Η επικοινωνία, όπως είναι παγκοίνως γνωστό, αποτελεί εσωτερική ανάγκη για κάθε άνθρωπο. Πάντα θέλουμε ο κοινωνικός μας περίγυρος και περισσότερο οι συγγενείς,οι φίλοι και, με ένα λόγο, οι άνθρωποι του άμεσου περιβάλλοντός μας να μας καταλαβαίνουν και να μας στηρίζουν.
Αυτό όμως ήταν πάντα δύσκολη υπόθεση, για ορισμένους τουλάχιστον ανθρώπους και ιδιαίτερα για το πιο αδικημένο φύλο διαχρονικά, το φύλο που βασανίστηκε, μολονότι η κοινωνική του προσφορά είναι ανυπολόγιστη, για τις γυναίκες. Στα χωριά μας μέχρι και τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, η επικοινωνία των γυναικών ήταν πολύ δύσκολη, εξαιτίας των πολλών υποχρεώσεων που είχαν. Χαλάρωση για τη γυναίκα δεν υπήρχε. Κάτι όμως έπρεπε να κάνει. Έπρεπε να βρει έναν άνθρωπο που θα την καταλάβαινε, έναν άνθρωπο που θα τον αισθανόταν κοντά της, για να πούνε τα δικά τους. Και ποιος θα ήταν καλύτερος δέκτης από τις συγχωριανές με τις οποίες έκρινε ότι θα μπορούσε να ξανοιχτεί και να μιλήσει για τις αγωνίες, τους φόβους και τα προβλήματά της ή να μοιραστεί τη χαρά της; Αυτή η ανάγκη για ουσιαστική ανθρώπινη επικοινωνία ικανοποιούνταν κυρίως με έναν συγκεκριμένο τρόπο: με την άμεση επαφή με τη «φλονάδα», με την οποία περνούσε τις ίδιες δυσκολίες και με την οποία αισθανόταν πιο οικεία. Επειδή όμως οι ανάγκες το επέβαλλαν, σχόλη δεν υπήρχε και η επικοινωνία επιτυγχανόταν παράλληλα με κάποια παραγωγική απασχόληση, που συνήθως ήταν το πλέξιμο ή η ρόκα. Έπαιρνε, λοιπόν, η Χορτιώτισσα τα αγκερίδιατης και το μισοτελειωμένο ζιλέ του παιδιού, για να μην το περονιάσει το κρύο, και συναντιόταν με τη γειτόνισσα, για να πει τα βάσανά της και να εξομολογηθεί πράγματα που ομολογεί κανείς πολύ δύσκολα. Ξεκινούσε με τα τετριμμένα, τις δουλειές, τις ανάγκες του σπιτιού, την οικονομική στενότητα, τα νέα του χωριού κ.λπ., κ.λπ. Στη συνέχεια, αφού ζεσταινόταν η ατμόσφαιρα και διαμορφωνόταν το κατάλληλο κλίμα, άρχιζε η … ψυχοθεραπεία, με μια κλιμάκωση στη συναισθηματική ένταση και τους ελεγειακούς τόνους, που συχνά έφτανε ως το λυτρωτικό κλάμα, που επέφερε την «κάθαρση». Σήμερα, βέβαια, η επικοινωνία είναι, κατά κανόνα, τυπική και ρηχή και δεν ικανοποιεί βαθύτερες ανάγκες. Κάποιοι αφιερώνουν πολύ χρόνο στα κινητά τους και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ή /και «εκστασιάζονται» με τον ηλεκτρονικό καθοδηγητή τους στο χαζοκούτι. Ελάχιστοι είναι οι άνθρωποι που μας κάνουν να νιώθουμε άνετα και σ’ αυτούς προστρέχουμε και στις χαρές και στις στενοχώριες μας. Η υπέρβαση, βέβαια, προϋποθέτει την ενσυναίσθηση, το να μπαίνει δηλαδή ο ένας στη θέση του άλλου και να τον καταλαβαίνει, όπως έκαναν εξακολουθητικά οι εικονιζόμενες αείμνηστες χορτιώτισσες θειά Σταμάτα και θεια Μαύρα .
Η θεια Σταμάτα Μεσσήνη (Μενούσαινα) με τη θεια Μαύρα Ν. Χόρτη σε στιγμές πλεκτικής "κοινωνικής δικτύωσης ", ξυλογραφία (λινόλαιουμ) του αρχιτέκτονα Νίκου Κ. Μεσσήνη.
Αυτό όμως ήταν πάντα δύσκολη υπόθεση, για ορισμένους τουλάχιστον ανθρώπους και ιδιαίτερα για το πιο αδικημένο φύλο διαχρονικά, το φύλο που βασανίστηκε, μολονότι η κοινωνική του προσφορά είναι ανυπολόγιστη, για τις γυναίκες. Στα χωριά μας μέχρι και τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, η επικοινωνία των γυναικών ήταν πολύ δύσκολη, εξαιτίας των πολλών υποχρεώσεων που είχαν. Χαλάρωση για τη γυναίκα δεν υπήρχε. Κάτι όμως έπρεπε να κάνει. Έπρεπε να βρει έναν άνθρωπο που θα την καταλάβαινε, έναν άνθρωπο που θα τον αισθανόταν κοντά της, για να πούνε τα δικά τους. Και ποιος θα ήταν καλύτερος δέκτης από τις συγχωριανές με τις οποίες έκρινε ότι θα μπορούσε να ξανοιχτεί και να μιλήσει για τις αγωνίες, τους φόβους και τα προβλήματά της ή να μοιραστεί τη χαρά της; Αυτή η ανάγκη για ουσιαστική ανθρώπινη επικοινωνία ικανοποιούνταν κυρίως με έναν συγκεκριμένο τρόπο: με την άμεση επαφή με τη «φλονάδα», με την οποία περνούσε τις ίδιες δυσκολίες και με την οποία αισθανόταν πιο οικεία. Επειδή όμως οι ανάγκες το επέβαλλαν, σχόλη δεν υπήρχε και η επικοινωνία επιτυγχανόταν παράλληλα με κάποια παραγωγική απασχόληση, που συνήθως ήταν το πλέξιμο ή η ρόκα. Έπαιρνε, λοιπόν, η Χορτιώτισσα τα αγκερίδιατης και το μισοτελειωμένο ζιλέ του παιδιού, για να μην το περονιάσει το κρύο, και συναντιόταν με τη γειτόνισσα, για να πει τα βάσανά της και να εξομολογηθεί πράγματα που ομολογεί κανείς πολύ δύσκολα. Ξεκινούσε με τα τετριμμένα, τις δουλειές, τις ανάγκες του σπιτιού, την οικονομική στενότητα, τα νέα του χωριού κ.λπ., κ.λπ. Στη συνέχεια, αφού ζεσταινόταν η ατμόσφαιρα και διαμορφωνόταν το κατάλληλο κλίμα, άρχιζε η … ψυχοθεραπεία, με μια κλιμάκωση στη συναισθηματική ένταση και τους ελεγειακούς τόνους, που συχνά έφτανε ως το λυτρωτικό κλάμα, που επέφερε την «κάθαρση». Σήμερα, βέβαια, η επικοινωνία είναι, κατά κανόνα, τυπική και ρηχή και δεν ικανοποιεί βαθύτερες ανάγκες. Κάποιοι αφιερώνουν πολύ χρόνο στα κινητά τους και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ή /και «εκστασιάζονται» με τον ηλεκτρονικό καθοδηγητή τους στο χαζοκούτι. Ελάχιστοι είναι οι άνθρωποι που μας κάνουν να νιώθουμε άνετα και σ’ αυτούς προστρέχουμε και στις χαρές και στις στενοχώριες μας. Η υπέρβαση, βέβαια, προϋποθέτει την ενσυναίσθηση, το να μπαίνει δηλαδή ο ένας στη θέση του άλλου και να τον καταλαβαίνει, όπως έκαναν εξακολουθητικά οι εικονιζόμενες αείμνηστες χορτιώτισσες θειά Σταμάτα και θεια Μαύρα .
Η θεια Σταμάτα Μεσσήνη (Μενούσαινα) με τη θεια Μαύρα Ν. Χόρτη σε στιγμές πλεκτικής "κοινωνικής δικτύωσης ", ξυλογραφία (λινόλαιουμ) του αρχιτέκτονα Νίκου Κ. Μεσσήνη.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου