Η συζήτηση από νια µεγάλη παρέα συγχωριανών που δίνουνε το παρόν κάθε καλοκαίρι στην πλατεία των Χορτάτων, ανάµεσά τους και προγιαστοί[1], έχει να κάµει µε τα προβλήµατα του χωριού και του νησιού µας. Άλλος µιλάει για το κτήριο του ∆ηµοτικού που ρειπίζει κι ας είναι το µοναδικό κτήριο που θα εµπόρειε να στεγάσει το πολιτιστικό απόθεµα του χωριού, άλλος για το προβληµατικό δίκτυο ύδρευσης και την έλλειψη αποχέτευσης, άλλος φωνάζει για την έλλειψη καθηµερινής συγκοινωνίας των χωριών τ’ς Νοτιοδυτικής Λευκάδας, άλλος γι’ άλλα. Στο τέλος, όπως γένεται συνήθως, εµπλέξανε και τα πολιτικά - κοµµατικά, κι η σκυτάλη επέρασε στ’ς δυο πασίγνωστους αντίπαλους θανατικούς[2], που απορώ πώς είχανε κρατηθεί τόση ώρα, τα γνωστά µε το δ’ πλό παράνοµα[3] «Ο χοντρός και ο λιγνός» ξαδέρφια, όχι τόσο για την κατεβασά[4] και την προφορά[5] τ’ς όσο για τα καµώµατά τ’ς, κι η κοινή λογική επήε περίπατο. Οι φωνές κι οι κόντρες τ’ς εδίνανε κι επαίρνανε, θ’µίζοντας τ’ς πολιτικές κοκοροµαχίες στα παραθύρια τ’ς τελεόρασης. «Κίτρινο» εναντίον «κίτρινου». Οι καταλήξεις συγκριτικού βαθµού –τερος, -τερα, -τερο επέφτανε βροχή για τ’ς πολιτ’κές «ορθοδοξίες» σε διαλόγους χάρµα, που εδείχνανε πόσο ο καθένας τους επίστευε στ’ν αλήθεια του ψέµατός του:
- Ο δ’κός µου είναι ο καλυτερότερος
- Στη λαµογιά ναι,απαντάει ο λιγνός, ψ’χαλίζοντας[6] τα µάτια του.
- Μπα µωρέ µπαίγνιο[7], που άµα σου δώκω νια φ’σκιά[8] θα πάει η µ’σή χαµένη. Απατεώνες και λαµόγια είν’οι δ’κοί σου … Η υπόλοιπη παρέα εκατάθεσε τα όπλα, γιατί δεν έπαιρνε χαρτωσά[9], ακόµα κι οι προγιαστοί. Μοναχά ο τρελός του χωριού έκοβε µ’ ένα κ’τσοσούι[10] τα νύχια του κι απολάµβανε τον καυγά, ρίχνοντας λάδι στη φωτιά κι ενθαρρύνοντας πότα[11] τον ένανε και πότα τον άλλονε: Απάνου του! Γε τι του’πε! Βάρ’τονε[12]! Σε λίου η κόντρα εµύριζε µπαρούτι, θ’µίζοντας θέατρο του παραλόγου ή εξέδρα θύρας φανατικών ποδοσφαιρικού γηπέδου, ίσως και κάτι από Βέλτσο[13], όταν οι δυο θανατικοί αρχινήσανε να στολίζουνε ο ένας τον άλλονε µε βαριές υπερρεαλιστ’κές κ’βέντες[14], έχοντας χάσει τ’ν ψυχραιµία τ’ς και τον ειρµό τ’ς. Ο πρώτος, ακούοντας απ’ τον σπληνιασµένο[15] πολιτικό του αντίπαλο πως έχει το µυαλό τ’ς κότας του, άναψε και κόρωσε, εκατακοκκίνησε απ’ το κακό του, εφουσκώσανε οι φλέβες του κι επέταξε τη φοβερή κουβέντα, τόσο φοβερή που τύφλα να’χει ο Εµπειρίκος[16].:
- Είσαι φορέας, ρε! Ο άλλος, σα νευρόσπαστο απ’ την έξαψη και έξαλλος, του επέταξε ό,τι του κατέβηκε εκείνη τη στιγµή, αουπανοβάνοντας[17] σε υπερρεαλισµό:
– Εσύ, ορέ χάπατο[18], είσαι όχι µοναχά φορέας αλλά και επιρρεπής!
Λίου παραπέρα τα νερά είναι ήρεµα. Ο µπάρµπα Τιπούκειτος κι ο φίλος του ο Σοφολογιότατος πίνουνε τον καφούλι τ’ς, συζητάνε για τ’ς γιορτές Λόγου και Τέχνης τ’ς Λευκάδας και αναπολούνε κάποιες κορυφαίες στιγµές τ’ς. Θ’µώνται τ’ν εµφάνιση τ’ς Μαρίας Κάλλας, που τον Αύγουστο του 1964 ετραγούδησε Καβαλερία Ρουστικάνα στ’ν πλατεία, µε τον µαθητή τότε Κυριάκο Σφέτσα στο πιάνο. Το βουρλασό[19] όµως που ‘χε δηµιουργηθεί, που από τσι[20] να γυρίσει σε αφ’σκόλογα, δεν άφηνε τον Γιώργο τον Καµπούκα απ’ το Μανάσι, κουµπάρο του µπάρµπα Τιπούκειτου, να παρακολουθήσει τα όσα ελέανε οι δυο φίλοι κι αγαναχτισµένος τ’ς εφοβέρισε µε τ’ν αγκλίτσα του κι έβαλε τ’ς φωνές:
- Για τσωπάτε[21], ορέ! Τι µουλαρίσο πείσµα είν’ εφτό! ∆ε βλέπ’τε τι ωραία κουβεντιάζουνε ο µπάρµπα – Τιπούκειτος µε τον φίλο του τον Σοφολογιότατο; Για ν’ αφήκουµε τ’ς χαµάρες[22] και να ντ΄ς ακούσουµε. Απ’ το’να αυτί ακούω για τ’ Μαρία Κάλλας κι απ’ την άλλη τ’ς Μάριους «Κάλους»!. Μου κάζει πως είµαστε εκτός τόπου και χρόνου κάνοντας εφτά που κάνουµε µέσα στο χασαπά[23], στην καρδιά του χωριού εν έτει 2017. Τι το επεράσατε εδώ; Αµέρικαν µπαρ; Ούλοι οι χώροι δεν είναι ίδιοι. Αφήτε, λοιπόν, ν’ ακούσουµε και δυο πολιτισµένες κουβέντες και να ρωτήσουµε τον µπάρµπα Τιπούκειτο τι νείρεται[24] για το νησί µας και για το χωριό. Κι επειδή ούλοι οι άλλοι εδείξανε πως εσυµφωνήσανε και περ’σότερο επειδή οι δυο θανατικοί εσκιαζόντανε το εξοντωτικό κογιονάρισµα[25] του Γιώργου, θέλοντας και µη, ελαρώσανε[26]. Ο λόγος επέρασε στον µπάρµπα Τιπούκειτο, που είπε πολλά και ενδιαφέροντα, όπως πάντα. Θα σας τα µεταφέρω µε λία λόγια, «κατ’ οικονοµίαν», που λέει κι ο Σοφολογιότατος.
Στην αρχή ο µπάρµπα Τιπούκειτος επαρατήρησε πως ο Γιώργος έχει δίκιο, γιατί η ιδέα για το χώρο δεν είναι άχρωµη κι ουδέτερη, αλλά δένεται µε πράµατα και καταστάσεις πο’χουνε να κάµουνε µε τον πολιτισµό, µε τ’ν παράδοση και τ’ν ταυτότητα τ’ς κοινωνίας, µικρής ή µεγάλης. Έχει να κάµει µε ούλα εκειά που εδηµιούργησε ο άνθρωπος, µαϊτζέρνοντας[27] το φυσικό τοπίο και φκιάνοντας τον τρόπο να ζει και να πορεύεται µε τον συνάνθρωπό του, φκιάνοντας τον πολιτισµό του σ’ ένανε χώρο. Κι η πλατεία ετούτη είναι φορτωµένη µε πολιτισµό. Την εστρακώσανε[28] γενιές και γενιές χωριανοί και Λευκαδίτες κι όχι µοναχά εφτήνοι. Εδώ εγενόντανε τα πανηγύρια, εδώ αποχαιρέταε η µάνα το παιδί τ’ς που εµίσευε για τα ξένα, εδώ είναι το Κοντρί µε το Ηρώο κι ο Αϊ – Μ’νάς, εδώθενε εδιαβαίνανε ο ∆αίρπφελδ, ο Σικελιανός µε την Εύα Πάλµερ κι ο Βαλαωρίτης, για να πάνε στον Καβαλάρη[29], εδώ επάξανε γενιές και γενιές Χορτιωτόπουλων… Κι απέ ας σκεφτεί ο καθένας τι είναι για φτόνε το σπίτι του. Είναι κάτι που δεν το λογαριάζουµε, ή είναι γιοµάτο από ένα σωρό «νοήµατα», από νιαν ατµόσφαιρα µε σ’γκεκριµένα και πολύτιµα πράµατα[30]; Εδώ ακόµα κι οι αγραπιδιές στα Σταυρωτά και τα τσιγκριά κάτι µας λένε. Πριν από λία χρόνια ο αείµνηστος Νίκος, ο «Πλαστήρας[31]», όπως τον εξέραµε ούλοι, ο Φάνης, ο Ντίνος και ο Βίτος επαίρνανε ένα µπρίκι, τα καφεκούτια και τα άλλα χρειαζούµενα και το µατσουκώνανε για τα Σταυρωτά, γιατί εθέλανε να βρεθούνε µεταξύ ουρανού και γης, για να πιούνε τον καφέ τ’ς και να θυµηθούνε τα παιδικά τ’ς χρόνια. Ο τόπος δεν είναι «Ευκλείδειος Γεωµετρία», που µας εµαθαίνανε στο σκολαρχείο.
Γ: ∆’λαδή, αν κατάλαβα καλά, κουµπάρε,πολιτισµός είναι ό,τι έφκιασε ο άνθρωπος;
Μ. Τ.: Ο πολιτισµός, κουµπάρε Γιώργο, είναι εκειό που βλέπουµε σαν πραγµατ’κότητα, απ’ την ξερολιθιά και τ’ αΙταρίσµατα[32] ως την τ’χογραφία στ’ς Αϊ – Πέντε, αλλά δεν είναι µοναχά εφτό. Είναι κι εκειό που πρέπει να υπάρχει, όπως π.χ. να ‘χει κάποιος τα µέσα για να ζει µ’ αξιοπρέπεια και να µην κάνει το διακονιάρη ή τον τροφοσ’λλέκτη. Σήµερα, βέβαια, για απαραίτητα λογιώνται και τ’ αυτοκίνητα, τα ψυγεία, τα νοσοκοµεία, τα σκολειά κ.λπ. Πολιτισµός όµως είναι και το να φέρνεται ο καθένας σαν τη σ’µπεθέρα µου τη Μαύρα, δ’λαδή µε τέτοια ανθρωπιά, που να µπορεί η συµπεριφορά του να γένει κανόνας για ουλουνούς τ’ς ανθρώπους[33]. Κι απέ καλό είναι να ‘χουµε στο νου µας πως θα εµπορούαµε κι εµείς να βάλουµε ένα λιθαράκι, για να πάνε τα πράµατα παραµπρός καλύτερα. Κι εφτό θα ντο π’τύχουµε αν γένουµε κι εµείς καλύτεροι, αν προσέχουµε τη στραβοµάρα µας, αν σεβόµαστε τον διπλανό µας, όθενε κι αν είναι, αλλά και τη φύση, απ’ τα γλυκάσκαµνα[34] και τη Μουτ’λού[35] ως την Ανταρκτική, κι αν αξιοποιούµε µυαλωµένα ό,τι µε κόπο και αγώνα µας εκληροδοτήσανε οι παλιότεροι. Έτσι προχωράει ο πολιτισµός. Κι έπειτα, η πλιο µεγάλη διαφορά µας απ’ τα ζώα είναι η ταυτότητα και η παράδοσή µας. Κι η εικόνα η δ’κή µας, τ’ς λευκαδίτ’κης ταυτότητας, πάει µαζί µε τη ζωντανή µας παράδοση (µέσα κι η ντοπιολαλιά), που προχωράει, που αλλάζει, που δεν είναι ξερή κι αρούκανη[36]. Για παράδειγµα, ο αείµνηστος Αντώνης Τζεβελέκης το 1955 επήρε απίδροµο, έφκιασε τ’ς γιορτές Λόγου και Τέχνης και έδωκε στη Λευκάδα, που τότε την είχανε στα αζήτητα, ένανε θεσµό που µε το κύρος και τ’ν ακτινοβολία του έκαµε και κάνει περήφανο τον κάθε Λευκαδίτη. Μετά από 5-6 χρόνια τα πράµατα επήανε καλύτερα, αφού τον θεσµό τον εστηρίξανε, εκτός από τους τοπικούς φορείς (δήµος Λευκάδας, Ορφέας, Φιλαρµονική κ.ά.) και τεράστια µεγέθη του πνεύµατος και της τέχνης, όπως ο Κων/ νος Τσάτσος, ο Ηλίας Βενέζης, ο Γιώργος Θεοτοκάς, ο Λίνος Πολίτης, ο Παντελής Πρεβελάκης, ο Γεράσιµος Γρηγόρης, ο Τσαβαλάς Καρούσος κ.ά. Ακολούθησε το 1964 η Κάλλας, όπως είπατε, και πάει λέγοντας. Και σήµερα µας δίνεται η ευκαιρία να πάει ακόµα πιο µπροστά ο θεσµός, αν αναδείξουµε και αξιοποιήσουµε το προνόµιο που έχουµε. Εννοώ το Αρχαίο Θέατρο του νησιού µας στον λόφο «Καστά» κοντά στο Καλλιγόνι. Εξάλλου, η προστασία των έργων του Πολιτισµού, έλεε η αείµνηστη Μελίνα, δεν είναι µοναχά ένα ηθικό χρέος, αλλά είναι και συµφέρον, επειδή η πολιτιστική κληρονοµιά αποτελεί πλούτο και µε την κυριολεκτική σηµασία του όρου. Κι ακόµα, πέρα από κάθε σκοπ’µότητα, υπογραµµίζει πως η πολιτιστική κληρονοµιά µας είναι δάσκαλος κι οδηγός µας, είν’ η εσωτερική µας δύναµη, είν’ η περηφάνια µας. Η ανάδειξη όµως κι η προστασία τ’ς κληρονοµιάς µας απαιτεί ευαίσθητους πολίτες, πολίτες που παθιάζονται για το πολιτιστικό τ’ς θησαυροφυλάκιο, όπως λέει ο φίλος µου ο Νίκος ο Ζίας[37]. Εσήµερα, λοιπόν, µας δίνεται η ευκαιρία για τ’ν πολιτιστική απογείωση τ’ς Λευκάδας, µε τ’ν ανάδειξη κι αξιοποίηση του αρχαίου θεάτρου της, του ιερού αυτουνού τόπου, που επερίµενε απάνου από ένανε αιώνα να ντονε προσέξουµε. Ως τα τώρα επλαέναµε τον λεγόµενο Επιµενίδειο ύπνο επί δύο, γιατί φαίνεται πως εδώκαµε τα φώτα του πολιτισµού στον υπόλοιπο κόσµο κι εµείς εµείναµε στο σκοτάδι και το ρίξαµε στον ύπνο. Το κάµαµε δ’λαδή χερότερα απ’ τον Επιµενίδη[38], που σύµφωνα µε τη µυθική παράδοση επλάηνε για 57 ολόκληρα χρόνια. Εµείς επλαέναµε για απάνου από εκατό[39]. Ελπίζουµε, βέβαια, να µη µας µαταπάρει ο ύπνος και οι αρµόδιοι να καταλάβουνε πως η ανασκαφή κι η ανάδειξη του αρχαίου θεάτρου µας είναι νια πρόκληση, για την οποία θα πρέπει να φροντίσουµε και να κινητοποιήσουµε τ’ς πάντες και τα πάντα. Είν’ ανάγκη να καταλάβουµε ούλοι µας πως εφτό το µνηµείο πολιτισµού είναι ένας ιερός χώρος πο’χει τεράστια αισθητική και συµβολική σ’µασία, ένας χώρος στον οποίο εµιλήσανε κι «εδράσανε» θεοί, ήρωες και θνητοί, ένας χώρος στον οποίο επροβάλανε, µέσα απ’ τη µυσταγωγία των θεατρικών παραστάσεων τ’ς αυθεντικές αξίες του πολιτισµού µας.
Έτσι η αποκάλυψη, η ανάδειξη και η αξιοποίησή του θα γένει το διαµάντι τ’ς Λευκάδας. Και για να απαντήσω και πλιο ντρίτα[40] στ’ν ερώτησή σου, κουµπάρε Γιώργο, για το τι νείροµαι για τη Λευκάδα, ακουρµάσου: Νείροµαι πως ο εκάστοτε υπουργός πολιτισµού δεν θα θεωρεί τ’ς ποιητές … λαπάδες και το νησί των ποιητών σχεδόν … ανύπαρκτο.
Στο τέλος ο Σοφολογιότατος επαρατήρ’σε πως χωρίς τα οράµατα και τον προσανατολισµό µας χάνουµε και δεν βελτιώνεται τίποτα κι εκατάληξε µε νια φράση που τα λεε ούλα: «Ναι σε όλα»
Για τη Σύνταξη: Έκτορας Γ. Χόρτης
- Ο δ’κός µου είναι ο καλυτερότερος
- Στη λαµογιά ναι,απαντάει ο λιγνός, ψ’χαλίζοντας[6] τα µάτια του.
- Μπα µωρέ µπαίγνιο[7], που άµα σου δώκω νια φ’σκιά[8] θα πάει η µ’σή χαµένη. Απατεώνες και λαµόγια είν’οι δ’κοί σου … Η υπόλοιπη παρέα εκατάθεσε τα όπλα, γιατί δεν έπαιρνε χαρτωσά[9], ακόµα κι οι προγιαστοί. Μοναχά ο τρελός του χωριού έκοβε µ’ ένα κ’τσοσούι[10] τα νύχια του κι απολάµβανε τον καυγά, ρίχνοντας λάδι στη φωτιά κι ενθαρρύνοντας πότα[11] τον ένανε και πότα τον άλλονε: Απάνου του! Γε τι του’πε! Βάρ’τονε[12]! Σε λίου η κόντρα εµύριζε µπαρούτι, θ’µίζοντας θέατρο του παραλόγου ή εξέδρα θύρας φανατικών ποδοσφαιρικού γηπέδου, ίσως και κάτι από Βέλτσο[13], όταν οι δυο θανατικοί αρχινήσανε να στολίζουνε ο ένας τον άλλονε µε βαριές υπερρεαλιστ’κές κ’βέντες[14], έχοντας χάσει τ’ν ψυχραιµία τ’ς και τον ειρµό τ’ς. Ο πρώτος, ακούοντας απ’ τον σπληνιασµένο[15] πολιτικό του αντίπαλο πως έχει το µυαλό τ’ς κότας του, άναψε και κόρωσε, εκατακοκκίνησε απ’ το κακό του, εφουσκώσανε οι φλέβες του κι επέταξε τη φοβερή κουβέντα, τόσο φοβερή που τύφλα να’χει ο Εµπειρίκος[16].:
- Είσαι φορέας, ρε! Ο άλλος, σα νευρόσπαστο απ’ την έξαψη και έξαλλος, του επέταξε ό,τι του κατέβηκε εκείνη τη στιγµή, αουπανοβάνοντας[17] σε υπερρεαλισµό:
– Εσύ, ορέ χάπατο[18], είσαι όχι µοναχά φορέας αλλά και επιρρεπής!
Λίου παραπέρα τα νερά είναι ήρεµα. Ο µπάρµπα Τιπούκειτος κι ο φίλος του ο Σοφολογιότατος πίνουνε τον καφούλι τ’ς, συζητάνε για τ’ς γιορτές Λόγου και Τέχνης τ’ς Λευκάδας και αναπολούνε κάποιες κορυφαίες στιγµές τ’ς. Θ’µώνται τ’ν εµφάνιση τ’ς Μαρίας Κάλλας, που τον Αύγουστο του 1964 ετραγούδησε Καβαλερία Ρουστικάνα στ’ν πλατεία, µε τον µαθητή τότε Κυριάκο Σφέτσα στο πιάνο. Το βουρλασό[19] όµως που ‘χε δηµιουργηθεί, που από τσι[20] να γυρίσει σε αφ’σκόλογα, δεν άφηνε τον Γιώργο τον Καµπούκα απ’ το Μανάσι, κουµπάρο του µπάρµπα Τιπούκειτου, να παρακολουθήσει τα όσα ελέανε οι δυο φίλοι κι αγαναχτισµένος τ’ς εφοβέρισε µε τ’ν αγκλίτσα του κι έβαλε τ’ς φωνές:
- Για τσωπάτε[21], ορέ! Τι µουλαρίσο πείσµα είν’ εφτό! ∆ε βλέπ’τε τι ωραία κουβεντιάζουνε ο µπάρµπα – Τιπούκειτος µε τον φίλο του τον Σοφολογιότατο; Για ν’ αφήκουµε τ’ς χαµάρες[22] και να ντ΄ς ακούσουµε. Απ’ το’να αυτί ακούω για τ’ Μαρία Κάλλας κι απ’ την άλλη τ’ς Μάριους «Κάλους»!. Μου κάζει πως είµαστε εκτός τόπου και χρόνου κάνοντας εφτά που κάνουµε µέσα στο χασαπά[23], στην καρδιά του χωριού εν έτει 2017. Τι το επεράσατε εδώ; Αµέρικαν µπαρ; Ούλοι οι χώροι δεν είναι ίδιοι. Αφήτε, λοιπόν, ν’ ακούσουµε και δυο πολιτισµένες κουβέντες και να ρωτήσουµε τον µπάρµπα Τιπούκειτο τι νείρεται[24] για το νησί µας και για το χωριό. Κι επειδή ούλοι οι άλλοι εδείξανε πως εσυµφωνήσανε και περ’σότερο επειδή οι δυο θανατικοί εσκιαζόντανε το εξοντωτικό κογιονάρισµα[25] του Γιώργου, θέλοντας και µη, ελαρώσανε[26]. Ο λόγος επέρασε στον µπάρµπα Τιπούκειτο, που είπε πολλά και ενδιαφέροντα, όπως πάντα. Θα σας τα µεταφέρω µε λία λόγια, «κατ’ οικονοµίαν», που λέει κι ο Σοφολογιότατος.
Στην αρχή ο µπάρµπα Τιπούκειτος επαρατήρησε πως ο Γιώργος έχει δίκιο, γιατί η ιδέα για το χώρο δεν είναι άχρωµη κι ουδέτερη, αλλά δένεται µε πράµατα και καταστάσεις πο’χουνε να κάµουνε µε τον πολιτισµό, µε τ’ν παράδοση και τ’ν ταυτότητα τ’ς κοινωνίας, µικρής ή µεγάλης. Έχει να κάµει µε ούλα εκειά που εδηµιούργησε ο άνθρωπος, µαϊτζέρνοντας[27] το φυσικό τοπίο και φκιάνοντας τον τρόπο να ζει και να πορεύεται µε τον συνάνθρωπό του, φκιάνοντας τον πολιτισµό του σ’ ένανε χώρο. Κι η πλατεία ετούτη είναι φορτωµένη µε πολιτισµό. Την εστρακώσανε[28] γενιές και γενιές χωριανοί και Λευκαδίτες κι όχι µοναχά εφτήνοι. Εδώ εγενόντανε τα πανηγύρια, εδώ αποχαιρέταε η µάνα το παιδί τ’ς που εµίσευε για τα ξένα, εδώ είναι το Κοντρί µε το Ηρώο κι ο Αϊ – Μ’νάς, εδώθενε εδιαβαίνανε ο ∆αίρπφελδ, ο Σικελιανός µε την Εύα Πάλµερ κι ο Βαλαωρίτης, για να πάνε στον Καβαλάρη[29], εδώ επάξανε γενιές και γενιές Χορτιωτόπουλων… Κι απέ ας σκεφτεί ο καθένας τι είναι για φτόνε το σπίτι του. Είναι κάτι που δεν το λογαριάζουµε, ή είναι γιοµάτο από ένα σωρό «νοήµατα», από νιαν ατµόσφαιρα µε σ’γκεκριµένα και πολύτιµα πράµατα[30]; Εδώ ακόµα κι οι αγραπιδιές στα Σταυρωτά και τα τσιγκριά κάτι µας λένε. Πριν από λία χρόνια ο αείµνηστος Νίκος, ο «Πλαστήρας[31]», όπως τον εξέραµε ούλοι, ο Φάνης, ο Ντίνος και ο Βίτος επαίρνανε ένα µπρίκι, τα καφεκούτια και τα άλλα χρειαζούµενα και το µατσουκώνανε για τα Σταυρωτά, γιατί εθέλανε να βρεθούνε µεταξύ ουρανού και γης, για να πιούνε τον καφέ τ’ς και να θυµηθούνε τα παιδικά τ’ς χρόνια. Ο τόπος δεν είναι «Ευκλείδειος Γεωµετρία», που µας εµαθαίνανε στο σκολαρχείο.
Γ: ∆’λαδή, αν κατάλαβα καλά, κουµπάρε,πολιτισµός είναι ό,τι έφκιασε ο άνθρωπος;
Μ. Τ.: Ο πολιτισµός, κουµπάρε Γιώργο, είναι εκειό που βλέπουµε σαν πραγµατ’κότητα, απ’ την ξερολιθιά και τ’ αΙταρίσµατα[32] ως την τ’χογραφία στ’ς Αϊ – Πέντε, αλλά δεν είναι µοναχά εφτό. Είναι κι εκειό που πρέπει να υπάρχει, όπως π.χ. να ‘χει κάποιος τα µέσα για να ζει µ’ αξιοπρέπεια και να µην κάνει το διακονιάρη ή τον τροφοσ’λλέκτη. Σήµερα, βέβαια, για απαραίτητα λογιώνται και τ’ αυτοκίνητα, τα ψυγεία, τα νοσοκοµεία, τα σκολειά κ.λπ. Πολιτισµός όµως είναι και το να φέρνεται ο καθένας σαν τη σ’µπεθέρα µου τη Μαύρα, δ’λαδή µε τέτοια ανθρωπιά, που να µπορεί η συµπεριφορά του να γένει κανόνας για ουλουνούς τ’ς ανθρώπους[33]. Κι απέ καλό είναι να ‘χουµε στο νου µας πως θα εµπορούαµε κι εµείς να βάλουµε ένα λιθαράκι, για να πάνε τα πράµατα παραµπρός καλύτερα. Κι εφτό θα ντο π’τύχουµε αν γένουµε κι εµείς καλύτεροι, αν προσέχουµε τη στραβοµάρα µας, αν σεβόµαστε τον διπλανό µας, όθενε κι αν είναι, αλλά και τη φύση, απ’ τα γλυκάσκαµνα[34] και τη Μουτ’λού[35] ως την Ανταρκτική, κι αν αξιοποιούµε µυαλωµένα ό,τι µε κόπο και αγώνα µας εκληροδοτήσανε οι παλιότεροι. Έτσι προχωράει ο πολιτισµός. Κι έπειτα, η πλιο µεγάλη διαφορά µας απ’ τα ζώα είναι η ταυτότητα και η παράδοσή µας. Κι η εικόνα η δ’κή µας, τ’ς λευκαδίτ’κης ταυτότητας, πάει µαζί µε τη ζωντανή µας παράδοση (µέσα κι η ντοπιολαλιά), που προχωράει, που αλλάζει, που δεν είναι ξερή κι αρούκανη[36]. Για παράδειγµα, ο αείµνηστος Αντώνης Τζεβελέκης το 1955 επήρε απίδροµο, έφκιασε τ’ς γιορτές Λόγου και Τέχνης και έδωκε στη Λευκάδα, που τότε την είχανε στα αζήτητα, ένανε θεσµό που µε το κύρος και τ’ν ακτινοβολία του έκαµε και κάνει περήφανο τον κάθε Λευκαδίτη. Μετά από 5-6 χρόνια τα πράµατα επήανε καλύτερα, αφού τον θεσµό τον εστηρίξανε, εκτός από τους τοπικούς φορείς (δήµος Λευκάδας, Ορφέας, Φιλαρµονική κ.ά.) και τεράστια µεγέθη του πνεύµατος και της τέχνης, όπως ο Κων/ νος Τσάτσος, ο Ηλίας Βενέζης, ο Γιώργος Θεοτοκάς, ο Λίνος Πολίτης, ο Παντελής Πρεβελάκης, ο Γεράσιµος Γρηγόρης, ο Τσαβαλάς Καρούσος κ.ά. Ακολούθησε το 1964 η Κάλλας, όπως είπατε, και πάει λέγοντας. Και σήµερα µας δίνεται η ευκαιρία να πάει ακόµα πιο µπροστά ο θεσµός, αν αναδείξουµε και αξιοποιήσουµε το προνόµιο που έχουµε. Εννοώ το Αρχαίο Θέατρο του νησιού µας στον λόφο «Καστά» κοντά στο Καλλιγόνι. Εξάλλου, η προστασία των έργων του Πολιτισµού, έλεε η αείµνηστη Μελίνα, δεν είναι µοναχά ένα ηθικό χρέος, αλλά είναι και συµφέρον, επειδή η πολιτιστική κληρονοµιά αποτελεί πλούτο και µε την κυριολεκτική σηµασία του όρου. Κι ακόµα, πέρα από κάθε σκοπ’µότητα, υπογραµµίζει πως η πολιτιστική κληρονοµιά µας είναι δάσκαλος κι οδηγός µας, είν’ η εσωτερική µας δύναµη, είν’ η περηφάνια µας. Η ανάδειξη όµως κι η προστασία τ’ς κληρονοµιάς µας απαιτεί ευαίσθητους πολίτες, πολίτες που παθιάζονται για το πολιτιστικό τ’ς θησαυροφυλάκιο, όπως λέει ο φίλος µου ο Νίκος ο Ζίας[37]. Εσήµερα, λοιπόν, µας δίνεται η ευκαιρία για τ’ν πολιτιστική απογείωση τ’ς Λευκάδας, µε τ’ν ανάδειξη κι αξιοποίηση του αρχαίου θεάτρου της, του ιερού αυτουνού τόπου, που επερίµενε απάνου από ένανε αιώνα να ντονε προσέξουµε. Ως τα τώρα επλαέναµε τον λεγόµενο Επιµενίδειο ύπνο επί δύο, γιατί φαίνεται πως εδώκαµε τα φώτα του πολιτισµού στον υπόλοιπο κόσµο κι εµείς εµείναµε στο σκοτάδι και το ρίξαµε στον ύπνο. Το κάµαµε δ’λαδή χερότερα απ’ τον Επιµενίδη[38], που σύµφωνα µε τη µυθική παράδοση επλάηνε για 57 ολόκληρα χρόνια. Εµείς επλαέναµε για απάνου από εκατό[39]. Ελπίζουµε, βέβαια, να µη µας µαταπάρει ο ύπνος και οι αρµόδιοι να καταλάβουνε πως η ανασκαφή κι η ανάδειξη του αρχαίου θεάτρου µας είναι νια πρόκληση, για την οποία θα πρέπει να φροντίσουµε και να κινητοποιήσουµε τ’ς πάντες και τα πάντα. Είν’ ανάγκη να καταλάβουµε ούλοι µας πως εφτό το µνηµείο πολιτισµού είναι ένας ιερός χώρος πο’χει τεράστια αισθητική και συµβολική σ’µασία, ένας χώρος στον οποίο εµιλήσανε κι «εδράσανε» θεοί, ήρωες και θνητοί, ένας χώρος στον οποίο επροβάλανε, µέσα απ’ τη µυσταγωγία των θεατρικών παραστάσεων τ’ς αυθεντικές αξίες του πολιτισµού µας.
Έτσι η αποκάλυψη, η ανάδειξη και η αξιοποίησή του θα γένει το διαµάντι τ’ς Λευκάδας. Και για να απαντήσω και πλιο ντρίτα[40] στ’ν ερώτησή σου, κουµπάρε Γιώργο, για το τι νείροµαι για τη Λευκάδα, ακουρµάσου: Νείροµαι πως ο εκάστοτε υπουργός πολιτισµού δεν θα θεωρεί τ’ς ποιητές … λαπάδες και το νησί των ποιητών σχεδόν … ανύπαρκτο.
- Νείροµαι πως νια µέρα σ’ εφτό το νησί το αρχαίο θέατρο τ’ς Λευκάδας θα περάσει στο χώρο τ’ς ζωντανής ιστορίας, που έτσι θ’ αποκτήσει το αληθινό τ’ς νόηµα.
- Νείροµαι πως νια µέρα στον λόφο Καστά θα πλησιάσουµε το αρχαίο θέατρο όχι µοναχά µε τη φυσ’κή µας παρουσία αλλά και µε ανοιχτά και άγρυπνα τα µάτια τ’ς ψ’χής µας, για να µπορέσουµε να βρούµε τ’ν πατηµασά τ’ς ιστορία µας και να µας γένει σ’νείδηση το πνεύµα του τόπου µας[41].
- Νείροµαι πως θα ζήσω για να απολάψω στο αξιοποιηµένο θέατρο του Καστά Αριστοφάνη µε τον Ηλία Λογοθέτη στον ρόλο του Στρεψιάδη[42], Αγνή Μπάλτσα στ’ς Γάµους του Φίγκαρο[43], Ορφέα, Φιλαρµονική, Νέα Χορωδία κ.λπ. και να πάρω µαζί µου, εκτός απ’ την κυρά µου και τα αγγόνια µου, αλλά και τη σ’µπεθέρα τη Μαύρα, για να ιδεί κι εφτήνη εκειά που δεν έχει µαταϊδεί. Μου κακοφαίνεται να ακούνε στη Φραγκφούρτη και στη Βιέννη Μπάλτσα κι εµείς να ξεροσταλιάζουµε.
- Έχω ένα όνειρο, να αναδειχτούνε και να αξιοποιηθούνε ούλα τα σηµαντικά µνηµεία τ’ς Λευκάδας.
- Έχω ένα όνειρο, να έχει το κάθε χωριό ένανε χώρο, στον οποίο θα να‘ναι συγκεντρωµένο το πολιτιστικό του απόθεµα.
- Έχω ένα όνειρο, να µπορώ να παραγγέλνω υποβρύχιο για τα αγγόνια µου σε όποιο µέρος τ’ς Λευκάδας κι αν βρεθώ και να µη µου λέει ο µαγαζάτορας πως εκόπ’κε το νερό.
- Έχω ένα όνειρο, να ιδώ τη Λευκάδα πεντακάθαρη, µε σωστές υποδοµές (αποχέτευση κ.λπ) και να µη διαβάζω και µαταδιαβάζω για περιβαλλοντική υποβάθµιση στ’ς ακτές της.
- Έχω ένα όνειρο, να αισθάνεται και να ενεργεί ο κάθε λευκαδίτης µε τ’ν αρχή πως ούλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι και µπορούνε να συνεργαστούνε, πέρα απ’ τ’ς πολιτιστικές διαφορές τους, όπως εσυνεργαστήκανε οι κάτοικοι της Ν∆ Λευκάδας µε τ’ς ελβετούς φίλους τ’ς ανθρωπιστικής οργάνωσης CFD[44].
- Νείροµαι για το νησί µας πως νια µέρα, µέσα στη σαχάρα της όξου απ’ τα ανθρώπινα µέτρα σύγχρονης πραγµατ’κότητας, θα µεταµορφωθεί σε όαση πολιτισµού.
Στο τέλος ο Σοφολογιότατος επαρατήρ’σε πως χωρίς τα οράµατα και τον προσανατολισµό µας χάνουµε και δεν βελτιώνεται τίποτα κι εκατάληξε µε νια φράση που τα λεε ούλα: «Ναι σε όλα»
Για τη Σύνταξη: Έκτορας Γ. Χόρτης
ΛΕΞΙΚΟ
[1] Προγιαστοί = προεστοί, ηλικιωµένοι που εµπνέουνε τον
σεβασµό
[2] Θανατικός = φανατικός
[3] Παράνοµα = προσωνύµιο, παρατσούκλι
[4] Κατεβασά = σουλούπι
[5] Προφορά = το παρουσιαστικό, η φυσιογνωµία
[6] Ψ’χαλίζοντας τα µάτια = ανοιγοκλείνοντας τα βλέφαρα
[7] Μπαίγνιο = τιποτένιος, ρεντίκολο, παιχνίδι / κλωτσο- σκούφι των άλλων
[8] Φ(ου)σκιά ( φούσκος) = ηχηρό χαστούκι, «ντάµφαρος», «τριόµφο»
[9] ∆εν παίρνω χαρτωσά = δεν µπορώ να λειτουργήσω αντα- γωνιστικά, εξουδετερώνοµαι πλήρως (απ’ τον αντίπαλο)
[10] Κ’τσοσούι = ελαττωµατικός σουγιάς
[11] Πότα = πότε
[12] Βάρ’τονε = βάρα τον, χτύπα τον.
[13] Γιώργος Βέλτσος: πανεπιστηµιακός, για τον οποίο κά- ποιοι λένε πως ο λόγος του χρειάζεται αποκρυπτογράφηση.
[14]«Υπερρεαλιστ’κές» κ’βέντες = κουβέντες χωρίς λογικό ειρµό, που βγαίνουνε απ’ τα θολά νερά του υποσυνείδητου. (Ο υπερρεαλισµός είναι λογοτεχνικό κίνηµα στο οποίο ο λόγος / η (αυτόµατη) γραφή / η καλλιτεχνική δηµιουργία δεν καταξιώνονται λογικά αλλα αισθητικά και συναισθηµατικά).
[15] Σπληνιασµένος = ευερέθιστος, νευρικός
[16] Ανδρέας Εµπειρίκος: Η ποιητική του συλλογή «Υψικάµι- νος» αποτελεί το πρώτο αµιγώς υπερρεαλιστικό κείµενο στην Ελλάδα.
[17] Αουπανωβάνω = πλειοδοτώ, προσθέτω στα δεδοµένα, κάνω / λέω παραπανίσια.
[18] Χάπατο = τιποτένιος, ανάξιος λόγου, χαµένος
[19] Βουρλασό = µεγάλη φασαρία, χαώδης κατάσταση
[20] Από τσι = παρά λίγο
[21] Τσωπαίνω = σωπαίνω
[22] Χαµάρες = ανοησίες
[23] Χασαπάς = αγορά, δηµόσιος χώρος
[24] Νείροµαι = επιθυµώ διακαώς ελπίζω πως θα ικανοποιη- θεί κάποια επιθυµία µου, κάποιο όνειρό µου
[25] Κογιονάρισµα = χλεύη, κοροϊδία
[26] Λαρώνω = ησυχάζω, σταµατάω να µιλάω, κάθοµαι στ’αυγά µου
[27] µαΙτζέρνω = χειρίζοµαι, κουµαντάρω, κατευθύνω
[28] Στρακώνω = πατικώνω.
[29] Καβαλάρης: συνοικία στα βόρεια του χωριού, ερειπωµέ- νη σήµερα.
[30] Goethe: Four Seasons
[31] Ο Νίκος ο «Πλαστήρας»: το παρωνύµιο του το είχε
δώσει ο πατέρας του από θαυµασµό για τον µεγάλο ηγέτη Νικόλαο Πλαστήρα, εξ ου και το βαφτιστικό του.
[32] Αϊτάρισµα = εθελοντική βοήθεια
[33] Να ενεργείς µόνο µε βάση την αρχή που θεωρείς ότι θα
µπορούσε να ισχύσει ως καθολικός νόµος: Αυτή είναι η κατη- γορική προσταγή του Καντ στο έργο το Κριτική του Καθαρού Λόγου
[34] Γλυκάσκαµνα: πρόκειται για τα δύο είδη παιωνίας, που παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον από βιογεωγραφική άποψη ( P. mascula ssp. Russi και P. Peregrine). Η περιοχή Natura των Χορτάτων αποτελεί τον µοναδικό στην Ελλάδα χώρο συνύπαρξης των δύο παραπάνω ειδών.
[35] Μουτ’λού: το Πόρτο Κατσίκι (η παλιά ονοµασία)
[36] Ξερή κι αρούκανη = αµετάβλητη
[37] Νίκος Ζίας: Καθηγητής της Ιστορίας της Τέχνης στο Πανεπιστήµιο Αθηνών
[38] Επιµενίδης: ξακουστός σε όλη την Αρχαία Ελλάδα σο- φός και µάντης από την Κρήτη
[39]Η πρώτη ανασκαφική έρευνα είχε γίνει το 1901 από τονE. Krüger, συνεργάτη του Wilhelm Dörpfeld., κατά την οποία αποκαλύφθηκαν λείψανα του αρχαίου θεάτρου.
[40] Ντρίτα = κατευθείαν, ευθέως
[41] genius loci
[42] Στρεψιάδης: Αριστοφάνη Νεφέλες
[43] Αγνή Μπάλτσα: Λευκαδίτισσα µετζοσοπράνο παγκό- σµιας φήµης. Οι Γάµοι του Φίγκαρο: έργο του Βόλφγκανγκ Αµαντέους Μότσαρτ
[44] Χριστιανική Υπηρεσία Ειρήνης (ChristlicherFriedensdienst) µε εθελοντές τους Ρίκο, Αλίκη, Πέτρο,Γιάννη, Ελένη, Ασπασία, Ελισάβετ, Χριστίνα, Μαρία κ.ά., που βοήθησαν πολλαπλώς σε πολύ δύσκολα χρόνια τα χωριά τ’ς Νοτιοδυτικής Λευκάδας.
σεβασµό
[2] Θανατικός = φανατικός
[3] Παράνοµα = προσωνύµιο, παρατσούκλι
[4] Κατεβασά = σουλούπι
[5] Προφορά = το παρουσιαστικό, η φυσιογνωµία
[6] Ψ’χαλίζοντας τα µάτια = ανοιγοκλείνοντας τα βλέφαρα
[7] Μπαίγνιο = τιποτένιος, ρεντίκολο, παιχνίδι / κλωτσο- σκούφι των άλλων
[8] Φ(ου)σκιά ( φούσκος) = ηχηρό χαστούκι, «ντάµφαρος», «τριόµφο»
[9] ∆εν παίρνω χαρτωσά = δεν µπορώ να λειτουργήσω αντα- γωνιστικά, εξουδετερώνοµαι πλήρως (απ’ τον αντίπαλο)
[10] Κ’τσοσούι = ελαττωµατικός σουγιάς
[11] Πότα = πότε
[12] Βάρ’τονε = βάρα τον, χτύπα τον.
[13] Γιώργος Βέλτσος: πανεπιστηµιακός, για τον οποίο κά- ποιοι λένε πως ο λόγος του χρειάζεται αποκρυπτογράφηση.
[14]«Υπερρεαλιστ’κές» κ’βέντες = κουβέντες χωρίς λογικό ειρµό, που βγαίνουνε απ’ τα θολά νερά του υποσυνείδητου. (Ο υπερρεαλισµός είναι λογοτεχνικό κίνηµα στο οποίο ο λόγος / η (αυτόµατη) γραφή / η καλλιτεχνική δηµιουργία δεν καταξιώνονται λογικά αλλα αισθητικά και συναισθηµατικά).
[15] Σπληνιασµένος = ευερέθιστος, νευρικός
[16] Ανδρέας Εµπειρίκος: Η ποιητική του συλλογή «Υψικάµι- νος» αποτελεί το πρώτο αµιγώς υπερρεαλιστικό κείµενο στην Ελλάδα.
[17] Αουπανωβάνω = πλειοδοτώ, προσθέτω στα δεδοµένα, κάνω / λέω παραπανίσια.
[18] Χάπατο = τιποτένιος, ανάξιος λόγου, χαµένος
[19] Βουρλασό = µεγάλη φασαρία, χαώδης κατάσταση
[20] Από τσι = παρά λίγο
[21] Τσωπαίνω = σωπαίνω
[22] Χαµάρες = ανοησίες
[23] Χασαπάς = αγορά, δηµόσιος χώρος
[24] Νείροµαι = επιθυµώ διακαώς ελπίζω πως θα ικανοποιη- θεί κάποια επιθυµία µου, κάποιο όνειρό µου
[25] Κογιονάρισµα = χλεύη, κοροϊδία
[26] Λαρώνω = ησυχάζω, σταµατάω να µιλάω, κάθοµαι στ’αυγά µου
[27] µαΙτζέρνω = χειρίζοµαι, κουµαντάρω, κατευθύνω
[28] Στρακώνω = πατικώνω.
[29] Καβαλάρης: συνοικία στα βόρεια του χωριού, ερειπωµέ- νη σήµερα.
[30] Goethe: Four Seasons
[31] Ο Νίκος ο «Πλαστήρας»: το παρωνύµιο του το είχε
δώσει ο πατέρας του από θαυµασµό για τον µεγάλο ηγέτη Νικόλαο Πλαστήρα, εξ ου και το βαφτιστικό του.
[32] Αϊτάρισµα = εθελοντική βοήθεια
[33] Να ενεργείς µόνο µε βάση την αρχή που θεωρείς ότι θα
µπορούσε να ισχύσει ως καθολικός νόµος: Αυτή είναι η κατη- γορική προσταγή του Καντ στο έργο το Κριτική του Καθαρού Λόγου
[34] Γλυκάσκαµνα: πρόκειται για τα δύο είδη παιωνίας, που παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον από βιογεωγραφική άποψη ( P. mascula ssp. Russi και P. Peregrine). Η περιοχή Natura των Χορτάτων αποτελεί τον µοναδικό στην Ελλάδα χώρο συνύπαρξης των δύο παραπάνω ειδών.
[35] Μουτ’λού: το Πόρτο Κατσίκι (η παλιά ονοµασία)
[36] Ξερή κι αρούκανη = αµετάβλητη
[37] Νίκος Ζίας: Καθηγητής της Ιστορίας της Τέχνης στο Πανεπιστήµιο Αθηνών
[38] Επιµενίδης: ξακουστός σε όλη την Αρχαία Ελλάδα σο- φός και µάντης από την Κρήτη
[39]Η πρώτη ανασκαφική έρευνα είχε γίνει το 1901 από τονE. Krüger, συνεργάτη του Wilhelm Dörpfeld., κατά την οποία αποκαλύφθηκαν λείψανα του αρχαίου θεάτρου.
[40] Ντρίτα = κατευθείαν, ευθέως
[41] genius loci
[42] Στρεψιάδης: Αριστοφάνη Νεφέλες
[43] Αγνή Μπάλτσα: Λευκαδίτισσα µετζοσοπράνο παγκό- σµιας φήµης. Οι Γάµοι του Φίγκαρο: έργο του Βόλφγκανγκ Αµαντέους Μότσαρτ
[44] Χριστιανική Υπηρεσία Ειρήνης (ChristlicherFriedensdienst) µε εθελοντές τους Ρίκο, Αλίκη, Πέτρο,Γιάννη, Ελένη, Ασπασία, Ελισάβετ, Χριστίνα, Μαρία κ.ά., που βοήθησαν πολλαπλώς σε πολύ δύσκολα χρόνια τα χωριά τ’ς Νοτιοδυτικής Λευκάδας.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου