Του ΑΓΓΕΛΟΥ Γ. ΧΟΡΤΗ
Οι μέρες των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς που πλησιάζουν ανακαλούν στη μνήμη μου παλιές γιορτινές μέρες της παιδικής και εφηβικής μου ηλικίας. Και καθώς κάθε σημαντικό γεγονός της ζωής μας, αναμενόμενο ή μη, που ξετυλίγεται στο πέρασμα του χρόνου συνδέεται με τον τόπο και τα πρόσωπα που του δίνουν το ιδιαίτερο χρώμα του και γεννά στην ψυχή μας έντονα συναισθήματα και σημαδεύει την πορεία μας, έτσι και οι γιορτές του δεκαπενθήμερου από τα Χριστούγεννα μέχρι τα Φώτα είναι για μένα αλλά και για όλα τα παιδιά που τις ζήσαμε τις πρώτες δεκαετίες μετά το Μεγάλο Πόλεμο μια πολύτιμη κληρονομιά, θησαυρός αδαπάνητος στο θησαυροφυλάκιο της μνήμης μας, από τον οποίο αντλούμε πάντα, για να ξαναβρούμε την αληθινή μας ταυτότητα, αυτήν που μας συνδέει με το γενέθλιο τόπο και με τα αγαπημένα μας πρόσωπα. Ακόμα, αυτήν που μας συνδέει με την εποχή της αθωότητας και των ευφρόσυνων ημερών που τίποτε δεν τις σκίαζε…
Οι περίπου 15 μέρες από την παραμονή των Χριστουγέννων μέχρι και τη γιορτή των Φώτων ήταν για μας τα παιδιά ένα συνεχές πανηγύρι, μια γιορτή χαράς που τίποτε δεν τη διέκοπτε. Τι κι αν το χωριό τις περισσότερες μέρες ήταν σκεπασμένο με χιόνι και ο ουρανός μολυβένιος απ’ τα σύννεφα, τι κι αν ο βοριάς φυσούσε μανιασμένος και οι δρόμοι που οδηγούσαν στα σπίτια μας, λασπωμένοι απ’ το χιόνι που έλιωνε και από τις βροχές, δυσκόλευαν τους διαβάτες; Τι κι αν όλα ήταν φτωχικά; Τη δική μας ζωή κανένα σύννεφο δεν τη σκίαζε. Ένας ήλιος ολόλαμπρος φώτιζε την καρδιά και την ψυχή μας και έκανε ολοφώτεινες τις σκοτεινές χειμωνιάτικες μέρες, τις μέρες που η διάρκειά τους μας φαινόταν ατέλειωτη, κι ας ήταν μικρές, λες κι ο χρόνος είχε σταματήσει, για να μας επιτρέψει να γευόμαστε την ευτυχία που μας πλημμύριζε ως τα τρίσβαθα της ψυχής μας. Χωρίς ευθύνες και έγνοιες, κάτω από τις προστατευτικές φτερούγες των γονέων μας, αισθανόμαστε κι εμείς κομμάτι μιας ζωής που έσφυζε από ζωντάνια, μιας καρδιάς που παλλόταν στους εορταστικούς ρυθμούς, καθώς τότε το χωριό μας ήταν γεμάτο από ανθρώπους που πλημμύριζαν τους δρόμους και τα καφενεία, μια πολύβουη κυψέλη στην οποία τον κυρίαρχο τόνο έδιναν τα παιδιά με τις φωνές και τα παιχνίδια τους, ενώ στα σπίτια, βασίλειο των μανάδων και των γιαγιάδων μας, επικρατούσε ένας πυρετός προετοιμασιών με τις νοικοκυρές, όπως η μακαρίτισσα η μάνα μου, να ζυμώνουν και να ψήνουν τα χριστόψωμα και τα κουλούρια και να προσπαθούν με τα πενιχρά μέσα που είχαν στη διάθεσή τους να δώσουν λάμψη στο γιορταστικό τραπέζι των μεγάλων ημερών.
Το ίδιο ευφρόσυνο κλίμα βιώναμε παρακολουθώντας και τις ιερές ακολουθίες των μεγάλων εορτών. Ο ήχος της καμπάνας ηχούσε πιο χαρμόσυνος στα αυτιά μας, οι εκκλησίες έμοιαζαν πιο μεγάλες και πιο λαμπρές από τις συνηθισμένες μέρες, οι άνθρωποι που εκκλησιάζονταν έμοιαζαν πιο χαρούμενοι και εξωστρεφείς. Είναι πολύ περίεργο, αλλά διαφορετικό και πιο κατανυκτικό μου φαινόταν και το ηχόχρωμα των ύμνων που αναπέμπονταν, προεξαρχόντων του μακαρίτη του πατέρα μου παπα Γιώργη Χόρτη και του επί σειρά ετών μόνιμου ψάλτη στις εκκλησίες μας μακαρίτη μπάρμπα Βαγγέλη Μεσσήνη, κοντά στους οποίους εμείς οι νεότεροι , κατ’ ανάγκην ψάλτες, μαθητεύσαμε και μάθαμε τέλεια το τυπικό των ιερών αυτών ακολουθιών, που κάθε φορά που τις παρακολουθούμε μας γυρίζουν στο παρελθόν … Σε όλη τη διάρκεια του δεκαπενθήμερου μια ευφρόσυνη ατμόσφαιρα λες κι έδιωχνε τα σύννεφα, τη βροχή, το χιόνι, τη φτώχεια και τη στέρηση, λες και στάλαζε στις καρδιές των ανθρώπων ιλαρότητα, καλοσύνη και αισιοδοξία. Σήμερα που το πέρασμα των χρόνων και οι συνθήκες της ζωής και της εποχής μάς φόρτωσαν με βάρη και ευθύνες, η μνήμη των παλαιών γιορτινών ημερών λειτουργεί στην ψυχή μας, όπως η βρύση στο διψασμένο στρατοκόπο του καλοκαιριού. Μπροστά μας παρελαύνουν οι μέρες της παιδικής μας ηλικίας, οι μέρες της αθωότητας, μαζί με τα πρόσωπα των γονέων και των παππούδων μας σαν μια παλιά μουσική που σβήνει … Ας είναι ελαφρύ το χώμα που τους σκεπάζει.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου