Tο πολιτιστικό μας αλφαβητάρι και το … Φενγκ Σούι[1]

Αγαπητοί συγχωριανοί και φίλοι αναγνώστες,
«Όπου και να ταξιδέψω η Λευκάδα, με πληγώνει», λέει θυμοσοφικά ο μπάρμπα Τιπούκειτος, παραφράζοντας το λόγο του νομπελίστα ποιητή Γιώργου Σεφέρη. Και διευκρινίζει πως το μεγαλύτερο κακό που μπορεί να πάθει ένας τόπος, ένας λαός είναι η πολιτιστική χρεοκοπία, μια χρεοκοπία που μας θολώνει το μυαλό και μας κάνει να μην μπορούμε να ξεχωρίσουμε ούτε δυονώ γαϊδουριώνε άχερο.
Γι’ αυτό, λέει, θα πρέπει να πιούμε λίου αγιασμό απ’ το πολιτιστικό μας "αλφαβητάρι", το αλφαβητάρι των προγόνων μας, απ’ το οποίο αναβρύσανε οι κρουστάλλινες πηγές του Βαλαωρίτη και του Σικελιανού, για να βρούμε τα ρίζακλα της ύπαρξής μας. Γιατί μοναχά εκείθενε μπορούμε να πάρουμε απίδρομο[2] και να πατήσουμε γερά «εις τον τραχύν, τον δύσκολον της αρετής τον δρόμον»[3], που θα μας ξυπνήσει απ’ τη νάρκη όλους εμάς που παδίρουμε[4] να βγούμε στο ξέφωτο. Πειθαρχώντας, λοιπόν, στην ορμήνεια του μπάρμπα Τιπούκειτου, θα ντο πάμε κάπως αντιπαροντικά, κάνοντας στροφή στο χορτιώτικο παρελθόν και ιδιαίτερα σ’ εκειό που εκφράζει καλύτερα απ’ ο,τιδήποτε άλλο το πολιτιστικό μας αλφαβητάρι, στη γλώσσα μας, στη ντοπιολαλιά μας. Γι’ αυτό θα παρουσιάσουμε μια «δειγματοληψία» από εφτήνη τη ζωοδότρα φλάδα μας, όπως μας την επρόβαλε ο μπάρμπα Τιπούκειτος. Τον εσυναντήσαμε Γενάρη μήνα να περβατεί στο Χορτερό, τυλιγμένος σ’ ένανε βαρύ μαντύα και μ’ ανασηκωμένο το γιακά.  Τον επαρακαλέσαμε, λοιπόν, να μας τα πει όσο γένεται πιο απλά, για να ποτίσει τα φρυμένα χείλια μας με λίες σταγόνες απ’ τη νερομάνα απ’ την οποία αρδεύεται το λευκαδίτ’κο – χορτιώτ’κο πολιτιστικό αλφαβητάρι . Κι ο μπάρμπα Τιπούκειτος, όπως πάντα, δε μας εχάλασε το χατίρι και μας εξήγησε πως θα ντα πει με νια «συγχρονική» ματιά, συγκρίνοντας το αλφαβητάρι μας με τη μόδα του … Φενγκ Σούι. Κι αρχίνησε:
«Για να μπείτε στο κλίμα, θα ξεκινήσω με μια ιστορία που δεν είναι τόσο παλιά, παρόλο που ακουμπάει πολύ βαθιά μέσα στο χρόνο. Η αρχή τ’ς βρίσκεται κάπου στ’ς αρχές της δεκαετίας του 1950. Τότενες οι πατεράδες κι οι μανάδες μας, οι παππούληδες και οι βαβάδες μας ήτανε εκείνοι που εματαχτίσανε το χωριό μετά τους σεισμούς του ’48 και του ‘53· ήτανε εκείνοι που εφυτέψανε αμπέλια απά’ στην πέτρα· ήτανε εκείνοι πο’ δαγκάανε το ροϊ, για να κάμουνε οικονομία στο λάδι· ήτανε εκείνοι πο’ κάνανε τραμέτζο[5] από τα μπαλώματα το παντελόνι τους, για να σπουδάσουνε τα παιδιά και τ’αγγόνια τους · ήτανε εκείνοι πο ’λιμπαδιάζανε[6] το πιάτο τους, για να δώκουνε στα παιδιά · ήτανε εκείνοι πο’στιβανε την πέτρα, για να βγάλει ζουμί· ήτανε εκείνοι πο’ κάνανε τα πάντα, για να ζήσουνε καλύτερα τα παιδιά τους · ήτανε εκείνοι που τα βάνανε με το χειμώνα, που αγριεμένος κι αλύπητος έφκιανε καρκάνα[7] στον κορύτο[8] κι ετρύπαε το κόκαλο ως μέσα στο μεδούλι· ήτανε εκείνοι που δεν ελογαριάζανε ούτε τα δυο μέτρα χιόνι κι εγυρίζανε με νια[9] αγκαλιά κραμπολάχανα απ’ την Παναγιά και το Βασιλικό, κι όσο να γυρίσουνε δεν ορίζανε το χέρι τους, γιατί  εκαρκάνιαζε απ’ το κρύο κι εμυρμήγκιαζε σαν και να ντο τρυπάανε βελόνες, κιαπέ[10], σαν και να τόβαλες σε ζοματιστό νερό, έβγανε φωτιά απ’ τα κρυοπαγήματα · ήτανε η «θεια Μαύρα», που, ενώ το χιόνι έπεφτε τριβλωτό[11], σκυφτή, με χέρια κοκαλιάρικα και παγωμένα, έπιανε το κουτσομάχαιρο, για να μαζώξει κάνα ζώχο απ’ τα σόερα[12] και να ετοιμάσει σιωπηλή της φαμελιάς το γιόμα· ήτανε ο υπέργηρος μπάρμπα Θωμάς, που με το τσεκούρι επολέμαε[13] να βγάλει κανιά σφλέτζα[14], για ν’ανάψει τη φωτιά, να ζεσταθούνε ένα τρίμμα[15] τ’ αγγόνια του· ήτανε εκείνοι που επ’γαίνανε να οργώσουνε, με την τραμ’ντάνα να καναλίζει[16] απ’ τα Σταυρωτά και να τους περονιάζει τόσο, που να τρέμει το κατακλείδι τους· ήτανε εκείνοι που επ’γαίνανε να μαζώξουνε ελιές, να κόψουνε κλαρί για τα ζωντανά, να μαζώξουνε φρύγανα για το φούρνο κι άλλα τέτοια, και εξυλοπαντουριάζανε[17] ή κι εγενόντανε μοσκίδι[18], με κόντρα τη νότια του Γαρμπή ή και το  Στρογάρμπι[19] που τους επότιζε ως το μεδούλι. Κι αν πάμε και παραπίσω στο χρόνο, στις μακριὲς σειρὲς των προγόνων μας, που λέει και ο ποιητής, ήτανε εκείνοι που εδουλέψανε τη στέρφα γης και τηνε ημερώσανε, αλλά και που εκαλλιεργήσανε τη λευκαδίτικη ντοπιολαλιά, την ετεμαχίσανε σε κρίκους, την εκάμανε νοήματα, την εσφυρηλάτησανε, όπως το χρυσάφι οι μεταλλουργοὶ, κι᾿ εγίνηκε, όπως είπαμε, Βαλαωρίτηδες και Σικελιανοί κι άλλα κοσμήματα. Με τις λέξεις εφτές, μ’ εφτό το καθαρό χρυσάφι πο’ρχεται απ’ τα βάθη των αιώνων, εβήκαμε και πορευόμαστε στον κόσμο ετούτονε τον τριτσομπαλωμένο, που λέει και το τραγούδι.

Για να ντα κάμω πιο λιανά, θα να’λεα, ξεκινώντας απ’ τη χορτιώτικη οικιστική διαχείριση του φυσικού τοπίου, πως η παραδοσιακή αρχιτεκτονική μας εστηρίχτηκε στην παρατηρητικότητα και την εμπειρία των προγόνων μας, απ’ τη ζωή τους μέσα στο φυσικό περιβάλλον του χωριού μας.  Για τον προσανατολισμό, είχανε τ’αμέντι τους[20] στην προστασία απ’ τ’ς βόρειους ανέμους (τα Σταυρωτά «κόβουνε» τ’ς ανέμους τραμουντάνα, γραίο, γραιολεβάντε) και την αξιοποίηση του νότιου προσανατολισμού, όπως θέλει και το Φενγκ Σούι, με τα ανοίγματα των σπιτιών να βλέπουνε προς τον Άϊ- Πέτρο και τη Βασιλική. Στο χορτιώτικο … Φενγκ Σούι μπορούμε να λογαριάσουμε και τη μεγαλύτερης διάρκειας ηλιοφάνεια το χειμώνα, το μαῒστρο του καλοκαιριού, τ’ς φυσικές πηγές νερού και το χτίσιμο των σπιτιώνε από απλά φυσικά υλικά σε χώρο με πυκνή βλάστηση και δέντρα για δροσά, ίσκιο και προστασία απ’ τ’ς ανέμους.                                                                                                                        
Μέσα σ’ εφτό το περιβάλλον ο Χορτιώτης έζ’γε απλά και λιτά. Η ζωή του ήτανε δύσκολη και φτωχική στην «κλειστή αγροτική του οικονομία», που λένε οι ιστορικοί κι οι οικονομολόγοι, κι οι βασικές ανάγκες του επηγαίνανε «μη και βαρ’», δ’λαδή εκαλυπτόντανε –δεν εκαλυπτόντανε, παρόλο που η δουλειά τ’ς κάθε οικογένειας, απ’ το μικρότερο ως το μεγαλύτερο μέλος της, ήτανε πολύ σκληρή. Εβανόντανε[21] να εκμεταλλευτούνε πέρα για πέρα όγια[22] περιθώρια τ’ς έδιν’ ο τόπος. Ήτανε ούλο πέτρα το χωραφάκι; Εφτεύανε αμπέλια με τον πάλο[23]. Υπήρχανε καλάμια στ’ς νεροσορμές; Τα κόβανε, για να φκιάνουνε τραμέτζα. Τα σπάρτα; Υλικά οικοδομής κι εφτά. Τίποτα δεν επήηνε χαμένο. Επροσέχανε μοναχά εφτό που λένε «οικολογική ισορροπία», και μάλιστα σαν τα μάτια τους, όχι σαν τα πράσιν’ ά-λογα των ημερών μας. Όσο για εφτό που λένε σήμερα οι Φενγκ- Σουίπληκτοι, πως πρέπει να ξεφορτωνόμαστε τα άχρηστα, θα ντ’ ακουρμαζόντανε οι παλιότεροι σαν εκειό που είναι, δηλαδή κινέζικα. Στο χορτιώτικο σπίτι δεν υπήρχε τίποτα το άχρηστο. Το βαένι με το σ’τάρι για το ψωμί τ’ς οικογένειας, το καρατέλο[24] με το κρασί και το καρτεζίνι[25] ή την πύργια[26] αποκούπκα[27], η καπάσα[28] με το λάδι, η λάτα[29] με το τερί κι εκείνη με τ’ς ξεροσαρδέλες, η πατάκα απκάτου απ’ το κρεβάτι ανάμεσα στα καβαλέτα[30], οι σάκινες[31] με το μαέρεμα (όσπρια), ο οίκος με τα χοντροσκούτια (σαγιάσματα, βελέτζες, μαντανίες, ντρεμίδια κ.λπ.), η κασέλα, το ντρουβέλι[32] κι ο κατρουμάς[33], τα κουζινικά και γενικά η πομπίλια[34] (πινιάτα, μπρακάτσι, παδέλα, ροῒ, καυκιά, χαβάνι, κίκαρη, σκουτέλα, σίτες, νταβάδες, μπόλιες, λαῒποδας για το σάρωμα, τάβλα, τάκοι και τα λοιπά χρειώδη), για να ντα φέρνει βόλτα η κάθε οικογένεια. Τίποτα δεν επήηνε χαμένο. Ακόμα κι ένα παλιορούτι[35] εγενόντανε στον αργαλειό νια ωραία κουρελού, σαν εκειές που έπαιρνε η Τζάκυ Ωνάση όθενε[36] τ’ς έβρισκε, για να τ’ς στρώνει στην κουζίνα τ’ς. Οι παλιότεροι, βέβαια, στην κουζίνα τ’ς το χειμώνα εστρώνανε τσόλια[37], πού’τανε ξεματοχινά[38] για το σαλίτζο[39].

Στο θέμα τ΄ς γκαρνταρόμπας (γι’ άκου λέξη!) από πολύ παλιά ακολουθάανε οι Χορτιώτες πιστά τη μόδα του Φενγ Σούι, ίσως και το αντίστροφο. Σύμφωνα μ’ εφτήνη, τα ρούχα που φοράμε, ακόμα και τ’ αποδιαλεούρια, στέλνουνε στ’ς αλλουνούς … ραπόρτα[40]. Το Φενγκ Σούι συστήνει να αφήνουμε ανοιχτό το λαιμό, για να επικοινωνούμε χωρίς μπλοκαρίσματα με τ’ς αλλ’νούς. Στο χωριό για τ’ς άντρες και τ’ αρσενικά παιδιά ο λαιμός ήτανε ανοιχτός, γιατί εφορούανε απόξου απ’το πουκάμισο ζ’λέ[41]. Αν, μάλιστα, ο ζ’λές είχε και κανιά φόσσα[42], ανοιχτό ήτανε και το στήθος. Οι παντρεμένες είχανε τα κονταπέτα[43] τσου κι αφήνανε το λαιμό ανοιχτόνε. Μοναχά οι ανύπαντρες είχανε το φόρεμα κουμπωμένο με ζάβγιες[44] ως απά’ στο λαιμό, για λόγους ηθικής τάξεως. Επίσης οι Φενγκσουῒτες αποφεύγουνε τα πολύ στενά ρούχα, γιατί λένε πως μπλοκάρουνε την ενέργεια, κι ακόμα αποφεύγουνε να βάνουνε τα παπούτσα τους στα υπνοδωμάτια. Ε, εφτά τα εφαρμόζανε 100% στο χωριό. Ούλα τα ρούχα ήτανε «ευάερα και ευήλια», για λόγους τεχνικούς –γεωργοί γαρ -, καθώς και τα παπούτσα, που στην μοντέρνα εκδοχή τους ήτανε, φυσικά, vaketta ή tsarouchi (χωρίς τελικό σίγμα). Στα «must» του Φενγκ Σούι» ανήκουνε και τα κεριά, που υστερούνε κατά πολύ απ’ τα λυχνάρια μας, όπως περίτρανα τ’ απόδειξε εδώ και δυόμιση χιλιάδες χρόνια ο Διογένης. Όσο για το φαῒ και το πιοτί, το παραπανίσο βάρος θεωρείται απ’ τους Φενγκσουῒτες μια ενεργειακή ανισορροπία. Εδώ όμως τα χαλάμε, γιατί ισχυρίζονται πως οι κρίσεις βουλιμίας μπορεί να οφείλονται σε λανθασμένη οργάνωση του χώρου (!!!), ενώ η παράδοσή μας λέει πως αυτό που βοηθάει, για να βρει ο καθένας το ιδανικό του βάρος, είναι η οικολογική διατροφή, συνήθως πράσινη. Για να βγει κάποιος μισολούρι[45], δ’λαδή για αδυνάτισμα, προτείνονται τα εξής: τσαπί από φυλακής πρωῒας μέχρι νυκτός , νηστεία (και προσευχή) με χόρτα το μεσημέρι και λάχανα το βράδυ κι όσο αντέξει. Οι διακρίσεις μεταλλαγμένα και μη, βιολογικά και μη, ήταν άγνωστες. Γενικά η χορτιώτικη γαστριμαργική παράδοση προτείνει τα εξής φαγιά και πιοτά:  Ψωμί από σιτάρι ξυλόκαστρο ή γαύρο (εννοείται ολικής - το μερικής είναι αδιανόητο), πεταστή, γάλα απ’το μαστάρι τση γιδός, σαλαμούρα, λάχανα και λοιπά αυτοφυή Χορτάτων, όπως οι (γκουρμέ) μαντριγούρες και σπαράγγια, ζυμαρικά στιγμής «φύλλο», τ’ρόψωμο, ζούπα, αυγά κοτός / γάλισσας – πατάκες - κρεμμύδια στη χόβολη, οπωροκηπευτικά Παναγιάς, Καλαμιού ή Βασιλικού. Από πιοτά νερό απ’ το Σουλάκι, τσάι Σταυρωτών, καφέ από ρεβύθι, ψημένονε στο καφοσούβλι με φλούδα από πορτογάλι για άρωμα, κρασί κεροπάτι, και … σταλακτίτες για αναψυκτικά χειμώνα

Το πολιτιστικό μας αλφαβητάρι, βέβαια, έχει μέσα κι ένα σωρό άλλα καλούδια, που σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να ντα υποτιμάμε, γιατί, όπως είπαμε, εφτά είναι ο πλούτος μας. Όσο για το Φενγκ Σούι, ας μην το παρατραβάμε κι ας κάνουμε πράξη την αρχαία ελληνική αρετή τ’ς μεσότητας.

ΛΕΞΙΚΟ
[1] Το Φένγκ Σούι είναι ένα σύστημα που παραπέμπει σε μια παραδοσιακή κινέζικη γεω-φιλοσοφία, σύμφωνα με την οποία ο άνθρωπος σχετίζεται δυναμικά με το περιβάλλον και αλληλεπιδρά με αυτό. Στα κινέζικα ο όρος σημαίνει αέρας και νερό και το όνομα αυτό δόθηκε από τα δύο σημαντικότερα χαρακτηριστικά ενός οικοπέδου ή μιας ευρύτερης οικοδομήσιμης έκτασης, δηλαδή τον αέρα (επηρεάζεται από τα δάση ή τα βουνά κλπ) και το νερό (πηγές, λίμνες, ποτάμια κ.λπ.). Στη σύγχρονη εποχή με τον όρο "φενγκ σούι" αποκαλείται η τοποθέτηση διαφόρων αντικειμένων σε ένα χώρο, έτσι ώστε να υπάρχει καλή ενέργεια.
[2] Παίρνω απίδρομο =παίρνω φόρα
[3] Εις Δόξαν, Ανδρέα Κάλβου
[4] Παδείρω (παδίρω) = πασχίζω, υποφέρω
[5] Τραμέτζο = μεσότοιχος
[6] Λιμπαδιάζω το πιάτο = αφαιρώ μέρος απ’ το φαγητό που έχει
[7] Καρκάνα/καρκανιάζω = το στρώμα πάγου που σχηματίζεται στην επιφάνεια του νερού σε πολύ χαμηλές θερμοκρασίες/ ξεπαγιάζω
[8] Κορύτος = γούβα πέτρινη ή ξύλινη, που τη γέμιζαν νερό, για να πίνουν οι κότες, ενδεχομένως και τα ζώα, ή ακόμη και για πλύσιμο χεριών
[9] Νια =μια
[10] Κιαπέ =κι ύστερα
[11] Τριβλωτό = συμπαγές χιόνι, σα μικροσκοπικός βώλος, σε αντίθεση με τη φλαρίδα, δηλαδή τις λεπτές νιφάδες χιονιού
[12] Σόερα = οι ανοιχτοί χώροι κοντά στο σπίτι
[13] Πολεμάω =προσπαθώ με όλες μου τις δυνάμεις, πασχίζω
[14] Σφλέτζα = σχετικά λεπτά κομμάτια ξύλα για τη φωτιά.
[15] Τρίμμα =λίγο, μτφρ. μια ιδέα
[16] Καναλίζω = ρέω, κατεβάζω αδιάκοπα αέρα (εδώ: τσουχτερό αέρα)
[17] Ξυλοπαντουριάζω = γίνομαι κόκκαλο απ’ το κρύο
[18] Μοσκίδι =μούσκεμα
[19] Στρογάρμπι = από το Όστρια + Γαρμπής
[20] Είχανε τ’αμέντι τους =είχανε το νου τους, είχανε στραμμένη την προσοχή τους
[21] Βάνομαι =πασχίζω
[22] Όγια =όποια
[23] Πάλος =λοστός
[24] Καρατέλο =βαρελάκι
[25] Καρτεζίνι = κύπελλο, συνήθως τσίγκινο ή μαντεμένιο, που χωρούσε 115 γραμμάρια και χρησίμευε ως μέτρο υγρών (1/4 του καρτούτσου).
[26] Πύργια =μικρό χωνί
[27] Αποκούπκα =ανάποδα
[28] Καπάσα =μεγάλο κιούπι
[29] Λάτα =ντενεκές
[30] Καβαλέτα = ξύλινα υποστηρίγματα του κρεββατιού
[31] Σάκινες =μεγάλα σακιά
[32] Ντρουβέλι =μικρός ντρουβάς για τη βρώμη των φορτηγών ζώων
[33] Κατρουμάς =χαλινάρι
[34] Πομπίλια = εξοπλισμός
[35] Παλιορούτι = καταξεσκισμένο ρούχο
[36] Όθενε =απ’όπου
[37] Τσόλια = χοντρές σακούλες στα ελαιοτριβεία, για να βάζουν μέσα την αλεσμένη ελιά, που όταν επαλιώνανε χρησιμοποιούντανε για στρωσίδια.
[38] Ξεματοχινός = κατάλληλος για μια ειδική περίπτωση
[39] Σαλίτζο =γυμνό δάπεδο
[40] Ραπόρτο =μήνυμα
[41] Ζ’λές = πλεχτό πουλόβερ χωρίς μανίκια
[42] Φόσσα = τρύπα
[43] Κονταπέτα = τα ρούχα (ανοιχτό φόρεμα, σπαλέτα, καμπζέτο, μαντήλι), και τα διακοσμητικά (π.χ. μία διακοσμητική καρφίτσα) για το στήθος. Το φόρεμα είναι ανοιχτό στο μπούστο.
[44] Ζάβγιες == μικρές πόρπες, κόπιτσες
[45] Βγαίνω μισολούρι = μου βγαίνει το λάδι, γίνομαι πετσί και κόκκαλο
Αγαπητοί συγχωριανοί και φίλοι αναγνώστες,
«Όπου και να ταξιδέψω η Λευκάδα, με πληγώνει», λέει θυμοσοφικά ο μπάρμπα Τιπούκειτος, παραφράζοντας το λόγο του νομπελίστα ποιητή Γιώργου Σεφέρη. Και διευκρινίζει πως το μεγαλύτερο κακό που μπορεί να πάθει ένας τόπος, ένας λαός είναι η πολιτιστική χρεοκοπία, μια χρεοκοπία που μας θολώνει το μυαλό και μας κάνει να μην μπορούμε να ξεχωρίσουμε ούτε δυονώ γαϊδουριώνε άχερο.
Γι’ αυτό, λέει, θα πρέπει να πιούμε λίου αγιασμό απ’ το πολιτιστικό μας "αλφαβητάρι", το αλφαβητάρι των προγόνων μας, απ’ το οποίο αναβρύσανε οι κρουστάλλινες πηγές του Βαλαωρίτη και του Σικελιανού, για να βρούμε τα ρίζακλα της ύπαρξής μας. Γιατί μοναχά εκείθενε μπορούμε να πάρουμε απίδρομο[2] και να πατήσουμε γερά «εις τον τραχύν, τον δύσκολον της αρετής τον δρόμον»[3], που θα μας ξυπνήσει απ’ τη νάρκη όλους εμάς που παδίρουμε[4] να βγούμε στο ξέφωτο. Πειθαρχώντας, λοιπόν, στην ορμήνεια του μπάρμπα Τιπούκειτου, θα ντο πάμε κάπως αντιπαροντικά, κάνοντας στροφή στο χορτιώτικο παρελθόν και ιδιαίτερα σ’ εκειό που εκφράζει καλύτερα απ’ ο,τιδήποτε άλλο το πολιτιστικό μας αλφαβητάρι, στη γλώσσα μας, στη ντοπιολαλιά μας. Γι’ αυτό θα παρουσιάσουμε μια «δειγματοληψία» από εφτήνη τη ζωοδότρα φλάδα μας, όπως μας την επρόβαλε ο μπάρμπα Τιπούκειτος. Τον εσυναντήσαμε Γενάρη μήνα να περβατεί στο Χορτερό, τυλιγμένος σ’ ένανε βαρύ μαντύα και μ’ ανασηκωμένο το γιακά.  Τον επαρακαλέσαμε, λοιπόν, να μας τα πει όσο γένεται πιο απλά, για να ποτίσει τα φρυμένα χείλια μας με λίες σταγόνες απ’ τη νερομάνα απ’ την οποία αρδεύεται το λευκαδίτ’κο – χορτιώτ’κο πολιτιστικό αλφαβητάρι . Κι ο μπάρμπα Τιπούκειτος, όπως πάντα, δε μας εχάλασε το χατίρι και μας εξήγησε πως θα ντα πει με νια «συγχρονική» ματιά, συγκρίνοντας το αλφαβητάρι μας με τη μόδα του … Φενγκ Σούι. Κι αρχίνησε:
«Για να μπείτε στο κλίμα, θα ξεκινήσω με μια ιστορία που δεν είναι τόσο παλιά, παρόλο που ακουμπάει πολύ βαθιά μέσα στο χρόνο. Η αρχή τ’ς βρίσκεται κάπου στ’ς αρχές της δεκαετίας του 1950. Τότενες οι πατεράδες κι οι μανάδες μας, οι παππούληδες και οι βαβάδες μας ήτανε εκείνοι που εματαχτίσανε το χωριό μετά τους σεισμούς του ’48 και του ‘53· ήτανε εκείνοι που εφυτέψανε αμπέλια απά’ στην πέτρα· ήτανε εκείνοι πο’ δαγκάανε το ροϊ, για να κάμουνε οικονομία στο λάδι· ήτανε εκείνοι πο’ κάνανε τραμέτζο[5] από τα μπαλώματα το παντελόνι τους, για να σπουδάσουνε τα παιδιά και τ’αγγόνια τους · ήτανε εκείνοι πο ’λιμπαδιάζανε[6] το πιάτο τους, για να δώκουνε στα παιδιά · ήτανε εκείνοι πο’στιβανε την πέτρα, για να βγάλει ζουμί· ήτανε εκείνοι πο’ κάνανε τα πάντα, για να ζήσουνε καλύτερα τα παιδιά τους · ήτανε εκείνοι που τα βάνανε με το χειμώνα, που αγριεμένος κι αλύπητος έφκιανε καρκάνα[7] στον κορύτο[8] κι ετρύπαε το κόκαλο ως μέσα στο μεδούλι· ήτανε εκείνοι που δεν ελογαριάζανε ούτε τα δυο μέτρα χιόνι κι εγυρίζανε με νια[9] αγκαλιά κραμπολάχανα απ’ την Παναγιά και το Βασιλικό, κι όσο να γυρίσουνε δεν ορίζανε το χέρι τους, γιατί  εκαρκάνιαζε απ’ το κρύο κι εμυρμήγκιαζε σαν και να ντο τρυπάανε βελόνες, κιαπέ[10], σαν και να τόβαλες σε ζοματιστό νερό, έβγανε φωτιά απ’ τα κρυοπαγήματα · ήτανε η «θεια Μαύρα», που, ενώ το χιόνι έπεφτε τριβλωτό[11], σκυφτή, με χέρια κοκαλιάρικα και παγωμένα, έπιανε το κουτσομάχαιρο, για να μαζώξει κάνα ζώχο απ’ τα σόερα[12] και να ετοιμάσει σιωπηλή της φαμελιάς το γιόμα· ήτανε ο υπέργηρος μπάρμπα Θωμάς, που με το τσεκούρι επολέμαε[13] να βγάλει κανιά σφλέτζα[14], για ν’ανάψει τη φωτιά, να ζεσταθούνε ένα τρίμμα[15] τ’ αγγόνια του· ήτανε εκείνοι που επ’γαίνανε να οργώσουνε, με την τραμ’ντάνα να καναλίζει[16] απ’ τα Σταυρωτά και να τους περονιάζει τόσο, που να τρέμει το κατακλείδι τους· ήτανε εκείνοι που επ’γαίνανε να μαζώξουνε ελιές, να κόψουνε κλαρί για τα ζωντανά, να μαζώξουνε φρύγανα για το φούρνο κι άλλα τέτοια, και εξυλοπαντουριάζανε[17] ή κι εγενόντανε μοσκίδι[18], με κόντρα τη νότια του Γαρμπή ή και το  Στρογάρμπι[19] που τους επότιζε ως το μεδούλι. Κι αν πάμε και παραπίσω στο χρόνο, στις μακριὲς σειρὲς των προγόνων μας, που λέει και ο ποιητής, ήτανε εκείνοι που εδουλέψανε τη στέρφα γης και τηνε ημερώσανε, αλλά και που εκαλλιεργήσανε τη λευκαδίτικη ντοπιολαλιά, την ετεμαχίσανε σε κρίκους, την εκάμανε νοήματα, την εσφυρηλάτησανε, όπως το χρυσάφι οι μεταλλουργοὶ, κι᾿ εγίνηκε, όπως είπαμε, Βαλαωρίτηδες και Σικελιανοί κι άλλα κοσμήματα. Με τις λέξεις εφτές, μ’ εφτό το καθαρό χρυσάφι πο’ρχεται απ’ τα βάθη των αιώνων, εβήκαμε και πορευόμαστε στον κόσμο ετούτονε τον τριτσομπαλωμένο, που λέει και το τραγούδι.

Για να ντα κάμω πιο λιανά, θα να’λεα, ξεκινώντας απ’ τη χορτιώτικη οικιστική διαχείριση του φυσικού τοπίου, πως η παραδοσιακή αρχιτεκτονική μας εστηρίχτηκε στην παρατηρητικότητα και την εμπειρία των προγόνων μας, απ’ τη ζωή τους μέσα στο φυσικό περιβάλλον του χωριού μας.  Για τον προσανατολισμό, είχανε τ’αμέντι τους[20] στην προστασία απ’ τ’ς βόρειους ανέμους (τα Σταυρωτά «κόβουνε» τ’ς ανέμους τραμουντάνα, γραίο, γραιολεβάντε) και την αξιοποίηση του νότιου προσανατολισμού, όπως θέλει και το Φενγκ Σούι, με τα ανοίγματα των σπιτιών να βλέπουνε προς τον Άϊ- Πέτρο και τη Βασιλική. Στο χορτιώτικο … Φενγκ Σούι μπορούμε να λογαριάσουμε και τη μεγαλύτερης διάρκειας ηλιοφάνεια το χειμώνα, το μαῒστρο του καλοκαιριού, τ’ς φυσικές πηγές νερού και το χτίσιμο των σπιτιώνε από απλά φυσικά υλικά σε χώρο με πυκνή βλάστηση και δέντρα για δροσά, ίσκιο και προστασία απ’ τ’ς ανέμους.                                                                                                                        
Μέσα σ’ εφτό το περιβάλλον ο Χορτιώτης έζ’γε απλά και λιτά. Η ζωή του ήτανε δύσκολη και φτωχική στην «κλειστή αγροτική του οικονομία», που λένε οι ιστορικοί κι οι οικονομολόγοι, κι οι βασικές ανάγκες του επηγαίνανε «μη και βαρ’», δ’λαδή εκαλυπτόντανε –δεν εκαλυπτόντανε, παρόλο που η δουλειά τ’ς κάθε οικογένειας, απ’ το μικρότερο ως το μεγαλύτερο μέλος της, ήτανε πολύ σκληρή. Εβανόντανε[21] να εκμεταλλευτούνε πέρα για πέρα όγια[22] περιθώρια τ’ς έδιν’ ο τόπος. Ήτανε ούλο πέτρα το χωραφάκι; Εφτεύανε αμπέλια με τον πάλο[23]. Υπήρχανε καλάμια στ’ς νεροσορμές; Τα κόβανε, για να φκιάνουνε τραμέτζα. Τα σπάρτα; Υλικά οικοδομής κι εφτά. Τίποτα δεν επήηνε χαμένο. Επροσέχανε μοναχά εφτό που λένε «οικολογική ισορροπία», και μάλιστα σαν τα μάτια τους, όχι σαν τα πράσιν’ ά-λογα των ημερών μας. Όσο για εφτό που λένε σήμερα οι Φενγκ- Σουίπληκτοι, πως πρέπει να ξεφορτωνόμαστε τα άχρηστα, θα ντ’ ακουρμαζόντανε οι παλιότεροι σαν εκειό που είναι, δηλαδή κινέζικα. Στο χορτιώτικο σπίτι δεν υπήρχε τίποτα το άχρηστο. Το βαένι με το σ’τάρι για το ψωμί τ’ς οικογένειας, το καρατέλο[24] με το κρασί και το καρτεζίνι[25] ή την πύργια[26] αποκούπκα[27], η καπάσα[28] με το λάδι, η λάτα[29] με το τερί κι εκείνη με τ’ς ξεροσαρδέλες, η πατάκα απκάτου απ’ το κρεβάτι ανάμεσα στα καβαλέτα[30], οι σάκινες[31] με το μαέρεμα (όσπρια), ο οίκος με τα χοντροσκούτια (σαγιάσματα, βελέτζες, μαντανίες, ντρεμίδια κ.λπ.), η κασέλα, το ντρουβέλι[32] κι ο κατρουμάς[33], τα κουζινικά και γενικά η πομπίλια[34] (πινιάτα, μπρακάτσι, παδέλα, ροῒ, καυκιά, χαβάνι, κίκαρη, σκουτέλα, σίτες, νταβάδες, μπόλιες, λαῒποδας για το σάρωμα, τάβλα, τάκοι και τα λοιπά χρειώδη), για να ντα φέρνει βόλτα η κάθε οικογένεια. Τίποτα δεν επήηνε χαμένο. Ακόμα κι ένα παλιορούτι[35] εγενόντανε στον αργαλειό νια ωραία κουρελού, σαν εκειές που έπαιρνε η Τζάκυ Ωνάση όθενε[36] τ’ς έβρισκε, για να τ’ς στρώνει στην κουζίνα τ’ς. Οι παλιότεροι, βέβαια, στην κουζίνα τ’ς το χειμώνα εστρώνανε τσόλια[37], πού’τανε ξεματοχινά[38] για το σαλίτζο[39].

Στο θέμα τ΄ς γκαρνταρόμπας (γι’ άκου λέξη!) από πολύ παλιά ακολουθάανε οι Χορτιώτες πιστά τη μόδα του Φενγ Σούι, ίσως και το αντίστροφο. Σύμφωνα μ’ εφτήνη, τα ρούχα που φοράμε, ακόμα και τ’ αποδιαλεούρια, στέλνουνε στ’ς αλλουνούς … ραπόρτα[40]. Το Φενγκ Σούι συστήνει να αφήνουμε ανοιχτό το λαιμό, για να επικοινωνούμε χωρίς μπλοκαρίσματα με τ’ς αλλ’νούς. Στο χωριό για τ’ς άντρες και τ’ αρσενικά παιδιά ο λαιμός ήτανε ανοιχτός, γιατί εφορούανε απόξου απ’το πουκάμισο ζ’λέ[41]. Αν, μάλιστα, ο ζ’λές είχε και κανιά φόσσα[42], ανοιχτό ήτανε και το στήθος. Οι παντρεμένες είχανε τα κονταπέτα[43] τσου κι αφήνανε το λαιμό ανοιχτόνε. Μοναχά οι ανύπαντρες είχανε το φόρεμα κουμπωμένο με ζάβγιες[44] ως απά’ στο λαιμό, για λόγους ηθικής τάξεως. Επίσης οι Φενγκσουῒτες αποφεύγουνε τα πολύ στενά ρούχα, γιατί λένε πως μπλοκάρουνε την ενέργεια, κι ακόμα αποφεύγουνε να βάνουνε τα παπούτσα τους στα υπνοδωμάτια. Ε, εφτά τα εφαρμόζανε 100% στο χωριό. Ούλα τα ρούχα ήτανε «ευάερα και ευήλια», για λόγους τεχνικούς –γεωργοί γαρ -, καθώς και τα παπούτσα, που στην μοντέρνα εκδοχή τους ήτανε, φυσικά, vaketta ή tsarouchi (χωρίς τελικό σίγμα). Στα «must» του Φενγκ Σούι» ανήκουνε και τα κεριά, που υστερούνε κατά πολύ απ’ τα λυχνάρια μας, όπως περίτρανα τ’ απόδειξε εδώ και δυόμιση χιλιάδες χρόνια ο Διογένης. Όσο για το φαῒ και το πιοτί, το παραπανίσο βάρος θεωρείται απ’ τους Φενγκσουῒτες μια ενεργειακή ανισορροπία. Εδώ όμως τα χαλάμε, γιατί ισχυρίζονται πως οι κρίσεις βουλιμίας μπορεί να οφείλονται σε λανθασμένη οργάνωση του χώρου (!!!), ενώ η παράδοσή μας λέει πως αυτό που βοηθάει, για να βρει ο καθένας το ιδανικό του βάρος, είναι η οικολογική διατροφή, συνήθως πράσινη. Για να βγει κάποιος μισολούρι[45], δ’λαδή για αδυνάτισμα, προτείνονται τα εξής: τσαπί από φυλακής πρωῒας μέχρι νυκτός , νηστεία (και προσευχή) με χόρτα το μεσημέρι και λάχανα το βράδυ κι όσο αντέξει. Οι διακρίσεις μεταλλαγμένα και μη, βιολογικά και μη, ήταν άγνωστες. Γενικά η χορτιώτικη γαστριμαργική παράδοση προτείνει τα εξής φαγιά και πιοτά:  Ψωμί από σιτάρι ξυλόκαστρο ή γαύρο (εννοείται ολικής - το μερικής είναι αδιανόητο), πεταστή, γάλα απ’το μαστάρι τση γιδός, σαλαμούρα, λάχανα και λοιπά αυτοφυή Χορτάτων, όπως οι (γκουρμέ) μαντριγούρες και σπαράγγια, ζυμαρικά στιγμής «φύλλο», τ’ρόψωμο, ζούπα, αυγά κοτός / γάλισσας – πατάκες - κρεμμύδια στη χόβολη, οπωροκηπευτικά Παναγιάς, Καλαμιού ή Βασιλικού. Από πιοτά νερό απ’ το Σουλάκι, τσάι Σταυρωτών, καφέ από ρεβύθι, ψημένονε στο καφοσούβλι με φλούδα από πορτογάλι για άρωμα, κρασί κεροπάτι, και … σταλακτίτες για αναψυκτικά χειμώνα

Το πολιτιστικό μας αλφαβητάρι, βέβαια, έχει μέσα κι ένα σωρό άλλα καλούδια, που σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να ντα υποτιμάμε, γιατί, όπως είπαμε, εφτά είναι ο πλούτος μας. Όσο για το Φενγκ Σούι, ας μην το παρατραβάμε κι ας κάνουμε πράξη την αρχαία ελληνική αρετή τ’ς μεσότητας.

ΛΕΞΙΚΟ
[1] Το Φένγκ Σούι είναι ένα σύστημα που παραπέμπει σε μια παραδοσιακή κινέζικη γεω-φιλοσοφία, σύμφωνα με την οποία ο άνθρωπος σχετίζεται δυναμικά με το περιβάλλον και αλληλεπιδρά με αυτό. Στα κινέζικα ο όρος σημαίνει αέρας και νερό και το όνομα αυτό δόθηκε από τα δύο σημαντικότερα χαρακτηριστικά ενός οικοπέδου ή μιας ευρύτερης οικοδομήσιμης έκτασης, δηλαδή τον αέρα (επηρεάζεται από τα δάση ή τα βουνά κλπ) και το νερό (πηγές, λίμνες, ποτάμια κ.λπ.). Στη σύγχρονη εποχή με τον όρο "φενγκ σούι" αποκαλείται η τοποθέτηση διαφόρων αντικειμένων σε ένα χώρο, έτσι ώστε να υπάρχει καλή ενέργεια.
[2] Παίρνω απίδρομο =παίρνω φόρα
[3] Εις Δόξαν, Ανδρέα Κάλβου
[4] Παδείρω (παδίρω) = πασχίζω, υποφέρω
[5] Τραμέτζο = μεσότοιχος
[6] Λιμπαδιάζω το πιάτο = αφαιρώ μέρος απ’ το φαγητό που έχει
[7] Καρκάνα/καρκανιάζω = το στρώμα πάγου που σχηματίζεται στην επιφάνεια του νερού σε πολύ χαμηλές θερμοκρασίες/ ξεπαγιάζω
[8] Κορύτος = γούβα πέτρινη ή ξύλινη, που τη γέμιζαν νερό, για να πίνουν οι κότες, ενδεχομένως και τα ζώα, ή ακόμη και για πλύσιμο χεριών
[9] Νια =μια
[10] Κιαπέ =κι ύστερα
[11] Τριβλωτό = συμπαγές χιόνι, σα μικροσκοπικός βώλος, σε αντίθεση με τη φλαρίδα, δηλαδή τις λεπτές νιφάδες χιονιού
[12] Σόερα = οι ανοιχτοί χώροι κοντά στο σπίτι
[13] Πολεμάω =προσπαθώ με όλες μου τις δυνάμεις, πασχίζω
[14] Σφλέτζα = σχετικά λεπτά κομμάτια ξύλα για τη φωτιά.
[15] Τρίμμα =λίγο, μτφρ. μια ιδέα
[16] Καναλίζω = ρέω, κατεβάζω αδιάκοπα αέρα (εδώ: τσουχτερό αέρα)
[17] Ξυλοπαντουριάζω = γίνομαι κόκκαλο απ’ το κρύο
[18] Μοσκίδι =μούσκεμα
[19] Στρογάρμπι = από το Όστρια + Γαρμπής
[20] Είχανε τ’αμέντι τους =είχανε το νου τους, είχανε στραμμένη την προσοχή τους
[21] Βάνομαι =πασχίζω
[22] Όγια =όποια
[23] Πάλος =λοστός
[24] Καρατέλο =βαρελάκι
[25] Καρτεζίνι = κύπελλο, συνήθως τσίγκινο ή μαντεμένιο, που χωρούσε 115 γραμμάρια και χρησίμευε ως μέτρο υγρών (1/4 του καρτούτσου).
[26] Πύργια =μικρό χωνί
[27] Αποκούπκα =ανάποδα
[28] Καπάσα =μεγάλο κιούπι
[29] Λάτα =ντενεκές
[30] Καβαλέτα = ξύλινα υποστηρίγματα του κρεββατιού
[31] Σάκινες =μεγάλα σακιά
[32] Ντρουβέλι =μικρός ντρουβάς για τη βρώμη των φορτηγών ζώων
[33] Κατρουμάς =χαλινάρι
[34] Πομπίλια = εξοπλισμός
[35] Παλιορούτι = καταξεσκισμένο ρούχο
[36] Όθενε =απ’όπου
[37] Τσόλια = χοντρές σακούλες στα ελαιοτριβεία, για να βάζουν μέσα την αλεσμένη ελιά, που όταν επαλιώνανε χρησιμοποιούντανε για στρωσίδια.
[38] Ξεματοχινός = κατάλληλος για μια ειδική περίπτωση
[39] Σαλίτζο =γυμνό δάπεδο
[40] Ραπόρτο =μήνυμα
[41] Ζ’λές = πλεχτό πουλόβερ χωρίς μανίκια
[42] Φόσσα = τρύπα
[43] Κονταπέτα = τα ρούχα (ανοιχτό φόρεμα, σπαλέτα, καμπζέτο, μαντήλι), και τα διακοσμητικά (π.χ. μία διακοσμητική καρφίτσα) για το στήθος. Το φόρεμα είναι ανοιχτό στο μπούστο.
[44] Ζάβγιες == μικρές πόρπες, κόπιτσες
[45] Βγαίνω μισολούρι = μου βγαίνει το λάδι, γίνομαι πετσί και κόκκαλο

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Καλώς ήρθατε!
Σας καλωσορίζουμε στην ανανεωμένη ιστοσελίδα μας!
Η ιστοσελίδα μας επανασχεδιάστηκε και ανανεώθηκε, είναι πιο σύγχρονη, πιο λειτουργική και πιο επικεντρωμένη στο να σας προσφέρει τις πληροφορίες που χρειάζεστε άμεσα και γρήγορα.
Για καλύτερη εμπειρία χρήσης αναβαθμίστε την εφαρμογή περιήγησης (Browser) που χρησιμοποιείτε
Ευχαριστούμε που μας επισκεφθήκατε!