“Α, δε βαστώ, βαρέθηκα, θα το τινάξω κάτω,
θα ρίψω το βιβλίον μου στης θάλασσας τον πάτο.
Δεν υποφέρω τη μαμά πρωί να με ξυπνάει
και να με λέγει διάβασε και πάνε στο σχολείο˙
ακούσ’ εκεί κατάστασις, ακούς εκεί κακία
να με παραφορτώνουνε σε τέτοια ηλικία.”
Του ΕΚΤΟΡΑ Γ. ΧΟΡΤΗ
ΤΟ ΠΑΡΑΠΑΝΩ ΕΞΑΣΤΙΧΟ γράφηκε από μαθητή του Δημοτικού σχολείου το 1909 και αναμφίβολα εκφράζει τα αισθήματα γενεών μαθητών. Από την άλλη πλευρά όμως ο νεαρός μαθητής πέφτει σε σοβαρά γλωσσικά σφάλματα, που θα τα απέφευγε, αν ήταν μαθητής του πάλαι ποτέ διαλάμψαντος δημοτικού σχολείου Χορτάτων. Και εξηγούμαι: Όταν έκαμε ο Θεός τον κόσμο τα Χορτάτα (και όχι το Ληξούρι του Λασκαράτου) και τόσους άλλους τόπους, όρισε τη Χορτιώτικη λαλιά ως την πρώτη και παγκόσμια γλώσσα. Σύμφωνα, λοιπόν, με αυτή την εντολή (11η ή 12η;), στο εξάστιχο παρατηρούμε κάμποσα ατοπήματα. Καταρχάς το πρώτο ρήμα δεν είναι βαστώ αλλά βαστάω, δηλαδή μια συλλαβή παραπάνω, που σημαίνει ότι το δεύτερο «α» χάσκει σαν τον κουμπούρα μαθητή που δεν αντέχει τις ερωτήσεις, ακόμα κι όταν τον ρωτάνε «Τα παιδιά του Ζεβεδαίου ποιον είχανε πατέρα». Εξάλλου το βαστάω σημαίνει και καρτερώ. Φαντάζεσαι, λοιπόν, να καρτερείς, παιδί πράμα, «κλεισμένος μες στο Κούγκι» σαν τον καλόγερο Σαμουήλ ή ακόμα χειρότερα να καρτερείς να τελειώσει η πρέφα στο καφενείο του χωριού; Εκεί θέλει παρατεταμένο ααααααααα, ώσπου να βγάλει ο ήλιος κέρατα, που λέει ο λόγος. Άκου, δε βαστώ!!! Το θα το τινάξω επίσης διαγράφεται και αντικαθίσταται απ’ το θα το πετάξω. Εξάλλου το τινάζω παραπέμπει ή σε ανθισμένη αμυγδαλιά ή σε κάποιον που μας αφήνει χρόνους, δηλαδή σε κάποιον που, κατά το κοινώς λεγόμενο, τα τίναξε. Στο δεύτερο στίχο παραβλέπω το θα ρίψω (ορθό: θα ρίξω, γιατί μπορούμε να πούμε ρίπτω την καρδιά μου στο πηγάδι; Τι παραμύθια χωρίς όνομα είναι αυτά; Ήμαρτον, Θεέ μου!). Απορρίπτονται επίσης η λέξη βιβλίον και η λέξη θάλασσα, η πρώτη για τον απλούστατο λόγο ότι εν έτει 1909 δεν υπήρχανε στο σκολιό βιβλία (ούτε, βέβαια, και σήμερα) αλλά μοναχά φλάδες, και η δεύτερη, επειδή ο στιχουργός, αγνοεί το αντιπροσωπευτι-
κότερο δείγμα του υγρού στοιχείου ανά τον κόσμο, το αθάνατο νερό απ’ την πηγή της Παναγιάς, όπου και ο ομώνυμος «λόμπος», το οποίο είχε υπόψη του ο Θαλής ο Μιλήσιος, όταν διατύπωσε τη θεωρία του για το νερό.
Το αποκορύφωμα όμως της πλαστογρά-
φησης της πραγματικότητας αλλά και της κακοποίησης της γλώσσας από το νεαρό στιχουργό αποτελεί η χρήση της λέξης μαμά (!!!), πρώτα –πρώτα επειδή τα χορτιωτόπουλα σχεδόν πάντα τα ξυπνούσε η βαβά τους και σπανιότατα η μάνα τους, ουδέποτε όμως η μαμά τους. Υπήρχε, βέβαια, η λέξη μαμά στο χορτιώτικο λεξιλόγιο αλλά μόνο ως πρώτο συνθετικό της λέξης μαμόθρεφτο. Κακουργηματικού χαρακτήρα είναι και δυο χυδαίοι τύποι, ο τύπος λέγει και ο τύπος κατάστασις. Φανταστείτε το δε λέει να λαρώσει να αντικατασταθεί από το δε λέγει να λαρώσει ή τον Κότσιρα να τραγουδάει Λέγει, λέγει, λέγει, λέγει και καταρρέει και πείτε παλαιοκατάστασις (sic!) αντί παλιοκατάσταση. Επομένως, το με λέγει, καρντάσια, κάντε το μου λέει και κάντε και το παλιοκατάστασις παλιοκατάσταση, παρόλο που το ζητούμενο είναι να αλλάξει το πρώτο συνθετικό και όχι η κατάληξη. Επίσης, το ρήμα πάνε (εδώ=πήγαινε) θυμίζει το πάνε για βρούβες ή το κλέφτικο το Μάρκο πάν στην εκκλησιά ή και το πάνε μέρες που δεν σου είπα σ' αγαπώ, της Ραλλίας Χρηστίδου. Ορθότερο θα ήταν το (χ)άει, όπως λέμε (χ)άει στο … ΔΝΤ. Εξάλλου το χάει κάνει και ρίμα με το ξυπνάει. Τέλος, την απόστροφο στο ακούς την αντιλαμβάνομαι ή καλύτερα την ακούω σαν περί-στροφο που εκπυρσοκροτεί. Σύμφωνα με τα παραπάνω και εφαρμόζοντας τη συνήθη πρακτική του ράβε –ξήλωνε (που, ως γνωστόν, ακολουθείται και στην ψήφιση των νομοσχεδίων) ο ξένος στίχος τροποποιείται ως εξής:
Α, δε βαστάω, βαρέθηκα, θα το πετάξω κάτω,
θα ρίξω τη φυλλάδα μου στου λόμπου μας τον πάτο.
Δεν υποφέρω τη βαβά πρωί να με ξυπνάει
και να μου λέει διάβασε και στο σχολείο (χ)άει˙
ακούς εκεί κατάσταση, ακούς εκεί κακία
να με παραφορτώνουνε σε τέτοια ηλικία.
θα ρίψω το βιβλίον μου στης θάλασσας τον πάτο.
Δεν υποφέρω τη μαμά πρωί να με ξυπνάει
και να με λέγει διάβασε και πάνε στο σχολείο˙
ακούσ’ εκεί κατάστασις, ακούς εκεί κακία
να με παραφορτώνουνε σε τέτοια ηλικία.”
Του ΕΚΤΟΡΑ Γ. ΧΟΡΤΗ
ΤΟ ΠΑΡΑΠΑΝΩ ΕΞΑΣΤΙΧΟ γράφηκε από μαθητή του Δημοτικού σχολείου το 1909 και αναμφίβολα εκφράζει τα αισθήματα γενεών μαθητών. Από την άλλη πλευρά όμως ο νεαρός μαθητής πέφτει σε σοβαρά γλωσσικά σφάλματα, που θα τα απέφευγε, αν ήταν μαθητής του πάλαι ποτέ διαλάμψαντος δημοτικού σχολείου Χορτάτων. Και εξηγούμαι: Όταν έκαμε ο Θεός τον κόσμο τα Χορτάτα (και όχι το Ληξούρι του Λασκαράτου) και τόσους άλλους τόπους, όρισε τη Χορτιώτικη λαλιά ως την πρώτη και παγκόσμια γλώσσα. Σύμφωνα, λοιπόν, με αυτή την εντολή (11η ή 12η;), στο εξάστιχο παρατηρούμε κάμποσα ατοπήματα. Καταρχάς το πρώτο ρήμα δεν είναι βαστώ αλλά βαστάω, δηλαδή μια συλλαβή παραπάνω, που σημαίνει ότι το δεύτερο «α» χάσκει σαν τον κουμπούρα μαθητή που δεν αντέχει τις ερωτήσεις, ακόμα κι όταν τον ρωτάνε «Τα παιδιά του Ζεβεδαίου ποιον είχανε πατέρα». Εξάλλου το βαστάω σημαίνει και καρτερώ. Φαντάζεσαι, λοιπόν, να καρτερείς, παιδί πράμα, «κλεισμένος μες στο Κούγκι» σαν τον καλόγερο Σαμουήλ ή ακόμα χειρότερα να καρτερείς να τελειώσει η πρέφα στο καφενείο του χωριού; Εκεί θέλει παρατεταμένο ααααααααα, ώσπου να βγάλει ο ήλιος κέρατα, που λέει ο λόγος. Άκου, δε βαστώ!!! Το θα το τινάξω επίσης διαγράφεται και αντικαθίσταται απ’ το θα το πετάξω. Εξάλλου το τινάζω παραπέμπει ή σε ανθισμένη αμυγδαλιά ή σε κάποιον που μας αφήνει χρόνους, δηλαδή σε κάποιον που, κατά το κοινώς λεγόμενο, τα τίναξε. Στο δεύτερο στίχο παραβλέπω το θα ρίψω (ορθό: θα ρίξω, γιατί μπορούμε να πούμε ρίπτω την καρδιά μου στο πηγάδι; Τι παραμύθια χωρίς όνομα είναι αυτά; Ήμαρτον, Θεέ μου!). Απορρίπτονται επίσης η λέξη βιβλίον και η λέξη θάλασσα, η πρώτη για τον απλούστατο λόγο ότι εν έτει 1909 δεν υπήρχανε στο σκολιό βιβλία (ούτε, βέβαια, και σήμερα) αλλά μοναχά φλάδες, και η δεύτερη, επειδή ο στιχουργός, αγνοεί το αντιπροσωπευτι-
κότερο δείγμα του υγρού στοιχείου ανά τον κόσμο, το αθάνατο νερό απ’ την πηγή της Παναγιάς, όπου και ο ομώνυμος «λόμπος», το οποίο είχε υπόψη του ο Θαλής ο Μιλήσιος, όταν διατύπωσε τη θεωρία του για το νερό.
Το αποκορύφωμα όμως της πλαστογρά-
φησης της πραγματικότητας αλλά και της κακοποίησης της γλώσσας από το νεαρό στιχουργό αποτελεί η χρήση της λέξης μαμά (!!!), πρώτα –πρώτα επειδή τα χορτιωτόπουλα σχεδόν πάντα τα ξυπνούσε η βαβά τους και σπανιότατα η μάνα τους, ουδέποτε όμως η μαμά τους. Υπήρχε, βέβαια, η λέξη μαμά στο χορτιώτικο λεξιλόγιο αλλά μόνο ως πρώτο συνθετικό της λέξης μαμόθρεφτο. Κακουργηματικού χαρακτήρα είναι και δυο χυδαίοι τύποι, ο τύπος λέγει και ο τύπος κατάστασις. Φανταστείτε το δε λέει να λαρώσει να αντικατασταθεί από το δε λέγει να λαρώσει ή τον Κότσιρα να τραγουδάει Λέγει, λέγει, λέγει, λέγει και καταρρέει και πείτε παλαιοκατάστασις (sic!) αντί παλιοκατάσταση. Επομένως, το με λέγει, καρντάσια, κάντε το μου λέει και κάντε και το παλιοκατάστασις παλιοκατάσταση, παρόλο που το ζητούμενο είναι να αλλάξει το πρώτο συνθετικό και όχι η κατάληξη. Επίσης, το ρήμα πάνε (εδώ=πήγαινε) θυμίζει το πάνε για βρούβες ή το κλέφτικο το Μάρκο πάν στην εκκλησιά ή και το πάνε μέρες που δεν σου είπα σ' αγαπώ, της Ραλλίας Χρηστίδου. Ορθότερο θα ήταν το (χ)άει, όπως λέμε (χ)άει στο … ΔΝΤ. Εξάλλου το χάει κάνει και ρίμα με το ξυπνάει. Τέλος, την απόστροφο στο ακούς την αντιλαμβάνομαι ή καλύτερα την ακούω σαν περί-στροφο που εκπυρσοκροτεί. Σύμφωνα με τα παραπάνω και εφαρμόζοντας τη συνήθη πρακτική του ράβε –ξήλωνε (που, ως γνωστόν, ακολουθείται και στην ψήφιση των νομοσχεδίων) ο ξένος στίχος τροποποιείται ως εξής:
Α, δε βαστάω, βαρέθηκα, θα το πετάξω κάτω,
θα ρίξω τη φυλλάδα μου στου λόμπου μας τον πάτο.
Δεν υποφέρω τη βαβά πρωί να με ξυπνάει
και να μου λέει διάβασε και στο σχολείο (χ)άει˙
ακούς εκεί κατάσταση, ακούς εκεί κακία
να με παραφορτώνουνε σε τέτοια ηλικία.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου