Του ΑΓΓΕΛΟΥ Γ. ΧΟΡΤΗ
Ο θεσμός της διαιτησίας για την επίλυση διαφορών που αναφύονταν ανάμεσα στα μέλη των αγροτικών και όχι μόνο κοινοτήτων κατά την περίοδο της Βενετοκρατίας ήταν ευρύτατα διαδεδομένος και ιδιαίτερα χρήσιμος και αποτελεσματικός, αφού με την πρακτική αυτή ελαχιστοποιούνταν οι κοινωνικές εντάσεις, οι βίαιες συγκρούσεις και η αυτοδικία ανάμεσα σε όσους είχαν πάσης φύσεως διαφορές. Μια σπάνια διαι- τητική παρέμβαση, σε ό,τι αφορά τη διαδικασία της, μας αποκαλύπτει έγγραφο της 3ης Νοεμβρίου του 1740, καταχωρισμένο στις πράξεις του νοτάριου παπα Γιάννη Δεσαλέρμου. Το περίεργο στην υπόθεση που θα περιγράψουμε έγκειται στο ότι οι «αντίδικοι» δεν προσφεύγουν άμεσα σε διαιτητές για την επίλυση της διαφοράς τους, όπως ήταν συνηθισμένο, αλλά το κάνουν κατόπιν παρέμβασης του αρχιεπισκόπου του νησιού. Συγκεκριμένα, ο αρχιεπίσκοπος δίνει εντολή στον Κωνσταντή Μαραγκό από το χωριό Κωμηλιό και στον Δράκο Μπράιλα από τον οικισμό των Χορτάτων να επιλέξουν ο καθένας έναν διαιτητή (κριτή, «άλμπιτρο» στο έγγραφο. Arbitro στην ιταλική σημαίνει ακριβώς διαιτητής), για να εξετάσουν τις διαφορές τους και να αποφανθούν δεσμευτικά για τους προσφεύγοντες. Όπως μπορούμε να συναγάγουμε από το έγγραφο, ο Μαραγκός πρόκειται να παντρευτεί τη θυγατέρα του Μπράιλα και η διαφορά που ανέκυψε μεταξύ τους αφορά την προίκα που ο πρώτος πρέπει να πάρει από τον πεθερό του. Υπήρχαν πιθανότατα και άλλες διαφορές μεταξύ των δύο ανδρών, αφού η εντολή του αρχιεπισκόπου αναφέρει εμφατικά ότι οι διαιτητές έπρεπε να αποφανθούν μόνο για την ποσότητα και την ποιότητα της προίκας, την οποία «μερετάρει», όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στο έγγραφο, να λάβει ο Μαραγκός με τη θυγατέρα του Μπράιλα. Η λέξη «μερετάρει», που είναι το ιταλικό ρήμα meritare (= αξίζω, είμαι άξιος) μεταγραμμένο στην ελληνική γλώσσα, είναι αποκαλυπτική για το κριτήριο με βάση το οποίο θα έπρεπε να αποφασίσουν οι δύο κριτές. Το κριτήριο, λοιπόν, πρέπει να αφορούσε την περιουσία και γενικότερα την οικονομική κατάσταση του Μπράιλα, σε συνδυασμό βέβαια με την εικαζόμενη προγαμιαία συμφωνία μεταξύ των δύο ανδρών, η οποία εθιμικά καταγραφόταν, όταν «έκλεινε» το συνοικέσιο είτε ατύπως ή, πολλές φορές, με συμβολαιογραφική πράξη. Ωστόσο τεκμήριο για τη συμφωνία αυτή δεν διαθέτουμε. Μπορούμε όμως να υποθέσουμε βάσιμα ότι οι απαιτήσεις του Μαραγκού στηρίζονται οπωσδήποτε σε αυτήν, όπως θα φανεί απ’ την περιγραφή της διαδικασίας.
Οι δύο, λοιπόν, αντίδικοι επιλέγουν ως κριτές και συνεπώς εκπροσώπους τους, ο μεν Μαραγκός τον λογιότατο, όπως αναφέρεται στο έγγραφο, ιερομόναχο Αγάπιο Κατηφόρη, ο δε Μπράιλας τον ευγενή, όπως επίσης αναφέρεται στο έγγραφο, Παναγιώτη Καρύδη, τους οποίους εξουσιοδοτούν , αφού εξετάσουν τις διαφορές τους, να λάβουν όποια απόφαση θεωρήσουν σωστή και υπόσχονται να την τηρήσουν «στέρεη και απαρασάλευτη ενώπιον κάθε κριτηρίου». Η πράξη υπογράφεται από τον Γεώργιο ιερέα Μαραγκό και τον Δράκο Μπράιλα. Στη συνέχεια οι κριτές καλούν τους δύο εντολείς τους να παρουσιάσουν τόσο προφορικώς («εκ στόματος») όσο και εγγράφως τις θέσεις τους.
Η έγγραφη κατάθεση θέσεων πρέπει, κατά την άποψή μου, να σχετίζεται με την κατάθεση εγγράφων και συγκεκριμένα της γραπτής προγαμιαίας συμφωνίας, όπως ήταν το έθιμο, και πιθανώς και σχετικού υπομνήματος. Ύστερα από τη φάση αυτή, που είναι πάγια σε κάθε διαδικασία διαιτησίας, ο ιερομόναχος Κατηφόρης και ο Καρύδης καταλήγουν ομόφωνα στην παρακάτω απόφαση: ο Μπράιλας υποχρεώνεται να δώσει στον Μαραγκό μια σημαντική για την εποχή και τις συνθήκες που επικρατούσαν προίκα, αποτελούμενη από κτήματα αλλά και κινητές αξίες (οικοσκευή κ.λπ.). Συγκεκριμένα, σε ό,τι αφορά την οικοσκευή, οφείλει να του δώσει 3 στρώματα, το ένα μάλλινο, 6 σεντόνια, 3 προσκεφαλαδιές, τη μία κεντητή, 4 προσκέφαλα, 1 πάπλωμα αξίας 2 τζεκινιών ή, αντ’ αυτού, 2 τζεκίνια, 1 φελτζάδα (μάλλινο κλινοσκέπασμα), 2 βρακοπουκάμισα του γαμπρού, 8 πουκάμισα της νύφης, απ’ τα οποία τα 4 κεντητά, 3 κεφαλόμπολιες, 4 κεφαλοπάνια, 3 διπλάρια (ύφασμα βαμβακερό ή λινό που υφαινόταν με 4 μιτάρια.), 3 μεσάλια, 1 καμπζέλα, 1 ζωνάρι μεταξωτό 9 ριαλιών, 4 κεντητά σκουλαρίκια αξίας 1 φλουριού, 2 δαχτυλίδια ασημένια επιχρυσωμένα, 3 μπόλιες (πετσέτες), 1 πισκίρι, 2 ποδιές μάλλινες, 1 κασέλα αξίας 1 φλουριού, 10 μονόκλωνες (πετσέτες), 10 λίτρες χαλκώματα, δηλαδή σκεύη για μαγείρεμα κ.λπ. (πινιάτες, ταψιά κ.τ.τ.), 1 σουβλί, 1 πυροστιά. Ακόμα, οφείλει να του δώσει 1 βόδι, 1 αγελάδα που να έχει γεννήσει, 1 άλογο 2 χρόνων, 10 μεγάλα και 5 μικρά σφαχτά (γίδες, πρόβατα, αρνιά, κατσίκια). Σε ό,τι αφορά τα ακίνητα, αποφασίζεται να δώσει 1 ρίζα ελιά, χωράφι ενός κάδου (4 ενετικών στρεμμάτων, δηλαδή 8 σημερινών) στο βουνί, το οποίο θα επιλέξει ο Μαραγκός από όσα έχει εκεί ο Μπράιλας, και ακόμα 2 τεταρτιών (ενετικών στρεμμάτων) χωράφια στο Κωμηλιό, από τα οποία το ένα θα διαλέξει ο Μαραγκός και το άλλο ο Μπράιλας, και τέλος αμπέλι 4 τζαπιών (μεροδουλιών) στο Βασιλικό [Οι 24 τζάπιες (μεροδούλια) αμπέλια κάλυπταν ένα κάδο, δηλαδή περίπου 8 σημερινά στρέμματα]. Την απόφαση υπογράφουν ο παπα Αγάπιος Κατηφόρης και ο Παναγιώτης Καρύδης.
Το περιεχόμενο του εγγράφου που περιγράψαμε μας οδηγεί σε ειδικά αλλά και σε γενικότερα συμπεράσματα, με τα τελευταία να έχουν ασφαλώς σημαντικότερο ενδιαφέρον. Ως προς τα ειδικά συμπεράσματα, πρέπει να παρατηρήσουμε ότι η προίκα την οποία υποχρεώνεται να δώσει ο Μπράιλας κινείται πάνω από το συνηθισμένο μέσο όρο της εποχής, γεγονός που σχετίζεται με το ότι η τεκμαιρόμενη περιουσία του πρέπει να είναι αντίστοιχα μεγαλύτερη από μια μέση περιουσία ενός κατοίκου αγροτικής και μάλιστα ορεινής κοινότητας της εποχής. Πράγματι, αν εξετάσουμε προσεκτικά όχι μόνο την έκταση της κτηματικής περιουσίας, η οποία περιλαμβάνεται στην προίκα, αλλά και τις σχετικές διατυπώσεις της παραχώρησής της, καταλήγουμε σε ενδιαφέροντα συμπεράσματα. Συγκεκριμένα, το γεγονός ότι ο Μπράιλας έχει κτήματα τόσο στο βουνί, δηλαδή στα ορεινά της περιφέρειας του οικισμού, όσο και στο Κωμηλιό και, κυρίως, ότι ο Μαραγκός θα επιλέξει από αυτά όποια ο ίδιος επιθυμεί, υποδηλώνει ότι τα κτήματα είναι αρκετά, χωρίς όμως να μπορούμε να προσδιορίσουμε πόσα. Ένα άλλο στοιχείο που ενισχύει την άποψή μας είναι η έκταση των προικώων κτημάτων (6 ενετικά στρέμματα χωράφια, δηλαδή 12 σημερινά, και 4 μεροδούλια αμπέλι, δηλ. έκταση περίπου 1,4 στρέμμα) αλλά και οι παραχωρούμενες κινητές αξίες. Όπως βλέπουμε, ο Μπράιλας υποχρεώνεται να δώσει στο γαμπρό του 1 βόδι, 1 αγελάδα, 1 φοράδα και 15 σφαχτά, απόδειξη ότι έχει στην κατοχή του αξιόλογο ζωικό κεφάλαιο, αλλά και πέραν των χρηστικών αντικειμένων της οικοσκευής, πολύτιμα αντικείμενα, όπως σκουλαρίκια αξίας 1 φλωριού (τζεκινιού) και 2 δαχτυλίδια ασημένια επιχρυσωμένα. Όμως και διάφορα χρηστικά αντικείμενα είναι ιδιαίτερης αξίας,όπως το πάπλωμα που πρέπει να αξίζει δύο τζεκίνια, το μεταξωτό ζωνάρι 9 ριάλια (πάνω από δυο τζεκίνια), η κασέλα 1 τζεκίνι. Η αποτίμηση των αντικειμένων αυτών υποδηλώνει ότι ο Μπράιλας είχε από την παραγωγή του ικανά περισσεύματα, τα οποία μπορούσε να διαθέσει στην αγορά, καθώς και αντικείμενα πολυτελείας. Συγκρίνοντας την προαναφερθείσα προίκα με προίκα που δίνει στα 1727 ο Νικολός Μαργέλης στο Ζαχαριά Κατωπόδη, για να συζευχθεί τη θυγατέρα του Ρεγγίνα (έγγραφο 23ης Ιουλίου 1927 του Δεσαλέρμου), διαπιστώνουμε ποσοτικές και ποιοτικές διαφορές. Η προίκα του Μαργέλη συνίσταται σε οικοσκευή κ.λπ. μικρότερη από την οικοσκευή που δίνει ο Μπράιλας,ενώ σ’ αυτήν δεν συμπεριλαμβάνονται σκουλαρίκια, δαχτυλίδια και μεταξωτά αντικείμενα , ενώ η κασέλα είναι αξίας 1½ ριαλιού. Σε ό,τι αφορά την κτηματική περιουσία, ο Μαργέλης δίνει στο γαμπρό του χωράφι ενός φορτώματος, όπως αναφέρεται, δηλαδή μικρότερο από ένα ενετικό στρέμμα, αν το φόρτωμα αναφέρεται στην προσδοκώμενη παραγωγή του, όπως είναι πιθανό., 4 μεροδούλια αμπέλι και 2 ρίζες ελιές. Όμως τα δύο μεροδούλια αμπέλι τα δίνει αντί για βόδι και αγελάδα που δεν δίνει, όπως δεν δίνει και κανένα άλλο ζώο.
Περισσότερο ενδιαφέροντα είναι ωστόσο τα γενικότερα συμπεράσματα που μπορεί να εξαχθούν από το πρώτο αλλά και επικουρικά από το δεύτερο έγγραφο. Στον οικισμό των χορτάτων,όπως και στις άλλες αγροτικές κοινότητες του νησιού, βρισκόμαστε μπροστά σε κοινωνίες αυτοκατανάλωσης και επιδίωξης της αυτάρκειας. Το επιδιωκόμενο και ιδανικό ήταν να κατέχει κανείς αρκετά χωράφια, για να εξασφαλίζει τα απαραίτητα για την οικογένειά του δημητριακά και όσπρια, μικρά ζώα, για να εξασφαλίζει το γάλα το κρέας και το μαλλί, αμπέλια για το κρασί, ελιές για το λάδι, καθώς και μεγάλα ζώα για την άροση των κτημάτων του και για τη μεταφορά της παραγωγής του. Ευκταίο ακόμα ήταν να μπορεί να διαθέτει μέρος της παραγωγής του στην αγορά, ώστε με τα χρήματα που θα έπαιρνε να πληρώνει τους φόρους του και να αγοράζει τα απαραίτητα εργαλεία και τα είδη οικοσκευής που δεν ήταν δυνατό να κατασκευασθούν στο πλαίσιο της οικοτεχνίας (τσαπιά, υνιά, ταψιά, πυροστιές, πινιάτες κ.λπ.) χωρίς να συμπιέζει δραματικά τις ανάγκες διατροφής της οικογένειάς του. Τέλος, θα ήταν ευκταίο να μπορεί να απευθύνεται στην αγορά για είδη πολυτελείας (κοσμήματα, έπιπλα και ενδύματα ανώτερης αισθητικής και αξίας). Όπως φαίνεται από την προίκα που δίνει ο Μπράιλας, η κύρια καλλιέργεια είναι τα σιτηρά, καθώς τα χωράφια είναι το σημαντικότερο περιουσιακό στοιχείο που εκχωρεί στο γαμπρό του. Φαίνεται όμως ότι και η αμπελοκαλλιέργεια βρίσκεται σε ικανοποιητικό επίπεδο, σε αντίθεση με την ελαιοκαλλιέργεια που είναι εξαιρετικά περιορισμένη.
Τα συμπεράσματα αυτά επιβεβαιώνονται από ποικίλα άλλα έγγραφα της εποχής. Δεν υπάρχει δηλαδή σχεδόν κανένα νοικοκυριό χωρίς χωράφια, έστω και ελάχιστα, ενώ υπάρχουν χωρίς αμπέλια και πολύ περισσότερο χωρίς ελιές. Ένα άλλο πολύ ενδιαφέρον συμπέρασμα αφορά τα θεμέλια στα οποία στηριζόταν ένας γάμος και τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες συναπτόταν. Όπως φαίνεται καθαρά, ο γάμος δεν ήταν τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο από οικονομική συναλλαγή. Για τη σύναψή του ο πρώτος και κύριος παράγων ήταν οικονομικός, δηλαδή η παρεχόμενη από την οικογένεια της νύφης προίκα. Μέσω αυτής ο γαμπρός επιδίωκε να βελτιώσει την οικονομική του κατάσταση και να εξασφαλίσει το βιοπορισμό της μελλοντικής του οικογένειας. Παράλληλα, η οικογένεια της νύφης ήθελε να την αποκαταστήσει, παντρεύοντάς την, καθώς για τις γυναίκες της εποχής καμιά άλλη προοπτική δεν υπήρχε. Η οικονομική όμως συναλλαγή για τογάμο δημιουργεί, όπως βλέπουμε, διαφορές και αντιθέσεις και δεν διαφέρει από οποιαδήποτε άλλη συναλλαγή οικονομικού χαρακτήρα. Έτσι, εντάσσεται στη διαδικασία της διαιτησίας, όπως και κάθε άλλη διαφορά αστικού ή οικογενειακού περιεχομένου και παγιώνει νοοτροπίες γνωστές μέχρι και μετά τα μέσα του 20ου αιώνα.
Το άλλο έγγραφο που αφορά διαιτησία συντάχθηκε στις 9 Μαϊου του 1728. Σύμφωνα με αυτό, οι Αντώνης, Θεοτόκης και Γιάννης Βουκελάτος του ποτέ παπα Γιώργη έχουν διαφορές με τον Παναγιώτη Χόρτη του ποτέ Χριστόδουλου και τα αδέρφια του, που χρονολογούνται από το παρελθόν, όταν ο Χριστόδουλος Χόρτης είχε δώσει στα αδέρφια Βουκελάτους πράματα μη κατονομαζόμενα, πιθανότατα ζώα. Συμφωνούν, λοιπόν, να προσφύγουν σε διαιτησία, για να μην καταφύγουν σε δικαστικές λύσεις, και οι μεν Βουκελάτοι ορίζουν για διαιτητή το γέρο Στάθη Μπλιτζιώτη, ο δε Χόρτης το νοτάριο παπά Γιάννη Δεσαλέρμο. Οι αντίδικοι θα παρουσιάσουν προφορικώς (εκ στόματος, κατά το έγγραφο) και εγγράφως τις θέσεις τους και υπόσχονται να τηρήσουν την όποια απόφαση των διαιτητών, με ρήτρα, για όποιο από τα δύο μέρη την παραβιάσει, την πληρωμή στην καθολική εκκλησία του κάστρου της Λευκάδας 15 ασημένιων δουκάτων. Το έγγραφο υπογράφουν ο Αντώνης Βουκελάτος, ο Παναγιώτης Χόρτης, ο Βρυώνης και ο νοτάριος Δεσαλέρμος.
Όπως προκύπτει και από τα δύο έγγραφα, ο θεσμός της διαιτησίας έχει συγκεκριμένο τυπικό, ενώ και οι διαιτητές δεν είναι τυχαία πρόσωπα. Σε ό,τι αφορά το τελευταίο, οι διαιτητές πρέπει να έχουν κύρος, κοινωνική αναγνώριση και, φυσικά, εμπειρία. Και οι 4 διαιτητές των εγγράφων ανταποκρίνονται ασφαλώς στις προδιαγραφές αυτές. Είναι εύγλωττοι ως προς αυτό οι χαρακτηρισμοί τους: λογιότατος για τον Αγάπιο Κατηφόρη, ευγενής για τον Παναγιώτη Καρύδη, γέρος για τον Μπλιτζιώτη, ενώ ο τέταρτος είναι ο συντάκτης του εγγράφου. Ως προς το τυπικό, οι αντίδικοι πρέπει να καταθέσουν προφορικώς και εγγράφως τις θέσεις τους, ενώ δεσμεύονται εκ των προτέρων να τηρήσουν την όποια απόφαση των διαιτητών. Ο τρόπος αυτός επίλυσης των διαφορών αποτελεί μέθοδο η οποία επιλέγεται οικειοθελώς από τους εμπλεκόμενους σε μία διαφορά με την παρέμβαση τρίτων, με αποτέλεσμα να αποφεύγεται με τον τρόπο αυτό η σύγκρουση μεταξύ τους. Η επιλογή αυτή επιτρέπει την εξεύρεση μιας συναινετικής λύσης, η οποία, πέρα από το ότι ανταποκρίνεται στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των εμπλεκομένων και είναι προσαρμοσμένη στα δεδομένα της εποχής, αυξάνει την πιθανότητα να μπορέσουν τα μέρη, μετά την επίλυση της διαφοράς, να διατηρήσουν τις μεταξύ τους σχέσεις, στοιχείο εξαιρετικά σημαντικό για κλειστές κοινωνίες, όπως οι παραπάνω.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου