Βρισκόμαστε στην περίοδο της κατοχής. Κάποιοι συγχωριανοί, για να κορέσουν την πείνα τους, πείνα ‘και των γονέων’, έχουν τη φαεινή μα και παράτολμη ιδέα - όπως περιτράνως θα αποδειχθεί παρακάτω - να φκιάσουνε τ’ρόψωμο. Ωστόσο, για την υλοποίησή της μπαίνει ένα οξύτατο επιστημονικό πρόβλημα: Πού θα το φκιάσουνε, πώς θα το φκιάσουνε(άντρες γαρ), πότε θα το φκιάσουνε
και κυρίως με τι υλικά θα το φκιάσουνε. Η ανάγκη όμως – κίνητρο δημιουργίας πολιτισμού και ειδικότερα τ’ ροψωμιού - ήτανε κατεπείγουσα και η κοιλιά, χρέος την ανάγκη κάνοντας, τούς έστελνε επείγον σήμα κινδύνου. Σε πιο απλά χορτιώτικα ήτανε κυριολεκτικά λιμασμένοι, τους είχε κόψει η πείνα.
Στις κρίσιμες αυτές στιγμές έκαμε σύσκεψη μυστική η παρέα – στους Αη Πέντε οι αθεόφοβοι- και αποφάσισε να παραβεί τους αιώνιους και απαρασάλευτους νόμους του χωριού. Βουτηγμένοι, λοιπόν, στην παρανομία «βρήκανε» αυγά, «βρήκανε» αλεύρι, «βρήκανε» και κάποια υπολείμματα τυριού και κατευθύνθηκαν στο σπίτι - και το φούρνο- μιας γριούλας, που όπως είναι φυσικό έβλεπε πολύ καλά, αφού μπορούσε άνετα να ξεχωρίσει τη μέρα απ’ τη νύχτα, άκουγε ακόμα καλύτερα (προ πάντων όταν έπεφτε κάνας κεραυνός και ρωτούσε αν φώναξε κανείς, αλλά αυτός ο άτιμος ο Δίας πού να της απαντήσει- φαντάζομαι, είχε αλλού το νου του) και γενικά ήταν αητός δίχως φτερά αλλά πολύ κινητική: ήταν κάτοχος του ολυμπιακού ρεκόρ στο δρόμο παρατεταμένης ταχύτητας, αφού έκανε το ένα μέτρο σε 95 λεπτά ακριβώς, όσα ήταν και τα χρόνια της. Στο φούρνο, λοιπόν, αυτής της γριούλας – Θεός σχωρέστην- συντελέστηκε το ανοσιούργημα «περί λύχνων αφάς», που σημαίνει «κατά το σούρουπο» και όχι «με το λυχνάρι θα φας», όπως θα αποδειχθεί εκ των πραγμάτωνκαι δη εκ του περιεχομένου του ταψίου. Αφού, λοιπόν, υφήρπασαν τούτο και τα λοιπά χρειώδη οι ως άνω κακούργοι, «έστρωσαν» εντός του ταψίου - ομολογώ τεχνηέντως δι’ άνδρας το πρώτον ανοίγοντας φύλλον, όπως θα ’λεγε κι ο Κοσμοκαλόγερος, και μάλιστα τόσο ξελιγωμένους - έστρωσαν, λέγω, επί του ταψίου (όταν θυμώνω για ηθικής φύσεως ζητήματα, χρησιμοποιώ την καθαρεύουσα), οι ουτιδανοί το τε φύλλον και τα λοιπά υλικά και «κάψαντες» τον φούρνον έψησαν το εξ ουρανού(;) μάννα, θέλω να πω το τ’ρόψωμο. Και επέστη η κρίσιμος ώρα, επέστη, λέγω, η στιγμή, κατά την οποία έπρεπε να εξέλθει το πολυτιμότατον έδεσμα εκ φούρνου –φεύ ή ου;- διατα περαιτέρω. Εντωμεταξύ όμως είχε νυχτώσει χωρίς φεγγάρι και το σκοτάδι ήταν βαθύ και τούτου ένεκεν, δια την
επιτυχίαν του εγχειρήματος είχαν ήδη ανάψει τον λύχνον και είχαν (σ)κύψει άπαντες επί του ανοίγματος του φούρνου, οσφραινόμενοι το πολυπόθητον έδεσμα. Εις εξ αυτών έσυρε δια του γραβάλου το ταψίον και έγνεψε να πλησιάσει ο λυχνοκράτωρ. Μόλις όμως επλησίασε και εφώτισε το περιεχόμενον του ταψίου, ιδού, μέγα θαύμα ενεφανίσθη προ των οφθαλμών των κακούργων: Επί της επιφανείας του τυροψώμου έκειντο εψημένα πλείστα όσα υπερμεγέθη σπιθούρια. Θα ευωχούντο, λοιπόν, οι λησταί ουχί μόνον δια τυροψώμου αλλά και κρέατος. Εις εκ των ληστών, καταπλαγείς επ’ ολίγον μόνον, απέδωσε το θαύμα – ω, της απιστίας!- εις φούσκωμα των σπιθουριών του τυρού κατά το ψήσιμο. Τότε όμως, επειδή ήταν σαρακοστή - λόγω κατοχής, βέβαια – για να μη βλέπουνε ότι θα αρτηθούνε κρέας, και μάλιστα σκωλήκων, ακούστηκε η σοφή ατάκα: «Αχαρέ μ’, σβήσ’ το φως!». Και έφαγον το καταπέτασμα, γλύψαντες και το ταψίον. Και επήρανε τα όνειρα της γαστρός εκδίκηση …
ΣΣ: Το περιστατικό είναι αληθινό.
Για την καταγραφή: Ε. Γ. Χόρτης
και κυρίως με τι υλικά θα το φκιάσουνε. Η ανάγκη όμως – κίνητρο δημιουργίας πολιτισμού και ειδικότερα τ’ ροψωμιού - ήτανε κατεπείγουσα και η κοιλιά, χρέος την ανάγκη κάνοντας, τούς έστελνε επείγον σήμα κινδύνου. Σε πιο απλά χορτιώτικα ήτανε κυριολεκτικά λιμασμένοι, τους είχε κόψει η πείνα.
Στις κρίσιμες αυτές στιγμές έκαμε σύσκεψη μυστική η παρέα – στους Αη Πέντε οι αθεόφοβοι- και αποφάσισε να παραβεί τους αιώνιους και απαρασάλευτους νόμους του χωριού. Βουτηγμένοι, λοιπόν, στην παρανομία «βρήκανε» αυγά, «βρήκανε» αλεύρι, «βρήκανε» και κάποια υπολείμματα τυριού και κατευθύνθηκαν στο σπίτι - και το φούρνο- μιας γριούλας, που όπως είναι φυσικό έβλεπε πολύ καλά, αφού μπορούσε άνετα να ξεχωρίσει τη μέρα απ’ τη νύχτα, άκουγε ακόμα καλύτερα (προ πάντων όταν έπεφτε κάνας κεραυνός και ρωτούσε αν φώναξε κανείς, αλλά αυτός ο άτιμος ο Δίας πού να της απαντήσει- φαντάζομαι, είχε αλλού το νου του) και γενικά ήταν αητός δίχως φτερά αλλά πολύ κινητική: ήταν κάτοχος του ολυμπιακού ρεκόρ στο δρόμο παρατεταμένης ταχύτητας, αφού έκανε το ένα μέτρο σε 95 λεπτά ακριβώς, όσα ήταν και τα χρόνια της. Στο φούρνο, λοιπόν, αυτής της γριούλας – Θεός σχωρέστην- συντελέστηκε το ανοσιούργημα «περί λύχνων αφάς», που σημαίνει «κατά το σούρουπο» και όχι «με το λυχνάρι θα φας», όπως θα αποδειχθεί εκ των πραγμάτωνκαι δη εκ του περιεχομένου του ταψίου. Αφού, λοιπόν, υφήρπασαν τούτο και τα λοιπά χρειώδη οι ως άνω κακούργοι, «έστρωσαν» εντός του ταψίου - ομολογώ τεχνηέντως δι’ άνδρας το πρώτον ανοίγοντας φύλλον, όπως θα ’λεγε κι ο Κοσμοκαλόγερος, και μάλιστα τόσο ξελιγωμένους - έστρωσαν, λέγω, επί του ταψίου (όταν θυμώνω για ηθικής φύσεως ζητήματα, χρησιμοποιώ την καθαρεύουσα), οι ουτιδανοί το τε φύλλον και τα λοιπά υλικά και «κάψαντες» τον φούρνον έψησαν το εξ ουρανού(;) μάννα, θέλω να πω το τ’ρόψωμο. Και επέστη η κρίσιμος ώρα, επέστη, λέγω, η στιγμή, κατά την οποία έπρεπε να εξέλθει το πολυτιμότατον έδεσμα εκ φούρνου –φεύ ή ου;- διατα περαιτέρω. Εντωμεταξύ όμως είχε νυχτώσει χωρίς φεγγάρι και το σκοτάδι ήταν βαθύ και τούτου ένεκεν, δια την
επιτυχίαν του εγχειρήματος είχαν ήδη ανάψει τον λύχνον και είχαν (σ)κύψει άπαντες επί του ανοίγματος του φούρνου, οσφραινόμενοι το πολυπόθητον έδεσμα. Εις εξ αυτών έσυρε δια του γραβάλου το ταψίον και έγνεψε να πλησιάσει ο λυχνοκράτωρ. Μόλις όμως επλησίασε και εφώτισε το περιεχόμενον του ταψίου, ιδού, μέγα θαύμα ενεφανίσθη προ των οφθαλμών των κακούργων: Επί της επιφανείας του τυροψώμου έκειντο εψημένα πλείστα όσα υπερμεγέθη σπιθούρια. Θα ευωχούντο, λοιπόν, οι λησταί ουχί μόνον δια τυροψώμου αλλά και κρέατος. Εις εκ των ληστών, καταπλαγείς επ’ ολίγον μόνον, απέδωσε το θαύμα – ω, της απιστίας!- εις φούσκωμα των σπιθουριών του τυρού κατά το ψήσιμο. Τότε όμως, επειδή ήταν σαρακοστή - λόγω κατοχής, βέβαια – για να μη βλέπουνε ότι θα αρτηθούνε κρέας, και μάλιστα σκωλήκων, ακούστηκε η σοφή ατάκα: «Αχαρέ μ’, σβήσ’ το φως!». Και έφαγον το καταπέτασμα, γλύψαντες και το ταψίον. Και επήρανε τα όνειρα της γαστρός εκδίκηση …
ΣΣ: Το περιστατικό είναι αληθινό.
Για την καταγραφή: Ε. Γ. Χόρτης
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου