Του ΣΠΥΡΟΥ Ν. ΒΟΥΚΕΛΑΤΟΥ
Το παλιό σχολείο ήταν αυταρχικό. Θεωρούσε την αυστηρή τιμωρία ως αποτελεσματικό μέσο σωφρονισμού και μάθησης. Τιμωρούσε αυστηρά τους άτακτους και αδιάβαστους μαθητές. Οι πιο ήπιες τιμωρίες ήταν το χαστούκι, το τράβηγμα του αυτιού και το τράβηγμα των μαλλιών, κυρίως των κοριτσιών.
Άλλοτε ο δάσκαλος πρόσταζε τους μαθητές να στέκονται όρθιοι, δίπλα στον πίνακα, με το ένα πόδι σηκωμένο ή γονατιστοί και να κοιτάζουν τον τοίχο. Καμιά φορά γονάτιζαν και επάνω στα χαλίκια και το αίμα έτρεχε από τα γόνατα. Για τα πιο σοβαρά παραπτώματα ήταν η βέργα (βίτσα), ο χάρακας και το κλείσιμο στο σχολείο (νηστεία). Πάνω στην έδρα του δασκάλου υπήρχε πάντα η βέργα, ένα ευλύγιστο λεπτό κλαδί από δένδρο, συνήθως αγριελιάς, για να μη σπάει εύκολα. Πολλές φορές υπήρχαν δύο βέργες, μήπως σπάσει η μία να υπάρχει ρεζέρβα η άλλη. Τις βέργες τις έφερναν οι ίδιοι οι μαθητές και έψαχναν, οι αθεόφοβοι, να βρουν τις καλύτερες για να ακούσουν το μπράβο του δασκάλου. Ο δάσκαλος, όταν χρησιμοποιούσε τη βέργα, πρόσταζε το μαθητή «άπλωσε το χέρι σου». Ο μαθητής φοβισμένος άπλωνε το ένα χέρι με ανοιχτή την παλάμη και, φαπ!, έπεφτε με δύναμη η ξυλιά. Το παιδί τράβαγε το πονεμένο χέρι απότομα, το έφερνε κοντά στο στόμα, το χουχούλιαζε για να απαλύνει τον πόνο, αμέσως άπλωνε το άλλο και φαπ η βέργα και σε αυτό. Το τραβούσε απότομα, το χουχούλιαζε και άπλωνε πάλι το άλλο. Και φαπ στο ένα, φαπ στο άλλο έπεφταν οι βέργες, ώσπου τελείωνε το μαρτύριο της τιμωρίας. Όσο σοβαρότερο θεωρούνταν το παράπτωμα, τόσο περισσότερες οι βεργιές, που πολλές φορές πέφτανε και στα γυμνά πόδια και άφηναν κόκκινα σημάδια, αφού τα παντελόνια ήταν κοντά. Πολλά παιδιά, όταν πέφτανε οι βεργιές κλαίγανε, μερικά όμως, πιο σκληρά, έσφιγγαν τα δόντια, κοκκίνιζαν και δεν έβγαζαν δάκρυ.
Η πιο βαριά, όμως, τιμωρία ήταν το κλείσιμο μέσα στο σχολείο. Τα τιμωρημένα παιδιά, με τη λήξη των μαθημάτων, δεν μπορούσαν να φύγουν για το σπίτι, όπως τα άλλα παιδιά. Ο δάσκαλος τα κλείδωνε στο σχολείο και έμεναν νηστικά. Το απόγευμα που άρχιζαν πάλι τα μαθήματα έληγε η προφυλάκισή τους. Κάποτε, μάλιστα, στο σχολείο μας συνέβη το εξής περιστατικό, όπως το διηγούνταν αργότερα οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές: Ο δάσκαλος μια μέρα έκλεισε στο σχολείο μία παρέα τριών μαθητών για κάποιο σοβαρό παράπτωμα. Στο σχολείο τότε γίνονταν συσσίτια. Σε μια γωνιά βρήκαν ένα τσουβάλι ζάχαρη και με τις χούφτες άρχισαν να τρώνε με τη ψυχή τους. Απ’ τη βιασύνη τους την έριξαν και στο δάπεδο. Όταν το απόγευμα ο δάσκαλος άνοιξε το σχολείο και είδε τι έγινε, άρπαξε τη βέργα και πού σε πονάει και πού σε σφάζει. Σήμερα φαίνεται απίστευτο ότι τα παιδιά με λαιμαργία τρώγανε τη ζάχαρη. Για τότε δεν ήταν καθόλου περίεργο. Γλυκά την εποχή εκείνη δεν υπήρχαν. Το μόνο που ικανοποιούσε την επιθυμία τους για το γλυκό ήταν η ζάχαρη που την έτρωγαν με το κουτάλι, όταν την έβρισκαν. Για αυτό και οι γονείς κρύβανε το βάζο με τη λιγοστή ζάχαρη που είχαν, για να μην τη βρίσκουν τα παιδιά. Κάποιοι μαθητές που ήταν αδιάβαστοι, για να αποφύγουν τις σκληρές τιμωρίες, έκαναν «κοπάνα». Πρωί-πρωί έπαιρναν το σακούλι (σάκα) τους και ξεκινούσαν για το σχολείο. Στο δρόμο όμως λοξοδρομούσαν και κρύβονταν σε μια κρυψώνα. Εκεί έμεναν λουφασμένοι, μέχρι να τελειώσουν τα μαθήματα. Όταν έβλεπαν τα άλλα παιδιά να γυρίζουν από το σχολείο, έβγαιναν από το λαγούμι τους και γύριζαν σπίτι, δήθεν ότι έρχονταν από το σχολείο. Μερικές φορές όμως, έπεφταν στην παγίδα. Ο δάσκαλος έστελνε τα μεγάλα παιδιά, τα βρίσκανε και με τη βία τα φέρνανε στο σχολείο. Υπήρχαν, βέβαια, και δάσκαλοι που δεν ήταν τόσο αυστηροί. Δεν τιμωρούσαν σκληρά. Δεν πίστευαν ότι το ξύλο κάνει τα παιδιά καλούς μαθητές και καλούς ανθρώπους. Και στην έδρα όμως αυτών των δασκάλων υπήρχε η βέργα.
Στους νέους, σήμερα, όλα αυτά φαίνονται σαν παραμύθι. και ίσως προβάλουν το εύλογο ερώτημα : «Καλά, οι δάσκαλοι ήταν αυτοί που ήταν. Οι γονείς όμως τι έκαναν; Δεν διαμαρτύρονταν; Πώς ανέχονταν τη βάρβαρη συμπεριφορά απέναντι στα παιδιά τους;» Η απάντηση είναι απλή. Όχι μόνο ανέχονταν, αλλά και παρότρυναν το δάσκαλο για αυστηρή τιμωρία. Και αυτό, γιατί η αντίληψη της εποχής ήταν ότι το ξύλο κάνει το παιδί καλό μαθητή και καλό άνθρωπο. Γνωστές είναι οι φράσεις : «Το ξύλο βγήκε από τον παράδεισο», «ο μη δαρείς ου παιδεύεται» και το περιβόητο «το κρέας δικό σου, τα κόκκαλα δικά μου», που έλεγε ο γονιός στο δάσκαλο, όταν του παρουσίαζε το παιδί του στο σχολείο.
Το κλίμα αυτό της εποχής περιγράφει με τον πιο παραστατικό τρόπο ο Νίκος Καζαντζάκης στο έργο του Αναφορά στο Γκρέκο. Το σχετικό απόσπασμα:
«Ο δάσκαλος πρόβαλε στο κατώφλι. Κρατούσε μια μακριά βίτσα και μου φάνηκε άγριος, με μεγάλα δόντια, και κάρφωσα τα μάτια μου στην κορφή του κεφαλιού του να δω αν έχει κέρατα, μα δεν είδα, γιατί φορούσε καπέλο. «Ετούτος είναι ο γιος μου», του’πε ο πατέρας μου. Ξέμπηξε το χέρι μου από τη χούφτα του και με παρέδωσε στο δάσκαλο. «Το κρέας δικό σου, του’πε, τα κόκκαλα δικά μου. Μην τον λυπάσαι, δέρνε τον, κάμε τον άνθρωπο.» «Έγνοια σου, καπετάν Μιχάλη. Έχω εδώ το εργαλείο που κάνει τους ανθρώπους», είπε ο δάσκαλος κι έδειξε τη βίτσα.
Το αυταρχικό αυτό εκπαιδευτικό σύστημα ήταν αναχρονιστικό, αναποτελεσματικό και πνευματοκτόνο. Προσέφερε γνώσεις μηχανικά στο παιδί. Η διδασκαλία ήταν δασκαλοκεντρική. Ο δάσκαλος δίδασκε από την έδρα και ο μαθητής δεχόταν παθητικά, χωρίς ενεργητική συμμετοχή, τη γνώση, που έπρεπε να την αποστηθίζει, πολλές φορές αυτολεξεί, χωρίς να την κατανοεί, για να τη ξεχάσει ύστερα από λίγο. Εφαρμοζόταν, όπως χαρακτηριστικά λέει ο παιδαγωγός Χρήστος Φράγκος, η μέθοδος των συγκοινωνούντων δοχείων, όπου από το δοχείο των γνώσεων του δασκάλου με έναν αόρατο σωλήνα διοχετεύονταν οι γνώσεις στο μυαλό των μαθητών. Αυτοί δεν είχαν τίποτε άλλο να κάνουν παρά να παρακολουθούν φρόνιμα, με σταυρωμένα χέρια καμιά φορά, να έχουν τ’ αφτιά τους ανοιχτά και να ακούν. Μα έτσι δεν κατακτάται η γνώση, δεν αφομοιώνεται, δεν ριζώνει. Το αυταρχικό αυτό σύστημα όχι μόνο δεν συμβάλλει στην ανάπτυξη των πνευματικών δυνάμεων του παιδιού, αλλά αποτελεί και ανασταλτικό παράγοντα στη διαμόρφωση δημιουργικής και δυναμικής προσωπικότητας. Διαμορφώνει άτομα άβουλα, υποτακτικά, φοβισμένα, χωρίς αμφισβήτηση και κριτική σκέψη, πρόθυμα να σκύψουν το κεφάλι στον αφέντη και να υπηρετούν αδιαμαρτύρητα τα συμφέροντά του. Το σύστημα αυτό κυριάρχησε μέχρι τη δεκαετία του 1970. Από τότε άρχισε να πνέει ο άνεμος ελευθερίας και αισιοδοξίας του νέου σχολείου και της σύγχρονης παιδαγωγικής.
Το νέο σχολείο αντικατέστησε το παλιό και η σύγχρονη παιδαγωγική την παλιά. Τα απαρχαιωμένα παιδονομικά μέσα των ποινών αντικαταστάθηκαν από εσωτερικά κίνητρα : τον έπαινο, την ενθάρρυνση, την πειθώ, την καθοδήγηση. Ο μαθητής έχει ανάγκη να ακούσει και ένα μπράβο. Η βέργα φεύγει απ’ την έδρα του δασκάλου. Το σχολείο γίνεται ελκυστικό για το μαθητή, αφού είναι απαλλαγμένος από το φόβο, το άγχος και την καταπίεση. Στη σχολική αίθουσα επικρατεί φιλικό κλίμα και χαρούμενη ατμόσφαιρα. Ο μαθητής με τη βοήθεια του δασκάλου δραστηριοποιεί τους μηχανισμούς μάθησης και ανακαλύπτει ο ίδιος τη γνώση. Αποφεύγεται η στείρα μετάδοση γνώσεων και η μηχανική εκμάθηση πράξεων. Η σχολική μάθηση δεν είναι μια απλή μετάδοση γνώσεων, αλλά μία δημιουργική δραστηριότητα και μια νοητική αφομοίωση. Ο μαθητής δεν αποστηθίζει μηχανικά. Γίνεται ένας μικρός συνερευνητής με τον δάσκαλο, κρίνει, υποθέτει, απορρίπτει, αμφισβητεί, συμπεραίνει, ανακαλύπτει ο ίδιος τη γνώση, δοκιμάζοντας και τη χαρά γι’ αυτή του την επιτυχία. Έτσι η γνώση γίνεται μόνιμη και ζωντανή. Και το σπουδαιότερο : το νέο αυτό παιδαγωγικό σύστημα δημιουργεί σκεπτόμενα άτομα, ικανά να επιστρατεύσουν την προϋπάρχουσα πείρα και γνώση τους, για αντιμετώπιση παρόμοιων προβληματικών καταστάσεων. Επιπλέον, μέσα σε ένα φιλικό και δημιουργικό κλίμα, εξασφαλίζει την εδραίωση της γνώσης, την ανάπτυξη των δημιουργικών δυνάμεων του παιδιού και τη διαμόρφωση μιας δυναμικής προσωπικότητας με πρωτοβουλία και αποφασιστικότητα, μιας προσωπικότητας που εγγυάται την επιτυχία στη ζωή.
Το παλιό σχολείο ήταν αυταρχικό. Θεωρούσε την αυστηρή τιμωρία ως αποτελεσματικό μέσο σωφρονισμού και μάθησης. Τιμωρούσε αυστηρά τους άτακτους και αδιάβαστους μαθητές. Οι πιο ήπιες τιμωρίες ήταν το χαστούκι, το τράβηγμα του αυτιού και το τράβηγμα των μαλλιών, κυρίως των κοριτσιών.
Άλλοτε ο δάσκαλος πρόσταζε τους μαθητές να στέκονται όρθιοι, δίπλα στον πίνακα, με το ένα πόδι σηκωμένο ή γονατιστοί και να κοιτάζουν τον τοίχο. Καμιά φορά γονάτιζαν και επάνω στα χαλίκια και το αίμα έτρεχε από τα γόνατα. Για τα πιο σοβαρά παραπτώματα ήταν η βέργα (βίτσα), ο χάρακας και το κλείσιμο στο σχολείο (νηστεία). Πάνω στην έδρα του δασκάλου υπήρχε πάντα η βέργα, ένα ευλύγιστο λεπτό κλαδί από δένδρο, συνήθως αγριελιάς, για να μη σπάει εύκολα. Πολλές φορές υπήρχαν δύο βέργες, μήπως σπάσει η μία να υπάρχει ρεζέρβα η άλλη. Τις βέργες τις έφερναν οι ίδιοι οι μαθητές και έψαχναν, οι αθεόφοβοι, να βρουν τις καλύτερες για να ακούσουν το μπράβο του δασκάλου. Ο δάσκαλος, όταν χρησιμοποιούσε τη βέργα, πρόσταζε το μαθητή «άπλωσε το χέρι σου». Ο μαθητής φοβισμένος άπλωνε το ένα χέρι με ανοιχτή την παλάμη και, φαπ!, έπεφτε με δύναμη η ξυλιά. Το παιδί τράβαγε το πονεμένο χέρι απότομα, το έφερνε κοντά στο στόμα, το χουχούλιαζε για να απαλύνει τον πόνο, αμέσως άπλωνε το άλλο και φαπ η βέργα και σε αυτό. Το τραβούσε απότομα, το χουχούλιαζε και άπλωνε πάλι το άλλο. Και φαπ στο ένα, φαπ στο άλλο έπεφταν οι βέργες, ώσπου τελείωνε το μαρτύριο της τιμωρίας. Όσο σοβαρότερο θεωρούνταν το παράπτωμα, τόσο περισσότερες οι βεργιές, που πολλές φορές πέφτανε και στα γυμνά πόδια και άφηναν κόκκινα σημάδια, αφού τα παντελόνια ήταν κοντά. Πολλά παιδιά, όταν πέφτανε οι βεργιές κλαίγανε, μερικά όμως, πιο σκληρά, έσφιγγαν τα δόντια, κοκκίνιζαν και δεν έβγαζαν δάκρυ.
Η πιο βαριά, όμως, τιμωρία ήταν το κλείσιμο μέσα στο σχολείο. Τα τιμωρημένα παιδιά, με τη λήξη των μαθημάτων, δεν μπορούσαν να φύγουν για το σπίτι, όπως τα άλλα παιδιά. Ο δάσκαλος τα κλείδωνε στο σχολείο και έμεναν νηστικά. Το απόγευμα που άρχιζαν πάλι τα μαθήματα έληγε η προφυλάκισή τους. Κάποτε, μάλιστα, στο σχολείο μας συνέβη το εξής περιστατικό, όπως το διηγούνταν αργότερα οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές: Ο δάσκαλος μια μέρα έκλεισε στο σχολείο μία παρέα τριών μαθητών για κάποιο σοβαρό παράπτωμα. Στο σχολείο τότε γίνονταν συσσίτια. Σε μια γωνιά βρήκαν ένα τσουβάλι ζάχαρη και με τις χούφτες άρχισαν να τρώνε με τη ψυχή τους. Απ’ τη βιασύνη τους την έριξαν και στο δάπεδο. Όταν το απόγευμα ο δάσκαλος άνοιξε το σχολείο και είδε τι έγινε, άρπαξε τη βέργα και πού σε πονάει και πού σε σφάζει. Σήμερα φαίνεται απίστευτο ότι τα παιδιά με λαιμαργία τρώγανε τη ζάχαρη. Για τότε δεν ήταν καθόλου περίεργο. Γλυκά την εποχή εκείνη δεν υπήρχαν. Το μόνο που ικανοποιούσε την επιθυμία τους για το γλυκό ήταν η ζάχαρη που την έτρωγαν με το κουτάλι, όταν την έβρισκαν. Για αυτό και οι γονείς κρύβανε το βάζο με τη λιγοστή ζάχαρη που είχαν, για να μην τη βρίσκουν τα παιδιά. Κάποιοι μαθητές που ήταν αδιάβαστοι, για να αποφύγουν τις σκληρές τιμωρίες, έκαναν «κοπάνα». Πρωί-πρωί έπαιρναν το σακούλι (σάκα) τους και ξεκινούσαν για το σχολείο. Στο δρόμο όμως λοξοδρομούσαν και κρύβονταν σε μια κρυψώνα. Εκεί έμεναν λουφασμένοι, μέχρι να τελειώσουν τα μαθήματα. Όταν έβλεπαν τα άλλα παιδιά να γυρίζουν από το σχολείο, έβγαιναν από το λαγούμι τους και γύριζαν σπίτι, δήθεν ότι έρχονταν από το σχολείο. Μερικές φορές όμως, έπεφταν στην παγίδα. Ο δάσκαλος έστελνε τα μεγάλα παιδιά, τα βρίσκανε και με τη βία τα φέρνανε στο σχολείο. Υπήρχαν, βέβαια, και δάσκαλοι που δεν ήταν τόσο αυστηροί. Δεν τιμωρούσαν σκληρά. Δεν πίστευαν ότι το ξύλο κάνει τα παιδιά καλούς μαθητές και καλούς ανθρώπους. Και στην έδρα όμως αυτών των δασκάλων υπήρχε η βέργα.
Στους νέους, σήμερα, όλα αυτά φαίνονται σαν παραμύθι. και ίσως προβάλουν το εύλογο ερώτημα : «Καλά, οι δάσκαλοι ήταν αυτοί που ήταν. Οι γονείς όμως τι έκαναν; Δεν διαμαρτύρονταν; Πώς ανέχονταν τη βάρβαρη συμπεριφορά απέναντι στα παιδιά τους;» Η απάντηση είναι απλή. Όχι μόνο ανέχονταν, αλλά και παρότρυναν το δάσκαλο για αυστηρή τιμωρία. Και αυτό, γιατί η αντίληψη της εποχής ήταν ότι το ξύλο κάνει το παιδί καλό μαθητή και καλό άνθρωπο. Γνωστές είναι οι φράσεις : «Το ξύλο βγήκε από τον παράδεισο», «ο μη δαρείς ου παιδεύεται» και το περιβόητο «το κρέας δικό σου, τα κόκκαλα δικά μου», που έλεγε ο γονιός στο δάσκαλο, όταν του παρουσίαζε το παιδί του στο σχολείο.
Το κλίμα αυτό της εποχής περιγράφει με τον πιο παραστατικό τρόπο ο Νίκος Καζαντζάκης στο έργο του Αναφορά στο Γκρέκο. Το σχετικό απόσπασμα:
«Ο δάσκαλος πρόβαλε στο κατώφλι. Κρατούσε μια μακριά βίτσα και μου φάνηκε άγριος, με μεγάλα δόντια, και κάρφωσα τα μάτια μου στην κορφή του κεφαλιού του να δω αν έχει κέρατα, μα δεν είδα, γιατί φορούσε καπέλο. «Ετούτος είναι ο γιος μου», του’πε ο πατέρας μου. Ξέμπηξε το χέρι μου από τη χούφτα του και με παρέδωσε στο δάσκαλο. «Το κρέας δικό σου, του’πε, τα κόκκαλα δικά μου. Μην τον λυπάσαι, δέρνε τον, κάμε τον άνθρωπο.» «Έγνοια σου, καπετάν Μιχάλη. Έχω εδώ το εργαλείο που κάνει τους ανθρώπους», είπε ο δάσκαλος κι έδειξε τη βίτσα.
Το αυταρχικό αυτό εκπαιδευτικό σύστημα ήταν αναχρονιστικό, αναποτελεσματικό και πνευματοκτόνο. Προσέφερε γνώσεις μηχανικά στο παιδί. Η διδασκαλία ήταν δασκαλοκεντρική. Ο δάσκαλος δίδασκε από την έδρα και ο μαθητής δεχόταν παθητικά, χωρίς ενεργητική συμμετοχή, τη γνώση, που έπρεπε να την αποστηθίζει, πολλές φορές αυτολεξεί, χωρίς να την κατανοεί, για να τη ξεχάσει ύστερα από λίγο. Εφαρμοζόταν, όπως χαρακτηριστικά λέει ο παιδαγωγός Χρήστος Φράγκος, η μέθοδος των συγκοινωνούντων δοχείων, όπου από το δοχείο των γνώσεων του δασκάλου με έναν αόρατο σωλήνα διοχετεύονταν οι γνώσεις στο μυαλό των μαθητών. Αυτοί δεν είχαν τίποτε άλλο να κάνουν παρά να παρακολουθούν φρόνιμα, με σταυρωμένα χέρια καμιά φορά, να έχουν τ’ αφτιά τους ανοιχτά και να ακούν. Μα έτσι δεν κατακτάται η γνώση, δεν αφομοιώνεται, δεν ριζώνει. Το αυταρχικό αυτό σύστημα όχι μόνο δεν συμβάλλει στην ανάπτυξη των πνευματικών δυνάμεων του παιδιού, αλλά αποτελεί και ανασταλτικό παράγοντα στη διαμόρφωση δημιουργικής και δυναμικής προσωπικότητας. Διαμορφώνει άτομα άβουλα, υποτακτικά, φοβισμένα, χωρίς αμφισβήτηση και κριτική σκέψη, πρόθυμα να σκύψουν το κεφάλι στον αφέντη και να υπηρετούν αδιαμαρτύρητα τα συμφέροντά του. Το σύστημα αυτό κυριάρχησε μέχρι τη δεκαετία του 1970. Από τότε άρχισε να πνέει ο άνεμος ελευθερίας και αισιοδοξίας του νέου σχολείου και της σύγχρονης παιδαγωγικής.
Το νέο σχολείο αντικατέστησε το παλιό και η σύγχρονη παιδαγωγική την παλιά. Τα απαρχαιωμένα παιδονομικά μέσα των ποινών αντικαταστάθηκαν από εσωτερικά κίνητρα : τον έπαινο, την ενθάρρυνση, την πειθώ, την καθοδήγηση. Ο μαθητής έχει ανάγκη να ακούσει και ένα μπράβο. Η βέργα φεύγει απ’ την έδρα του δασκάλου. Το σχολείο γίνεται ελκυστικό για το μαθητή, αφού είναι απαλλαγμένος από το φόβο, το άγχος και την καταπίεση. Στη σχολική αίθουσα επικρατεί φιλικό κλίμα και χαρούμενη ατμόσφαιρα. Ο μαθητής με τη βοήθεια του δασκάλου δραστηριοποιεί τους μηχανισμούς μάθησης και ανακαλύπτει ο ίδιος τη γνώση. Αποφεύγεται η στείρα μετάδοση γνώσεων και η μηχανική εκμάθηση πράξεων. Η σχολική μάθηση δεν είναι μια απλή μετάδοση γνώσεων, αλλά μία δημιουργική δραστηριότητα και μια νοητική αφομοίωση. Ο μαθητής δεν αποστηθίζει μηχανικά. Γίνεται ένας μικρός συνερευνητής με τον δάσκαλο, κρίνει, υποθέτει, απορρίπτει, αμφισβητεί, συμπεραίνει, ανακαλύπτει ο ίδιος τη γνώση, δοκιμάζοντας και τη χαρά γι’ αυτή του την επιτυχία. Έτσι η γνώση γίνεται μόνιμη και ζωντανή. Και το σπουδαιότερο : το νέο αυτό παιδαγωγικό σύστημα δημιουργεί σκεπτόμενα άτομα, ικανά να επιστρατεύσουν την προϋπάρχουσα πείρα και γνώση τους, για αντιμετώπιση παρόμοιων προβληματικών καταστάσεων. Επιπλέον, μέσα σε ένα φιλικό και δημιουργικό κλίμα, εξασφαλίζει την εδραίωση της γνώσης, την ανάπτυξη των δημιουργικών δυνάμεων του παιδιού και τη διαμόρφωση μιας δυναμικής προσωπικότητας με πρωτοβουλία και αποφασιστικότητα, μιας προσωπικότητας που εγγυάται την επιτυχία στη ζωή.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου