Παροιμίες
Ο Φλεβάρης κι αν φλεβίσει, καλοκαίρι θα μυρίσει.
Να ’ναι Χριστούγεννα στεγνά, τα Φώτα χιονισμένα,
χαρά σ’ τονε το γεωργό, πο ’χει πολλά σπαρμένα
«Τ’ Αη Βασιλιού» (του Ε. Γ. Χόρτη)
Γιομάτο μανουάλι από κεριά,
αδημονούν για στρούνα τα παιδιά,
και φούσκα γουρουνιού για το παιγνίδι,
ίσως και κάνα κότσι από γίδι.
Κι οι χωριανοί επίσημα ντυμένοι,
με πενηντάλεφτα είν’ εφοδιασμένοι,
μεράζουν στη μαρίδα τα ψιλά,
κι εκείνα λογαριάζουν τη σοδειά.
Και οι μανάδες καλοπιάνουν τα παιδιά,
να τους φυλάξουν, όπως λένε, τα λεφτά,
ή να ψωνίσουνε χασέ απ’ το Ζαμπρακάκη,
για να τους φκιάσουνε κανένα ρουχαλάκι.
Μα τα παιδιά κάνουν παζάρεμα σκληρό
και αντιδρούν με σκάνιο και ξεφωνητό,
στριφτό θέλουν να παίξουνε μ’ αυτά,
ρισκάροντας για πιο πολλά λεφτά.
Τότε αρχίζουν να εντείνονται οι πιέσεις,
γλυκόλογα, απειλές και υποσχέσεις
κι ίσως οι μάνες έτσι πάρουν μερδικό,
τόσες ανάγκες έχει ένα σπιτικό.
Κάποιοι τρατάρουν πίτα και σπερνά
για το Βασίλη που γιορτάζει και κερνά,
με ούζο για τους άντρες σε βαντιέρα,
και στις γυναίκες μέντα και … πιο πέρα.
Άλλοι στο καφενείο παίζουν πόκα,
σβησμένη έχουν στο στόμα τους μια γόπα,
Άλλοι λένε πειράγματα κι αστεία,
κι άλλοι για τον καιρό και για τα κρύα.
Σε μια γωνία κάποιοι κουτσοπίνουν,
και σπόντες τάχα αδιάφορα αφήνουν,
τινάζοντας σαρδέλες για μεζέ,
για κάποιους που μοστράρουν το φρεζέ.
Πρωτοχρονιά˙ και ούλο το Διαμπλιάνι,
το χασαπά πολύβουο τον κάνει
κι ακούγονται ευχές και χαιρετούρες,
τους καρδαμώσαν φαίνεται οι πατσούρες,
ίσως όμως κι η κότα η βραστή,
το χοίριο και η σούπα η αχνιστή,
ίσως και η παράδοση, το κλίμα της ημέρας,
ίσως και ο χορτιώτικος αέρας.
Ο Φλεβάρης κι αν φλεβίσει, καλοκαίρι θα μυρίσει.
Να ’ναι Χριστούγεννα στεγνά, τα Φώτα χιονισμένα,
χαρά σ’ τονε το γεωργό, πο ’χει πολλά σπαρμένα
«Τ’ Αη Βασιλιού» (του Ε. Γ. Χόρτη)
Γιομάτο μανουάλι από κεριά,
αδημονούν για στρούνα τα παιδιά,
και φούσκα γουρουνιού για το παιγνίδι,
ίσως και κάνα κότσι από γίδι.
Κι οι χωριανοί επίσημα ντυμένοι,
με πενηντάλεφτα είν’ εφοδιασμένοι,
μεράζουν στη μαρίδα τα ψιλά,
κι εκείνα λογαριάζουν τη σοδειά.
Και οι μανάδες καλοπιάνουν τα παιδιά,
να τους φυλάξουν, όπως λένε, τα λεφτά,
ή να ψωνίσουνε χασέ απ’ το Ζαμπρακάκη,
για να τους φκιάσουνε κανένα ρουχαλάκι.
Μα τα παιδιά κάνουν παζάρεμα σκληρό
και αντιδρούν με σκάνιο και ξεφωνητό,
στριφτό θέλουν να παίξουνε μ’ αυτά,
ρισκάροντας για πιο πολλά λεφτά.
Τότε αρχίζουν να εντείνονται οι πιέσεις,
γλυκόλογα, απειλές και υποσχέσεις
κι ίσως οι μάνες έτσι πάρουν μερδικό,
τόσες ανάγκες έχει ένα σπιτικό.
Κάποιοι τρατάρουν πίτα και σπερνά
για το Βασίλη που γιορτάζει και κερνά,
με ούζο για τους άντρες σε βαντιέρα,
και στις γυναίκες μέντα και … πιο πέρα.
Άλλοι στο καφενείο παίζουν πόκα,
σβησμένη έχουν στο στόμα τους μια γόπα,
Άλλοι λένε πειράγματα κι αστεία,
κι άλλοι για τον καιρό και για τα κρύα.
Σε μια γωνία κάποιοι κουτσοπίνουν,
και σπόντες τάχα αδιάφορα αφήνουν,
τινάζοντας σαρδέλες για μεζέ,
για κάποιους που μοστράρουν το φρεζέ.
Πρωτοχρονιά˙ και ούλο το Διαμπλιάνι,
το χασαπά πολύβουο τον κάνει
κι ακούγονται ευχές και χαιρετούρες,
τους καρδαμώσαν φαίνεται οι πατσούρες,
ίσως όμως κι η κότα η βραστή,
το χοίριο και η σούπα η αχνιστή,
ίσως και η παράδοση, το κλίμα της ημέρας,
ίσως και ο χορτιώτικος αέρας.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου