οι ψυχές του Μεγαλοδύναμου!».
Παναγιώτης Θ. Κουνιάκης, Η νήσος Λευκάς από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι των καθ’
ημάς, 1928, σελ. 62-63 και 89-90
«Η Λευκάς είχε πληθυσμόν εν συνόλω υπέρ τας 40.000 κατοίκους. Κατά την γενομένην δε απογραφήν του κράτους (1920), ο πληθυσμός της μόλις προσήγγισε τας 30.000 κατοίκων εν συνόλω.
Η σοβαρά αύτη μείωσις οφείλεται εις διάφορα αίτια μεταξύ των οποίων τα σπουδαιότερα είναι: Η μετανάστευσης εις Αμερικήν αρξαμένη από του έτους 1900 και εντεύθεν και η διασπορά πολλών Λευκαδίων εις διάφορα μέρη της Ελλάδος και προπαντός εις Αθήνας, Πάτρας, Κέρκυραν και αλλαχού».
ΙΙ. Στοιχεία ανθρωπογεωγραφίας για το Διαμπλιάνι των αρχών του 20ου αιώνα
Α. Χορτάτα: «Επί ανωμάλου και πετρώδους εδάφους κείμενος ο συνοικισμός ούτος, ανήκων εις τον τέως δήμον Απολλωνίων, αποτελείται από 341 κατοίκους (ΣΣ: απογραφή του 1920). Προϊόντα δημητριακά μάλλον και κηπευτικά. Όλοι είναι εύποροι, κτηνοτρόφοι και φιλησυχώτατοι. Επίθετον: Χόρτης» [ ΣΣ: Παραλείπονται επίθετα τα οποία απαντούσαν και τότε στα Χορτάτα (Μεσσήνης, Βουκελάτος, Αχείμαστος, Βλαντής, Βράιλας, Τζεφριός) – τα περισσότερα από αιώνων. Επίσης παραλείπεται το βασικό εξαγώγιμο προϊόν, το κρασί].
Β. Νικολή- κάτοικοι 126, Άγιος Βασίλειος - κάτοικοι 63, Μανάση- κάτοικοι 140. Απόκεντροι και απρόσιτοι μικροσυνοικισμοί, ανήκοντες εις τον τέως δήμον Απολλωνίων και εντός βαθυτάτης χαράδρας (εκ των χωρίων Κομηλιού και Χορτάτων αρχομένης και ληγούσης εις τον κάμπον Βασιλικής) κείμενοι, είναι μάλλον κρύπται, εντός των βράχων εκτισμέναι από πολλών ετών (ΣΣ: από αιώνων), ως κρυσφύγετον των κατά την εποχήν των πειρατών (κουρσάρων) διωκομένων.
ΙΙΙ. Λευκαδίτικη σάτιρα
Ο ευφυέστατος χωρικός Κάουρας άφησε εποχή με τις πολύ εύστοχες σάτιρές του. Για κάθε χωριό είχε επινοήσει και μια σάτιρα και όταν την αφηγούνταν στους φίλους του έπεφτε ακράτητο γέλιο. Έλεγε για παράδειγμα: στο τάδε χωριό εβάλανε το ματέρι μέσα στο νερό, για να μακρύνει και να φτάσει στο μέγεθος που θέλανε. Σε άλλη περίπτωση ότι δυο χωρικοί ξεχέρσωσαν ένα χωράφι και έσπειραν … αλάτι. Επειδή όμως δεν φύτρωνε, νόμισαν πως το τρώει κάποιο άγνωστο ζωύφιο και αποφάσισαν να φρουρήσουν το χωράφι νύχτα.Πήρανε, λοιπόν, τους γκράδες τους και πιάσανε θέση στις πλάγιες πλευρές του χωραφιού, όταν κατά τύχην επέταξε μια μεγάλη ακρίδα, που πήγε κι έκατσε στου ενός το στήθος. Δείχνοντας το συγκεκριμένο σημείο εκείνος ειδοποίησε τον άλλο φρουρό, λέγοντας: «Ακρίδας, μπρε, και βάρτου» (=χτύπα τον). Και επειδή, βέβαια, δεν τον έβλεπε, φώναξε: «Σήκω, μπρε, που έπεσες κάτου και γελάς!». Άλλοι χωρικοί, κατά τον Κάουρα, περάσανε τη σαρδέλα (το ψάρι) για καναρίνι, επειδή έχει κόκκινα μάτια, και τη βάλανε σε κλουβί. Άλλοι πήγανε να βγάλουνε έναν γάιδαρο από το πηγάδι στο οποίο είχε πέσει κι είχε 2-3 μέρες μέσα στο νερό. Όταν είδανε την ουρά του να στάζει μέσα στο πηγάδι, φώναξαν: «Τραβάτε, ορέ, την ουρά του και στάζει μέσα στο νερό που θα πιούμε!». Άλλοι πήγανε να πάρουνε νερό απ’ το πηγάδι - είχε πανσέληνο - και, όταν είδαν το σχήμα του φεγγαριού στην επιφάνεια του νερού, το πέρασαν για μανούρι κι εκείνος που πήγε να το βγάλει πνίγηκε. Οι υπόλοιποι, βλέποντας ότι δεν βγαίνει απ’ το πηγάδι, νόμισαν ότι κάθεται μέσα και τρώει το κεφαλοτύρι. Έπεσαν, λοιπόν, κι αυτοί ... Άλλος χωρικός βγήκε παγάνα, για να βρει το γαιδούρι του. Αυτό όμως κάποια στιγμή επέστρεψε στο σπίτι και η νοικοκυρά φώναξε στον άντρα της: «Έλα στο σπίτι, γιατί το γαιδούρι γύρισε». Κι εκείνος: « Τώρα, μωρή; Αφού βγήκα που βγήκα, θα συνεχίσω να το ψάχνω». Άλλος χωρικός αγόρασε ένα ατίθασο μουλάρι και το βράδυ πήγε στον στάβλο να το ταϊσει. Εκείνο όμως τον κλώτσησε και τον ξανακλώτσησε. Και το αφεντικό του: «Μάτσο μου, δεν γνωρίζεις, δα, τον αφέντη σου;». Άλλος πήγε στην Εκκκλησία και άναψε λαμπάδα στην Παναγία, αλλά δεν την στερέωσε καλά κι η εικόνα πήρε φωτιά. Κι εκείνος απομακρύνθηκε σταυροκοπούμενος και λέγοντας: «Δικό σου είναι, κυρούλα μου, και … κάψτο». Κι όταν είδε να βγαίνουν οι φλόγες απ’ τα παραθύρια του καιόμενου ναού, φώναξε κατάπληκτος: «Πω, πω! Βγαίνουν οι ψυχές του Μεγαλοδύναμου!».
Παναγιώτης Θ. Κουνιάκης, Η νήσος Λευκάς από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι των καθ’
ημάς, 1928, σελ. 62-63 και 89-90
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου