Του ΑΓΓΕΛΟΥ Γ. ΧΟΡΤΗ
Στην κορυφή του χωριού μας, ξεκινώντας από την εκκλησία της πολιούχου μας Αγίας Αικατερίνης, μέχρι την τοποθεσία του Φάου, ο σημερινός επισκέπτης μπορεί να δει χαλάσματα από γκρεμισμένα σπίτια στη σειρά, ίχνη ενός παρελθόντος που εμείς οι παλαιότεροι, μικρά παιδιά τότε, είχαμε ζήσει και το οποίο ξαναζεί εξακολουθητικά μέχρι σήμερα, ύστερα από δεκαετίες, μέσα από τις φωτοσκιάσεις της μνήμης, με πρόσωπα και γεγονότα άλλα ολοζώντανα, σαν να μη μας χωρίζουν από αυτά τόσα χρόνια, και άλλα αβέβαια, τυλιγμένα στην ομίχλη που σώρευσε επάνω τους ο καιρός, έτσι που αναρωτιέται κανείς αν ήταν πραγματικά ή δημιούργημα της φαντασίας μας, όλα ωστόσο κομμάτια ενός μωσαϊκού που με τον φακό της νοσταλγίας ανασυνθέτουμε. Και τα χρώματα αυτού του μωσαϊκού, άλλα πράσινα σαν την ολόφρεσκη φυλλωσιά των δέντρων την Άνοιξη, άλλα γαλάζια σαν τον ουρανό τις ηλιόλουστες μέρες, άλλα γκρίζα σαν τις μέρες του Φθινοπώρου και της βροχής ή, αλλιώτικα, άλλα ολοφώτεινα σαν τις χαρές και τα όνειρα στην αυγή της ζωής μας και άλλα σκοτεινά, όταν γεγονότα σκληρά διέκοπταν, για λίγο είναι αλήθεια, την παιδική μας αμεριμνησία και μας έδειχναν το άλλο πρόσωπο της ζωής, την πίκρα που συνδέεται με την ομορφιά της. Το μωσαϊκό, λοιπόν, του παρελθόντος, όπως μπορούμε να το εκτιμήσουμε σήμερα, δεν ήταν παρά η ίδια η ζωή, που άλλα κομμάτια της αποτελούσαν οι προσωπικές μας εμπειρίες και άλλα οι αφηγήσεις των γονέων, των παππούληδων και των βαβάδων μας. Και συνέβαινε οι αφηγήσεις αυτές να γίνονται μέρος και της δικής μς ζωής, να εισχωρούμε δηλαδή, κατά κάποιο τρόπο, στη ζωή των αφηγητών, αφού ενσωματώναμε και, σε μεγάλο βαθμό, μοιραζόμαστε μαζί τους όσα σκέφτονταν, όσα αισθάνονταν, όσα ονειρεύονταν και προσδοκούσαν για το μέλλον, αλλά και τις μνήμες τους από το παρελθόν και γινόμαστε έτσι φορείς της ιστορικής μνήμης για τα μικρά και τα μεγάλα, όσα μας μετέφεραν μέσα από τις προσωπικές τους εμπειρίες ή από τις αφηγήσεις των παλαιοτέρων. Έτσι, το παρελθόν, ιστορικό και πολιτιστικό, της ιδιαίτερης και της μεγάλης πατρίδας, γινόταν για μας βίωμα, δηλαδή σύλληψή του με το συναίσθημα, την καρδιά κι το νου και όχι ξηρή επιφανειακή γνώση, με την έννοια ότι πρόσωπα, γεγονότα, παραδόσεις και πολιτισμός γενικότερα άγγιζαν τις πιο ευαίσθητες και βαθιές πτυχές της ψυχής μας και μας έκαναν να νιώθουμε «ανεπαισθήτως» στην αρχή και με τη λογική αργότερα αναπόσπαστα κομμάτια αυτής της ιστορίας και αυτού του πολιτισμού.
Ένα από τα χαλάσματα στα οποία έχω αναφερθεί είναι τα ερείπια του σπιτιού του παππούλη μου του Αγγέλη, δηλαδή το πατρικό σπίτι του πατέρα μου, κατεστραμμένο απ’τους φοβερούς σεισμούς που είχαν πλήξει τα Επτάνησα το 1948 και το 1953. Το σπίτι βρισκόταν σε μικρή απόσταση από την εκκλησία της Αγίας Αικατερίνης, ναό που ανήκε στην ευρύτερη οικογένεια των Χορταίων, καθώς στα παλαιά χρόνια κάποιες εκκλησίες του χωριού, οι λεγόμενοι συναδελφικοί ναοί, είχαν ως κτήτορες και διαχειριστές αδελφότητες, τις οποίες συγκροτούσαν με κριτήριο τη συγγένεια στην περίπτωσή μας, μέλη των διαφόρων σογιών. Έτσι, εκτός από την Αγία Αικατερίνη, ο Άγιος Μηνάς είχε ως κτήτορες τους Μεσσηναίους, η Κοίμηση της Θεοτόκου τους Αυλωνιταίους κ.λπ. Να σημειωθεί ότι τούτο αποτελεί τεκμήριο παλαιότητας του οικισμού, αφού η συγκρότηση τέτοιων αδελφοτήτων , που συναντάται σε όλα τα Επτάνησα, ανάγεται στους Βυζαντινούς χρόνους. Το σπίτι, λοιπόν, στο οποίο αναφερόμαστε, χωριζόταν με μεσοτοιχία από το σπίτι του μπάρμπα Νικόλα, αδερφού του παππούλη μου, και του μπάρμπα Θανάση Χόρτη (Κολοπατή) από το άλλο μέρος. Λίγο πιο πάνω βρισκόταν το σπίτι του μπάρμπα Αντρέα του Χόρτη (Μήσουλα) και από την άλλη πλευρά το σπίτι του μπάρμπα Αναστάση του Χόρτη (Σκαλτσά). Λίγο χαμηλότερα τα σπίτια του μπάρμπα Στεφανή Χόρτη (Μανταγιάννη) και του αδερφού του και γαμπρού του παππούλη μου παπά Γιάννη Χόρτη (Μανταγιάννη), ανακαινισμένα σήμερα, έχουν νικήσει στη μάχη με τον χρόνο. Όλα αυτά τα σπίτια, πνιγμένα στο πράσινο, με κληματαριές, μουριές, δάφνες, αμυγδαλιές στις αυλές ή γύρω από αυτά, συμπλήρωναν την εικόνα ενός παραδεισένιου τοπίου την άνοιξη και το καλοκαίρι, που τους χειμωνιάτικους μήνες, με τους αέρηδες να δέρνουν τα γυμνά κλαδιά των δέντρων και το χιόνι να σκεπάζει τα πάντα, έπαιρνε μια άλλη όψη σκληρής και άγριας ομορφιάς, που τονιζόταν από τις πέτρες και τους διάσπαρτους βράχους. Το τοπίο αυτό, μαζί με το σπίτι μου, και τα γειτονικά σπίτια, αποτελούσε στα πρώτα χρόνια της ζωής μου το δικό μου σύμπαν.
Στο σπίτι, λοιπόν, αυτό που έχω αναφέρει έζησα ένα μέρος των πρώτων χρόνων της ζωής μου. Ήταν ένα σπίτι με κατώι, στο επίπεδο του εδάφους, και πάνω όροφο. Στο πίσω μέρος του μια μικρή αμυγδαλιά που υπάρχει και σήμερα με τα άσπρα και ροζ λουλούδια της μας έφερνε κάθε χρόνο τα πρώτα μηνύματα της Άνοιξης. Από τα δυο ψηλά παραθύρια στο μπροστινό του μέρος μπορούσε κανείς να αγναντέψει μακριά, μέχρι εκεί που ο ουρανός ενωνόταν με τη θάλασσα του Ιονίου. Στις αυλές όλων των γειτονικών σπιτιών έβλεπε κανείς κληματαριές και μουριές με χοντρούς κορμούς και καταπράσινες φυλλωσιές από την Άνοιξη μέχρι το Φθινόπωρο, που οι κλώνοι τους έμεναν γυμνοί τον χειμώνα, έκθετοι στους αέρηδες, τις βροχές και τα χιόνια, και υψώνονταν ικετευτικά θα έλεγες προς τον ουρανό, σαν γυμνά κατάρτια ναυαγισμένων καραβιών, βουβοί μάρτυρες των εποχών και των χρόνων που περνούσαν, λες και μετρούσαν τον καιρό και τις γενιές των ανθρώπων.
Αυτά που γνωρίζω για την ιστορία του σπιτιού φτάνουν περίπου μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα, τότε που ο προπάππος του πατέρα μου Νικόλας Χόρτης παντρεύτηκε κάποια Μαριώ από το Αθάνι, της οποίας η προίκα σε κτήματα παραμένει μέχρι σήμερα στην ιδιοκτησία των απογόνων της. Ο γιος του Νικόλα, ο Σπύρος, που πέθανε νεότατος, παντρεύτηκε τη Φροσύνη Βλάχου από την Εξάνθεια και απέκτησε δυο γιούς:τον Νικόλα και τον Αγγέλη και μια κόρη, την Ελένη. Η οικογένεια του Σπύρου Χόρτη ήταν αρκετά ευκατάστατη, με υπολογίσιμη κτηματική περιουσία, χωράφια, αμπέλια και ελιές, και το σπίτι ανοιχτό όχι μόνο για τους συγγενείς και φίλους αλλά και για ξένους που επισκέπτονταν το χωριό. Όπως μου έχει αφηγηθεί ο παππούλης μου, σ’ αυτό είχαν φιλοξενηθεί σημαντικές προσωπικότητες. Μία από τις προσωπικότητες αυτές ήταν στις αρχές του 20ου αιώνα, ο διάσημος γερμανός αρχαιολόγος Γουλιέλμος Δαίρπφέλδ, γνωστός για τη θεωρία του ότι η ομηρική Ιθάκη ήταν η Λευκάδα. Ο Δαίρπφελδ είχε πραγματοποιήσει ανασκαφή και στα Χορτάτα, που απέδωσε ευρήματα αναγόμενα στη νεολιθική εποχή, δηλαδή πριν από το 3.000 προ Χριοστού. Μια άλλη σημαντική προσωπικότητα ήταν ο εγγονός του μεγάλου μας ποιητή Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, ο βουλευτής και υπουργός Αριστοτέλης Ιωάννου Βαλαωρίτης, καθώς ο παππούλης μου, όπως και ο πατέρας του, ήταν πολιτικός φίλος των Βαλαωρίτηδων και είχε αναπτύξει φιλικές σχέσεις με τον Αριστοτέλη. Αλλά και ο μεγάλος λευκαδίτης ποιητής, Άγγελος Σικελιανός, του οποίου η φυσιολατρεία διαποτίζει ολόκληρη την ποίησή του. και έχει ως υπόβαθρο τη στενή επαφή του με τη φύση του γενέθλιου νησιού του, στις εξορμήσεις του, για να γνωρίσει την ύπαιθρο της Λευκάδας, φιλοξενήθηκε στο σπίτι του παππούλη μου, που, νεαρός τότε, συνόδευε τον ποιητή και την πρώτη σύζυγό του Εύα Πάλμερ.
Οι αφηγήσεις αυτές που ικανοποιούσαν την παιδική μου περιέργεια και τη φυσική ροπή κάθε ανθρώπου για τη γνώση, ιδιαίτερα όταν αφορά τις οικογενειακές του ρίζες, δεν ήταν εκείνες που με συνάρπαζαν και με καθήλωναν. Αυτό συνέβαινε με άλλες αφηγήσεις που τις διαπότιζε το θαυμαστό και το παράδοξο ή που αναφέρονταν σε πράξεις ευγενικές και κατορθώματα ηρωικά, που έφταναν ή και ξεπερνούσαν τα όρια των ανθρωπίνων δυνατοτήτων.> Οι τελευταίες αυτές αφηγήσεις ξεκινούσαν από τους μυθικούς χρόνους και έφταναν μέχρι τη νεότερη εποχή, συνδέοντας έτσι το σήμερα με το ιστορικό και πολιτιστικό παρελθόν της πατρίδας μας και με τις φυλετικές και ανθρώπινες ρίζες μας, Ακούγοντάς τες, ταυτιζόμουν, όπως συμβαίνει με όλα τα παιδιά, ασυνείδητα είναι αλήθεια αρχικά, με τα πρόσωπα που πρωταγωνιστούσαν σ’ αυτές, καθώς αυτά ήταν φορείς και εκπροσωπούσαν αρετές, ιδέες και αξίες, όπως η δικαιοσύνη, η ελευθερία, η πατρίδα, η παλληκαριά, ο αλτρουισμός , η ανθρωπιά, η ανθρώπινη αξιοπρέπεια και γενικά το Καλό στην πανάρχαια και αέναη μάχη του με το Κακό. Έτσι, στο μύθο, για παράδειγμα, που ο Περσέας σώζει την Ανδρομέδα από το φοβερό θαλάσσιο θηρίο που θα την κατασπάραζε και ύστερα την παντρεύεται, ο μυθικός ήρωας εμπνέει το θαυμασμό για την παλληκαριά και την περιφρόνηση του έσχατου κινδύνου που αναλαμβάνει και είναι εκπρόσωπος του Καλού, που αντιμάχεται και νικά, με την έλλογη απόφασή του να αγωνιστεί, την τυφλή και παράλογη βία, που εκφράζεται από το θαλασσινό τέρας. Και μήπως ο ελληνικός πολιτισμός στη διαδρομή των αιώνων, δεν είναι παρά ο αγώνας για τον άνθρωπο και τις αξίες που δίνουν νόημα στη ζωή, δηλαδή αγώνας του φωτός ενάντια στο σκοτάδι, που και πολλοί άλλοι μύθοι υποδηλώνουν; Ένας από αυτούς, τον οποίο επίσης πρωτάκουσα από τον παππούλη μου, είναι και ο μύθος του Θησέα και του Μινώταυρου, σύμφωνα με τον οποίο ο Αθηναίος ήρωας σκοτώνει το τέρας και απαλλάσσει τους Αθηναίους από το φόρο αίματος που κατέβαλλαν, στελνοντας βορά στο θηρίο νέους και νέες. Η νίκη του Θησέα συμβολίζει, βέβαια, τη νίκη του ανθρώπου και της λογικής πάνω στην κτηνώδη δύναμη.
Αλλά και στους ιστορικούς χρόνους, οι νίκες των Ελλήνων κατά τω ν Περσών, ύμνος στην παλληκαριά, το γενναίο φρόνημα και την αγάπη στην πατρίδα και της ελευθερία, υποδηλώνουν ακόμα και τη νίκη της κοσμοαντίληψης των Ελλήνων, που στο κέντρο της τοποθετεί τον άνθρωπο, τα δικαιώματά του και τον νόμο, πάνω στην κοσμοαντίληψη του Ασιάτη εισβολέα, που στο κέντρο της τοποθετεί τον μονάρχη και τη βούλησή του. Και ο Διγενής Ακρίτας της Βυζαντινής εποχής, που η λαϊκή ψυχή τον ύμνησε ως σύμβολο ανυπότακτου φρονήματος και τον ανύψωσε στη σφαίρα του θρύλου αποδίδοντάς του υπεράνθρωπα κατορθώματα, όπως να νικά χιλιάδες εχθρούς να ξεριζώνει βράχους, να πιάνει πουλιά με το πήδημα και αγρίμια με το τρέξιμο και να νικιέται μόνο από τον Χάροντα, που και αυτόν δεν φοβάται να αντιμετωπίσει, το ίδιο ακριβώς πνεύμα εκφράζει.
Και θυμάμαι ποση γοητεία είχε ασκήσει πάνω μου η ιστορία του Ερωτόκριτου, που λαμβάνει χώρα σε ένα φανταστικό ιστορικό πλαίσιο και είναι γεμάτη από ευγενικά αισθήματα και γενναίες πράξεις. Πώς η Αρετούσα υπέμεινε τη σκληρή φυλάκισή της από τον πατέρα της, πιστή στον έρωτά της για τον ήρωα, πώς ο Ερωτόκριτος, εξόριστος για τον ίδιο λόγο, επιστρέφει για να σώσει, διακινδυνεύοντας τη ζωή του, το βασίλειο εκείνου που τον εξόρισε, δηλαδή την πατρίδα του, πώς ο ευγενικός Κρητικός Χαρίδημος, πιστός στη μνήμη της αγαπημένης του, νικά και σκοτώνει τον φοβερό Καραμανίτη Σπιθόλιοντα σε μονομαχία, που υποδηλώνει τη σύγκρουση του Ελληνισμού με τον Ασιάτη κατακτητή. Θυμάμαι ακόμα πώς με είχε μαγέψει η παρμένη από λαϊκό ανάγνωσμα αφήγηση για τα κατορθώματα του μυθιστορηματικού κουρσάρου από τη Τζιά, που πολεμούσε τους Τούρκους δυνάστες, καθώς και για την αγαπημένη του που κεντούσε περιμένοντάς τον, ως νέα Πηνελόπη, το λάβαρο το οποίο, σύμφωνα με τη μυθιστορηματική σύλληψη, έγινε το λάβαρο της Επανάστασης του 1821.
Θα τελειώσω με τις ιστορίες του παππούλη μου για τους Βαλκανικούς πολέμους, στους οποίους και ο ίδιος είχε λάβει μέρος. Πώς, στον Α΄ Βαλκανικό πόλεμο εναντίον των Τούρκων, ο στρατός μας, μέσα στην οκτωβριάτικη βροχή, πέρασε με απαράμιλλη ορμή τα στενά του Σαραντσπόρου και συνέχισε με διαδοχικές νίκες μέχρι την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης. Ύστερα, στον Β΄ Βαλκανικό πόλεμο εναντίον των Βουλγάρων, πώς με μια επική εξόρμηση κατέλαβε τα θεωρούμενα απόρθητα οχυρά του Κιλκίς- Λαχανά και με θυελλώδη προέλαση, περνώντας τα στενά της Κρέσνας, έφτασε στο εσωτερικό της σημερινής Ν. Βουλγαρίας. Εκεί, στην τελευταία μάχη, ο ήρωας διοικητής του ταγματάρχης Ιωάννης Βελισσαρίου τραυματίστηκε θανάσιμα, ενώ η μάχη συνεχιζόταν. Τις στιγμές εκείνες διαδραματίστηκαν συγκλονιστικές σκηνές. Οι σκληροί, μπαρουτοκαπνισμένοι και εξοικειωμένοι με το θάνατο στρατιώτες του τάγματος, βλέποντας τους τραυματιοφορείς να μεταφέρουν στα μετόπισθεν τον διοικητή τους που αγαπούσαν σαν πατέρα τους, επειδή πρώτος ορμούσε στους κινδύνους, ξέσπασαν σε κλάματα. Και εκείνος, αδιαφορώντας για την προσωπική του τύχη, για να μην κάμψει το φρόνημά τους, τους ενθάρρυνε λέγοντας: Προχωρήστε παιδιά μου, σε λίγο θα είμαι και πάλι κοντά σας. Ο ταγματάρχης Βελισσαρίου, στον οποίο, σε μεγάλο βαθμό, οφειλόταν η πτώση των Ιωαννίνων, ήταν ένας από τους ήρωες της νεότερης ιστορίας μας, εφάμιλλος με τους παλαιούς ήρωες των αγώνων του έθνους μας. Εμπνεόταν από το ίδιο φρόνημα και την ίδια φλογερή αγάπη για την πατρίδα, όπως οι Μαραθωνομάχοι, οι ακρίτες του Βυζαντίου και οι αγωνιστές του 1821 και δεν ήταν καθόλου κατώτερός τους. Ποιοι άραγε θυμούνται σήμερα τον θρυλικο ταγματάρχη; Και εδώ φέρνω στο νου μου το στίχο του Σεφέρη, για τους συντρόφους που κείτονται ξεχασμένοι στο ακρογιάλι: «Κανείς δεν τους θυμάται. Δικαιοσύνη».
Οι μυθικοί, ιστορικοί και μυθιστορηματικοί ήρωες που με συνδέουν με τα παιδικά μου χρόνια συγκλίνουν, αφού χαρακτηρίζονται από την ίδια υψηλοφροσύνη και στάση ζωής. Οι ιστορίες τους έρχονται στο νου μου, όταν βλέπω τα ερείπια του σπιτιού στο οποίο για πρώτη φορά τις άκουσα. Σκέφτομαι όμως και ότι σχεδόν όλοι όσοι κατοικούσαν σ’ αυτό έφυγαν για το Μεγάλο Ταξίδι και τον ίδιο δρόμο ακολούθησαν και όλοι εκείνοι που θυμάμαι να γεμίζουν με την παρουσία τους τα σπίτια και τους δρόμους της γειτονιάς, σαν τα φύλλα που τα παρασέρνει ο φθινοπωρινός αέρας. Και βλέπω μπροστά στα μάτια μου τον ομηρικό στίχο για το παροδικό της ανθρώπινης ζωής: «Οίη περ φύλλων γενεή τοιήδε και ανδρών...». Σαν τα φύλλα των δέντρων, έτσι είναι και οι γενιές των ανθρώπων... Θυμάμαι ακόμα τους στίχους του Σεφέρη, όταν, σε μια επίσκεψή του στην Ασίνη, αναζητά μάταια τον βασιλιά της αρχαιότατης πόλης που αναφέρει ο Όμηρος και στοχάζεται πάνω στα ανθρώπινα,καθώς «Ο βασιλιάς της Ασίνης ένα κενό κάτω από την προσωπίδα...». Αυτό το κενό, την απουσία και τη φθορά συναντά κανείς, όταν στοχάζεται για όσους πέρασαν και απόμειναν σκιές ονείρου. Αυτοί ομως χάραξαν το δρόμο της ζωής μας και σ’ αυτούς οφείλουμε όλα εκείνα που, από όσα μας κληροδότησαν, επιλέξαμε να κρατήσουμε ως κανόνες και τρόπους ζωής. Έτσι θα ζουν μέσα από τη δική μας ζωή και θα συντηρούμε την παλιά μας κληρονομιά.
Στην κορυφή του χωριού μας, ξεκινώντας από την εκκλησία της πολιούχου μας Αγίας Αικατερίνης, μέχρι την τοποθεσία του Φάου, ο σημερινός επισκέπτης μπορεί να δει χαλάσματα από γκρεμισμένα σπίτια στη σειρά, ίχνη ενός παρελθόντος που εμείς οι παλαιότεροι, μικρά παιδιά τότε, είχαμε ζήσει και το οποίο ξαναζεί εξακολουθητικά μέχρι σήμερα, ύστερα από δεκαετίες, μέσα από τις φωτοσκιάσεις της μνήμης, με πρόσωπα και γεγονότα άλλα ολοζώντανα, σαν να μη μας χωρίζουν από αυτά τόσα χρόνια, και άλλα αβέβαια, τυλιγμένα στην ομίχλη που σώρευσε επάνω τους ο καιρός, έτσι που αναρωτιέται κανείς αν ήταν πραγματικά ή δημιούργημα της φαντασίας μας, όλα ωστόσο κομμάτια ενός μωσαϊκού που με τον φακό της νοσταλγίας ανασυνθέτουμε. Και τα χρώματα αυτού του μωσαϊκού, άλλα πράσινα σαν την ολόφρεσκη φυλλωσιά των δέντρων την Άνοιξη, άλλα γαλάζια σαν τον ουρανό τις ηλιόλουστες μέρες, άλλα γκρίζα σαν τις μέρες του Φθινοπώρου και της βροχής ή, αλλιώτικα, άλλα ολοφώτεινα σαν τις χαρές και τα όνειρα στην αυγή της ζωής μας και άλλα σκοτεινά, όταν γεγονότα σκληρά διέκοπταν, για λίγο είναι αλήθεια, την παιδική μας αμεριμνησία και μας έδειχναν το άλλο πρόσωπο της ζωής, την πίκρα που συνδέεται με την ομορφιά της. Το μωσαϊκό, λοιπόν, του παρελθόντος, όπως μπορούμε να το εκτιμήσουμε σήμερα, δεν ήταν παρά η ίδια η ζωή, που άλλα κομμάτια της αποτελούσαν οι προσωπικές μας εμπειρίες και άλλα οι αφηγήσεις των γονέων, των παππούληδων και των βαβάδων μας. Και συνέβαινε οι αφηγήσεις αυτές να γίνονται μέρος και της δικής μς ζωής, να εισχωρούμε δηλαδή, κατά κάποιο τρόπο, στη ζωή των αφηγητών, αφού ενσωματώναμε και, σε μεγάλο βαθμό, μοιραζόμαστε μαζί τους όσα σκέφτονταν, όσα αισθάνονταν, όσα ονειρεύονταν και προσδοκούσαν για το μέλλον, αλλά και τις μνήμες τους από το παρελθόν και γινόμαστε έτσι φορείς της ιστορικής μνήμης για τα μικρά και τα μεγάλα, όσα μας μετέφεραν μέσα από τις προσωπικές τους εμπειρίες ή από τις αφηγήσεις των παλαιοτέρων. Έτσι, το παρελθόν, ιστορικό και πολιτιστικό, της ιδιαίτερης και της μεγάλης πατρίδας, γινόταν για μας βίωμα, δηλαδή σύλληψή του με το συναίσθημα, την καρδιά κι το νου και όχι ξηρή επιφανειακή γνώση, με την έννοια ότι πρόσωπα, γεγονότα, παραδόσεις και πολιτισμός γενικότερα άγγιζαν τις πιο ευαίσθητες και βαθιές πτυχές της ψυχής μας και μας έκαναν να νιώθουμε «ανεπαισθήτως» στην αρχή και με τη λογική αργότερα αναπόσπαστα κομμάτια αυτής της ιστορίας και αυτού του πολιτισμού.
Ένα από τα χαλάσματα στα οποία έχω αναφερθεί είναι τα ερείπια του σπιτιού του παππούλη μου του Αγγέλη, δηλαδή το πατρικό σπίτι του πατέρα μου, κατεστραμμένο απ’τους φοβερούς σεισμούς που είχαν πλήξει τα Επτάνησα το 1948 και το 1953. Το σπίτι βρισκόταν σε μικρή απόσταση από την εκκλησία της Αγίας Αικατερίνης, ναό που ανήκε στην ευρύτερη οικογένεια των Χορταίων, καθώς στα παλαιά χρόνια κάποιες εκκλησίες του χωριού, οι λεγόμενοι συναδελφικοί ναοί, είχαν ως κτήτορες και διαχειριστές αδελφότητες, τις οποίες συγκροτούσαν με κριτήριο τη συγγένεια στην περίπτωσή μας, μέλη των διαφόρων σογιών. Έτσι, εκτός από την Αγία Αικατερίνη, ο Άγιος Μηνάς είχε ως κτήτορες τους Μεσσηναίους, η Κοίμηση της Θεοτόκου τους Αυλωνιταίους κ.λπ. Να σημειωθεί ότι τούτο αποτελεί τεκμήριο παλαιότητας του οικισμού, αφού η συγκρότηση τέτοιων αδελφοτήτων , που συναντάται σε όλα τα Επτάνησα, ανάγεται στους Βυζαντινούς χρόνους. Το σπίτι, λοιπόν, στο οποίο αναφερόμαστε, χωριζόταν με μεσοτοιχία από το σπίτι του μπάρμπα Νικόλα, αδερφού του παππούλη μου, και του μπάρμπα Θανάση Χόρτη (Κολοπατή) από το άλλο μέρος. Λίγο πιο πάνω βρισκόταν το σπίτι του μπάρμπα Αντρέα του Χόρτη (Μήσουλα) και από την άλλη πλευρά το σπίτι του μπάρμπα Αναστάση του Χόρτη (Σκαλτσά). Λίγο χαμηλότερα τα σπίτια του μπάρμπα Στεφανή Χόρτη (Μανταγιάννη) και του αδερφού του και γαμπρού του παππούλη μου παπά Γιάννη Χόρτη (Μανταγιάννη), ανακαινισμένα σήμερα, έχουν νικήσει στη μάχη με τον χρόνο. Όλα αυτά τα σπίτια, πνιγμένα στο πράσινο, με κληματαριές, μουριές, δάφνες, αμυγδαλιές στις αυλές ή γύρω από αυτά, συμπλήρωναν την εικόνα ενός παραδεισένιου τοπίου την άνοιξη και το καλοκαίρι, που τους χειμωνιάτικους μήνες, με τους αέρηδες να δέρνουν τα γυμνά κλαδιά των δέντρων και το χιόνι να σκεπάζει τα πάντα, έπαιρνε μια άλλη όψη σκληρής και άγριας ομορφιάς, που τονιζόταν από τις πέτρες και τους διάσπαρτους βράχους. Το τοπίο αυτό, μαζί με το σπίτι μου, και τα γειτονικά σπίτια, αποτελούσε στα πρώτα χρόνια της ζωής μου το δικό μου σύμπαν.
Στο σπίτι, λοιπόν, αυτό που έχω αναφέρει έζησα ένα μέρος των πρώτων χρόνων της ζωής μου. Ήταν ένα σπίτι με κατώι, στο επίπεδο του εδάφους, και πάνω όροφο. Στο πίσω μέρος του μια μικρή αμυγδαλιά που υπάρχει και σήμερα με τα άσπρα και ροζ λουλούδια της μας έφερνε κάθε χρόνο τα πρώτα μηνύματα της Άνοιξης. Από τα δυο ψηλά παραθύρια στο μπροστινό του μέρος μπορούσε κανείς να αγναντέψει μακριά, μέχρι εκεί που ο ουρανός ενωνόταν με τη θάλασσα του Ιονίου. Στις αυλές όλων των γειτονικών σπιτιών έβλεπε κανείς κληματαριές και μουριές με χοντρούς κορμούς και καταπράσινες φυλλωσιές από την Άνοιξη μέχρι το Φθινόπωρο, που οι κλώνοι τους έμεναν γυμνοί τον χειμώνα, έκθετοι στους αέρηδες, τις βροχές και τα χιόνια, και υψώνονταν ικετευτικά θα έλεγες προς τον ουρανό, σαν γυμνά κατάρτια ναυαγισμένων καραβιών, βουβοί μάρτυρες των εποχών και των χρόνων που περνούσαν, λες και μετρούσαν τον καιρό και τις γενιές των ανθρώπων.
Αυτά που γνωρίζω για την ιστορία του σπιτιού φτάνουν περίπου μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα, τότε που ο προπάππος του πατέρα μου Νικόλας Χόρτης παντρεύτηκε κάποια Μαριώ από το Αθάνι, της οποίας η προίκα σε κτήματα παραμένει μέχρι σήμερα στην ιδιοκτησία των απογόνων της. Ο γιος του Νικόλα, ο Σπύρος, που πέθανε νεότατος, παντρεύτηκε τη Φροσύνη Βλάχου από την Εξάνθεια και απέκτησε δυο γιούς:τον Νικόλα και τον Αγγέλη και μια κόρη, την Ελένη. Η οικογένεια του Σπύρου Χόρτη ήταν αρκετά ευκατάστατη, με υπολογίσιμη κτηματική περιουσία, χωράφια, αμπέλια και ελιές, και το σπίτι ανοιχτό όχι μόνο για τους συγγενείς και φίλους αλλά και για ξένους που επισκέπτονταν το χωριό. Όπως μου έχει αφηγηθεί ο παππούλης μου, σ’ αυτό είχαν φιλοξενηθεί σημαντικές προσωπικότητες. Μία από τις προσωπικότητες αυτές ήταν στις αρχές του 20ου αιώνα, ο διάσημος γερμανός αρχαιολόγος Γουλιέλμος Δαίρπφέλδ, γνωστός για τη θεωρία του ότι η ομηρική Ιθάκη ήταν η Λευκάδα. Ο Δαίρπφελδ είχε πραγματοποιήσει ανασκαφή και στα Χορτάτα, που απέδωσε ευρήματα αναγόμενα στη νεολιθική εποχή, δηλαδή πριν από το 3.000 προ Χριοστού. Μια άλλη σημαντική προσωπικότητα ήταν ο εγγονός του μεγάλου μας ποιητή Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, ο βουλευτής και υπουργός Αριστοτέλης Ιωάννου Βαλαωρίτης, καθώς ο παππούλης μου, όπως και ο πατέρας του, ήταν πολιτικός φίλος των Βαλαωρίτηδων και είχε αναπτύξει φιλικές σχέσεις με τον Αριστοτέλη. Αλλά και ο μεγάλος λευκαδίτης ποιητής, Άγγελος Σικελιανός, του οποίου η φυσιολατρεία διαποτίζει ολόκληρη την ποίησή του. και έχει ως υπόβαθρο τη στενή επαφή του με τη φύση του γενέθλιου νησιού του, στις εξορμήσεις του, για να γνωρίσει την ύπαιθρο της Λευκάδας, φιλοξενήθηκε στο σπίτι του παππούλη μου, που, νεαρός τότε, συνόδευε τον ποιητή και την πρώτη σύζυγό του Εύα Πάλμερ.
Οι αφηγήσεις αυτές που ικανοποιούσαν την παιδική μου περιέργεια και τη φυσική ροπή κάθε ανθρώπου για τη γνώση, ιδιαίτερα όταν αφορά τις οικογενειακές του ρίζες, δεν ήταν εκείνες που με συνάρπαζαν και με καθήλωναν. Αυτό συνέβαινε με άλλες αφηγήσεις που τις διαπότιζε το θαυμαστό και το παράδοξο ή που αναφέρονταν σε πράξεις ευγενικές και κατορθώματα ηρωικά, που έφταναν ή και ξεπερνούσαν τα όρια των ανθρωπίνων δυνατοτήτων.> Οι τελευταίες αυτές αφηγήσεις ξεκινούσαν από τους μυθικούς χρόνους και έφταναν μέχρι τη νεότερη εποχή, συνδέοντας έτσι το σήμερα με το ιστορικό και πολιτιστικό παρελθόν της πατρίδας μας και με τις φυλετικές και ανθρώπινες ρίζες μας, Ακούγοντάς τες, ταυτιζόμουν, όπως συμβαίνει με όλα τα παιδιά, ασυνείδητα είναι αλήθεια αρχικά, με τα πρόσωπα που πρωταγωνιστούσαν σ’ αυτές, καθώς αυτά ήταν φορείς και εκπροσωπούσαν αρετές, ιδέες και αξίες, όπως η δικαιοσύνη, η ελευθερία, η πατρίδα, η παλληκαριά, ο αλτρουισμός , η ανθρωπιά, η ανθρώπινη αξιοπρέπεια και γενικά το Καλό στην πανάρχαια και αέναη μάχη του με το Κακό. Έτσι, στο μύθο, για παράδειγμα, που ο Περσέας σώζει την Ανδρομέδα από το φοβερό θαλάσσιο θηρίο που θα την κατασπάραζε και ύστερα την παντρεύεται, ο μυθικός ήρωας εμπνέει το θαυμασμό για την παλληκαριά και την περιφρόνηση του έσχατου κινδύνου που αναλαμβάνει και είναι εκπρόσωπος του Καλού, που αντιμάχεται και νικά, με την έλλογη απόφασή του να αγωνιστεί, την τυφλή και παράλογη βία, που εκφράζεται από το θαλασσινό τέρας. Και μήπως ο ελληνικός πολιτισμός στη διαδρομή των αιώνων, δεν είναι παρά ο αγώνας για τον άνθρωπο και τις αξίες που δίνουν νόημα στη ζωή, δηλαδή αγώνας του φωτός ενάντια στο σκοτάδι, που και πολλοί άλλοι μύθοι υποδηλώνουν; Ένας από αυτούς, τον οποίο επίσης πρωτάκουσα από τον παππούλη μου, είναι και ο μύθος του Θησέα και του Μινώταυρου, σύμφωνα με τον οποίο ο Αθηναίος ήρωας σκοτώνει το τέρας και απαλλάσσει τους Αθηναίους από το φόρο αίματος που κατέβαλλαν, στελνοντας βορά στο θηρίο νέους και νέες. Η νίκη του Θησέα συμβολίζει, βέβαια, τη νίκη του ανθρώπου και της λογικής πάνω στην κτηνώδη δύναμη.
Αλλά και στους ιστορικούς χρόνους, οι νίκες των Ελλήνων κατά τω ν Περσών, ύμνος στην παλληκαριά, το γενναίο φρόνημα και την αγάπη στην πατρίδα και της ελευθερία, υποδηλώνουν ακόμα και τη νίκη της κοσμοαντίληψης των Ελλήνων, που στο κέντρο της τοποθετεί τον άνθρωπο, τα δικαιώματά του και τον νόμο, πάνω στην κοσμοαντίληψη του Ασιάτη εισβολέα, που στο κέντρο της τοποθετεί τον μονάρχη και τη βούλησή του. Και ο Διγενής Ακρίτας της Βυζαντινής εποχής, που η λαϊκή ψυχή τον ύμνησε ως σύμβολο ανυπότακτου φρονήματος και τον ανύψωσε στη σφαίρα του θρύλου αποδίδοντάς του υπεράνθρωπα κατορθώματα, όπως να νικά χιλιάδες εχθρούς να ξεριζώνει βράχους, να πιάνει πουλιά με το πήδημα και αγρίμια με το τρέξιμο και να νικιέται μόνο από τον Χάροντα, που και αυτόν δεν φοβάται να αντιμετωπίσει, το ίδιο ακριβώς πνεύμα εκφράζει.
Και θυμάμαι ποση γοητεία είχε ασκήσει πάνω μου η ιστορία του Ερωτόκριτου, που λαμβάνει χώρα σε ένα φανταστικό ιστορικό πλαίσιο και είναι γεμάτη από ευγενικά αισθήματα και γενναίες πράξεις. Πώς η Αρετούσα υπέμεινε τη σκληρή φυλάκισή της από τον πατέρα της, πιστή στον έρωτά της για τον ήρωα, πώς ο Ερωτόκριτος, εξόριστος για τον ίδιο λόγο, επιστρέφει για να σώσει, διακινδυνεύοντας τη ζωή του, το βασίλειο εκείνου που τον εξόρισε, δηλαδή την πατρίδα του, πώς ο ευγενικός Κρητικός Χαρίδημος, πιστός στη μνήμη της αγαπημένης του, νικά και σκοτώνει τον φοβερό Καραμανίτη Σπιθόλιοντα σε μονομαχία, που υποδηλώνει τη σύγκρουση του Ελληνισμού με τον Ασιάτη κατακτητή. Θυμάμαι ακόμα πώς με είχε μαγέψει η παρμένη από λαϊκό ανάγνωσμα αφήγηση για τα κατορθώματα του μυθιστορηματικού κουρσάρου από τη Τζιά, που πολεμούσε τους Τούρκους δυνάστες, καθώς και για την αγαπημένη του που κεντούσε περιμένοντάς τον, ως νέα Πηνελόπη, το λάβαρο το οποίο, σύμφωνα με τη μυθιστορηματική σύλληψη, έγινε το λάβαρο της Επανάστασης του 1821.
Θα τελειώσω με τις ιστορίες του παππούλη μου για τους Βαλκανικούς πολέμους, στους οποίους και ο ίδιος είχε λάβει μέρος. Πώς, στον Α΄ Βαλκανικό πόλεμο εναντίον των Τούρκων, ο στρατός μας, μέσα στην οκτωβριάτικη βροχή, πέρασε με απαράμιλλη ορμή τα στενά του Σαραντσπόρου και συνέχισε με διαδοχικές νίκες μέχρι την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης. Ύστερα, στον Β΄ Βαλκανικό πόλεμο εναντίον των Βουλγάρων, πώς με μια επική εξόρμηση κατέλαβε τα θεωρούμενα απόρθητα οχυρά του Κιλκίς- Λαχανά και με θυελλώδη προέλαση, περνώντας τα στενά της Κρέσνας, έφτασε στο εσωτερικό της σημερινής Ν. Βουλγαρίας. Εκεί, στην τελευταία μάχη, ο ήρωας διοικητής του ταγματάρχης Ιωάννης Βελισσαρίου τραυματίστηκε θανάσιμα, ενώ η μάχη συνεχιζόταν. Τις στιγμές εκείνες διαδραματίστηκαν συγκλονιστικές σκηνές. Οι σκληροί, μπαρουτοκαπνισμένοι και εξοικειωμένοι με το θάνατο στρατιώτες του τάγματος, βλέποντας τους τραυματιοφορείς να μεταφέρουν στα μετόπισθεν τον διοικητή τους που αγαπούσαν σαν πατέρα τους, επειδή πρώτος ορμούσε στους κινδύνους, ξέσπασαν σε κλάματα. Και εκείνος, αδιαφορώντας για την προσωπική του τύχη, για να μην κάμψει το φρόνημά τους, τους ενθάρρυνε λέγοντας: Προχωρήστε παιδιά μου, σε λίγο θα είμαι και πάλι κοντά σας. Ο ταγματάρχης Βελισσαρίου, στον οποίο, σε μεγάλο βαθμό, οφειλόταν η πτώση των Ιωαννίνων, ήταν ένας από τους ήρωες της νεότερης ιστορίας μας, εφάμιλλος με τους παλαιούς ήρωες των αγώνων του έθνους μας. Εμπνεόταν από το ίδιο φρόνημα και την ίδια φλογερή αγάπη για την πατρίδα, όπως οι Μαραθωνομάχοι, οι ακρίτες του Βυζαντίου και οι αγωνιστές του 1821 και δεν ήταν καθόλου κατώτερός τους. Ποιοι άραγε θυμούνται σήμερα τον θρυλικο ταγματάρχη; Και εδώ φέρνω στο νου μου το στίχο του Σεφέρη, για τους συντρόφους που κείτονται ξεχασμένοι στο ακρογιάλι: «Κανείς δεν τους θυμάται. Δικαιοσύνη».
Οι μυθικοί, ιστορικοί και μυθιστορηματικοί ήρωες που με συνδέουν με τα παιδικά μου χρόνια συγκλίνουν, αφού χαρακτηρίζονται από την ίδια υψηλοφροσύνη και στάση ζωής. Οι ιστορίες τους έρχονται στο νου μου, όταν βλέπω τα ερείπια του σπιτιού στο οποίο για πρώτη φορά τις άκουσα. Σκέφτομαι όμως και ότι σχεδόν όλοι όσοι κατοικούσαν σ’ αυτό έφυγαν για το Μεγάλο Ταξίδι και τον ίδιο δρόμο ακολούθησαν και όλοι εκείνοι που θυμάμαι να γεμίζουν με την παρουσία τους τα σπίτια και τους δρόμους της γειτονιάς, σαν τα φύλλα που τα παρασέρνει ο φθινοπωρινός αέρας. Και βλέπω μπροστά στα μάτια μου τον ομηρικό στίχο για το παροδικό της ανθρώπινης ζωής: «Οίη περ φύλλων γενεή τοιήδε και ανδρών...». Σαν τα φύλλα των δέντρων, έτσι είναι και οι γενιές των ανθρώπων... Θυμάμαι ακόμα τους στίχους του Σεφέρη, όταν, σε μια επίσκεψή του στην Ασίνη, αναζητά μάταια τον βασιλιά της αρχαιότατης πόλης που αναφέρει ο Όμηρος και στοχάζεται πάνω στα ανθρώπινα,καθώς «Ο βασιλιάς της Ασίνης ένα κενό κάτω από την προσωπίδα...». Αυτό το κενό, την απουσία και τη φθορά συναντά κανείς, όταν στοχάζεται για όσους πέρασαν και απόμειναν σκιές ονείρου. Αυτοί ομως χάραξαν το δρόμο της ζωής μας και σ’ αυτούς οφείλουμε όλα εκείνα που, από όσα μας κληροδότησαν, επιλέξαμε να κρατήσουμε ως κανόνες και τρόπους ζωής. Έτσι θα ζουν μέσα από τη δική μας ζωή και θα συντηρούμε την παλιά μας κληρονομιά.
Τα Σταυρωτά – ένθετη φωτο η Αγία Αικατερίνη: «Σαν μέσα από το ανεξιχνίαστο θρόισμα τον καλαμιού αφουγκράσου τον λόγο: γύρνα το δρόμο αντίστροφα για τις πηγές», Αλαφροϊσκιωτος, Άγγελος Σικελιανός
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου