Ο πατέρας μου ο παπα-Γιώργης

Του ΑΓΓΕΛΟΥ Γ. ΧΟΡΤΗ

Χορτάτα ου μ’ εθέσπισεν (οικείν Θεός) [=στα Χορτάτα όπου μ' έταξε (να κατοικώ ο Θεός)]
Από το «Κύπρον ου μ’ εθέσπισεν» του Γ. Σεφέρη (Οι στίχοι από την «Ελένη» του Ευριπίδη

Ηταν μια ζεστή, ηλιόλουστη Κυριακή του Ιουλίου του 1952. Η εκκλησία της Κοιμήσεως της Υπεραγίας Θεοτόκου στο χωριό Κωμηλιό ασφυκτικά γεμάτη από κόσμο. Ανάμεσά τους κι εγώ, μικρό παιδάκι τότε, και κάποια από τα μικρότερα αδέρφια μου. Η μέρα ήταν ξεχωριστή για μας, αφού ο τότε Μητροπολίτης μας, μακαριστός Δωρόθεος (Διονύσιος Πυλαρινός κατά κόσμον), θα χειροτονούσε στον εκκλησιαστικό βαθμό του πρεσβυτέρου τον πατέρα μας, που λίγους μήνες πριν, τα Χριστούγεννα του 1951, είχε χειροτονηθεί διάκονος από τον ίδιο Μητροπολίτη. Στα αυτιά μου αντηχεί ακόμα το ομόθυμο «Άξιος» του Εκκλησιάσματος, διαβατήριο για τη διαδρομή του στη διακονία της Εκκλησίας επί 40 ολόκληρα χρόνια. Τον φέρνω τώρα στο νου μου νέο, ψηλό, επιβλητικό, με κατάμαυρα μαλλιά και γένια, να μετέχει με άκρα ταπεινότητα και ευλάβεια στην τελετή που ο ίδιος βρισκόταν στο επίκεντρό της, έτσι όπως για σαράντα ολόκληρα χρόνια θα τελούσε τις ιερές ακολουθίες και τα πανάχραντα μυστήρια, εμπνέοντας την κατάνυξη και το θείο δέος στο Εκκλησίασμα. Θυμάμαι ακόμα με συγκίνηση την αντιφώνησή του στις πατρικές συμβουλές του Δεσπότη μας, που τόσο είχε αγγίξει τις ψυχές όσων παρακολουθούσαν το ιερό μυστήριο, ώστε να μην ακούγεται ψίθυρος και όλοι να ακούνε με ευλαβική σιωπή τα λόγια του. Γιατί ο πατέρας μου δεν είχε μόνο τις θεολογικές γνώσεις αλλά και την ικανότητα να κάνει επίκαιρο τον θείο λόγο, προσαρμόζοντάς τον στα καθημερινά προβλήματα, τις ανάγκες και τις αναζητήσεις των απλών ανθρώπων που τον άκουγαν. Και αυτό, πιστεύω, ήταν αποτέλεσμα της βαθύτατης πίστης του στον Θεό και στο έργο που είχε κληθεί να υπηρετήσει. Πώς αλλιώς μπορεί να εξηγηθεί η προσωπική του αισιοδοξία για το μέλλον, μέσα στις δύσκολες συνθήκες και τις αντιξοότητες της αμέσως μετά τον πόλεμο εποχής, αισιοδοξία που μετέδιδε σε όλους όσοι βρίσκονταν κάτω από την πίεση της φτώχειας και της ανάγκης, αν δεν προσέβλεπε σ’ Αυτόν που καλούσε τους καταβεβλημένους από τα βάσανα και τη λαίλαπα της ζωής, για να τους χαρίσει τη γαλήνη; «Έλθετε προς με πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι καγώ αναπαύσω υμάς».
Τώρα που γράφω γι’ αυτόν, προσπαθώντας να ανασυνθέσω την προσωπικότητά του, με κυριεύει η αίσθηση της απουσίας του, τον νιώθω να μου παραστέκεται, όπως παραστεκόταν σε ολόκληρη τη ζωή του στα αδέρφια μου και σε μένα, αλλά και να μας συμβουλεύει, να απαντά στους προβληματισμούς μας και να σκορπίζει τους φόβους και τις ανησυχίες μας, να μας εμπνέει την πεποίθηση ότι η παρουσία του αποτελούσε ένα τείχος προστασίας για μας, που μας έδινε πάντα περισσότερα από όσα περιμέναμε και αυτά, βέβαια, δεν ήταν μόνο υλικά – πώς θα μπορούσε, άλλωστε, στις συνθήκες της εποχής εκείνης; - αλλά και στοιχεία οικοδόμησης του χαρακτήρα μας, με βάση αρχές και αξίες, πράγμα το οποίο συνειδητοποιήσαμε αργότερα.
Ο πατέρας μου σε όλη τη διάρκεια του ιερατικού του σταδίου ήταν εφημέριος σταθερά στα Χορτάτα και στο Κωμηλιό και ακόμα, για πάρα πολλά χρόνια, στον Άγιο Βασίλειο, το Μανάσι και το Νικολή. Η πρόσβαση σε πολλούς από τους οικισμούς αυτούς, ιδιαίτερα τις πρώτες δεκαετίες μετά τον πόλεμο, ήταν εξαιρετικά δυσχερής, λόγω του προβληματικού οδικού δικτύου που η κατάστασή του επιδεινωνόταν κατά τους χειμερινούς μήνες με τις βροχοπτώσεις και τα χιόνια. Έτσι ήταν υποχρεωμένος, ακόμα και κάτω από τις δυσκολώτερες καιρικές συνθήκες, με πεζοπορία, να είναι παρών, για να τελεί τις ιερές ακολουθίες και να καλύπτει τις θρησκευτικές ανάγκες των κατοίκων. Πόσες φορές δεν έφτανε βρεγμένος στον προορισμό του, ξεκινώντας από το σπίτι πριν από τα ξημερώματα, όπου κάποιοι ενορίτες του του άναβαν φωτιά, για να στεγνώσει πριν ξεκινήσει την τέλεση της ιερής ακολουθίας. Γιατί ποτέ, κάτω από οποιεσδήποτε καιρικές συνθήκες, δεν άλλαζε το πρόγραμμά του. Οι άνθρωποι τον περίμεναν και δεν διανοούνταν να διαψεύσει τις προσδοκίες τους, καθώς η επιτέλεση του καθήκοντος ήταν πάνω από οποιαδήποτε προσωπική του ταλαιπωρία. Έτσι, μεσημέρια και βράδια, πολλές φορές κάτω από τη βροχή ή τον καυτό καλοκαιρινό ήλιο, μπορούσε κανείς, αν βρισκόταν στην εξοχή, να παρατηρήσει μια μαύρη φιγούρα, τον πατέρα μου ντυμένο στα ράσα του, να οδοιπορεί, επιστρέφοντας στο σπίτι. Θυμάμαι την κούρασή του, που έφτανε στα όρια της ανθρώπινης αντοχής, ιδιαίτερα τις μέρες της Μεγάλης Σαρακοστής πριν από το Πάσχα και κυρίως από τη Μεγάλη Πέμπτη και ύστερα. Επειδή θεωρούσε ότι οι ενορίτες του έπρεπε να βιώσουν την ιερότητα και την ατμόσφαιρα του Θείου πάθους και της Ανάστασης, την ακολουθία της Μ. Πέμπτης την τελούσε δύο φορές, στα Χορτάτα και στο Κωμηλιό, του Επιταφίου επίσης δύο ή και τρεις φορές και την ακολουθία της Ανάστασης τόσες φορές όσοι ήταν και οι οικισμοί τους οποίους εξυπηρετούσε, δηλαδή μέχρι και πέντε φορές. Μάλιστα, τα τελευταία περίπου είκοσι χρόνια κατά τα οποία εξυπηρετούσε και τις θρησκευτικές ανάγκες της αεροπορικής μονάδας που είχε την έδρα της στο νησί μας,η πρώτη ακολουθία της Ανάστασης, το απόγευμα του Μεγάλου Σαββάτου, ξεκινούσε από εκεί. [Φωτο: Η καμπάνα της Αγίας Αικατερίνης Χορτάτων)
Ο πατέρας μου όμως δεν έμενε στην τυπική εκτέλεση των καθηκόντων του. Θεωρούσε το κήρυγμα βασικό στοιχείο που έπρεπε να συμπληρώνει τη Θεία Λειτουργία. Οπλισμένος με όχι τυχαία θεολογική κατάρτιση και με θερμή πίστη, επιδίωκε μέσα από τα κηρύγματά του την εφαρμογή του Θείου λόγου στην καθημερινή ζωή. Ο λόγος του ήταν ένας λόγος παιδευτικός, που εστίαζε στο να απαλλάξει τους ανθρώπους από ελαττώματα και πάθη τα οποία δυσκόλευαν την ομαλή συμβίωσή τους, δηλαδή να ξεριζώσει τη ζηλοφθονία, την πλεονεξία, τη σκληρότητα, και να εμπνεύσει τον αλληλοσεβασμό, την ανοχή και την αλληλοκατανόηση στις οικογενειακές και κοινωνικές σχέσεις.
Η δράση του όμως δεν περιοριζόταν στο χώρο της εκκλησίας, αλλά ήταν καταλυτική σε κάθε πτυχή της ζωής του χωριούμας και όχι μόνο. Πάντοτε έτοιμος να συμβουλεύσει, να καθοδηγήσει, να ενθαρρύνει, να παρηγορήσει, να συμπαρασταθεί ποικιλοτρόπως σε όσους είχαν ανάγκη και προσέφευγαν σ’ αυτόν, έγινε πολύ σύντομα σημείο αναφοράς, καθώς είχε την ικανότητα, που λίγοι άνθρωποι διαθέτουν, να πείθει, να εμπνέει, να μεταβάλει την απογοήτευση σε αισιοδοξία, την απραξία και τη μοιρολατρία σε δράση δημιουργική, να υποδεικνύει διεξόδους και λύσεις. Λόγω της ορθοφροσύνης του, της ακεραιότητας του χαρακτήρα του, της ανυστεροβουλίας και της ανιδιοτέλειάς του, αλλά και του γνήσιου ενδιαφέροντος και της αγάπης για τους ανθρώπους, φυσική συνέπεια της πίστης το στον Θεό και στις ανθρωπιστικές αξίες του Χριστιανισμού, είχε αποκτήσει αδιαφιλονίκητο κύρος, σεβασμό και αναγνωρισιμότητα όχι μόνο στα κοντινά χωριά αλλά και στην ευρύτερη περιφέρεια του νησιού μας. Σε ό,τι αφορά τους συγχωριανούς μας και όχι μόνο, δεν ήταν μόνο ο πνευματικός τους καθοδηγητής αλλά και ο συμπαραστάτης τους σε πλήθος από καθημερινά πρακτικά προβλήματα. Όσο κι αν φαίνεται παράξενο, ένα από τα καθήκοντα που είχε αναλάβει αυτοβούλως ήταν και το καθήκον του νοσηλευτή. Πόσες φορές, θυμάμαι, τα βράδια, ύστερα από τη σκληρή καθημερινή δουλειά στα χωράφια, δεν επισκεπτόταν όσους έπρεπε να κάνουν θεραπεία με ενέσεις, καλύπτοντας έτσι μια βασική ανάγκη ή άλλες φορές να προσφέρει τις πρώτες βοήθειες σε ποικίλες περιπτώσεις. Στο σπίτι μας πάντοτε υπήρχαν τα απαραίτητα για απολύμανση τραυμάτων και ακόμα καρδιοτονωτικές ενέσεις και άλλα πρώτης ανάγκης φάρμακα. Ακόμα και δύσκολες καταστάσεις τις αντιμετώπιζε με μια εκπλήσσουσα ψυχραιμία, δίνοντας σωτήριες πρακτικές λύσεις, όπως κάποτε που με την έγκαιρη και ψύχραιμη επέμβασή του έσωσε δύο μικρά παιδιά τα οποία είχαν υποστεί σοβαρότατη δηλητηρίαση. Δεν ήταν, λοιπόν, περίεργο που για σχετικά ζητήματα οι συγχωριανοί μας προσέφευγαν με εμπιστοσύνη σ’ αυτόν. Αλλά και σε άλλα ζητήματα που αφορούσαν την κοινωνική ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων, οι παρεμβάσεις και ο ρόλος του ήταν καίριας σημασίας. Ένα από αυτά στις αγροτικές κοινωνίες των χωριών μας ήταν η αγοραπωλησία κτημάτων. Η σύνταξη συμβολαίων στον συμβολαιογράφο προϋπέθετε την καταβολή κάποιου χρηματικού ποσού, που από κανέναν βέβαια δεν περίσσευε. Η λύση ήταν ο παπα-Γιώργης, ο οποίος πρόθυμα αναλάμβανε τη σύνταξη του σχετικού πρόχειρου συμφωνητικού που επικύρωνε τη μεταβίβαση και που σχεδόν ποτέ οι συμβαλλόμενοι δεν το αντικαθιστούσαν με επίσημη συμβολαιογραφική πράξη, που συνεπαγόταν έξοδα. Περισσότερο λεπτά και ευαίσθητα ήταν τα θέματα των περιουσιακών διαφορών, συνήθως αλλά όχι πάντα ανάμεσα σε συγγενικά πρόσωπα. Και επειδή καθένας απ’ τους αντίδικους θεωρούσε ότι το δίκιο ήταν με το μέρος του, η εξεύρεση λύσεως εκτός των δικαστικών αιθουσών ήταν εξαιρετικά δύσκολη. Όμως η αίσθηση του δικαίου, η ευθυκρισία, η ακεραιότητα, η αμεροληψία και η απροσωποληψία του παπα-Γιώργη, καθώς και το γενικό κύρος που απολάμβανε οδηγούσαν στην καταλλαγή, τη συμφιλίωση και τη λύση των προβλημάτων. Και ήταν μοναδικό φαινόμενο οι αντιδικούντες να τον καλούν να επιλύσει τις διαφορές τους, αποδεχόμενοι εκ των προτέρων την οποιαδήποτε απόφαση θα ελάμβανε. Αναβίωνε έτσι ο παλαιός θεσμός της διαιτησίας, δηλαδή της εξωδικαστικής επίλυσης των διαφορών, που είναι γνωστός από την εποχή της Βενετοκρατίας, αλλά ήταν βέβαια παλαιότερος, με μία όμως ουσιαστική διαφορά: Ενώ, εθιμικά, στη διαδικασία τη διαιτησίας καθένας απ’ τους αντιδίκους όριζε τους δικούς του εκπροσώπους και αυτοί αποφάσιζαν από κοινού, τώρα ένας μόνο άνθρωπος, έχοντας την εμπιστοσύνη και των δύο μερών, αποφάσιζε εν λευκώ και η κρίση του ήταν απόλυτα σεβαστή. Θα ολοκληρώσω την αναφορά μου για το ρόλο του στη ζωή και στα προβλήματα της κοινωνίας στην οποία ζούσε, επισημαίνοντας ότι υπήρχαν περιπτώσεις που αγράμματοι άνθρωποι του ζητούσαν να τους διαβάσει τα γράμματα των ξενιτεμένων τους και να γράψει τις απαντήσεις, έχοντας απόλυτη εμπιστοσύνη στην εχεμύθειά του όχι μόνο για τα ασήμαντα αλλά και για πολύ σημαντικά ζητήματα που του εκμυστυρεύονταν.
Διακρινόμενος για την ακάματη δραστηριότητά του και κινούμενος από την πίστη του στον Θεό και το υψηλό αίσθημα ευθύνης και προσήλωσης στο καθήκον και την αποστολή του, δεν μπορούσε να βλέπει τους χώρους λατρείας να υφίστανται τη φθορά του χρόνου και των φυσικών καταστροφών από τους σεισμούς που έπλητταν την περιοχή μας. Θεωρούσε ότι έπρεπε να αναλάβει δράση για την αποκατάσταση των ζημιών και την πρόληψη της ερειπώσεώς τους. Το ότι ξεκινούσε από το μηδέν, χωρίς τους απαραίτητους οικονομικούς πόρους, δεν τον απογοήτευε. Απευθυνόταν στους ενορίτες των Χορτάτων και του Κωμηλιού, αλλά και σε όσους είχαν μετοικήσει στην ευρύτερη περιοχή της πρωτεύουσας ή και στο εξωτερικό ακόμα για βοήθεια και συνδρομή. Φυσικά, χωρίς τη βοήθειά τους τίποτε δεν θα γινόταν, αλλά κανένας δεν έλεγε όχι στο προσκλητήριο. Ο ίδιος έδινε το παράδειγμα, εργαζόμενος χειρωνακτικά σε κάθε φάση των εργασιών. Έτσι, με χρηματικές συνδρομές ή με προσωπική εργασία όσων μπορούσαν να προσφέρουν, ο καθένας στον τομέα του, μπορούμε σήμερα να καμαρώνουμε τις τις φτωχικές εκκλησίες μας, με τις οποίες έχει συνδεθεί η ζωή μας, να συνεχίζουν το ταξίδι τους μέσα στο χρόνο, αγκαλιάζοντας κάτω από τη στέγη τους τους ευλαβείς προσκυνητές και ενισχύοντας την πίστη τους και την πεποίθησή τους στη Θεία βοήθεια κατά τους κλονισμούς και τις δυσκολίες της ζωής. Αυτές οι εκκλησίες είναι της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, της Αγίας Αικατερίνης, του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου και των Αγίων Ταξιαρχών στα Χορτάτα , της Κοιμήσεως της Θεοτόκου και της Αγίας Μαρίνας στο Κωμηλιό.
Εκτός όμως από τα ιερατικά του καθήκοντα και την ευρύτερη δράση του που συνδεόταν άμεσα ή έμμεσα με αυτά, ο παπα-Γιώργης είχε και μια άλλη δραστηριότητα, όπως και όλοι οι κάτοικοι του χωριού μας, διαρκή και επίπονη σε ολόκληρη τη διάρκεια του έτους. Η δραστηριότητα αυτή ήταν η καλλιέργεια των κτημάτων μας. Από τον Οκτώβριο με το όργωμα και τη σπορά, ύστερα με το μάζεμα της ελιάς και αργότερα με το σκάψιμο και το κλάδεμα των αμπελιών, το φύτεμα των κήπων, το θερισμός και το αλώνισμα, μέχρι τον τρύγο και το πάτημα των σταφυλιών με τα οποία έκλεινε ο ετήσιος κύκλος των γεωργικών εργασιών, βρισκόταν, όπως όλοι, σε ένα διαρκή αγώνα, χωρίς ανάπαυλα, με κρύα και βροχές ή με ζέστες και καύσωνες, για τον επιούσιο της οικογένειας. Και κάθε βράδυ, χωρίς καμιά εξαίρεση, θυμάμαι, με το βασίλεμα του ήλιου, όταν γύριζε κατάκοπος από τη σκληρή εργασία, τα βήματά του τον οδηγούσαν στον Αϊ-Γιάννη για τον Εσπερινό. Όταν, λοιπόν, βρισκόμουν στο χωριό τα καλοκαίρια, αλλά και κατά τις διακοπές των Χριστουγέννων και του Πάσχα εγώ και τα αδέρφια μου συμμετείχαμε ως αναγνώστες και ψάλτες στην ακολουθία. Οι Εσπερινοί αυτοί, στη γαλήνη του δειλινού, κάτω από το τρεμάμενο φως των καντηλιών, διατηρούνται έντονα στη μνήμη μου, καθώς μέσα στην υποβλητική αυτήν ατμόσφαιρα, μακριά από τους περισπασμούς και την τύρβη της καθημερινότητας, αισθανόταν κανείς να προσεγγίζει τον Θεό και να αισθάνεται το ιερό δέος μπροστά στη μεγαλοσύνη του. Θυμάμαι, όταν διάβαζα τον Προοιμιακό ψαλμό, τις λαμπρές και μεγαλόπρεπες εικόνες που με αξεπέραστο λυρισμό εικονογραφούν το μεγαλείο και τη δύναμη του Θεού και αιχμαλωτίζουν την ψυχή, το πνεύμα και τη φαντασία: «ο αναβαλλόμενος φως ως ιμάτιον..., ο περιπατών επί πτερύγων ανέμων ..., ο απτόμενος των ορέων και καπνίζονται», δηλαδή «αυτός που είναι ντυμένος με το φως ..., που περπατά πάνω στα φτερά των ανέμων ..., που αγγίζει τα όρη και βγάζουν καπνούς». Και συνειρμικά από τους Εσπερινούς αυτούς της νεότητάς μου «βλέπω» τον πατέρα μου να ιερουργεί στις μεγάλες γιορτές, επιβλητικός, ασκητικός, με τα λαμπρά του άμφια, μεταδίδοντας την κατάνυξη και υποβάλλοντας την αίσθηση της μέθεξης με τον Θεό στο Εκκλησίασμα...
Ένα άλλο στοιχείο της προσωπικότητάς του ήταν το ρωμαλέο του πνεύμα και η ικανότητά του να αφομοιώνει δημιουργικά τη γνώση. Τεκμήριο της πνευματικής του ρώμης αποτελούν οι επιδόσεις του στο Ιεροδιδασκαλείο της σχολής Βελλά στα Γιάννενα, στο οποίο φοίτησε σε ηλικία 34 ετών από το 1950 μέχρι το 1952. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του αυτών ήταν ο πρώτος σε επιδόσεις μεταξύ των συσπουδαστών του αλλά και άριστος σε όλα τα μαθήματα. Ο Διευθυντής της Σχολής και οι καθηγητές του συνέχαιραν, με εγκωμιαστικούς λόγους για τον μαθητή τους, τον τότε Μητροπολίτη μας μακαριστό Δωρόθεο, ο οποίος τον είχε επιλέξει για το λειτούργημα του ιερέως. Και από τότε η εκτίμηση του Μητροπολίτη μας για τον παπα-Γιώργη και η εμπιστοσύνη του σ’ αυτόν ως συνεργάτη του στο έργο της πνευματικής οικοδόμησης των χριστιανών της Μητροπόλεως ήταν απεριόριστη και εκφράστηκε με ποικίλους τρόπους. Η δική μου μαρτυρία είναι ότι ο πατέρας μου διέθετε ξεχωριστές πνευματικές ικανότητες. Υποδειγματικός στη γνώση και τη χρήση της γλώσσας, μου είχε προξενήσει κατάπληξη με την ικανότητά του στα Μαθηματικά. Ως μαθητής των πρώτων τάξεων του Γυμνασίου, αρκετές φορές είχα αντιμετωπίσει δυσκολίες στη λύση προβλημάτων Πρακτικής Αριθμητικής υψηλών απαιτήσεων. Για τον πατέρα μου η λύση των προβλημάτων αυτών ήταν ένα απλό παιχνίδι. Η μνημονική του ικανότητα ήταν επίσης μοναδική. Μπορούσε σε συντομότατο χρόνο να απομνημονεύσει κείμενα μακροσκελή και να τα αποδώσει αυτολεξεί από στήθους! Με θεολογική σκευή, γνώση της ιστορίας, ικανότητα να μετουσιώνει τη γνωση του σε στέρεα επιχειρήματα στη βάση της λογικής και της ηθικής, ήταν ένας απολαυστικός και πειστικός συζητητής. Συνοπτικά, θα μπορούσα να τον χαρακτηρίσω με τον ομηρικό λόγο «μύθων τε ρητήρα έργων τε πρηκτήρα», δηλαδή και ικανό ομιλητή και άνθρωπο των έργων. Από όλα αυτά απέρρεε ως φυσική συνέπεια η εκτίμηση και ο σεβασμός στο πρόσωπό του. Και αποτελεί την πολυτιμότερη κληρονομιά για μας, τα παιδιά του και τα εγγόνια του, να μας μιλούν γι’ αυτόν με τέτοια αισθήματα όσοι γνώρισαν τη διαδρομή του.
Η τιμή της μνημόνευσης, στο σύντομο αυτό κείμενο δεν θα μπορούσε να μην περιλαμβάνει και τη μάνα μας. Γιατί στη μνήμη και την καρδιά μας ο πατέρας και η μάνα είναι αξεχώριστοι, όπως μαζί, για περισσότερο από 50 χρόνια βάδισαν και στην επίγεια διαδρομή τους, αφοσιωμένοι ο ένας στον άλλον, ενώνοντας τις δυνάμεις μας για την δική μας πρόοδο και προκοπή και προσφέροντάς μας αυτήν την αγάπη την χωρίς υπολογισμούς και όρια, που σε κάθε βήμα μας τη νιώθαμε, με τη συμπαράστασή τους σε κάθε φάση της ζωής μας, με το καρδιοχτύπι τους για την πορεία μας, με την ενθάρρυνσή τους στις όποιες δυσκολίες αντιμετωπίζαμε, με την περηφάνια τους για τις επιτυχίες μας. Είναι τόσο ζωντανές οι μνήμες, ώστε θυμάμαι σα να’ταν χτες, τη μάνα μου να ξυπνά σχεδόν κάθε μέρα από τα χαράματα, και πολλές φορές με τα αστέρια, για να προλάβει τις δουλειές του σπιτιού, αλλά και να δώσει ένα χέρι στον πατέρα μας στις αγροτικές εργασίες. Γι’ αυτό και το καντήλι της ψυχής μας είναι πάντα αναμμένο στη μνήμη τους και στη μνήμη τους επίσης καίει πάντα το θυμίαμα της καρδιάς μας.
Το Φλεβάρη του 1994, μια κρύα χιονισμένη μέρα, ο πατέρας έφυγε στο Μεγάλο Ταξίδι «ανώδυνα, ανεπαίσχυντα και ειρηνικά», όπως τόσες φορές είχε δεηθεί για όλους, και ανέβηκε κοντά στον Δημιουργό. Εκατοντάδες άνθρωποι τον συνόδευσαν, προεξάρχοντος του τότε Μητροπολί τη μας και φίλου του μακαριστού Νικηφόρου ( Δεδούση), μέσα σε μια ατμόσφαιρα γενικής θλίψης και οδύνης. Έβλεπα ηλικιωμένους ανθρώπους να κλαίνε με λυγμούς αποχαιρετώντας τον και αυτό, πιστεύω, ήταν η δικαίωση και το πολυτιμότερο βραβείο του. Ο πατέρας και η μάνα μας από τα ουράνια δώματα φωτίζουν με τη ζωή και το παράδειγμά τους τη σκοτεινή εποχή μας. Μας λείπουν αλλά πιστεύω ότι μας βλέπουν και ότι η αγάπη τους μας σκεπάζει προστατευτικά, όπως τότε που ήμαστε αδύναμα παιδιά, γιατί «η αγάπη ουδέποτε εκπίπτει», ως την αιωνιότητα και πέρα από αυτήν...

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Καλώς ήρθατε!
Σας καλωσορίζουμε στην ανανεωμένη ιστοσελίδα μας!
Η ιστοσελίδα μας επανασχεδιάστηκε και ανανεώθηκε, είναι πιο σύγχρονη, πιο λειτουργική και πιο επικεντρωμένη στο να σας προσφέρει τις πληροφορίες που χρειάζεστε άμεσα και γρήγορα.
Για καλύτερη εμπειρία χρήσης αναβαθμίστε την εφαρμογή περιήγησης (Browser) που χρησιμοποιείτε
Ευχαριστούμε που μας επισκεφθήκατε!