Του ΑΓΓΕΛΟΥ Γ. ΧΟΡΤΗ
Στο βορειοανατολικό άκρο του χωριού μας, πάνω από τα τελευταία σπίτια, εγκαταλελειμμένα τα περισσότερα, βρίσκεται η τοποθεσία Φάος, σε μια ανοιχτή πλαγιά που τη στεφανώνουν οι κορυφές της οροσειράς των Σταυρωτών, εκτεινόμενες από τον Βορρά προς τον νότο. Η ονομασία της τοποθεσίας είναι εντελώς ασυνήθιστη, καθώς δεν παραπέμπει π.χ. σε χαρακτηριστικά της μορφολογίας του εδάφους ή σε ανθρώπινες δραστηριότητες και περιστατικά ή σε ονόματα ανθρώπων, φυτών κ.λπ., απ’ όπου προέρχονται τα περισσότερα τοπωνύμια. Ωστόσο, όπως συμβαίνει σε όλες τις περιπτώσεις, η λέξη και ο τόπος τον οποίο σηματοδοτεί συνδέονται άρρηκτα μεταξύ τους. Το φάος, λοιπόν, δηλαδή το φως στη συνηρημένη μορφή του, είναι πανάρχαιη ελληνική λέξη, που διατηρείται επί αιώνες απαράλλαχτη από την ομηρική εποχή μέχρι σήμερα.
Εκτός από την κυριολεκτική σημασία του το φως παραπέμπει επίσης στις έννοιες της χαράς, της ευτυχίας, ττης εσωτερικής πληρότητας και ακόμη της ζωής, της σωτηρίας, της νίκης. Στην ασυναίρετη εκδοχή του, μάλιστα, (φάος) θα τολμούσα να πω ότι συνδέεται και ηχητικά με τα ευφρόσυνα συναισθήματα που αναφέρθηκαν, καθώς το ανοιχτό φωνήεν α παραπέμπει στη διάχυση, στο άπλωμα, που είναι χαρακτηριστικό του φωτός και στα συναισθήματα που αυτό προκαλεί. Και το φάος με οδηγεί συνειρμικά στο ρήμα της αρχαίας μας γλώσσας φαέθω, δηλαδή λάμπω, φωτίζω, και από αυτό στο μυθολογικό πρόσωπο του Φαέθοντα, του γεμάτου φως, του απαστράπτοντος γιου του Ήλιου και της Κλυμένης και στους γοητευτικούς και ποιητικούς μύθους γι’ αυτόν. Ότι πήρε το φωτεινό άρμα του πατέρα του, ανέβηκε ψηλά στους ουρανούς και ύστερα κατέβηκε χαμηλά, πολύ κοντά στη γη, πυρπολώντας τα πάντα. Γι’ αυτό ο Ζεύς τον χτύπησε με τον κεραυνό του και ο αστραποβόλος νέος έπεσε στον ποταμό Ηριδανό. Οι αδελφές του, κόρες του Ήλιου, τον θρήνησαν και τα δάκρυά τους έγιναν κεχριμπάρι. Ύστερα, μαζί με τον Ηριδανό, ανέβηκαν στον ουρανό και έγιναν αστέρια. Το φως όμως συνδέεται επίσης με την αρχαία ελληνική ποίηση και υμνείται από τους μεγάλους ποιητές της κλασικής εποχής, με όλες τις σημασίες και τους συμβολισμούς του. Αναφέρω εδώ το αριστουργηματικό χορικό του Σοφοκλή στην Αντιγόνη, στο οποίο η λάμψη του συμβολίζει επίσης τα αισθήματα αγαλλίασης των Θηβαίων, αλλά και τη νίκη και τη σωτηρία της πόλης, που ήταν η αιτία των συναισθημάτων αυτών, καθώς ο φοβερός στρατός των Αργείων που τους απειλούσε είχε αποχωρήσει: «Αχτίδα του ήλιου, το πιο όμορφο φως που φώτισε ποτέ ως τώρα την εφτάπυλη Θήβα, φάνηκες βλέφαρο της χρυσής αυγής, πάνω απ’ της Δίρκης τα νερά …». Αλλά και ο μεγάλος λυρικός ποιητής Πίνδαρος συνδέει την ευδαιμονία που επιφυλάσσεται στους δίκαιους, μετά τον θάνατό τους, στα νησιά των Μακάρων, με το φως: «Εκεί φυσούν παντοτινά οι αύρες των ωκεανών, εκεί λαμπρύνονται στο φως χρυσίζοντα λουλούδια, άλλα στα φεγγοβόλα δέντρα της στεριάς και άλλα φυτρώνοντας απ’ των νερών τα βάθη, για να γενούν πλεχτά βραχιόλια των χεριών και για τις κεφαλές στεφάνια», όπως μεταφράζει ο Κ. Χ. Μύρης το σχετικό απόσπασμα από τον 2ο Ολυμπιόνικο. Σε ανάλογο ύφος λυρικής μεγαλοπρέπειας φτάνει και η λαμπρή Εκκλησιαστική μας Υμνογραφία, στην οποία το φως συμβολίζει τη ζωή, τη σωτηρία και τη νίκη απέναντι στον θάνατο. Σε μια καταβασία του κανόνα του Πάσχα, της εορτής των εορτών και της πανηγύρεως των πανηγύρεων, που το φως της Αναστάσεως του Σωτήρος συντρίβει το σκοτάδι του θανάτου, ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός μας παρουσιάζει την μεγαλοπρεπή εικόνα του «φαεσφόρου» αγγέλου (φάος +φέρω), δηλαδή του ολόλαμπρου, του ακτινοβόλου, του απαστράπτοντος αγγέλου να φέρνει το μήνυμα της Ανάστασης: «Επί της θείας φυλακής ο θεηγόρος Αββακούμ στήτω μεθ’ ημών και δεικνύτω φαεσφόρον άγγελον διαπρυσίως λέγοντα• Σήμερον σωτηρία τω κόσμω ότι ανέστη Χριστός ως παντοδύναμος». Αλλά και στις Μυροφόρες φέρνει το μήνυμα «ο αστράπτων εν τω τάφω άγγελος». Αναφέρω ακόμα το ιλαρό εσπερινό φως της δόξας του Θεού, που γαληνεύει τις ψυχές όσων νιώθουν να τους πλημμυρίζει, την ώρα που το φυσικό φως από τη δύση του ήλιου δεν είναι παρά αντανάκλαση του Θείου φωτός, του φωτός που εκπέμπει η μεγαλοσύνη και η δόξα του Θεού. Και στη μνήμη μου έρχονται παλαιοί εσπερινοί, που κάτω από το ήμερο φως των καντηλιών, ακόμα και τώρα, ακούω τον πατέρα μου να ψάλλει με βαθιά κατάνυξη το «Φως ιλαρόν αγίας δόξης …».
Το φως είναι επίσης βασικό μοτίβο της ποίησης και των μεγάλων νεότερων ποιητών μας. Στον Πόρφυρα του Σολωμού το φως είναι η εσωτερική έλλαμψη με την οποία ο νέος στρατιώτης φτάνει στην αυτοσυνειδησία, πριν τον κατασπαράξει ο καρχαρίας: «Έλαμψε φως και γνώρισε ο νιος τον εαυτό του». Στην ωδή του Ανδρέα Κάλβου «Ο Φιλόπατρις» ο ποιητής μακαρίζει τη γενέτειρά του τη Ζάκυνθο, διότι του έδωσε την πνοή και το φως: «Ω φιλτάτη μου πατρίς, ω θαυμασία νήσος Ζάκυνθε, συ μου έδωκας την πνοήν και του Απόλλωνος τα χρυσά δώρα». Στο «Άσμα ηρωϊκό και πένθιμο για το χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας» του Οδυσσέα Ελύτη, η θριαμβική άνοδος του νεαρού ανθυπολοχαγού προς τον ουρανό, δηλαδή η ανάληψή του, συμβολίζεται και σηματοδοτείται από ένα χείμαρρο φωτός μέσα του και γύρω του: «Ανεβαίνει μοναχός κι ολόλαμπρος … τόσο πιωμένος από φως που φαίνεται η καρδιά του …», ενώ τα κλαδιά των γύρω δέντρων είναι «βουτηγμένα μες το λάδι του ήλιου». Τόσο, λοιπόν, συνδεδεμένο με την ελληνική φύση, τη ζωή, την παράδοση και τον πολιτισμό από τα πανάρχαια χρόνια, τόσο ταυτισμένο με την ύπαρξη και τη συνείδηση των Ελλήνων, το φάος δεν είναι παράδοξο ότι και σε μια άκρη της ελληνικής γης, στο χωριό μας, χρησιμοποιήθηκε ως τοπωνύμιο στην τοποθεσία εκείνη, όπου υποφώσκει το πρώτο φως της ημέρας και όπου οι πρώτες ακτίνες του ήλιου που ξεπροβάλλει από τις κορφές των Σταυρωτών, χαϊδεύουν τις πέτρες, τα δέντρα, τα αμπέλια και την ταπεινή βλάστηση και ζωοποιούν τη φύση. Γιατί αυτός είναι ο Φάος, ο τόπος απ’ όπου το πρώτο φως του ήλιου διαχέεται, θαρρείς, και πλημμυρίζει άπλετο και διάφανο τις πλαγιές, τα οροπέδια, τους κάμπους, τα ισιώματα και τη θάλασσα ως πέρα μακριά. Γιατί το μέρος είναι ανοιχτό, αναπεπταμένο θα έλεγαν οι λόγιοι, με τα βουνά στα ανατολικά, τον κάμπο και τη θάλασσα της Βασιλικής στα νότια, τα χωριά Κωμηλιό και Δράγανο, μέχρι τα ολόρθα, κρεμασμένα στη θάλασσα βουνά στα νότια, τις κατωφέρειες του χωριού μας, το λόφο της Κολώνης και τη Νεραϊδόλυμπα στα νοτιοδυτικά, όπου η άλλη ονομασία της Καπνιστά Νερά δίνει παραστατικά την εικόνα του αφρού από τα κύματα της χειμωνιάτικης φουρτουνιασμένης θάλασσας, έκθετης στους σφοδρούς αέρηδες του απέραντου πόντου, και τέλος τις πλαγιές των Σταυρωτών προς το Βορρά και πίσω απ’ αυτές την απεραντοσύνη του Ιονίου. Και μέσα σ’ αυτούς τους ανοιχτούς ορίζοντες τα πράγματα να κολυμπούν μέσα στο εκτυφλωτικό φως. Έτσι, στα πολύ παλιά χρόνια, πιστεύω, αφού άλλη ερμηνεία δεν μπορεί κανείς να φανταστεί, κάποιος ανώνυμος, ποτισμένος ως τα τρίσβαθα του είναι του από το αυγινό, το μεσημεριανό και το εσπερινό φως, που σκορπά τα χρυσάφια του στη φύση, θα αναφώνησε, φαντάζομαι, γεμάτος θαυμασμό και ευδαιμονία τη λέξη φάος και από εκείνη τη στιγμή το φάος έγινε ο Φάος, ο τόπος του ήλιου και του φωτός, με την ονομασία να δρασκελά τους αιώνες και να ταξιδεύει ως τις μέρες μας και όσο θα διατηρούν όσοι κατοικούν σ’ αυτή τη γη της ομορφιάς και των θαυμάτων τη γλώσσα μας! Από άποψη μορφολογίας, το έδαφος της περιοχής είναι τόσο πετρώδες, ώστε αποτελεί πρόκληση και πρόσκληση στους ανθρώπους να επιχειρήσουν να το δαμάσουν και να το κάνουν παραγωγικό. Αυτό συμβαίνει και στις γειτονικές πλαγιές, όπου η γκρίζα πέτρα είναι το κυρίαρχο στοιχείο. Θα χρειαστεί να ανεβεί κανείς στο μεγαλύτερο υψόμετρο, για να συναντήσει εύφορα οροπέδια που η καλλιέργειά τους δεν απαιτεί, συγκριτικά, τόσο επίπονη και σκληρή εργασία.
Ωστόσο, ο Φάος και οι όμοιες εδαφολογικά με αυτόν τοποθεσίες υπήρξαν πεδίο δοκιμασίας της φιλοπονίας των ανθρώπων. Και είναι πραγματικό θαύμα πώς το πετρώδες τοπίο με το ελάχιστο χώμα μεταμορφώθηκε με τον σκληρό αγώνα των κατοίκων σε καταπράσινους αμπελώνες, που, στην περίοδο της δημογραφικής ακμής του οικισμού, αποτελούσαν στολίδι που διέκοπτε και «μαλάκωνε» το γκρίζο χρώμα των βράχων. Η οικογενειακή μας παράδοση αναφέρει μάλιστα ότι ο προπάππος μου Σπύρος Χόρτης, στα τέλη του 19ου αιώνα, που εργαζόταν ξεχωνιάζοντας, δηλαδή αφαιρώντας τις πέτρες σε βάθος, για να φυτέψει το αμπέλι στο Φάο, ιδρωμένος από την εντατική εργασία, κάθισε το δειλινό για να ξεκουραστεί και να απολαύσει το δροσερό αεράκι. Εκεί αρρώστησε από πνευμονία και ύστερα από λίγες μέρες πέθανε – νομίζω τη δεκαετία του 1880. Το 1879 ήταν μόλις 32 χρονών, όπως προκύπτει από το μητρώο του τότε δήμου Απολλωνίων. Το τίμημα του αγώνα με τη φύση για την προκοπή των ανθρώπων ήταν βαρύτατο. Αν για τους ανθρώπους της εργασίας ο Φάος, όπως και κάθε τοποθεσία στην οποία υπήρχαν κτήματα για καλλιέργεια, ήταν συνδεδεμένος με συνεχή αγώνα και μόχθο, για τον επισκέπτη ήταν κυριολεκτικά μια απόλαυση των αισθήσεων. Με το βλέμμα του μπορούσε να αγκαλιάσει την απλωσιά του χώρου που εκτεινόταν σε κάθε σημείο του ορίζοντα με τις εναλλαγές και την ποικιλία του τοπίου, γκρίζου και άγριου προς τις κορυφές των βουνών, απαλού και πράσινου στα ισιώματα, με τα γραφικά χωριουδάκια ανάμεσα σε πλούσια βλάστηση, μέχρι την απεραντοσύνη των οριζόντων του Ιονίου. Το όριο ανάμεσα στον Φάο και τον οικισμένο χώρο ήταν ένα στενό μονοπάτι. Στις άκρες του μπορούσε κανείς να διακρίνει από την άνοιξη και ύστερα ένα στενό πράσινο χαλί από απαλή χλόη, που τη στόλιζαν ταπεινά αγριολούλουδα με ποικιλία χρωμάτων. Αλλά και στα πετρώδη ακαλλιέργητα κομμάτια του εδάφους, ανάμεσα σε πέτρες, τα ίδια αγριολούλουδα ύψωναν δειλά τα κεφαλάκια τους στον ήλιο, που καταύγαζε το τοπίο με φως διάφανο.
Και τα πρωινά της άνοιξης και του καλοκαιριού, οι μεθυστικές ευωδιές από το θυμάρι και τα άλλα αρωματικά βότανα, που τις μετέφερε ο γλυκός βουνίσιος αέρας μαζί με τα κελαηδήματα των πουλιών, ολοκλήρωναν αυτή την πανδαισία των αισθήσεων. Κάτω ακριβώς από το αμπέλι του παππούλη μου, μια συστάδα δέντρων άπλωνε, σε αντίθεση με το γειτονικό ολοφώτεινο τοπίο, τη βαθιά σκιά της. Το μέρος αυτό αποτελούσε, κατά τους χειμωνιάτικους μήνες, το ενδιαίτημα κοτσυφιών και τσιχλών, που αναζητούσαν στο νοτισμένο έδαφος την τροφή τους. Λίγο πιο κάτω μπορούσε κανείς να διακρίνει τα τελευταία σπίτια του χωριού, σκαρφαλωμένα αμφιθεατρικά στην πλαγιά, με πυκνόφυλλα δέντρα, κυρίως μουριές, και κληματαριές, στις αυλές τους. Και κατά το λιόγερμα άκουγες φωνές ανθρώπων που γύριζαν από την καθημερινή τους εργασία, βελάσματα από πρόβατα και κατσίκες και γαυγίσματα σκυλιών, και έβλεπες τον καπνό από τις αναμμένες φωτιές στα τζάκια να ανεβαίνει μαύρος ή γκρίζος στον γαλανό ουρανό. Το μονοπάτι που έχω ήδη αναφέρει αποτελούσε, θα μπορούσε να πει κανείς, όριο όχι μόνο ανάμεσα στον οικισμένο και τον εκτός του οικισμού χώρο, αλλά και όριο ανάμεσα στην τύρβη, τις βιοτικές μέριμνες, τους περισπασμούς και τα προβλήματα της ζωής, αλλά και τη γαλήνη, την ηρεμία, την εσωτερική πληρότητα και ευφορία που υποβάλλει στην ψυχή μας η επαφή με τη γεμάτη φως και ομορφιά, όπως την πρώτη ημέρα της δημιουργίας, φύση. Πολλές φορές στην παιδική μου ηλικία είχα επισκεφθεί με τον παππούλη μου τον Αγγέλη τον Φάο. Είχα γευθεί τη μοναδική νοστιμιά των «πατρινών», μιας ποικιλίας μικρόρογων σταφυλιών με λαμπερό χρώμα ανάμεσα στο ροζ και το μαύρο, είχα θαυμάσει στις σκιερές άκρες τα κυκλάμινα το φθινόπωρο, είχα αγναντέψει ως εκεί που έφτανε το βλέμμα μου και είχα αφήσει τη φαντασία μου να ταξιδέψει σε κόσμους του ονείρου. Σήμερα η ερημιά βασιλεύει στα σπίτια κάτω από τον Φάο, αλλά, όταν τον αγναντεύω από μακριά, τα παλιά χρόνια ξαναζούν, οι ήχοι από το παρελθόν ηχούν στ’ αυτιά μου σαν μουσική μακρινή που σβήνει, για να θυμηθώ τον ποιητή, οι μορφές όσων πάτησαν σ’ αυτά τα χώματα από τα πανάρχαια χρόνια που κατοικήθηκε το χωριό μας προχωρούν αργά, ξεθωριασμένες μέσα στο σύθαμπο του δειλινού, σαν τελευταία πομπή αποχαιρετισμού στον τόπο που πέρασαν τη ζωή τους, στον τόπο που αγάπησαν, στον τόπο στον οποίο ονειρεύτηκαν …
1. Το τέθριππο του Ήλιου. Αρχαίος Έλληνας χρυσοχόος, περ. 300 π.Χ., Βρετανικό Μουσείο.
2. Πίνακας: Ηλιοτρόπια, Βίνσεντ Βαν Γκογκ, 1888
Στο βορειοανατολικό άκρο του χωριού μας, πάνω από τα τελευταία σπίτια, εγκαταλελειμμένα τα περισσότερα, βρίσκεται η τοποθεσία Φάος, σε μια ανοιχτή πλαγιά που τη στεφανώνουν οι κορυφές της οροσειράς των Σταυρωτών, εκτεινόμενες από τον Βορρά προς τον νότο. Η ονομασία της τοποθεσίας είναι εντελώς ασυνήθιστη, καθώς δεν παραπέμπει π.χ. σε χαρακτηριστικά της μορφολογίας του εδάφους ή σε ανθρώπινες δραστηριότητες και περιστατικά ή σε ονόματα ανθρώπων, φυτών κ.λπ., απ’ όπου προέρχονται τα περισσότερα τοπωνύμια. Ωστόσο, όπως συμβαίνει σε όλες τις περιπτώσεις, η λέξη και ο τόπος τον οποίο σηματοδοτεί συνδέονται άρρηκτα μεταξύ τους. Το φάος, λοιπόν, δηλαδή το φως στη συνηρημένη μορφή του, είναι πανάρχαιη ελληνική λέξη, που διατηρείται επί αιώνες απαράλλαχτη από την ομηρική εποχή μέχρι σήμερα.
Εκτός από την κυριολεκτική σημασία του το φως παραπέμπει επίσης στις έννοιες της χαράς, της ευτυχίας, ττης εσωτερικής πληρότητας και ακόμη της ζωής, της σωτηρίας, της νίκης. Στην ασυναίρετη εκδοχή του, μάλιστα, (φάος) θα τολμούσα να πω ότι συνδέεται και ηχητικά με τα ευφρόσυνα συναισθήματα που αναφέρθηκαν, καθώς το ανοιχτό φωνήεν α παραπέμπει στη διάχυση, στο άπλωμα, που είναι χαρακτηριστικό του φωτός και στα συναισθήματα που αυτό προκαλεί. Και το φάος με οδηγεί συνειρμικά στο ρήμα της αρχαίας μας γλώσσας φαέθω, δηλαδή λάμπω, φωτίζω, και από αυτό στο μυθολογικό πρόσωπο του Φαέθοντα, του γεμάτου φως, του απαστράπτοντος γιου του Ήλιου και της Κλυμένης και στους γοητευτικούς και ποιητικούς μύθους γι’ αυτόν. Ότι πήρε το φωτεινό άρμα του πατέρα του, ανέβηκε ψηλά στους ουρανούς και ύστερα κατέβηκε χαμηλά, πολύ κοντά στη γη, πυρπολώντας τα πάντα. Γι’ αυτό ο Ζεύς τον χτύπησε με τον κεραυνό του και ο αστραποβόλος νέος έπεσε στον ποταμό Ηριδανό. Οι αδελφές του, κόρες του Ήλιου, τον θρήνησαν και τα δάκρυά τους έγιναν κεχριμπάρι. Ύστερα, μαζί με τον Ηριδανό, ανέβηκαν στον ουρανό και έγιναν αστέρια. Το φως όμως συνδέεται επίσης με την αρχαία ελληνική ποίηση και υμνείται από τους μεγάλους ποιητές της κλασικής εποχής, με όλες τις σημασίες και τους συμβολισμούς του. Αναφέρω εδώ το αριστουργηματικό χορικό του Σοφοκλή στην Αντιγόνη, στο οποίο η λάμψη του συμβολίζει επίσης τα αισθήματα αγαλλίασης των Θηβαίων, αλλά και τη νίκη και τη σωτηρία της πόλης, που ήταν η αιτία των συναισθημάτων αυτών, καθώς ο φοβερός στρατός των Αργείων που τους απειλούσε είχε αποχωρήσει: «Αχτίδα του ήλιου, το πιο όμορφο φως που φώτισε ποτέ ως τώρα την εφτάπυλη Θήβα, φάνηκες βλέφαρο της χρυσής αυγής, πάνω απ’ της Δίρκης τα νερά …». Αλλά και ο μεγάλος λυρικός ποιητής Πίνδαρος συνδέει την ευδαιμονία που επιφυλάσσεται στους δίκαιους, μετά τον θάνατό τους, στα νησιά των Μακάρων, με το φως: «Εκεί φυσούν παντοτινά οι αύρες των ωκεανών, εκεί λαμπρύνονται στο φως χρυσίζοντα λουλούδια, άλλα στα φεγγοβόλα δέντρα της στεριάς και άλλα φυτρώνοντας απ’ των νερών τα βάθη, για να γενούν πλεχτά βραχιόλια των χεριών και για τις κεφαλές στεφάνια», όπως μεταφράζει ο Κ. Χ. Μύρης το σχετικό απόσπασμα από τον 2ο Ολυμπιόνικο. Σε ανάλογο ύφος λυρικής μεγαλοπρέπειας φτάνει και η λαμπρή Εκκλησιαστική μας Υμνογραφία, στην οποία το φως συμβολίζει τη ζωή, τη σωτηρία και τη νίκη απέναντι στον θάνατο. Σε μια καταβασία του κανόνα του Πάσχα, της εορτής των εορτών και της πανηγύρεως των πανηγύρεων, που το φως της Αναστάσεως του Σωτήρος συντρίβει το σκοτάδι του θανάτου, ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός μας παρουσιάζει την μεγαλοπρεπή εικόνα του «φαεσφόρου» αγγέλου (φάος +φέρω), δηλαδή του ολόλαμπρου, του ακτινοβόλου, του απαστράπτοντος αγγέλου να φέρνει το μήνυμα της Ανάστασης: «Επί της θείας φυλακής ο θεηγόρος Αββακούμ στήτω μεθ’ ημών και δεικνύτω φαεσφόρον άγγελον διαπρυσίως λέγοντα• Σήμερον σωτηρία τω κόσμω ότι ανέστη Χριστός ως παντοδύναμος». Αλλά και στις Μυροφόρες φέρνει το μήνυμα «ο αστράπτων εν τω τάφω άγγελος». Αναφέρω ακόμα το ιλαρό εσπερινό φως της δόξας του Θεού, που γαληνεύει τις ψυχές όσων νιώθουν να τους πλημμυρίζει, την ώρα που το φυσικό φως από τη δύση του ήλιου δεν είναι παρά αντανάκλαση του Θείου φωτός, του φωτός που εκπέμπει η μεγαλοσύνη και η δόξα του Θεού. Και στη μνήμη μου έρχονται παλαιοί εσπερινοί, που κάτω από το ήμερο φως των καντηλιών, ακόμα και τώρα, ακούω τον πατέρα μου να ψάλλει με βαθιά κατάνυξη το «Φως ιλαρόν αγίας δόξης …».
Το φως είναι επίσης βασικό μοτίβο της ποίησης και των μεγάλων νεότερων ποιητών μας. Στον Πόρφυρα του Σολωμού το φως είναι η εσωτερική έλλαμψη με την οποία ο νέος στρατιώτης φτάνει στην αυτοσυνειδησία, πριν τον κατασπαράξει ο καρχαρίας: «Έλαμψε φως και γνώρισε ο νιος τον εαυτό του». Στην ωδή του Ανδρέα Κάλβου «Ο Φιλόπατρις» ο ποιητής μακαρίζει τη γενέτειρά του τη Ζάκυνθο, διότι του έδωσε την πνοή και το φως: «Ω φιλτάτη μου πατρίς, ω θαυμασία νήσος Ζάκυνθε, συ μου έδωκας την πνοήν και του Απόλλωνος τα χρυσά δώρα». Στο «Άσμα ηρωϊκό και πένθιμο για το χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας» του Οδυσσέα Ελύτη, η θριαμβική άνοδος του νεαρού ανθυπολοχαγού προς τον ουρανό, δηλαδή η ανάληψή του, συμβολίζεται και σηματοδοτείται από ένα χείμαρρο φωτός μέσα του και γύρω του: «Ανεβαίνει μοναχός κι ολόλαμπρος … τόσο πιωμένος από φως που φαίνεται η καρδιά του …», ενώ τα κλαδιά των γύρω δέντρων είναι «βουτηγμένα μες το λάδι του ήλιου». Τόσο, λοιπόν, συνδεδεμένο με την ελληνική φύση, τη ζωή, την παράδοση και τον πολιτισμό από τα πανάρχαια χρόνια, τόσο ταυτισμένο με την ύπαρξη και τη συνείδηση των Ελλήνων, το φάος δεν είναι παράδοξο ότι και σε μια άκρη της ελληνικής γης, στο χωριό μας, χρησιμοποιήθηκε ως τοπωνύμιο στην τοποθεσία εκείνη, όπου υποφώσκει το πρώτο φως της ημέρας και όπου οι πρώτες ακτίνες του ήλιου που ξεπροβάλλει από τις κορφές των Σταυρωτών, χαϊδεύουν τις πέτρες, τα δέντρα, τα αμπέλια και την ταπεινή βλάστηση και ζωοποιούν τη φύση. Γιατί αυτός είναι ο Φάος, ο τόπος απ’ όπου το πρώτο φως του ήλιου διαχέεται, θαρρείς, και πλημμυρίζει άπλετο και διάφανο τις πλαγιές, τα οροπέδια, τους κάμπους, τα ισιώματα και τη θάλασσα ως πέρα μακριά. Γιατί το μέρος είναι ανοιχτό, αναπεπταμένο θα έλεγαν οι λόγιοι, με τα βουνά στα ανατολικά, τον κάμπο και τη θάλασσα της Βασιλικής στα νότια, τα χωριά Κωμηλιό και Δράγανο, μέχρι τα ολόρθα, κρεμασμένα στη θάλασσα βουνά στα νότια, τις κατωφέρειες του χωριού μας, το λόφο της Κολώνης και τη Νεραϊδόλυμπα στα νοτιοδυτικά, όπου η άλλη ονομασία της Καπνιστά Νερά δίνει παραστατικά την εικόνα του αφρού από τα κύματα της χειμωνιάτικης φουρτουνιασμένης θάλασσας, έκθετης στους σφοδρούς αέρηδες του απέραντου πόντου, και τέλος τις πλαγιές των Σταυρωτών προς το Βορρά και πίσω απ’ αυτές την απεραντοσύνη του Ιονίου. Και μέσα σ’ αυτούς τους ανοιχτούς ορίζοντες τα πράγματα να κολυμπούν μέσα στο εκτυφλωτικό φως. Έτσι, στα πολύ παλιά χρόνια, πιστεύω, αφού άλλη ερμηνεία δεν μπορεί κανείς να φανταστεί, κάποιος ανώνυμος, ποτισμένος ως τα τρίσβαθα του είναι του από το αυγινό, το μεσημεριανό και το εσπερινό φως, που σκορπά τα χρυσάφια του στη φύση, θα αναφώνησε, φαντάζομαι, γεμάτος θαυμασμό και ευδαιμονία τη λέξη φάος και από εκείνη τη στιγμή το φάος έγινε ο Φάος, ο τόπος του ήλιου και του φωτός, με την ονομασία να δρασκελά τους αιώνες και να ταξιδεύει ως τις μέρες μας και όσο θα διατηρούν όσοι κατοικούν σ’ αυτή τη γη της ομορφιάς και των θαυμάτων τη γλώσσα μας! Από άποψη μορφολογίας, το έδαφος της περιοχής είναι τόσο πετρώδες, ώστε αποτελεί πρόκληση και πρόσκληση στους ανθρώπους να επιχειρήσουν να το δαμάσουν και να το κάνουν παραγωγικό. Αυτό συμβαίνει και στις γειτονικές πλαγιές, όπου η γκρίζα πέτρα είναι το κυρίαρχο στοιχείο. Θα χρειαστεί να ανεβεί κανείς στο μεγαλύτερο υψόμετρο, για να συναντήσει εύφορα οροπέδια που η καλλιέργειά τους δεν απαιτεί, συγκριτικά, τόσο επίπονη και σκληρή εργασία.
Ωστόσο, ο Φάος και οι όμοιες εδαφολογικά με αυτόν τοποθεσίες υπήρξαν πεδίο δοκιμασίας της φιλοπονίας των ανθρώπων. Και είναι πραγματικό θαύμα πώς το πετρώδες τοπίο με το ελάχιστο χώμα μεταμορφώθηκε με τον σκληρό αγώνα των κατοίκων σε καταπράσινους αμπελώνες, που, στην περίοδο της δημογραφικής ακμής του οικισμού, αποτελούσαν στολίδι που διέκοπτε και «μαλάκωνε» το γκρίζο χρώμα των βράχων. Η οικογενειακή μας παράδοση αναφέρει μάλιστα ότι ο προπάππος μου Σπύρος Χόρτης, στα τέλη του 19ου αιώνα, που εργαζόταν ξεχωνιάζοντας, δηλαδή αφαιρώντας τις πέτρες σε βάθος, για να φυτέψει το αμπέλι στο Φάο, ιδρωμένος από την εντατική εργασία, κάθισε το δειλινό για να ξεκουραστεί και να απολαύσει το δροσερό αεράκι. Εκεί αρρώστησε από πνευμονία και ύστερα από λίγες μέρες πέθανε – νομίζω τη δεκαετία του 1880. Το 1879 ήταν μόλις 32 χρονών, όπως προκύπτει από το μητρώο του τότε δήμου Απολλωνίων. Το τίμημα του αγώνα με τη φύση για την προκοπή των ανθρώπων ήταν βαρύτατο. Αν για τους ανθρώπους της εργασίας ο Φάος, όπως και κάθε τοποθεσία στην οποία υπήρχαν κτήματα για καλλιέργεια, ήταν συνδεδεμένος με συνεχή αγώνα και μόχθο, για τον επισκέπτη ήταν κυριολεκτικά μια απόλαυση των αισθήσεων. Με το βλέμμα του μπορούσε να αγκαλιάσει την απλωσιά του χώρου που εκτεινόταν σε κάθε σημείο του ορίζοντα με τις εναλλαγές και την ποικιλία του τοπίου, γκρίζου και άγριου προς τις κορυφές των βουνών, απαλού και πράσινου στα ισιώματα, με τα γραφικά χωριουδάκια ανάμεσα σε πλούσια βλάστηση, μέχρι την απεραντοσύνη των οριζόντων του Ιονίου. Το όριο ανάμεσα στον Φάο και τον οικισμένο χώρο ήταν ένα στενό μονοπάτι. Στις άκρες του μπορούσε κανείς να διακρίνει από την άνοιξη και ύστερα ένα στενό πράσινο χαλί από απαλή χλόη, που τη στόλιζαν ταπεινά αγριολούλουδα με ποικιλία χρωμάτων. Αλλά και στα πετρώδη ακαλλιέργητα κομμάτια του εδάφους, ανάμεσα σε πέτρες, τα ίδια αγριολούλουδα ύψωναν δειλά τα κεφαλάκια τους στον ήλιο, που καταύγαζε το τοπίο με φως διάφανο.
Και τα πρωινά της άνοιξης και του καλοκαιριού, οι μεθυστικές ευωδιές από το θυμάρι και τα άλλα αρωματικά βότανα, που τις μετέφερε ο γλυκός βουνίσιος αέρας μαζί με τα κελαηδήματα των πουλιών, ολοκλήρωναν αυτή την πανδαισία των αισθήσεων. Κάτω ακριβώς από το αμπέλι του παππούλη μου, μια συστάδα δέντρων άπλωνε, σε αντίθεση με το γειτονικό ολοφώτεινο τοπίο, τη βαθιά σκιά της. Το μέρος αυτό αποτελούσε, κατά τους χειμωνιάτικους μήνες, το ενδιαίτημα κοτσυφιών και τσιχλών, που αναζητούσαν στο νοτισμένο έδαφος την τροφή τους. Λίγο πιο κάτω μπορούσε κανείς να διακρίνει τα τελευταία σπίτια του χωριού, σκαρφαλωμένα αμφιθεατρικά στην πλαγιά, με πυκνόφυλλα δέντρα, κυρίως μουριές, και κληματαριές, στις αυλές τους. Και κατά το λιόγερμα άκουγες φωνές ανθρώπων που γύριζαν από την καθημερινή τους εργασία, βελάσματα από πρόβατα και κατσίκες και γαυγίσματα σκυλιών, και έβλεπες τον καπνό από τις αναμμένες φωτιές στα τζάκια να ανεβαίνει μαύρος ή γκρίζος στον γαλανό ουρανό. Το μονοπάτι που έχω ήδη αναφέρει αποτελούσε, θα μπορούσε να πει κανείς, όριο όχι μόνο ανάμεσα στον οικισμένο και τον εκτός του οικισμού χώρο, αλλά και όριο ανάμεσα στην τύρβη, τις βιοτικές μέριμνες, τους περισπασμούς και τα προβλήματα της ζωής, αλλά και τη γαλήνη, την ηρεμία, την εσωτερική πληρότητα και ευφορία που υποβάλλει στην ψυχή μας η επαφή με τη γεμάτη φως και ομορφιά, όπως την πρώτη ημέρα της δημιουργίας, φύση. Πολλές φορές στην παιδική μου ηλικία είχα επισκεφθεί με τον παππούλη μου τον Αγγέλη τον Φάο. Είχα γευθεί τη μοναδική νοστιμιά των «πατρινών», μιας ποικιλίας μικρόρογων σταφυλιών με λαμπερό χρώμα ανάμεσα στο ροζ και το μαύρο, είχα θαυμάσει στις σκιερές άκρες τα κυκλάμινα το φθινόπωρο, είχα αγναντέψει ως εκεί που έφτανε το βλέμμα μου και είχα αφήσει τη φαντασία μου να ταξιδέψει σε κόσμους του ονείρου. Σήμερα η ερημιά βασιλεύει στα σπίτια κάτω από τον Φάο, αλλά, όταν τον αγναντεύω από μακριά, τα παλιά χρόνια ξαναζούν, οι ήχοι από το παρελθόν ηχούν στ’ αυτιά μου σαν μουσική μακρινή που σβήνει, για να θυμηθώ τον ποιητή, οι μορφές όσων πάτησαν σ’ αυτά τα χώματα από τα πανάρχαια χρόνια που κατοικήθηκε το χωριό μας προχωρούν αργά, ξεθωριασμένες μέσα στο σύθαμπο του δειλινού, σαν τελευταία πομπή αποχαιρετισμού στον τόπο που πέρασαν τη ζωή τους, στον τόπο που αγάπησαν, στον τόπο στον οποίο ονειρεύτηκαν …
1. Το τέθριππο του Ήλιου. Αρχαίος Έλληνας χρυσοχόος, περ. 300 π.Χ., Βρετανικό Μουσείο.
2. Πίνακας: Ηλιοτρόπια, Βίνσεντ Βαν Γκογκ, 1888
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου