Αγαπητοί συγχωριανοί,
Ο χειμώνας στα παλαιά Χορτάτα μού κάζει[1] πως ήτανε πολύ «ζεστός» κι ας έκανε και φγιο[2]. Αυτό ελέανε τα σταρίδια[3], που σεργιανάανε για σπόρους στις αυλές και τιτιβίζανε ακόμα και με χιόνι. Αν, βέβαια, προμηνυόντανε κατακλυσμός, εκλειδαμπαρωνόντανε μες τις φωλιές τους, αφού τ’ αστροπελέκια,με την κίτρινη γλώσσα τους, προειδοποιούσανε, πιάνοντας τόσο δυνατή κουβέντα με το βροντοσείστη Δία, που ακουγόντανε απάν’ απ’ τα Σταυρωτά ως κάτου στην Κολώνη.
Σήμερα, βέβαια, έχουμε για το χειμώνα την «ενδεδειγμένη ενδυματολογική εκδοχή» και μάλιστα με τα απαραίτητα «αξεσουάρ»: παλτά, αμπέχωνα, σκουφάκια, κασκόλ (τι λέξη κι αυτήνη!), γάντια, κατάλληλα σκαλτσούνια και παπούτσα κ.τ.λ. Όσο για το γοίκο[4], σήμερα τα υφαντά αντικαταστάθηκαν από χαλιά, κουβέρτες, παπλώματα, καλοριφέρ, κλιματιστικά, ως και χειμερινές κουρτίνες. Αλλά και στην κουζίνα αλλάξανε τα πράματα. Στις μέρες μας δίνουνε και παίρνουνε οι συνταγές για γεύσεις (κατά προτίμηση «γκουρμέ»), δίαιτες, υγιεινή διατροφή, καθώς και οι σχετικές διαφημίσεις για χαμηλά λιπαρά, χοληστερίνες, έλεγχο του σωματικού βάρους και τα τοιαύτα. Ούλα ευτά, βέβαια, είναι ξενωτικά, γιατί αφήνουνε απόξου εκειό το κομμάτι της ψυχής που ακόμα ξεχωρίζει τα πράματα απ’ τη μυρωδιά και το χρώμα τους, όπως λέει και ο ποιητής. Γι’ αυτό, αγαπητοί συγχωριανοί, σας καλούμε ν’ ανοίξουμε τ’ αρμάρι της ψυχής μας που γράφει απόξου «χορτιώτικος χειμώνας» και να τραβήξουμε το παράκλι και –ποιος ξέρει- μπορεί να βρούμε μέσα τίποτα καλούδια., ν’ ανασκερίσουμε και τα σκουτιά, για να ιδούμε μη λείπει κάνα στρίφωμα να το φκιάσει η βαβά, ν’ ανοίξουμε και τη σίτα με τα φαγιά και να τσιγκλίσουμε μ’ ευτά τον ουρανίσκο μας, που τον έκαμε άγιατρο ο ετσιθελισμός των – γι’ άκου, δα - «έτοιμων φαγητών» (!).
Όμως
[1] νομίζω
[2] πολύ κρύο, ψόφος.
[3] σπουργίτια
[4] διπλωμένα χοντροσκούτια το ένα επάνω στο άλλο
[5] Ομήρου Οδύσσεια, Προοίμιο, στ. 1: Τον άντρα τον πολύτροπο τραγούδησέ μου, Μούσα.
[6] σκληφός = ανθεκτικός
[7] καρκάνα = κρούστα πάγου που δημιουργείται στις πολύ χαμηλές θερμοκρασίες
[8] μπονόρα = πρωί - πρωί
[9] σαλίτζο = δάπεδο γυμνό, από πέτρα ή μπετόν
[10] χασές = είδος υφάσματος
[11] σουρτούκος = σακάκι από φτηνό και γερό ύφασμα
[12] βρακί = παντελόνι (για τα παιδιά κοντό ως πάνω από το γόνατο)
[13] ζιλές = πλεχτό μάλλινο πουλόβερ χωρίς μανίκια
[14] κότελο = εσωτερική φούστα, μεσοφόρι
[15] Μπέρτα: Γυναικεία πλεχτή μάλλινη εσάρπα χωρίς μανίκια, που κάλυπτε τις πλάτες και το στήθος των γυναικών και φοριόταν με την παραδοσιακή λευκαδίτικη φορεσιά.
[16] Κούδα: Η ουρά που σχηματίζει το ανασκουμπωμένο (δεμένο πίσω, στο ύψος της μέσης) παραδοσιακό γυναικείο φόρεμα
[17] Ποδολόα: πανί που οι γυναίκες το στρίβουν κουλουριαστό και το βάζουν σα βάση στο κεφάλι τους, για να κουβαλήσουν σημαντικό βάρος (μια βαρέλα νερό, ένα δεμάτι ξύλα κ.λπ.)
[18] Σάγιασμα: Βαρύ σκέπασμα (ή στρωσίδι) από τραγίσιο μαλλί.
[19] Κατσούλι: Σακάκι ή πανωφόρι που το έριχναν στ ο κεφάλι τους για προστασία από τη βροχή.
[20] κιαπέ = και μετά, κι ύστερα
[21] Μαρίδα = τα παιδιά
[22] Ζούπα: βραδινό πρόχειρο φαγητό από φρυγανισμένες φέτες ψωμιού (πρωμάδες), ποτισμένες με κρασί και λάδι.
[23] Τιμάτσι: Είδος νωπού ζυμαρικού με άνοιγμα φύλλου από καθαρό αλεύρι με το πλαστήρι και κόψιμό του στη συνέχεια, όπως στις χυλόπιτες.
[24] Πατάκα =πατάτα
[25] Τρόψωμο: τυρόψωμο πλούσιο σε υλικά (με πολλά αυγά και μπόλικο τυρί και γάλα), ψημένο στο φούρνο.
[26] Πεταστή: Είδος κουλούρας από το ζυμάρι που περίσσευε, αφού πλάθονταν τα καρβέλια, πλασμένης με λάδι και τρίμματα τυριού και ψημένης στο φούρνο.
[27] Μανάλια - ρονιές: μικροί σταλακτίτες που σχηματίζονταν με το χιονιά από τις σταλαγματιές νερού που κυλούσαν από τα κεραμίδια (ρονιές).
[28] Το σκούρο κατακάθι (μούργα) που μένει κατά τη διαδικασία διαλογής του λαδιού στο λιτρουβιό (ελαιοτριβείο).
Ο χειμώνας στα παλαιά Χορτάτα μού κάζει[1] πως ήτανε πολύ «ζεστός» κι ας έκανε και φγιο[2]. Αυτό ελέανε τα σταρίδια[3], που σεργιανάανε για σπόρους στις αυλές και τιτιβίζανε ακόμα και με χιόνι. Αν, βέβαια, προμηνυόντανε κατακλυσμός, εκλειδαμπαρωνόντανε μες τις φωλιές τους, αφού τ’ αστροπελέκια,με την κίτρινη γλώσσα τους, προειδοποιούσανε, πιάνοντας τόσο δυνατή κουβέντα με το βροντοσείστη Δία, που ακουγόντανε απάν’ απ’ τα Σταυρωτά ως κάτου στην Κολώνη.
Σήμερα, βέβαια, έχουμε για το χειμώνα την «ενδεδειγμένη ενδυματολογική εκδοχή» και μάλιστα με τα απαραίτητα «αξεσουάρ»: παλτά, αμπέχωνα, σκουφάκια, κασκόλ (τι λέξη κι αυτήνη!), γάντια, κατάλληλα σκαλτσούνια και παπούτσα κ.τ.λ. Όσο για το γοίκο[4], σήμερα τα υφαντά αντικαταστάθηκαν από χαλιά, κουβέρτες, παπλώματα, καλοριφέρ, κλιματιστικά, ως και χειμερινές κουρτίνες. Αλλά και στην κουζίνα αλλάξανε τα πράματα. Στις μέρες μας δίνουνε και παίρνουνε οι συνταγές για γεύσεις (κατά προτίμηση «γκουρμέ»), δίαιτες, υγιεινή διατροφή, καθώς και οι σχετικές διαφημίσεις για χαμηλά λιπαρά, χοληστερίνες, έλεγχο του σωματικού βάρους και τα τοιαύτα. Ούλα ευτά, βέβαια, είναι ξενωτικά, γιατί αφήνουνε απόξου εκειό το κομμάτι της ψυχής που ακόμα ξεχωρίζει τα πράματα απ’ τη μυρωδιά και το χρώμα τους, όπως λέει και ο ποιητής. Γι’ αυτό, αγαπητοί συγχωριανοί, σας καλούμε ν’ ανοίξουμε τ’ αρμάρι της ψυχής μας που γράφει απόξου «χορτιώτικος χειμώνας» και να τραβήξουμε το παράκλι και –ποιος ξέρει- μπορεί να βρούμε μέσα τίποτα καλούδια., ν’ ανασκερίσουμε και τα σκουτιά, για να ιδούμε μη λείπει κάνα στρίφωμα να το φκιάσει η βαβά, ν’ ανοίξουμε και τη σίτα με τα φαγιά και να τσιγκλίσουμε μ’ ευτά τον ουρανίσκο μας, που τον έκαμε άγιατρο ο ετσιθελισμός των – γι’ άκου, δα - «έτοιμων φαγητών» (!).
Όμως
Ποιητικά θε να τα πω, έστω κι αγκομαχώντας,
σκοντάφτοντας εδώ κι εκεί και έτσι προχωρώντας,
Και μιας κι ο Θείος Όμηρος παντού κυριαρχεί
του κλέβω το προοίμιο να κάμω την αρχή,
Άνδρα μοι έννεπε, μούσα, πολύτροπον[5] σκληφόν[6] Χορτιώτην,
που είναι πιο ανθεκτικός και από στρατιώτην,
από παιδάκι εθίστηκε να σπάει την καρκάνα[7],
μπονόρα[8] και πριν να ντυθεί, σαν τον ξυπνούσε η μάνα.
Στο ύπαιθρο ελουζόντανε κι έπλενε τη μουσούδα
και στο σαλίτζο[9] επάταγε σαν πολική αρκούδα,
πουκαμισιά από χασέ[10], σουρτούκος[11] μπαλωμένος
βρακί[12], ζιλές[13] των αγοριών, μπορεί και ξεφτισμένος.
Των κοριτσιών ανάλογα, κότελο[14] αντί ρόμπα
σουρτούκος και φουστάνι απλό ήταν η γκαρνταρόμπα
Το πόδεμα στη χειμωνιά ήταν βακέτα Μπρούσα,
το ντύσιμο ήταν δωρικό, λιτότης κι όχι λούσα.
Μα οι μεγάλοι ντύνονταν πάρα πολύ μοντέρνα
το παντελόνι ο καθείς το έκανε λατέρνα,
το ποίκιλλαν μπαλώματα, κάθε λογής κομμάτια,
κι αν έψαχνες το βασικό, σου έβγαιναν τα μάτια.
Στο γυναικείο ντύσιμο κάλυπταν κάθε ατέλεια
μπέρτα[15] και κούδα[16], και ποδιά, όχι όμως στην εντέλεια
Με ποδολόα[17] εξοπλισμό αουπάνου απ’ το τσεμπέρι
Κουβάλαγαν φορτώματα, δεν έπαιρναν χαμπέρι.
Κλινοσκεπάσματα αργαλειού εχρώμεθα αφθόνως,
Μα οι σεντονιές να ζεσταθούν εχρειαζόταν χρόνος,
Στο πολύ κρύο και δριμύ, υπήρχε και το σάγιασμα[18]
κι αν και τρυπούσε φοβερά, γλύτωνες το ξεπάγιασμα.
Η ομπρέλα είχε τουλάχιστον μία σπασμένη αντένα,
μα το κατσούλι[19] κάλυπτε και δυο πετυχημένα,
κι η χλαίνη η στρατιωτική τότε ήτανε στη μόδα,
φορώντας την χειρίζονταν και την αλετροπόδα.
Λιοκάματα στο Δράγανο βάνανε μαγεριό
Και συγυρίζαν πράματα και το νοικοκυριό,
Κιαπέ[20] λυχνάρια ανάβανε, τάιζαν τη μαρίδα[21]
Που κάπου – κάπου γκρίνιαζε για ελλιπή μερίδα.
Τα φαγητά ήτανε γκουρμέ, παράδειγμα η ζούπα[22]
Και μόνο αν αρρώσταινες μπορεί να ’τρωγες σούπα.
Χειμώνα είχε και τιμάτσι[23] ή ρέγγο λιχουδιά,
Συνήθως όμως λάχανα, ή χόρτα ή κραμπιά
Είχε και φρούτο βραδινό, χορτιώτικη πατέντα,
Κρεμμύδι μες στη χόβολη, κρασάκι και κουβέντα,
Σπανίως είχε και αυγό, πολύ συχνά πατάκα[24]
Που εψηνόντανε αργά, λίγο πριν σβήσει η θράκα.
Αχτύπητα όμως ήτανε τρόψωμο[25], πεταστή[26],
ζεστή – ζεστή σαν έβγαινε γενόντανε γιορτή,
μα και κουλούρια υπέροχα με δανεικούς νταβάδες,
ποσέσο για τα δάνεια είχανε οι κυράδες.
Και γλυφιτζούρια υπήρχανε όταν είχε χιονιά,
ήταν μανάλια[27] κρεμαστά από κάθε ρονιά,
που εκμυζούσαν τα παιδιά αργά κι ηδονικά,
τα χαίρονταν ολόψυχα σα νάτανε γλυκά.
Τόσον καιρό ξεχάσαμε πώς ήταν τότε ο κόσμος,
Το Χορτερό, ο Αη Θόδωρος, του λιτρουβιού ο λιόσμος[28],
Τώρα ακούμε αλλότρια κι ανούσια στιχάκια
και ψευδαισθήσεις ψάχνουμε μέσα εις τα μπαράκια.
Για τη σύνταξη: Έκτορας Γ. Χόρτης
σκοντάφτοντας εδώ κι εκεί και έτσι προχωρώντας,
Και μιας κι ο Θείος Όμηρος παντού κυριαρχεί
του κλέβω το προοίμιο να κάμω την αρχή,
Άνδρα μοι έννεπε, μούσα, πολύτροπον[5] σκληφόν[6] Χορτιώτην,
που είναι πιο ανθεκτικός και από στρατιώτην,
από παιδάκι εθίστηκε να σπάει την καρκάνα[7],
μπονόρα[8] και πριν να ντυθεί, σαν τον ξυπνούσε η μάνα.
Στο ύπαιθρο ελουζόντανε κι έπλενε τη μουσούδα
και στο σαλίτζο[9] επάταγε σαν πολική αρκούδα,
πουκαμισιά από χασέ[10], σουρτούκος[11] μπαλωμένος
βρακί[12], ζιλές[13] των αγοριών, μπορεί και ξεφτισμένος.
Των κοριτσιών ανάλογα, κότελο[14] αντί ρόμπα
σουρτούκος και φουστάνι απλό ήταν η γκαρνταρόμπα
Το πόδεμα στη χειμωνιά ήταν βακέτα Μπρούσα,
το ντύσιμο ήταν δωρικό, λιτότης κι όχι λούσα.
Μα οι μεγάλοι ντύνονταν πάρα πολύ μοντέρνα
το παντελόνι ο καθείς το έκανε λατέρνα,
το ποίκιλλαν μπαλώματα, κάθε λογής κομμάτια,
κι αν έψαχνες το βασικό, σου έβγαιναν τα μάτια.
Στο γυναικείο ντύσιμο κάλυπταν κάθε ατέλεια
μπέρτα[15] και κούδα[16], και ποδιά, όχι όμως στην εντέλεια
Με ποδολόα[17] εξοπλισμό αουπάνου απ’ το τσεμπέρι
Κουβάλαγαν φορτώματα, δεν έπαιρναν χαμπέρι.
Κλινοσκεπάσματα αργαλειού εχρώμεθα αφθόνως,
Μα οι σεντονιές να ζεσταθούν εχρειαζόταν χρόνος,
Στο πολύ κρύο και δριμύ, υπήρχε και το σάγιασμα[18]
κι αν και τρυπούσε φοβερά, γλύτωνες το ξεπάγιασμα.
Η ομπρέλα είχε τουλάχιστον μία σπασμένη αντένα,
μα το κατσούλι[19] κάλυπτε και δυο πετυχημένα,
κι η χλαίνη η στρατιωτική τότε ήτανε στη μόδα,
φορώντας την χειρίζονταν και την αλετροπόδα.
Λιοκάματα στο Δράγανο βάνανε μαγεριό
Και συγυρίζαν πράματα και το νοικοκυριό,
Κιαπέ[20] λυχνάρια ανάβανε, τάιζαν τη μαρίδα[21]
Που κάπου – κάπου γκρίνιαζε για ελλιπή μερίδα.
Τα φαγητά ήτανε γκουρμέ, παράδειγμα η ζούπα[22]
Και μόνο αν αρρώσταινες μπορεί να ’τρωγες σούπα.
Χειμώνα είχε και τιμάτσι[23] ή ρέγγο λιχουδιά,
Συνήθως όμως λάχανα, ή χόρτα ή κραμπιά
Είχε και φρούτο βραδινό, χορτιώτικη πατέντα,
Κρεμμύδι μες στη χόβολη, κρασάκι και κουβέντα,
Σπανίως είχε και αυγό, πολύ συχνά πατάκα[24]
Που εψηνόντανε αργά, λίγο πριν σβήσει η θράκα.
Αχτύπητα όμως ήτανε τρόψωμο[25], πεταστή[26],
ζεστή – ζεστή σαν έβγαινε γενόντανε γιορτή,
μα και κουλούρια υπέροχα με δανεικούς νταβάδες,
ποσέσο για τα δάνεια είχανε οι κυράδες.
Και γλυφιτζούρια υπήρχανε όταν είχε χιονιά,
ήταν μανάλια[27] κρεμαστά από κάθε ρονιά,
που εκμυζούσαν τα παιδιά αργά κι ηδονικά,
τα χαίρονταν ολόψυχα σα νάτανε γλυκά.
Τόσον καιρό ξεχάσαμε πώς ήταν τότε ο κόσμος,
Το Χορτερό, ο Αη Θόδωρος, του λιτρουβιού ο λιόσμος[28],
Τώρα ακούμε αλλότρια κι ανούσια στιχάκια
και ψευδαισθήσεις ψάχνουμε μέσα εις τα μπαράκια.
Για τη σύνταξη: Έκτορας Γ. Χόρτης
ΛΕΞΙΚΟ
[1] νομίζω
[2] πολύ κρύο, ψόφος.
[3] σπουργίτια
[4] διπλωμένα χοντροσκούτια το ένα επάνω στο άλλο
[5] Ομήρου Οδύσσεια, Προοίμιο, στ. 1: Τον άντρα τον πολύτροπο τραγούδησέ μου, Μούσα.
[6] σκληφός = ανθεκτικός
[7] καρκάνα = κρούστα πάγου που δημιουργείται στις πολύ χαμηλές θερμοκρασίες
[8] μπονόρα = πρωί - πρωί
[9] σαλίτζο = δάπεδο γυμνό, από πέτρα ή μπετόν
[10] χασές = είδος υφάσματος
[11] σουρτούκος = σακάκι από φτηνό και γερό ύφασμα
[12] βρακί = παντελόνι (για τα παιδιά κοντό ως πάνω από το γόνατο)
[13] ζιλές = πλεχτό μάλλινο πουλόβερ χωρίς μανίκια
[14] κότελο = εσωτερική φούστα, μεσοφόρι
[15] Μπέρτα: Γυναικεία πλεχτή μάλλινη εσάρπα χωρίς μανίκια, που κάλυπτε τις πλάτες και το στήθος των γυναικών και φοριόταν με την παραδοσιακή λευκαδίτικη φορεσιά.
[16] Κούδα: Η ουρά που σχηματίζει το ανασκουμπωμένο (δεμένο πίσω, στο ύψος της μέσης) παραδοσιακό γυναικείο φόρεμα
[17] Ποδολόα: πανί που οι γυναίκες το στρίβουν κουλουριαστό και το βάζουν σα βάση στο κεφάλι τους, για να κουβαλήσουν σημαντικό βάρος (μια βαρέλα νερό, ένα δεμάτι ξύλα κ.λπ.)
[18] Σάγιασμα: Βαρύ σκέπασμα (ή στρωσίδι) από τραγίσιο μαλλί.
[19] Κατσούλι: Σακάκι ή πανωφόρι που το έριχναν στ ο κεφάλι τους για προστασία από τη βροχή.
[20] κιαπέ = και μετά, κι ύστερα
[21] Μαρίδα = τα παιδιά
[22] Ζούπα: βραδινό πρόχειρο φαγητό από φρυγανισμένες φέτες ψωμιού (πρωμάδες), ποτισμένες με κρασί και λάδι.
[23] Τιμάτσι: Είδος νωπού ζυμαρικού με άνοιγμα φύλλου από καθαρό αλεύρι με το πλαστήρι και κόψιμό του στη συνέχεια, όπως στις χυλόπιτες.
[24] Πατάκα =πατάτα
[25] Τρόψωμο: τυρόψωμο πλούσιο σε υλικά (με πολλά αυγά και μπόλικο τυρί και γάλα), ψημένο στο φούρνο.
[26] Πεταστή: Είδος κουλούρας από το ζυμάρι που περίσσευε, αφού πλάθονταν τα καρβέλια, πλασμένης με λάδι και τρίμματα τυριού και ψημένης στο φούρνο.
[27] Μανάλια - ρονιές: μικροί σταλακτίτες που σχηματίζονταν με το χιονιά από τις σταλαγματιές νερού που κυλούσαν από τα κεραμίδια (ρονιές).
[28] Το σκούρο κατακάθι (μούργα) που μένει κατά τη διαδικασία διαλογής του λαδιού στο λιτρουβιό (ελαιοτριβείο).
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου