Εθελοντισμός: Με αφορμή τη μεγάλη επιστροφή των φίλων «Ελβετών»

Αγαπητοί συγχωριανοί και φίλοι αναγνώστες,
το 2017 συμπληρώθηκαν 55 χρόνια από τότε που ήρθε η ομάδα εθελοντών τ’ς ∆ιεθνούς Χριστιανικής Ειρηνευτικής Κίνησης (Christlicher Friedensdienst) στη Λευκάδα, με την υποστήριξη τ’ς Ελβετικής Κυβέρνησης. Ήτανε τότενες που οι αεικίνητοι εθελοντές, η Ασπασία, η Αλίκη, ο Γιάννης, ο Ρίκος, ο Πέτρος, η Χριστίνα, η Θοδώρα, η Τερέζα, η Ελένη και οι υπόλοιποι καλοί Σαμαρείτες, εδίνανε την ψ’χή τ’ς, για να στηρίξουνε τ’ς ταλαιπωρημένους απ’ τη φτώχεια και βασανισμένους από ένα σωρό σκοτούρες κι αγγούσες ξωμάχους των χωριών τ’ς Νοτιοδυτικής Λευκάδας. Ούλοι οι «Ελβετοί», όπως εσυνηθίσαμε να ντ’ς λέμε, κι ας είχαμε κι Ολλανδούς και Γερμανίδα ανάμεσά τ’ς, εζήσανε κι εδουλέψανε μ’ ούλες τους τ’ς δυνάμεις στο νησί μας για νιαν ολόκληρη δεκαετία και μάλιστα στην πλιο παραγωγική τ’ς ηλικία. Για όσα πολύτιμα μας επροσφέρανε και για όσα μας εδιδάξανε, δείχνοντας με τη δράση τους τι πάει να πει ανθρωπιά και αλληλεγγύη, η Λευκάδα τ’ς ευχαρίστησε και τ’ς έδειξε τ’ν ευγνωμοσύνη τ’ς, οργανώνοντας νια σειρά από εκδηλώσεις τιμής και μνήμης. Με αυτήνη τ’ν αφορμή ο μπάρμπα Τιπούκειτος, με την αβάντα του φίλου του τού Σοφολογιότατου, εμεράστηκε με μας στο καφενείο του χωριού κάποιες απ’ τ’ς εμπειρίες του και μας έδωκε τα φώτα του για το φαινόμενο του εθελοντισμού. Εξεκίνησε θεολογικά, λέοντας πως, επειδή τα προβλήματα των ανθρώπων είναι πολλά και διαχρονικά, ο παπα - Θωμάς δέεται «υπέρ του διαφυλαχθήναι την νήσον ταύτην και πᾶσαν πόλιν καὶ χώραν ἀπὸ λοιμοῦ, λιμοῦ, σεισμοῦ, καταποντισμοῦ, πυρός, μαχαίρας, ἐπιδρομῆς ἀλλοφύλων, ἐμφυλίου πολέμου καὶ αἰφνιδίου θανάτου». Έπειτα, αφού εκοντοστάθηκε κι εθύμ’σε τ’ν αρχαία ρήση «Συν Αθηνά και χείρα κίνει», που’χε μάθει στο σχολαρχείο, εσχολίασε το «καταποντισμού», με αφορμή το πρόσφατο δράμα τ’ς Μάντρας, θυμίζοντας πως πονόψυχοι άνθρωποι απ’ ούλη τ’ν Ελλάδα εκάμανε ό,τι εμπόρειε ο καθένας για ν’ ανακουφίσουνε τ’ς πολύπαθους συνανθρώπους τ’ς. Αλλά και ντόπιοι, αν κι επάθανε κι οι ίδιοι, ετρέξανε να συμπαρασταθούνε σε όσους υποφέρανε περσσότερο. Κι η ιστορία λέει πως δεν απολείπουνε ούλα εφτά που μνημονεύει ο παπα – Θωμάς απ’ το νησί μας, αλλά κι απ’ ούλονε τον κόσμο. Επειδή όμως ο φίλος μου ο Σοφολογιότατος το'χει μελετήσει το φαινόμενο του εθελοντισμού, καλό θα 'ναι ν' ακούσουμε τι έχει να μας πει. ΣΟΦ.:Όπως ξέρουμε, ο άνθρωπος στο κακό που τονε βρίσκει κάθε τόσο έχει ανάγκη τη συμπαράσταση των συνανθρώπων του. Όμως «άλλοι ξορκίζουν το δαιμονικό, άλλοι μπερδεύονται μες τ’ αγαθά τους, άλλοι ρητορεύουν[1]», άλλοι σκέφτονται «Ξένη φωτιά μην την ανακατεύεις[2]» ή «∆εν πα να κόψουνε το λαιμό τους» και δεν τ’ς αγγίζει το ανθρώπινο δράμα. Καλύτερα όμως απ’ ούλους μας τα λέει για το ζήτημα ο Ρίτσος. Κι αμέσως σαν και να’χε το βιβλίο μπροστά του απάγγειλε μερικούς στίχους: Πιο πέρα είναι ένα σπίτι που καίγεται. Και ύστερα ένα άλλο. Και ύστερα το δικό σου... Τι περιμένεις; Οι πυροσβέστες. Και οι αντλίες. Αν είσαι βέβαια αρκετά μακριά, οι πίδακες απ’ τις αντλίες σα μεγάλες ανθοδέσμες από τριανταφυλλιά αστερια, αν είσαι μακριά... Κοντοζυγώνει στο σπίτι σου. ∆εν ξέρεις; Κανένας σήμερα δεν είναι μακριά από την πυρκαϊά...[3] Και αναρωτιέται: Aν δεν καώ εγώ αν δεν καείς εσύ αν δεν καούμε εμείς πώς θα γενούνε τα σκοτάδια λάμψη;[4] Όμως το να φτάσουμε σ’ εφτό το σημείο, να βοηθήσουμε τον συνάνθρωπο χωρίς να λογαριάζουμε το κόστος δεν είναι δα κι εύκολο. Μας φαίνεται βουνό. Καταρχάς, το πρώτο σκαλί σ’ εφτόνε «τον τραχύν, τον δύσκολον της Αρετής τον δρόμον[5]», στο δρόμο δ’λαδή τ’ς μεγαλοψυχίας και τ’ς έμπρακτης στήριξης του συνανθρώπου, είναι να μην αδικούμε. Όπως λέει ο Σωκράτης στον Κρίτωνα, η αδικία γι ̓ εκειόνε που τηνε κάνει είναι πάντοτε και κακό και άσκημο πράμα. ∆εν πρέπει λοιπόν να αδικούμε ποτέ και με κανένανε τρόπο. Μάλιστα, ακόμα κι όταν αδικείται κάποιος, δεν πρέπει να ντο κρατάει μανιάτικο, παίρνοντας εκδίκηση για τ’ν αδικία, γιατί κι η εκδίκηση, το «οφθαλμόν αντί οφθαλμού» είναι νια μορφή αδικίας[6]. Κι αν ιϊδούμε και τ’ν τεράστια διαφορά ανάμεσα σε όσα κάνουμε ή δεν κάνουμε και σ’ εκειό που θεωρούμε σωστό, καταλαβαίνουμε τη δυσκολία να κάνουμε ό,τι πρέπει και να ντα’χουμε καλά και με τ’ συνείδησή μας. Μ. Τ: Πραγματικά, ακόμα κι ο άνθρωπος που δεν έχει βερεσέδια με το διπλανό του δυσκολεύεται πολύ να βάλει πλάτη και να ντονε στηρίξει στ’ν ανάγκη του. Κι απέ ο εθελοντής «πυροσβέστης» κιντυνεύει να πάθει του λιναριού τα πάθη. Για εφτουνούς τ’ς κινδύνους μας λέει πολλά ο μύθος που επλάσανε οι Αρχαίοι ημών πρόγονοι για τον τιτάνα Προμηθέα, που ήτανε πραγματικά ο μέγιστος φιλάνθρωπος εθελοντής, αφού έκλεψε τη φωτιά από τ’ς θεούς και τ’ν έδωκε στ’ς ανθρώπους μαζί και τη φλόγα τ’ς γνώσης και τ’ς τέχνες, βοηθώντας τους έτσι να εκπολιτιστούνε. Για το μεγάλο εφτό καλό, ετιμωρήθηκε απ’ τον τύραγνο και σαδιστή τον ∆ία - είχε τη δύναμη πο’ χει σήμερα ο Κιμ Γιογκ Ουν στ’ς υπηκόους του -, που έστειλε τον Ήφαιστο να ντονε σταυρώσει στον Καύκασο, κρατώντας τονε καρφωμένο σ’ ένανε βράχο. Θα ντον απελευθερώσει μετά από πολλά – πολλά χρόνια, ένας άλλος μεγάλος εθελοντής, ο Ηρακλής. Βέβαια, εφτήνη η συμπαράσταση στον συνάνθρωπο δεν πρέπει να γένεται για λόγους επίδειξης ή πολύ περισσότερο να είναι καμουφλάρισμα συμφερόντων. Γιατί συμβαίνει να γένονται στο σκοτάδι πράματα ανήκουστα από κάποια «προσώπατα» ή «τυπικοάτυπους» θεσμούς που με τον τρόπο τσου κοκοτσελεύονται[7] πως είναι μπόνο φιλάνθρωποι, ενώ στ’ν πραγματικότητα είναι μέσα τσου «χαλκός ηχών και κύμβαλον αλαλάζον». Και αλλουνούς, που έχουνε τη βολή τ’ς, δεν μπορεί κανένας ούτε με το γράβαλο[8] να ντ’ς πείσει να δώκουνε έστω και νια δεκάρα για ν’ ανθίσει ένα χαμόγελο στο προσωπάκι τού όποιου παιδιού δεν έχει στον ήλιο μοίρα (ναι, εκειό το ΧΑΜΟΓΕΛΟ του ΠΑΙ∆ΙΟΥ εννοώ). Υπάρχουνε όμως και οι ολοκληρωμένες προσωπικότητες, άνθρωποι δηλαδή που μένουνε πιστοί και σταθεροί στ’ς αρχές τ’ς και γένονται παραδείγματα για τ’ς αλλουνούς, θυσιάζοντας ακόμα και τ’ ζωή τ’ς, για να μην τις προδώκουνε. Θέλει, λοιπόν, κότσια για να κοντραριστούμε με τη σ’μερινή πολύ σκληρή πραγματικότητα και τ’ς μεγάλες προκλήσεις, είτε με την ταυτότητα του κατοίκου και δημότη νιας περιοχής, όπως π.χ. του Χορτιώτη – Λευκαδίτη, είτε ως έλληνες και ευρωπαίοι πολίτες, είτε ως πολίτες του κόσμου, ως άνθρωποι. Για ποιόνε, λοιπόν, λέτε να χτυπάει η καμπάνα; Πες τα Σοφολογιότατε με τον ξεχωριστό σου τρόπο, που μ’ αρέσει τόσο πολύ.. ΣΟΦ: Είναι φανερό, βέβαια, πως η καμπάνα χτυπαέι για ουλουνούς τ’ς ανθρώπους, αλλά λίοι τ’ν ακούνε και σηκώνουνε τα μανίκια τ’ς , για να κάμουνε τον αγώνα τ’ς , ξεκινώντας απ’ τον εαυτό τους. Γιατί ο καθένας μας κουβαλάει μέσα στην ψυχή του τ’ς Λαιστρυγόνες και τ’ς Κύκλωπες και τον θυμωμένο Ποσειδώνα[9] και πρέπει πρώτα-πρώτα να ντα βάλει μαζί τ’ς . Εκειό που προέχει είναι να σκάψουμε βαθιά μέσα μας και να προσπαθήσουμε να ξεχωρίσουμε την αίρα απ’ το στάρι, την ουσία απ’ τα μπούτζαρα[10] Σχετικά μ’ εφτό, μας λέει ο μεγάλος Αλεξανδρινός ποιητής σ’ ένα απ’ τα πλιο ενδιαφέροντα ποιήματά του με τίτλο «Απολλώνιος ο Tυανεύς[11] εν Pόδω»: Για την αρμόζουσα παίδευσι κι αγωγή ο Aπολλώνιος ομιλούσε μ’ έναν νέον που έκτιζε πολυτελή οικίαν εν Pόδω. «Εγώ δε ες ιερόν» είπεν ο Τυανεύς στο τέλος «παρελθών πολλώ αν ήδιον εν αυτώ μικρώ όντι άγαλμα ελέφαντός τε και χρυσού ίδοιμι ή εν μεγάλω κεραμεούν τε και φαύλον.» — Το «κεραμεούν» και «φαύλον»∙ το σιχαμερό: που κιόλας μερικούς (χωρίς προπόνησι αρκετή) αγυρτικώς εξαπατά. Το κεραμεούν και φαύλον. Ο Απολλώνιος, με αφορμή το πολυτελές σπίτι που χτίζει ο νεαρός στη Ρόδο, συζητάει μαζί του και του λέει πως περνώντας από κάποιονε ναό, με πολύ μεγαλύτερη ευχαρίστηση θα να’βλεπε μέσα του –και ας ήταν μικρός– ένα άγαλμα χρυσελεφάντινο, παρά σε ένανε μεγάλο κι εντυπωσιακό ναό που να’χει μέσα του ένα πήλινο άγαλμα, που η αξία του να’ναι ασήμαντη. Με αυτήνη την παρατήρηση, θέλει να πείσει τον πλούσιο νεαρό πως οι άνθρωποι έχουνε την τάση να εντυπωσιάζονται και να παρασύρονται από εκειό που φαντάζει, απ’ το επιφανειακό, απ’ την εξωτερική όψη των πραγμάτων, ακόμα κι αν εφτά δεν λένε τίποτα από περιεχόμενο, αδιαφορώντας για ό,τι έχει ουσιαστική σημασία κι αξία. Έτσι δίνουνε μεγαλύτερη βαρύτ'τα στα υλικά αγαθά, παρά στην παιδεία και τη συγκροτημένη προσωπικότητα ενός ατόμου. ∆εν τους περνάει απ’ το μυαλό πως ό,τι πραγματικά αξίζει δεν βρίσκεται στα πλούτη κάποιου, αλλά στ’ν εσωτερική του ποιότητα. Η επιθυμία του νέου να ξοδέψει πολλά χρήματα για να φκιάσει ένα πολυτελές σπίτι, να κάμει τη φιγούρα του και να επιδειχθεί στον κόσμο είναι για φτόνε το ζητούμενο, ενώ η ουσία βρίσκεται κάπου αλλού Έτσι, είναι προτιμότερος ένας μικρός και όχι τόσο εντυπωσιακός ναός, αν μέσα του κρύβει ένα πολύτιμο χρυσελεφάντινο άγαλμα. Αντίθετα, το πήλινο άγαλμα ταυτίζεται με την κενότητα, με την απουσία εκεινώνε των στοιχείων που κάνουνε έναν άνθρωπο αξιόλογο, πο’χει ψυχική ευγένεια, ποιότητα και ανθρωπιά, στοιχεία που τονε κάνουνε ολοκληρωμένη προσωπικότητα. Και για τον Καβάφη, το «κεραμεούν» και «φαύλον», το σιχαμερό, και στην εποχή του και στην εποχή μας «μερικούς (χωρίς προπόνησι αρκετή) αγυρτικώς εξαπατά», αφού οι άνθρωποι συνεχίζουνε να παρασύρονται με την ίδια ευκολία από το ανούσιο, το πήλινο, το φτηνό και τις λαθεμένες επιλογές εκεινώνε που καλύπτουνε την κενότητά τ’ς πίσω από το χρήμα και την επίδειξη. Αλλά και στ’ν ιστορία των πολιτικών ιδεών τονίζεται η μεγάλη αξία της ανθρωπιάς, της «συμπάθειας» και της καλοσύνης[12] Και βέβαια, μοναχά αν είμαστε σωστά εξοπλισμένοι θα μπορούμε να σταθούμε ορτοί απέναντι σε όσους «φορούν το μελανό πουκάμισο και άλλους που μιλούν τη γλώσσα των χοιρογρυλλίων και είναι οι Ωμοφάγοι και οι Άξεστοι του Νερού οι Σιτόφοβοι και οι Πελιδνοί και οι Νεοκόνδορες»[13]. Μοναχά με τον παραπάνου εξοπλισμό θα μπορούμε να κάμουμε και κάτι για τ’ν πείνα, τ’ς αρρώστιες, τον αράθυμο και δυνατό «Βορρά» που τον «Νότο» παγώνει, το ισχυρό φύλο απέναντι στο ασθενές (γιατί σκέφτεστε μοναχά τον παραγωγό του Χόλλυγουντ Χάρβεϋ Γουάινστάϊν;), τον Σάπιενς – «σάπιον» και τ’ς Νεάντερνταλ, να υπερασπιστούμε τα ανθρώπινα δικαιώματα, τον πρόσφυγα σαν κατάντησε κι εφτός πραμάτεια[14], τον άστεγο, τ’ν κάθε «σταχομαζώχτρα και χαροκαμένη πτωχή γραία[15]», τον μπάρμπα Μεμά πο’χασε τη γριά του και δεν ξέρει από τι πέθανε κ.λπ. κ.λπ. Πυξίδα σε κάθε περίπτωση είναι η ανθρωπιά, χωρίς την οποία δεν πάμε πουθενά. Και, βέβαια, προϋπόθεση για να κάμουμε κάτι καρποφόρο είναι να καταλαβαίνουμε και να συναισθανόμαστε τον κόσμο. Όπως λέει κι ο ποιητής, «αιέν η άκρα συνείδηση». Μ. Τ.: Όσο για ‘φτό, οι παλαιότεροι στα χωριά μας -και όχι μόνο- το εξέρανε κι απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη και συνήθως εκάνανε ό,τι εμπορούανε, για να βοηθήσουνε τον γείτονα, τον συγχωριανό, τον κοντοχωριανό, τον συνάνθρωπο. Εθέλανε επισκευές οι εκκλησές; Πρώτος ο Παπαγιώργης κι ακλουθάανε ο μπάρμπα Γεράσ’μος, ο μπάρμπα Σπύρος κι άλλοι. Εγλέπανε η Αντρίνα κι η Μέλπω πως επαδείρανε και δεν τα βγάνανε πέρα στο θέρο, στον τρύγο κ.λπ. κάποιοι συγχωριανοί; Ετρέχανε ν’ αϊτάρουνε[16]. Έριχνε την ταράτσα για το καινόργιο σπίτι ο συγχωριανός; Επαίρνανε φκιάρια, καριόλες, τσαπιά κι ούλα τα χρειαζούμενα οι συγχωριανοί, για να ντονε βοηθήσουνε, με πρώτονε και καλύτερο τον αγαθό γίγαντα Σταύρο Βουκελάτο - Ζνάκο. Στ’ν αρρώστια εβοήθαε όπως και όσο εμπόρειε ο καθένας: από ενέσεις καμφοράς και κούπες[17] ως και ... ξόρκια. Θ’μάμαι ακόμα με συγκίνηση τ’ς μάνας μου τα λόγια, όταν με έστελνε μικρόνε για νια τέτοια ακούρμαση[18]: «Χάει παιδί μου εφτό το καρβέλι στη θεια «Μαύρα», γιατί δεν έχει η μαυροσκονταμένη. Άει καμάρ’ μου». Κι άμα εμείς τα παιδιά επηγαίναμε για νιαν οποιαδήποτε άλλη ακούρμαση συγχωριανού, εισπράτταμε τ’ν ευγνωμοσύνη του. Ο μπάρμπα Μπερεκλής μάς εκέραε μπακούμι[19], η θεια Γκόλφω μας εκάλ’γε να πάμε να φάμε φτακοίλι απ’ το φραγκιάτο τ’ς, η θεια Καλομοίρα να φάμε ξυνάσκαμνα κ.τ.λ. Εξέμενε κάποιος ξένος στα Χορτάτα; Πάντα έβρισκε φιλοξενία. Ερχόντανε διακονιάρ’σες στο χωριό, όπως και στα υπόλοιπα χωριά μας; Ακόμα κι απ’ το πλιο φτωχικό νοικοκυριό τ’ς εδίνανε ό,τι εμπορούανε: δυο πατάκες, λία αυγά, ένα καρβέλι ψωμί, ένα πιάτο φακή, ό,τι εβρισκόντανε. Κι εμείς, τα παιδιά του χωριού, επαίρναμε μαθήματα μ’ εφτό που εβλέπαμε να γένεται κι εμεγαλώσαμε σαν αδέρφια. Το εξέρανε καλά οι παλιότεροι το «όπως σπείρεις θα θερίσεις». Αλλά κι απ’ ούλη τη Λευκάδα έχουμε παραδείγματα εθελοντισμού. Τ’ς προάλλες εδιάβαζα πως ο λευκαδίτης γιατρός Πέτρος Στεφανίτσης κατά την Επανάσταση του 1821 επρόσφερε τ’ς υπηρεσίες του στ’ς πολιορκούμενους Μεσολογγίτες κι αφού εγίνηκε η έξοδος κι εγλύτωσε απ’ το λεπίδι του Τούρκου άφηκε κληροδότημα στη Ριζάρειο Σχολή κι εφοιτήσανε σ’ αυτήν πολλά Λευκαδιτόπουλα – και απ’ το χωριό μας. Υπάρχει, βέβαια, και ο εθελοντισμός των αφανών. Για παράδειγμα, ποιος ξέρει πως ο μπάρμπας μου ο Αγγέλης επήηνε εθελοντής ανιχνευτής στο τάγμα του ήρωα των Βαλκανικών πολέμων ταγματάρχη Βελισσαρίου; Ποιος ξέρει πως ο αείμνηστος Βασίλης ο Αούτος υπήρξε ήρωας του Ελληνοαλβανικού πολέμου, αφού εκράτησε μ’ ένα οπλοπολυβόλο ένανε ολόκληρο λόχο Ιταλών, για να προκάμουνε να καλυφθούνε οι συμπολεμιστές του; Σήμερα, βέβαια, υπάρχουνε κι ένα σωρό άλλες προκλήσεις. Για το νησί μας έχουμε π.χ. την εθελοντική δράση για τη διατήρηση και τη διάδοση του λευκαδίτικου ιδιώματος στο διαδίκτυο και στα κοινωνικά δίκτυα, τ’ς δράσεις για προστασία του περιβάλλοντος των νησιών τ’ς Λευκάδας κ.λπ. Και, βέβαια, εφτό πρέπει να ντο πω: ∆εν επήαμε εμείς στ’ν Ελβετία, για να βοηθήσουμε τ’ς Ελβετούς (εφτό το είχε κάμει ο Καποδίστριας), αλλά οι «Ελβετοί» φίλοι ήρτανε στο νησί μας εθελοντές, αφήνοντας τη βολή τους και, χωρίς να ξέρουνε τη γλώσσα και εντελώς ξένοι με τη νοοτροπία μας, με τον αγώνα τους και τη συνεργασία με τους ξωμάχους μας, εκάμανε ν’ ανασάνουνε την δεκαετία του ’60 ούλα τα χωριά τ’ς Νοτιοδυτικής Λευκάδας. Τι να πρωτοθυμηθώ! Εδώ μοναχά δυο κουβέντες: Το καλοκαίρι του 1965 από το σταθμό πρώτων βοηθειών που είχανε στήσει στα Χορτάτα οι Ελβετοί μας, κάθε μπονόρα[20] η Αλίκη επήηνε κι έκανε ένεση στον αδερφό του Βίτου, τον Σπύρο. Τα κυπαρίσα στο χτήμα του Παπαγιώργη στα Βήσσαλα τα εφύτεψε ο φίλος ο Πέτρος (απ’ την Ολλανδία). Ο Γιάννης ο Χόφμαν εκουβάλαε απ’ το Κωμπλιό το άλεσμα ανήμπορου χωρικού στο μύλο του μακαρίτη του μπάρμπα – Φλίππου κ.λπ., κ.λπ., κ.λπ., ων ουκ έστιν αριθμός, που λέει κι ο Σοφολογιότατος. Με τη δράση τους επί 10 ολόκληρα χρόνια οι «Ελβετοί» φίλοι μάς στέλνουνε και σήμερα ένα μήνυμα ανθρωπιάς, κόντρα στον κανιβαλισμό του μπούλιγκ, κόντρα στη λογική που μας θέλει να ανήκουμε εμείς στα υλικά μας αποκτήματα κι όχι εφτά σε μας, κόντρα στην κυριαρχία του έξυπνου κινητού, που όθε και να’ναι θα μας γνωρίζει καλύτερα κι απ’ τ’ς μανάδες μας, κόντρα στο ταπεινό μας το σαρκίο. Οι εθελοντές Ελβετοί μας στέλνουνε το μήνυμα πως είναι προτιμότερο να κάνουμε κάτι περισσότερο απ’ το «πέρα βρέχει» μέσα σε νια κοινωνία, όπου τα διεθνή εγκληματικά δίκτυα γένονται ούλο και πλιο ασύδοτα. Εφτό δεν πα’να πει πως προβλήματα που εταιλαιπωρούανε τον κόσμο και παλιότερα δεν εξακολουθούνε να ντονε ταλαιπωρούνε και σήμερα. Μπορεί, για παράδειγμα, το 1644 να έπεσε στ’ Λευκάδα επιδημία πανούκλας, φοβερότερης κι από τ’ς σεισμούς και τ’ς πειρατές, που κράτησε δύο ολόκληρα χρόνια και έστειλε στον τάφο πάνω από 2.000 ανθρώπους[21], αλλά το πρόβλημα υπάρχει και σήμερα στην Αφρική, μαζί μ’ ένα σωρό ακόμα προβλήματα. Εφτήνη ακριβώς η πραγματικότητα οδηγεί, πέρα απ’ όσα είπαμε, στ’ν ανάγκη δημιουργίας υπερεθνικών θεσμών για την υπεράσπιση των ανθρώπινων δικαιωμάτων, θεσμών όπως π.χ. η ∆ιεθνής Αμνηστία, που έχει αποκτήσει με την πολυετή δράση τ’ς παγκόσμιο κύρος και έχει εκατομμύρια μέλη. Μάλιστα, ο νέος διευθυντής της στ’ν Ελλάδα με ευχαρίστηση ακούω από φίλο καθηγητή του στ’ν Ευαγγελική πως είναι υψηλού ήθους προσωπικότητα. Επειδή, λοιπόν, η ζωή του ανθρώπου είναι ρευστή και «δεν έχουνε τελειωμό τα πάθια κι οι καημοί του κόσμου», οφείλουμε ούλοι να συμπαραστεκόμαστε και να δείχνουμε αλληλεγγύη στον πλησίον, η οποία πρέπει να ‘ναι συνειδητή, να βγαίνει δηλαδή αυθόρμητα από εκειό που λέγεται ηθική συνείδηση. Τι λες κι εσύ Σοφολογιότατε; ΣΟΦ.: Μου κάζει, φίλε Τιπούκειτε, πως ξέρεις πολύ καλύτερα από μένανε πως ο άνθρωπος πρέπει να’χει πάντ’ ανοιχτά, πάντ’ άγρυπνα τα μάτια τ’ς ψυχής του και να’χει και στο νου του τον αγαπημένο σου κλασικό, τον μπάρμπα Θουκυδίδη, που λέει πως εφτό το «ΝΑΙ» στον ηθικό νόμο για νια πραγματικά ευνομούμενη και δημοκρατική πολιτεία έχει να κάμει με το σεβασμό στ’ς νόμους που ωφελούνε τ’ς αδικούμενους και με τ’ς άγραφους νόμους,[22] μ’ εκεινούς δηλαδή που, παρόλο που’ναι άγραφοι, προκαλούνε αναμφισβήτητη ντροπή σ’ όσους τους καταπατούνε.

Για τη Σύνταξη: Έκτορας Γ. Χόρτης

ΛΕΞΙΚΟ
[1] Γιώργος Σεφέρης, ποίημα Τελευταίος Σταθμός
[2] Τάκης Σινόπουλος, Ο Καιόμενος
[3] Γιάννης Ρίτσος, ποιητική συλλογή «Αγρύπνια»
[4] Ναζίμ Χικμέτ, Όπως ο Κερέμ, Απόδοση Γιάννη Ρίτσου
[5] Ανδρέας Κάλβος, Εις Δόξαν
[6] Πλάτωνος Κρίτων, 49c-d
[7] Κοκοτσελεύομαι = υπερηφανεύομαι
[8] Γράβαλο = μακρύ κοντάρι με σιδερένια απόληξη, για να τρίβουνε τ’ς πλάκες του φούρνου και να βγάνουνε και το ταψί, για να μην καούνε.
[9] Ιθάκη, Κ. Καβάφη
[10] Μπούτζαρο = ευτελές, τιποτένιο πράγμα, ασήμαντος, ευτελής άνθρωπος (< ενετική διάλεκτος, buzαro = μικροκαμωμένο παιδάκι, μικρόσωμος νεαρός)
[11] Ο Απολλώνιος ο Τυανεύς ήταν νεοπυθαγόρειος φιλόσοφος και μάγος (1ος αι. μ. Χ.)
[12] Για παράδειγμα, Παναίτιος ο Ρόδιος, στωικός φιλόσοφος, 2ος αι. π. Χ. – Τόμας Μουρ ( Άγγλος θρησκευτικός και πολιτικός άνδρας, 16ος αι.,«Ουτοπία») κ.ά
[13] Οδυσσέας Ελύτης, Αξιον Εστί, Γένεσις
[14] Γ. Σεφέρης, Τελευταίος Σταθμός
[15] Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Το μοιρολόι της Φώκιας
[16] Αϊτέρνω = βοηθάω
[17] (ρίχνω) κούπες = βεντούζες
[18] Ακούρμαση = θέλημα, εξυπηρέτηση, εκδούλευση
[19] Μπακούμι = λουκούμι
[20] Μπονόρα = πρωί
[21] Σπυρίδων Βλαντής, Η Λευκάς υπό τους Φράγκους, τους Τούρκους και τους Ενετούς (1204-1797), Ιστορικόν δοκίμιον, Εν Λευκάδι 1902, σελ. 98-99.
[22] Θουκυδίδης, Περικλέους Επιτάφιος, Β’ , 37; «...«ὅσοι τε ἐ π' ὠφελίᾳ τῶν ἀδικουμένων κεῖνται καὶ ὅσοι ἄγραφοι ὄντες αἰσχύνην ὁμολογουμένην φέρουσιν’.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Καλώς ήρθατε!
Σας καλωσορίζουμε στην ανανεωμένη ιστοσελίδα μας!
Η ιστοσελίδα μας επανασχεδιάστηκε και ανανεώθηκε, είναι πιο σύγχρονη, πιο λειτουργική και πιο επικεντρωμένη στο να σας προσφέρει τις πληροφορίες που χρειάζεστε άμεσα και γρήγορα.
Για καλύτερη εμπειρία χρήσης αναβαθμίστε την εφαρμογή περιήγησης (Browser) που χρησιμοποιείτε
Ευχαριστούμε που μας επισκεφθήκατε!