Ντοπιολαλιά και όχι αλαμπουρνέζικα

“Σαν πρόκες πρέπει να καρφώνονται οι λέξεις να µην τις παίρνει 
ο άνεµος”, Μ. Αναγνωστάκης

Αγαπητοί συγχωριανοί και φίλοι αναγνώστες,

Οι γραμματιζούμενοι λένε πως το πιο υπέροχο ταξίδι που μπορούμε να κάμουμε οι Έλληνες, άμα θέλουμε να κοκοτσελευόμαστε[1] για τον εθνικό  μας πολιτισμό, είναι να  ανεβούμε σε νια υπέροχη μηχανή του χρόνου, 3000 χρονώνε και βάλε, πολύ ανώτερη απ’ ούλες τις μηχανές του κόσμου, παλιές και σύγχρονες, αφού συνέχεια τηνε ταϊζει, τηνε συντηρεί και την ανανεώνει ο ελληνικός λαός από κάθε γωνιά της ελληνικής γης, για να κουβαλάει από γενιά σε γενιά το πολύτιμο «έχει» του, δηλαδή την περιουσία του, τον πολιτισμό του, τον εθνικό του θησαυρό. Εφτό το ανεκτίμητο φορτίο, βέβαια, είναι η ελληνική γλώσσα. Μ’  εφτόνε τον τρόπο το δέντρο της ελληνικής γλώσσας θρασεύει έχοντας ρίζακλα  παντού, από τη Λευκάδα και τα Επτάνησα ως τη γη του Πόντου και τις χαμένες πατρίδες, πα’ να πει  πως η ενιαία  ελληνική γλώσσα έχει πολλές «μόστρες[2]», είναι κάτι σαν τις μορφές που παίρνει το ψωμί της κάθε νοικοκυράς που γένεται απ’  το ίδιο σιτάρι και το ίδιο  προζύμι. Έτσι, οι διάλεκτοι της γλώσσας μας είναι οι παραπόταμοι του μεγάλου  ποταμού που λέγεται ελληνική γλώσσα, παραπόταμοι που τους γιομίζουνε οι νεροσορμές[3] της κάθε ντοπιολαλιάς, με νεριάρηδες[4] τους ντόπιους. Ο κάθε τόπος έχει για ούλα την καταδική του γλώσσα, π.χ. για την οικογένεια, τη θρησκεία, τα  πολιτικά, τις ανθρώπινες σχέσεις, τις δουλειές  τη γέννηση, τον έρωτα, το γάμο, την ξενιτειά, το θάνατο, έχει τη γλώσσα που δένει το συγκεκριμένο τόπο με την παράδοση  και με την ίδια του την ψυχή. Με αυτή την έννοια η ντοπιολαλιά με τις γλωσσικές της ιδιομορφίες είναι ανθόκηπος  πολιτισμού  που βγάνει ένα «άρωμα» άλλο πράμα. Γι’  αυτό και η χορτιώτικη ντοπιολαλιά είναι το λιγάτο[5] μας, είναι η γλώσσα της επικοινωνίας μας με το συγκεκριμένο τόπο στον οποίο γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε, είναι η γλώσσα που σώθηκε στο στόμα των γονιών και των παππούδων μας, είναι η βιωματική και συγκινησιακή πλευρά της γλώσσας, μέσα από την οποία αντικρίζουμε, εκφράζουμε κι αισθανόμαστε τον κόσμο με τους δικούς της, τους χορτιώτικους τρόπους έκφρασης, το δικό της λεκτικό πλούτο, το δικό της ήχο, το καταδικό της χρώμα.  Γι’  αυτό και όταν βρισκόμαστε σε χορτιώτικο περιβάλλον κρένουμε χορτιώτικα σαν και να μας πατεί κάποιος ένα αόρατο κουμπί και κανένας δεν μαρμάζει[6] και δεν καρκώνεται[7], αλλά ουλουνώνε πάει η γλώσσα τους ροδάνι[8] και λένε ελεύθερα ό,τι τους κατσαρίζεται[9].  Έτσι το χορτιώτικο γλωσσικό όχημα κουβαλάει απάνου του τη χορτιώτικη φύση, απ’ την ταπεινή ασφάκα ως τη μελικοκιά, τη χορτιώτικη  παράδοση, απ’ το τελευταίο «μπούτζαρο[10]» ως το  πανηγύρι του χωριού, κουβαλάει  το χορτιώτικο πολιτισμό, με ούλα τα γράδα[11] της χαράς και της λύπης που επί αιώνες εκπέμπει  το κάθε μπουχαρί. .

Ωστόσο, συχνά τη ντοπιολαλιά μας την έχουμε του  πεταματού, γιατί θέλουμε να κραίνουμε[12] αθηναίικα -μεγάρι να τα κρέναμε κι εφτά σωστά -  και πάμε να σκάσουμε στιβάζοντας τις χορτιώτικες κουβέντες μέσα μας, κι ας είναι  η γνήσια κι αυθεντική έκφρασή μας. Και σας ρωτάω: Κάνει, δα, ένα τέτοιο κατιφρόνιο  σε ένα τόσο ακριβό λιγάτο,  κάνει μια τέτοια γλωσσική ξαχούρδα[13];  Θα μου πείτε: Και σε ποια γλώσσα κρένουμε, μαθές;  Τους τελάληδες του  πολιτισμού μας Σολωμό, Βαλαωρίτη,  Σικελιανό,  Παλαμά, Σεφέρη, Ελύτη και λοιπούς σοφούς νεριάρηδες δεν τους πιεντάμε, κι ας  μας κεράνε κρουστάλλινο νερό απ’  τις πηγές του Ομήρου, αφού  η γλώσσα που χρησιμοποιούμε σήμερα  είναι αλαμπουρνέζικα, της μορφής δηλαδή  «Τι κάνεις, Γιάννη;», «Κουκιά σπέρνω».  Και σαν κουφάλογα δε χαμπαριάζουμε, αφού ακόμα και  στα ΜΜΕ ακούμε ή βλέπουμε κάτι ροκοκότσανα[14] Παναγία βόηθα, και μάλιστα  «κατά συρροήν και κατ’  εξακολούθησιν», που λένε κι οι δεκεόροι. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτηνής της γλωσσικής κατάντιας είναι οι “πομπές” που ακουστήκανε σε  πρόσφατη δικαστική διαμάχη μεταξύ των γελάδων που έχουνε ρίζα από τα  πασίγνωστα βόιδια του Ήλιου (δεν τα φάανε ούλα οι σύντροφοι του Οδυσσέα)  και ενός   δημοσιογραφούντος σε ΜΜΕ. Το σχετικό δικαστικό ρεπορτάζ  λέει τα εξής:

Η  πρόεδρος  αυτουνώνε των γελάδων  αρχίνισε να μολογάει στον εισαγγελέα τις πομπές[15] μιανού μεγαλοσάνου[16], τρομάρα του, που γράφει στην εφημερίδα Κίτρινη και τονε λένε «Ταμπουλαράζα» - δεν ξέρω αν τον έχετε ακουστά.  «Εγώ κ. Εισαγγελέα, όπως και ούλες οι γελάδες, είμαι θηλυκιά – θηλυκιά, όπως λέμε καρέτα – καρέτα, με κάτι μαστάρια, να! και, με το συμπάθιο, από φυσικού μου και όχι με μπότοξ, και δεν ανέχομαι το σκράπα τον Ταμπουλαράζα να με βαφτίζει και μένανε, όπως και ούλες τις γελάδες, αρσενικιά στην παλιοφυλλάδα του, γράφοντας - ήμαρτον Θεέ μου!- εποχή «των παχέων αγελάδων», ενώ ξέρει καλά πως – εκτός απ’  το ότι δεν είμαστε υπέρβαρες, γιατί  μας κόψανε την επιδότηση- δεν είμαι ο παχύς αγελάδος, αλλά  η  πρώην παχιά αγελάδα, που, όπως λέει και το ποιηματάκι ποιητική αδεία, τρώει κάτου στη λιακάδα, μικρά χόρτα και μεγάλα (θα πλερώσουμε, έχω ιδέα,  και γι’ αυτά), για να κατεβάσει γάλα. Να ντονε βάλτε σε σορταγιά, κύριε εισαγγελέα μου, για να γράφει το σωστό, «των παχειών αγελάδων».  Για το δίκιο μου έχω  μάρτυρα το δάσκαλο του Αη Πέτρου του τέως δήμου Απολλωνίων Λευκάδος,  που μου’ πε  πως η γενική «των παχέων» είναι καθαρευουσιάνικη και ισχύει για το αρσενικό και το ουδέτερο. Για το θηλυκό είναι «των παχειών» (καθαρεύουσα) και «των παχιών» για τα  τρία γένη (δημοτική). Μα κι απ’ τη δική μας τη βοϊδοσκολή να πέραε ο Ταμπουλαράζας – κακόχρονο να’ χει - θα να’ξερε να ξεχωρίζει το αρσενικό απ΄ το θηλυκό. Θα ντ’ άρεσε να κάμουνε τη γυναίκα του αρσενικιά; Γι’  αυτό έφκιασε ένα χαρτί το μοσχαράκι μου, ζωή να’χει,  και του το ’δωκε, να ιδείς πώς μου το’ πε, κάτι σαν εξώγαμο, εξώδικο μου κάζει, κι εφτός ο αχαϊρευτος μο’στειλε την απόκριση πως δεν φτάνει που έβαλε τη φωτογραφία μου στη μόστρα, αουπάνου μάλιστα απ’  τη φωτογραφία του Απόλλων (!!!) Αθηνών (το’ κοψε κι αφτουνού ένα άλφα νια βρασά!), αλλά χαλεύω και τα ρέστα. Άσε που θιαμαίνομαι[17] και  μ’ άλλες ζούρλιες του. Τι να πρωτοπώ για δαύτονε, που να του πει ο παπάς στ’  αφτί κι ο διάκος στο κεφάλι. Και τονε  καταγγέλνω σε σένανε και για ένα σωρό άλλα εγκλήματά του, γιατί οι γραμματιζούμενοι δεν έχουνε λόγο στο χασαπά[18], για ναντου πούνε τον εξάψαλμο. Τώρα τελευταία μάλιστα, πιο εύκολα παίρνουνε το λόγο οι … Τούρκοι με τελάληδες σουλτάνων και δε συμμαζώνεται παρά οι  τελάληδες του πολιτισμού μας. Έτσι δεν ιδρώνει το αυτί κανενός, όταν ακούει τα αλαμπουρνέζικα – ακουρμάσου, κ. Εισαγγελέα - «των υπαρχόντων διαφορών», «ανεξαρτήτου φύλου και χρώματος», «επέτρεψέ μου», «τον επιμελής μαθητή», «τον επικεφαλή», «εκ των ουκ άνευ», «οι μετοχές διαπραγματεύονται στο χρηματιστήριο» (μπράβο μυαλό οι μετοχές!) κ.λπ., κ.λπ.

Εγώ δε χαλεύω, κ. Εισαγγελέα, να ντονε κλείσεις μέσα εφτόνε τον Ταμπουλαράζα, αλλά να ντου κλείσεις το στόμα, γιατί το Εσουρού δεν το βλέπω να το κάνει. Κάμε εφτό το καλό, κ. εισαγγελέα, να χεις καλό, γιατί  είναι ικανός ακόμα και να ριπίσει[19] το γάλα που κάνω για τα παιδιά του κοσμάκη.

Για τη Σύνταξη: Έκτορας Γ. Χόρτης

ΛΕΞΙΚΟ


[1] κοκοτσελεύομαι = υπερηφανεύομαι
[2] μόστρες = όψεις, εκδοχές, δείγματα.
[3] νεροσορμές = χείμαρροι
[4] νεριάρηδες = υδροδιανομέας υπεύθυνος για το πότισμα των περιβολιών
[5] λιγάτο = προίκα
[6] μαρμάζω = λουφάζω, δε βγάνω άχνα.
[7] καρκώνομαι =  δεν μπορώ να καταπιώ και να μιλήσω από κάποιο εμπόδιο στο λαιμό (π.χ. από αγκάθι ψαριού κ.λπ.)
[8] πάει η γλώσσα του ροδάνι = δε στα ματάει να μιλάει, τον πιάνει λογοδιάρροια
[9] ό, τι του κατσαρίζεται = ό,τι του έρθει στο μυαλό, ό,τι θέλει.
[10] μπούτζαρο = ό,τι πιο ευτελές, σκουπίδι, ανάξιο λόγου.
[11] γράδα = βαθμοί (κυριολεξία: βαθμοί μούστου ή οξύτητα λαδιού)
[12] κραίνω = μιλάω
[13] ξαχούρδα = γλίστρημα
[14] ροκοκότσανο = το κοτσάνι που απομένει από τον κώνο (τη «ρόκα») του καλαμποκιού απ’  τον οποίο έχουν αφαιρεθεί οι σπόροι
[15] πομπές = ντροπής πράματα, ανεπίτρεπτα καμώματα, πράξεις ονείδους.
[16] μεγαλοσάνος = μεγαλόσχημος
[17] θιαμαίνομαι = απορώ, παραξενεύομαι, εκπλήσσομαι
[18] χασαπάς = ο δημόσιος χώρος,
[19] ριπίζω = χύνω, σκορπίζω, πετάω ασυλλόγιστα  ή  από αμέλεια.



Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Καλώς ήρθατε!
Σας καλωσορίζουμε στην ανανεωμένη ιστοσελίδα μας!
Η ιστοσελίδα μας επανασχεδιάστηκε και ανανεώθηκε, είναι πιο σύγχρονη, πιο λειτουργική και πιο επικεντρωμένη στο να σας προσφέρει τις πληροφορίες που χρειάζεστε άμεσα και γρήγορα.
Για καλύτερη εμπειρία χρήσης αναβαθμίστε την εφαρμογή περιήγησης (Browser) που χρησιμοποιείτε
Ευχαριστούμε που μας επισκεφθήκατε!