Του ΓΙΑΝΝΗ Γ. ΧΟΡΤΗ
Με αφετηρία τις εμπειρίες μου, εμπειρίες απ’ την περίοδο της κατοχής και μετά, θεωρώ σκόπιμο να μεταφέρω στις νεότερες γενιές αυτά που έζησα αλλά και να ανιχνεύσω τη συνέχεια των πραγμάτων από έναν άλλο κόσμο, σε καιρούς πριν από μένα. Γιατί έρχεται μπροστά μας αυτός ο άλλος κόσμος, άλλοι άνθρωποι, που έζησαν στα ίδια μέρη με μας με προσπάθειες και αγωνίες, στα ίδια χωράφια και βουνά, δοκίμασαν τη γλύκα και την πικράδα της ζωής, ονειρεύτηκαν, αγωνίστηκαν, όπως εγώ και η γενιά μου, και χρησιμοποίησαν τα ίδια μέσα σε μεγάλο βάθος χρόνου, τόσο μεγάλο, που ξεπερνάει την κλασική εποχή της Αρχαίας Ελλάδας και φτάνει ως την εποχή του σιδήρου και τη νεολιθική εποχή, δηλαδή πάνω από σαράντα αιώνες. Ακριβώς τα ίδια μοντέλα παραγωγής και εξοπλισμών χρησιμοποιήθηκαν και στην παλαιολιθική ακόμα εποχή – όχι όλα, βέβαια. Δηλαδή έχουμε μοντέλα εργαλείων ακόμη και παλαιολιθικής εποχής. Υπάρχουν εξοπλισμοί αγροτικής παραγωγής, όπως αυτοί στους οποίους αναφερθήκαμε σε προηγούμενα φύλλα της εφημερίδας μας. Θα αναφερθώ εδώ ενδεικτικά σε έναν απλούστατο εξοπλισμό, αυτόν ενός όπλου κυνηγιού με περιγραφή του, καθώς και με αναφορά στον τρόπο εφαρμογής και στο πώς αυτός επηρέασε τη ζωή μας. Οι παππούδες και πατεράδες μας χρησιμοποιούσαν στους πολέμους καρυοφύλλια, γκράδες, μάλνινχερ, αυτόματα, πολυβόλα, κανόνια και πολύ παλιά - προ Χριστού- τόξα, ακόντια, ασπίδες, σαϊτες. Για το κυνήγι μονόκανα, δίκανα, μπροστογιομή, πισογιομή, γκλίτσες. Τα παιδιά όμως, δηλαδή εμείς, είχαμε τις παγίδες και συγκεκριμένα τα τενέλια, για να παγιδεύουμε τα παχιά πουλάκια Ιούλιο και Αύγουστο, όταν ωρίμαζαν (γόρμαζαν) οι σπόροι από κόκκινοι σε μπλε στις κορκοφιδιές. Πρώτο εργαλείο παιδικού κυνηγιού, λοιπόν, είναι το τενέλι. Το τενέλι είναι απομίμηση του τόξου, γιατί βασίζεται στην ίδια αρχή.
Το πρώτο τενέλι, όταν δεν υπήρχαν χαλύβδινες αντένες για ελαστικότητα, αποτελούνταν από κεκαμμένη (κυρτή) κληματόβεργα με κλωστή που δένονταν στο πίσω μέρος και διαπερνούσε το τρυπημένο σκληρό κεφαλάρι (για να μη φθείρεται) και με έναν κόμπο κατέληγε σε θηλιά όσο ένα δάχτυλο χεριού. Η βέργα ήταν περίπου τρεις παλάμες μακριά, ανθεκτική και ελαστική. Ξηραμένη βέργα αμπελοκλήματος. Στο μπροστινό μέρος της θηλιάς έμπαινε ένα σκληρό αγκαθάκι ή μικρός μίσχος πολύ λεπτός, ο τσίτος, ώστε να είναι δυσδιάκριτος. Στην οπή του κεφαλαριού έμπαινε, πολύ ελαφρά στηριγμένος, ένας πύρος μήκους μισού δακτύλου χεριού, ο λεγόμενος ξυλόπρογκος, και συγκρατούσε τον κόμπο της θηλιάς που έπεφτε δεξιά – αριστερά και ο τσίτος κολλούσε με σάλιο στην άκρη του πύρου, του ξυλόπρογκου. Το πουλί δεν έβλεπε κλωστή και τσίτο και εύρισκε ένα ωραίο σκαμπό να καθίσει, να ερευνήσει για τροφή, ένα BAR-STOOL. Μόλις πατούσε το πόδι του, έφευγε ο επιπόλαια πιασμένος ξυλόπρογκος, η ελαστικότητα της βέργας ενεργούσε αστραπιαία, όπως η σούστα ή το ελατήριο του φορτηγού ή το τόξο όταν τελείωνε η τάνυση και έδινε δύναμη στο βέλος, τη σαΐτα. Η θηλιά που είχε εγκλωβίσει το πόδι του πουλιού αυτόματα ερχόταν στο κεφαλάρι και εκεί συγκρατούνταν στερεά με τον τσίτο, παγιδεύοντας και, καμιά φορά, σπάζοντας το πόδι του πουλιού. Τα τενέλια τοποθετούνταν και στην κορφή δέντρων ή θάμνων όπου λημέριαζαν πουλιά. Στα παλιά τα χρόνια, διηγούνταν οι μεγαλύτεροι, ορισμένοι έπαιρναν κλαρί, δηλαδή έκοβαν κλώνο με πολλά κλαριά και σπόρους ώριμους και το μετέφεραν στο βουνό, όπου αφθονούσαν πιστρουδιές με μαύρα ή γκρίζα και άσπρα φτερά και πούπουλα, το χαρακτηριστικό σκέρτσο και το γνωστό ηχητικό εφέ «γκζίτ- γκζιτ». Εκεί, πηγαίνοντας για τους σπόρους, παγιδεύονταν από τα τενέλια. Μεγάλο κυνήγι θεωρούνταν οι αητομάχοι, διπλάσιοι της πιστρουδιάς, οι αητομάχοι καρακαξάτοι, σαν τρυγόνια, οι κοκκινοκώλες, σαν τρυγόνια κι αυτές, και μικρότερα, όπως κοκκινόκωλοι, μυολόγια, μπακαφία. Αυτή η τέχνη ήταν πολύ διαδεδομένη, γιατί δυο πουλιά και ένα αυγό ήταν πλούσια, νόστιμη τροφή για ένα παιδί, αφού πρωτεϊνες μόνο το Πάσχα, τα Χριστούγεννα, την Αποκριά και κατά το πανηγύρι υπήρχαν, και μάλιστα σε μικρές ποσότητες για πολυμελείς οικογένειες. Το τενέλι διαφέρει από το τόξο ως προς τη λειτουργία του. Το τόξο αποδεσμεύοντας την ενέργεια εκτοξεύει τη σαΐτα, ενώ το τενέλι, αποδεσμεύοντας την ενέργεια, ρίχνει τον ξυλόπυρό του, τον αποβάλλει, ενεργώντας παθητικά. Δεν χτυπά, παγιδεύει. Αργότερα, όταν βγήκαν τα βιομηχανικά προϊόντα, η κληματόβεργα έγινε δύο κομμάτια και στη μέση παρεμβλήθηκε η αντένα μιας ομπρέλας. Αλλά η αντένα αυτή έπρεπε να είναι συμπαγής από ατσάλι χωρίς αυλακώσεις, για να έχει μεγάλη δύναμη τάνυσης- ελαστικότητας. Έτσι το τενέλι γίνεται ισχυρό αυτόματο όπλο που παγιδεύει ασφαλώς σε μηδέν χρόνο. Τα παιδιά κρεμούσαμε τα τενέλια στους ώμους πολλά μαζί με τους ξυλόπροκους τακτοποιημένους και συγκρατημένους από τη θηλιά και τον τσίτο, σαν σφαίρες ή δεσμίδες με σφαίρες στα όπλα. Το γεγονός όμως ότι στην πρωτογενή κατασκευή υπήρχε μόνο κληματόβεργα – αποκλάδι παραπέμπει, βέβαια, σε παλαιολιθικές πρακτικές. Με αυτά, λοιπόν, εξασφαλίζαμε ή ελπίζαμε να εξασφαλίσουμε λίγες πρωτεϊνες απ’ τα όμορφα μικρά πλασματάκια που πετούσαν κι αυτά για τροφή. Με συγχωρείτε αλλά πρέπει να σας … φάω!
- Πόσα τενέλια έχεις;
- Δεκατέσσερα
- Εγώ τριάντα
- Τόσα πολλά…!
Όμως του κυνηγού και του ψαρά το πιάτο εφτά φορές είν’ αδειανό και μια φορά γιομάτο, έλεγε ο μπάρμπα Θοδωρής ο Βουκελάτος (Αντωνέλος), που – ίδιος Άτλας- έσπερνε κι έσκαβε μόνος του δυο ζευγιές τη μέρα και ξερίζωσε ένα κλήμα αμπελιού με μια προσπάθεια! Ως προς την ετυμολογία της λέξης, θα επιχειρήσω εικοτολογώντας – ας με συγχωρήσουν οι γλωσσολόγοι και φιλόλογοι- την ανίχνευσή της. Αναλύω τη λέξη σε δυο κομμάτια: τη ρίζα τεν- που θεωρώ ότι προέρχεται από το ρήμα τείνω (=τεντώνω – λατινικά tendo, αγγλικά tend – extend) και τη λατινογενή κατάληξη –έλι. Σε κάθε περίπτωση, η ρίζα της λέξης παραπέμπει σε νύξεις απροσδόκητες, που συνδυάζουν την πρωτογενή σημασία της λέξης με την τάση – τέντωμα του τενελιού, γιατί, όπως λέει και ο ποιητής, «τη γλώσσα μού έδωσαν ελληνική».
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου