Και τ’ άχερο καρπό!

Του ΓΙΑΝΝΗ Γ. ΧΟΡΤΗ 
Τον Αλωνάρη ο θέρος τελειώνει κι ο τρύγος περιμένει. Η προσμονή και οι κόποι μιας ολόκληρης χρονιάς για το ψωμί του κάθε σπιτικού απλώνονται μέσα στ’ αλώνι, όπου γίνεται η συγκέντρωση των προϊόντων. Η περιφέρεια του κύκλου του αλωνιού ορίζεται από τον τράχαλο,που είναι κατασκευασμένος από όρθιες λεπτές πελεκητές πέτρες
, ώστε να συγκρατεί στον κύκλο του αλωνιού το υπό κατεργασία προϊόν. Το αλώνι, για να λειτουργήσει, θέλει μαλακό, ελαστικό αλλά και ανθεκτικό τάπητα, ώστε από την καταπόνηση (πάτημα, αλώνισμα) να αντέχει και να μην «κόβεται» και ανακατεύονται τα άχερα και ο καρπός με το αργιλικό χώμα που αποτελεί τη βάση του αλωνιού. Για να κατασκευαστεί αυτή η κρούστα, αυτό το φυσικό ταρτάν, ένας μόνο τρόπος υπάρχει: να στρωθεί με πάστα από αγελαδοβουνιά διαλυμένη σε νερό σε έναν μεγάλο κάδο (στην κάδη, που λέμε). Στο χωριό μας η κύρια πηγή προμήθειας αυτής της «πάστας» είναι η αγελάδα του μπάρμπα Γιάννη του Αυλωνίτη και της θεια Λάμπρως του Χρυσαυγή, που τη φυλάει η ίδια και ο γιος τους , ο φίλος ο Στάθης.

Πριν γίνει αυτό, πρέπει να κοπούν με ξυνάρι (τσάπα) τα αγριόχορτα και, αν περισσεύει καμιά πέτρα, να κοπεί και να τριφτεί, για να μην καταστρέφονται τα κοπίδια της σβάρνας. Το αλώνι στρώνεται με πολλές στρώσεις πηλό κατά την κατασκευή του. Το πετρώδες υπέδαφος είναι ανεπιθύμητο, πολλές φορές όμως υπάρχει και αντιμετωπίζεται έτσι, ώστε να μπορεί να πάρει κανείς καθαρό ακόμη και ένα σπυρί καρπού. Δίπλα από το αλώνι χρειάζονται αθεμωνιές, τουλάχιστον δύο. Στη μία τοποθετούνται τα όσπρια, πρώτα τα κουκιά με την καλαμιά τους, ύστερα τα ρεβίθια, το αγριοκόκι, τα μπίζα, η φακή. Στην άλλη το σιτάρι, γαύρος ή ξυλόκαστρο, και το βρώμι. Ως προς τα εργαλεία που απαιτούνται για να έχουμε καθαρό το τελικό προϊόν, χρησιμοποιούνται το καβαλούρι, το δικριάνι, το καρπολόι, το φτυάρι, το κόσκινο – ο αρίλογος και η σβάρνα με τα συμπαρομαρτούντα της. Το καβαλούρι αποτελείται από μακρύ στέλεχος δύο μέτρα σκληρού ελαστικού ξύλου, συνήθως αγριλίδας ή ελιάς ή ασκαμιάς, γενικά από αγριόξυλο. Στην άκρη του δένεται σχοινί με πολλούς κλώνους για αντοχή και ευκινησία, μήκους περίπου μισού μέτρου. Στην άλλη άκρη του σκοινιού δένεται ο κόπανος από σκληρό αγριόξυλο, κυλινδρικός και πιο χοντρός, μήκους περίπου 40 εκατοστών. Χρησιμοποιείται για ποσότητα προϊόντων που δεν απαιτεί σβάρνα. Κατά τη χρήση, το καβαλούρι σηκώνεται, ο κόπανος περιστρέφεται, πέφτει στο λιασμένο και ξεραμένο προϊόν, σπάει την καλαμιά, σπάει το κερατσούλι, ελευθερώνει το σπόρο και έτσι προκύπτει το μίγμα καλαμιά - κερατσούλι σε άχερο και καρπό, που μετά από συνεχόμενο κοπάνισμα είναι έτοιμο για ανέμισμα, ώστε να ξεχωρίσει το άχερο (κουκίστρα ή φακίστρα ή ό,τι άλλο) απ’ τον καρπό. Για να δουλέψει όμως το καβαλούρι και να μη σπάσει κανένα κεφάλι, θέλει ρυθμό. Όταν ανυψώνεται, κάνει ολόκληρη κυκλική περιστροφή και πρέπει να προσγειώνεται και να βρίσκει το προϊόν με εφαπτόμενο σ’ αυτό ολόκληρο τον κύλινδρο, διαφορετικά κάτι άσχημο θα συμβεί. Στην καλύτερη περίπτωση θα καταστραφεί το αλώνι. Το σώμα κινείται ολόκληρο, για να δώσει την τροχιά. Πολύ θεαματικό. «Θέλει τέχνη τ’ άργανο, φισφιρή!», έλεγαν οι μεγαλύτεροι στους αδέξιους νεαρούς.

 Αν η αλωνιά είναι μεγαλύτερη αλλά όχι μεγάλου πάχους, ώστε να απαιτεί σβάρνα, και καλύπτει όλο το αλώνι, τότε το προϊόν χτυπιέται με τις οπλές και τα πέταλα του ζώου, που περιστρέφεται με ένα σκοινί δεμένο στο κέντρο του αλωνιού, όπου υπάρχει ξύλινος ιστός, πακτωμένος σε υπάρχουσα βάση, ο στροερός. Το μήκος του ελεύθερου σκοινιού είναι ίσο με την ακτίνα του κύκλου του αλωνιού. Το άλογο γυρίζει κατά τη φορά των δεικτών του ρολογιού, το σχοινί τυλίγεται και, ξεκινώντας απ’ την περιφέρεια, καταλήγει στο κέντρο με γρήγορο τροκ. Τότε επεμβαίνει ο αγωγιάτης / ο νοικοκύρης και το γυρίζει ανάποδα, αντίθετα από τους δείκτες του ρολογιού. Για να απλώσουν το προϊόν με την καλαμιά χρησιμοποιείται ξύλινη πηρούνα με τρία δάχτυλα, το δικριάνι, κάτι σαν τρίαινα του Ποσειδώνα. Για να μαζέψουν το κομμένο, χρησιμοποιούν το καρπολόι, πιο μικρό απ’ το δικριάνι, πλανισμένο σαν πεπλατυσμένη παλάμη τεσσάρων δακτύλων. Με αυτό ανεμίζουν, γιατί μπορεί και σηκώνει άχερο και καρπό, λόγω των κενών που έχει. Τέλος για να ανεμίσουν πολύ καρπό με λίγο άχερο χρησιμοποιούν το ξύλινο φτυάρι, χωρίς κενά. Μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας, αυτό μπαίνει στο κέντρο του κωνικού σωρού του συγκεντρωμένου προϊόντος –κυρίως σιταριού- απ’ την κορυφή ως τη βάση. Μέχρι εδώ βλέπουμε ότι όλα τα εργαλεία είναι από ξύλο, σχοινί- δερμάτινους ιμάντες, πέτρα, κοπριά ζώου. Δηλαδή μέχρι εδώ έχουμε εργαλεία που θα μπορούσαν να έχουν γίνει στη λίθινη εποχή. Άρα μπορεί να είχαν κατασκευαστεί από τότε, γιατί όχι; Τα πιο κατεργασμένα θα τα τοποθετήσουμε στη νεολιθική εποχή και την εποχή του σιδήρου. Για τα υπολείμματα του καρπού και τα χοντρά άχυρα (τα κούμπρα), που δεν τα παίρνει ο αέρας, χρησιμοποιούνται κόσκινα, που η κατασκευή τους τοποθετείται στην εποχή του σιδήρου, τότε δηλαδή που ο Οδυσσέας, κυβερνούσε την Ιθάκη. Εδώ θα μπορούσε να παρατηρήσει κανείς: πρωτόγονος εξοπλισμός. Με αυτόν όμως τον «πρωτογενή» εξοπλισμό και τέτοιες εμπειρίες τα βγάλαμε πέρα στη ζωή. Εξάλλου αυτή η φυσική εκπαίδευση είχε κι ένα άλλο καλό: δεν μας έκαμε «κακομαθημένους» και «στραβόξυλα».

 Οι συνήθειες που αποκτάμε με φυσικό και όχι βίαιο τρόπο δεν πνίγουν ποτέ τη φύση του ανθρώπου, όπως ακριβώς συμβαίνει με τα φυτά που δε στραβώνουν, όταν δεν ενοχλούμε την κάθετη κατεύθυνσή τους, και διατηρούν τη φυσική τους κλίση. Τώρα φθάνουμε στο «κυρίως πιάτο», το αλώνισμα με σβάρνα, η οποία εκτιμάται ότι είναι εργαλείο κατεξοχήν της λίθινης εποχής., γιατί τα δόντια της που κόβουν την καλαμιά και το στάχυ ήταν καταρχάς από ασβεστολιθικά σκληρά πετρώματα, από στουρνάρια. Εγώ πρόλαβα και μεταχειρίστηκα σβάρνα που είχε τα μισά δόντια από στουρνάρι και τα άλλα είτε από ατσάλινα οδοντωτά τεμάχια δρεπανιού, είτε από κοφτερές ατσάλινες λάμες. Βέβαια η συγκεκριμένη σβάρνα πέρασε κι από την επιθεώρηση και συντήρηση του Κουρσάρου (Γεια σου, μερακλή, θείε Θοδωρή). Το σώμα της ήταν καμωμένο από ξύλο μεγάλου πάχους, πλατύ και ανθεκτικό. Συνήθως αποτελούνταν από δύο κομμάτια ξύλου, ενωμένα μεταξύ τους. Πηγή «ναυπήγησης» στόλου σβαρνών ήταν το ξύλο από πλάτανο, που προσφερόταν άφθονο από τα υπεραιωνόβια πελώρια πλατάνια που υπήρχαν στο λαγκάδι της Φτελιάς, το Κανάλι και την Κρούσταλλη, δηλαδή δίπλα στις πηγές νερού. Χρησιμοποίησα τον όρο «ναυπήγηση», γιατί η σβάρνα κινείται όπως η γόνδολα και η βάρκα στα κύματα. Στα κυματιστά δεμάτια της σιτοπαραγωγής, όπως η γόνδολα σηκώνεται μπροστά προς τα πάνω, για να καβαλάει το κύμα και να μην παίρνει νερό, έτσι και η σβάρνα πρέπει να καβαλάει τα άκοπα και τα μεγάλα κομμάτια καλαμιάς με στάχυα, για να μην πνίγεται και μπουκώνει. Να καβαλάει και να κόβει έχοντας το βάρος του αγωγιάτη για πίεση (συνήθως με κάποιο πιτσιρίκι πίσω του πιασμένο απ’ τα πόδια του και κάπου - κάπου και καρεκλάκι για ξεκούραση) και, αν ο οδηγός είναι μικρός, προστίθεται μια πέτρα. Εξαιρετικά συναρπαστικό παιχνίδι για τα παιδιά είναι αυτό το «ταξίδι» πάνω στις σβάρνες, γύρω απ’ το στροερό. Ιδιαίτερα για τον πρωτάρη είναι μια πρωτόγνωρη εμπειρία. Μετά από ορισμένους γύρους αναστρέφεται η φορά περιστροφής. Η σβάρνα σέρνεται από δύο άλογα, μπορεί και γαϊδούρια – βόδια μάλλον όχι. Όποιος είναι πολύ έξυπνος με τρία βόδια φτιάχνει δυο ζευγάρια, όπως λένε οι φίλοι Μανασώτες. Δεξιά – αριστερά έχει δύο κρίκους από τους οποίους πιάνονται δύο σχοινιά και καταλήγουν είκοσι πόντους πίσω από το ζώο χαμηλά , τριάντα πόντους από το έδαφος.

Εκεί δένονται στις δύο άκρες από το παλαμάκι, που πίσω στο κέντρο έχει έναν γάντζο και, αν το ζώο σέρνει μόνο του τη σβάρνα, ο γάντζος δένεται σ’ αυτήν, κι αν είναι δύο τα ζώα, τότε έχουμε δυο παλαμάκια που ενώνονται σε τρίτο, πιο ισχυρό, το ζυγό, και αυτός συνδέει το ζευγάρι με τη σβάρνα [Η λέξη παλαμάκι είναι παραπλήσια με τη λέξη παλαμάρι, όπως η σβάρνα με το σκάφος]. Όταν δουλεύει σωστά η σβάρνα είναι αέρινη. Μοιάζει σαν δίιππο άρμα και όταν τη σέρνουν αψά άλογα η ταχύτητα σε συνεπαίρνει. Γυαλίζουν στον ήλιο τα πέταλά τους και τα ρουθούνια τους θέλουν να καταπιούν τον κόσμο. Η σβάρνα από την επαφή με το άχυρο στιλβώνεται από κάτω και γυαλίζει. Έτσι γλιστράει καλύτερα και αποδίδει. Τότε δονεί τον αέρα η ιαχή: -Πω! Πω! Και τ’ άχερο καρπό! Ανεμίζει η βίτσα (καμτσίκι), χωρίς να χτυπάει, και καμαρώνει ο νοικοκύρης τα ντελίνια τ’ άλογά του και τη μεγάλη αλωνιά του. Το τσούρμο κι οι γυναίκες ετοιμάζονται για τα ανέμισμα. Πρέπει όμως να φυσάει. Μαϊστρος, βέβαια. Μετά αρχίζει το ανέμισμα, που κρατάει πολλές φορές μέχρι να δύσει ο ήλιος. Η διαδικασία συνεχίζεται με τον αρίλογο, το κόσκινο δηλαδή που ξεχωρίζει την ήρα από το στάρι, και με το σάκιασμα του πολύτιμου καρπού. Η «γιορτή» κλείνει με τις νοικοκυρές να ετοιμάζουν τα σεντόνια, για να πάρουν τ’ άχερο στο κεφάλι και να το μεταφέρουν στο μπλοκό (=στον αχυρώνα), και τους νοικοκύρηδες να μεταφέρουν τον πολύτιμο καρπό στο σπίτι.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Καλώς ήρθατε!
Σας καλωσορίζουμε στην ανανεωμένη ιστοσελίδα μας!
Η ιστοσελίδα μας επανασχεδιάστηκε και ανανεώθηκε, είναι πιο σύγχρονη, πιο λειτουργική και πιο επικεντρωμένη στο να σας προσφέρει τις πληροφορίες που χρειάζεστε άμεσα και γρήγορα.
Για καλύτερη εμπειρία χρήσης αναβαθμίστε την εφαρμογή περιήγησης (Browser) που χρησιμοποιείτε
Ευχαριστούμε που μας επισκεφθήκατε!