Μελετώντας κάποιες διαθήκες της Βενετοκρατίας στη Λευκάδα (ΙΙ)

Του ΑΓΓΕΛΟΥ Γ. ΧΟΡΤΗ
Η τελευταία διαθήκη στην οποία θα ανααφερθούμε είναι η διαθήκη του γέρο Αναστάση Χόρτη του ποτέ Αθανάση, η οποία είναι καταγεγραμμένη στο 4ο επίσης πρωτόκολλο των πράξεων του νοταρίου παπά Γιάννη Δεσαλέρμου, με χρονολογία 18 Ιουνίου 1749. Ο Αναστάσης είχε τρεις γιους, τον Ανδριά, τον Γιωργουλά και τον Αποστόλη και τέσσαρες θυγατέρες, την Καλογριά, τη Σταμούλα, την Κατέρω και την Ακριβή, όλες παντρεμένες. Η γυναίκα του φαίνεται ότι έχει πεθάνει, αφού δεν μνημονεύεται στη διαθήκη, η οποία και αυτή είναι συνταγμένη σύμφωνα με τη γνωστή τυπική φόρμα. Την Κυριακή, λοιπόν, της 18ης Ιουνίου του 1749, λίγο μετά το μεσημέρι, ο νοτάριος επισκέπτεται τον ασθενούντα Αναστάση, για να καταγράψει τις τελευταίες του επιθυμίες. Στην αρχή του κειμένου ο διαθέτης εκφράζει τη βούλησή του να ταφεί το «ταπεινό» του σώμα στον ναό του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, στο μνήμα που ήταν θαμμένος και ο πατέρας του. Στη συνέχεια, αφού αφήνει συγχώρηση σε όλους τους ορθοδόξους χριστιανούς και απαντά αρνητικά στην ερώτηση του νοταρίου αν αφήνει κάτι σε οσπιτάλια, σκλάβους και φυλακισμένους, αναθέτει στους τρεις γιους του την υποχρέωση να πληρώσουν τους ιερείς του οικισμού, ώστε να του κάμουν «τα καλά της ψυχής του», δηλαδή την κηδεία και τα συνηθισμένα μνημόσυνα, καθώς και ενός έτους Σαββατιάτικα και ένα Σαραντάρι, «κατά την τάξη των Χριστιανών». Ο τρόπος πληρωμής των ιερέων δεν αναφέρεται, αλλά πιθανώς θα γινόταν σε φυσικές αξίες. Αν κάποιος από τους γιους του δεν κατέβαλλε το μερίδιο που του αναλογούσε για την πληρωμή των ιερέων, καθώς και για την αποπληρωμή των χρεών που είχε ο πατέρας τους δεν θα κληρονομούσε από την πατρική περιουσία παρά «πράμα» αξίας 5 ριαλιών. Σημειώνουμε ότι το χρηματικό ισοδύναμο ενός περιουσιακού στοιχείου ήταν εύκολο να υπολογισθεί, καθώς, όπως βλέπουμε σε δικαιοπραξίες που αφορούν αγοραπωλησίες κτημάτων, πρακτικοί εκτιμητές καθόριζαν την αξία των πωλουμένων κτημάτων(1), ενώ και τα κινητά αντικείμενα είχαν τη δική τους, εύκολα υπολογί σιμη, αξία. Η απειλή ήταν σοβαρή, και, εικάζουμε, αποτελεσματική, αφού η επιβίωση των ανθρώπων στις αγροτικές κοινότητες εξαρτιόταν από τη γη και το ζωικό κεφάλαιο που αυτοί διέθεταν.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η αναφορά στα «λειψοπροίκια», δηλαδή στις οφειλές του Αναστάση προς τις θυγατέρες του για μέρος της προίκας που είχε συμφωνηθεί να τους δώσει. Έτσι, στην Καλόγρια χρωστά ένα στρώμα, μια προσκεφαλάδα και δυο προσκέφαλα διπλαρένια (όλα αυτά κατασκευάζονταν στον αργαλειό, ήταν είδη οικοτεχνίας, στο πλαίσιο εξασφάλισης της αυτάρκειας), 1 κακάβι και μια κασέλα αλπεδένια. Της χρωστά ακόμα μια δαμάλα, έναντι της οποίας όμως της έχει δώσει χωράφι στη λαγκαδιά του Βλαντή. Για λειψοπροίκι της Σταμούλας έχει δώσει στον άντρα της 22 και μισή λίρες και ακόμα τυρί και 1 μιλιόρι (νέο πρόβατο) αξίας 5 λιρών και 18 σολδιών (η λίρα είχε 20 σολδιά), καθώς και 1 φόρτωμα σμιγό (ανάμεικτο σιτάρι και κριθάρι). Στην Κατέρω αφήνει για λειψοπροίκι το χωράφι στις Αλογομάντρες. Η μόνη στην οποία δεν χρωστούσε λειψοπροίκι ήταν η Ακριβή. Από τα παραπάνω συνάγουμε το συμπέρασμα ότι γεωργία, κτηνοτροφία και οικιακή βιοτεχνία αποτελούσαν τις δραστηριότητες, μέσω των οποίων οι αγροτικές οικογένειες εξασφάλιζαν την αυτάρκεια, και αυτό ίσχυε και για την οικογένεια του γέρο Αναστάση. Ένα άλλο συμπέρασμα είναι ότι η χορήγηση της προίκας την οποία κάποιος υποσχόταν, όταν πάντρευε την θυγατέρα ή την αδελφή του, ήταν δεσμευτική χωρίς καμία έκπτωση. Τούτο μας οδηγεί στη σκέψη ότι οι ανάγκες κάθε νοικοκυριού ήταν τόσο πιεστικές και οριακές, ώστε να μην επιτρέπουν οποιαδήποτε ανοχή ακόμα και απέναντι σε στενούς συγγενείς. Μία άλλη αναφορά είναι επίσης εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και αποκαλυπτική. Ο Αναστάσης αφήνει δηλαδή στη νύφη του την Κυριάκω ένα χωράφι στις Γούρνες «για την καλήν γεροκόμησιν οπού μου κάνει», κατά τη σχετική φράση του εγγράφου. Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, η φροντίδα για τους γέροντες της οικογένειας συνεπαγόταν και την σχετική ανταπόδοση σε όποιους την προσέφεραν.

Πέραν των όσων έχουν αναφερθεί, μια, διαχειριστικής φύσεως, εκκρεμότητα του γέρο Αναστάση που καταγράφεται στη διαθήκη του είναι εξόχως αποκαλυπτική, καθώς φωτίζει το ζήτημα των ανελαστικών αναγκών των κατοίκων, δηλαδή των αναγκών που αυτοί δεν μπορούσαν να αποφύγουν, σε χρήμα. Πρόκειται για την πληρωμή από τον Αναστάση στον εισπράκτορα του Δημοσίου, κάποιον καπετάν Πίκολη, 50 ριαλιών που μαζεύτηκαν από τους κατοίκους για την εξόφληση του soprapiu (σοπραπιού) του οικισμού. Με τον όρο soprapiu (επιπλέον) χαρακτηρίζονται τα καταπατημένα από τους χωρικούς, μετά την κατάκτηση του νησιού από τους Ενετούς, τουρκικά κτήματα, τα οποία, βέβαια, ανήκαν στο Δημόσιο. Αυτά τα κτήματα, που ανέρχονταν σε 390 και μισό ενετικά στρέμματα χωράφια (περίπου 740 στρέμματα των 1000 τ.μ.), σε ολόκληρη την περιοχή του Διαμιλιανίου, η ενετική Διοίκηση, τα παραχώρησε, σε κάποια φάση, στις κοινότητες με ενοίκιο (2). Ο φόρος, όπως φαίνεται, που κατέβαλαν στη συγκεκριμένη περίπτωση οι κάτοικοι των Χορτάτων, χωρίς να αναφέρεται για πόσο διάστημα, ήταν 50 ριάλια. Ο Αναστάσης, πιθανότατα προεστός του χωριού τότε, έδωσε την απόδειξη στον νέο προεστό Θεοτόκη Βουκελάτο, για να την παρουσιάσει και να την καταγράψουν στο Δημόσιο Ταμείο, αλλά αυτός δεν την επέστρεψε ποτέ. Ανεξαρτήτως αυτού, οι κάτοικοι, όπως φαίνεται, έπρεπε να έχουν οπωσδήποτε το χρηματικό ποσόν που απαιτούνταν για την κάλυψη των φορολογικών τους υποχρεώσεων, δεδομένου ότι, εκτός από το σοπραπιού, και οι φόροι του κρασιού αλλά και των ζώων ήταν φόροι εκχρηματισμένοι, δηλαδή έπρεπε να καταβληθούν σε χρήμα (3), πράγμα καθόλου εύκολο. Είδαμε, βέβαια, ότι ο Αναστάσης είχε πληρώσει για λειψοπροίκι 22 και μισή λίρες, αλλά αυτό δεν πρέπει να μας οδηγήσει στην εσφαλμένη εντύπωση ότι διέθετε ή, εν πάση περιπτώσει, μπορούσε να εξοικονομήσει εύκολα χρήματα, καθώς, κατά τη σύνταξη της διαθήκης του, χρωστούσε στον σιορ Θοδωρή Γάλο 2 και μισό ή τρία ριάλια και στον σιορ Ιωάννη Λάζαρη (4) 2 ριάλια, δηλαδή συνολικά 45 ή 50 λίρες. Δεν είναι, λοιπόν απίθανο το ποσόν που κατέβαλε στον γαμπρό του να προερχόταν απο δάνειο.

Οι τέσσαρες διαθήκες που έχουν καταγραφεί εικονογραφούν όψεις της κοινωνίας, της οικονομίας και των νοοτροπιών των ανθρώπων της εποχής κατά την οποία συντάχθηκαν. Οι δύο πρώτες της σιόρας Μαρίας Καλλονά και του σιορ Ζήσιμου Σκιαδαρέση αναφέρονται σε πρόσωπα που ανήκαν στα ανώτερα στρώματα της κοινωνίας του νησιού. Οι δύο τελευταίες, του κυρ Αναστάση Μεσσήνη και του γέρο Αναστάση Χόρτη αφορούν εκπροσώπους της αγροτικής κοινωνίας της εποχής. Η διάκριση γίνεται σαφής, αν παρατηρήσουμε τη σημειολογία της γλώσσας και συγκεκριμένα τις προσωνυμίες των προσώπων των οποίων οι νοτάριοι καταγράφουν τις τελευταίες θελήσεις. Η Μαρία Καλλονά είναι η σιόρα Μαρία και ο Ζήσιμος Σκιαδαρέσης ο σιορ Ζήσιμος, προσωνυμίες που τους διαφοροποιούν από τους πολλούς και, μέσω της γλώσσας, υποδηλώνουν την κοινωνική τους υπεροχή. Κριτήριο αυτής της υπεροχής είναι ο πλούτος, καθώς, όπως είδαμε, η μεν Μαρία είναι σύζυγος του μεγαλοκτηματία και, πιθανότατα, μεγαλεμπόρου Τζανέτου Δετζώρτζη, ενώ ο Σκιαδαρέσης αντλεί τον πλούτο του από χρηματοπιστωτικές και άλλες επιχειρηματικές δραστηριότητες. Αντίθετα, η προσωνυμία του Αναστάση Μεσσήνη είναι κυρ, όπως και όλων όσων ανήκουν στις αγροτικές κοινωνίες της υπαίθρου και ζουν καλλιεργώντας τα κτήματά τους και ακόμα όσων ανήκουν στα λαικά στρώματα των πόλεων, (επαγγελματίες, ναυτικοί κ.λπ.). Η προσωνυμία του Αναστάση Χόρτη, δηλωτική της ηλικίας του, είναι γέρο Αναστάσης, ενώ, αν ήταν νεότερος, θα ήταν και η δική του κυρ. Προσωνυμία, ωστόσο γέρο δεν συναντάμε προκειμένου για εκπροσώπους των ανωτέρων στρωμάτων. Ο Σκιαδαρέσης π.χ. θα αποκαλείται σιορ σε οποιαδήποτε ηλικία και αν βρίσκεται.

Υπάρχουν όμως και άλλα στοιχεία, τα οποία διαφοροποιούν επίσης τους ανθρώπους των ανωτέρων στρωμάτων της κοινωνίας από τη μεγάλη πλειονότητα των κατοίκων. Πρόκειται για την κατοικία, την ενδυμασία κ.λπ. Σε ό,τι αφορά την κατοικία, όπως προκύπτει από τη διαθήκη του Σκιαδαρέση, οι οικονομικά ισχυροί και κοινωνικά προβεβλημένοι δεν κατοικούσαν σε ισόγειες κατοικίες, όπως η μεγάλη μάζα των ανθρώπων, αλλά σε σπίτια που ξεχώριζαν και των οποίων η αξία ήταν πολλαπλάσια της αξίας των ταπεινών κατοικιών των ανθρώπων της εποχής. Η κατοικία του Σκιαδαρέση π.χ. ήταν διώροφη και η αξία της έφτανε τα 300 τζεκίνια, ποσόν εξαιρετικά υψηλό. Σε νοταριακά, ωστόσο, έγγραφα υπάρχουν δικαιοπραξίες πωλήσεως κοινών κατοικιών έναντι 50 ή 60 ριαλιών, δηλαδή κατοικιών των οποίων η αξία ήταν μικρότερη από το 1/20 της αξίας της οικίας του Σκιαδαρέση. Τούτο σημαίνει ότι οι πλούσιοι επιδίωκαν να προβάλλουν την κοινωνική τους υπεροχή και μέσω των κατοικιών τους. Κάτι ανάλογο συνέβαινε και με την ενδυμασία. Μπορεί, βέβαια, να μην έχουμε σχετική περιγραφή στις διαθήκες, αλλά μπορούμε να προχωρήσουμε σε συμπεράσματα, συνεκτιμώντας τις πληροφορίες και τα στοιχεία που αντλούμε από αυτές. Η πληροφορία από τη διαθήκη της σιόρας Μαρίας ότι διέθετε καρπέτες δαμασκό, καθώς και καμιζιόλες μεταξωτές δαμασκό φανερώνει ότι για το ρουχισμό αλλά και για την οικοσκευή της, γενικότερα, χρησιμοποιούσε εκλεκτά υφάσματα από το εμπόριο και όχι προιόντα οικοτεχνίας, όπως συνέβαινε με τα μέλη των αγροτικών κοινοτήτων. Όπως φαίνεται, τα υφάσματα αυτά εισάγονταν από τη Βενετία αλλά και κάποια από τη Σμύρνη (5) και τα πολυτερέστερα αγοράζονταν από τους οικονομικά ισχυρούς. Όπως είδαμε, τόσο η Καλλονά όσο και ο Σκιαδαρέσης, σε αντίθεση με τον Μεσσήνη και τον Χόρτη, μπορούσαν να διαθέσουν χρήματα για να καλύψουν οποιαδήποτε ανάγκη τους. Η προίκα της σιόρας Μαρίας ήταν σε μετρητά, ενώ η χρηματική περιουσία του Σκιαδαρέση ήταν εξαιρετικά μεγάλη. Έτσι, τόσο η σιόρα Μαρία, όσο και ο σιορ Ζησιμος δεν έχουν καμία δυσκολία να επενδύσουν κάποια χρήματα σε αγορά κοσμημάτων. Η αναφορά σε περιδέραια και σκουλαρίκια μαργαριταρένια, σμαραγδένια και χρυσά τονίζει την απόσταση ανάμεσα στα κοινωνικά στρώματα. Όλα αυτά διαμορφώνουν τις σχετικές νοοτροπίες της εποχής: ΟΙ οικονομικά ισχυροί επιδιώκουν να αναδείξουν την υπεροχή τους, μέσω της ενδυμασίας, της κατοικίας κ.λπ., ενώ στη συνείδηση των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων η υπεροχή αυτή αποτυπώνεται στις προσωνυμίες που δίνονται σ αυτούς (σιορ, αλλού ευγενής κ.λπ.)

Υπάρχουν, ωστόσο, νοοτροπίες οι οποίες διαπερνούν και χαρακτηρίζουν ολόκληρο το κοινωνικό σώμα. Πρόκειται για τις θρησκευτικές νοοτροπίες, οι οποίες σχετίζονται με τη στάση των ανθρώπων απέναντι στο γεγονός του θανάτου. Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για πάγιες αντιλήψεις που οδηγούν σε σταθερές συμπεριφορές. Όλοι, με λίγα λόγια, οι άνθρωποι της εποχής, πλούσιοι ή φτωχοί, κοινωνικά καταξιωμένοι ή άσημοι, νέοι ή γέροντες, αντιμετωπίζουν με τον ίδιο τρόπο την προοπτική του θανάτου. Η έγνοια τους εστιάζεται στην μετά θάνατον ζωή και στη σωτηρία της ψυχής τους. Όλοι δέχονται ότι το σώμα τους είναι ευτελές και φθαρτό και το χαρακτηρίζουν πήλινο ή ταπεινό. Όλοι, επίσης, έχουν συνείδηση της αμαρτωλότητας της ψυχής τους και πιστεύουν ότι πρέπει να επιδιώξουν, πριν εγκαταλείψουν τα γήινα, να την αποκαθάρουν από τις αμαρτίες, ώστε να τη σώσουν και να απολαύσουν την μετά θάνατον ευδαιμονία. Ποιοι όμως είναι οι δρόμοι για τη σωτηρία της? Για το ζήτημα δεν έχουν καμία αμφιβολία ή σκεπτικισμό. Ο πρώτος δρόμος είναι η μετάνοια. Για τον λόγο αυτόν, σε όλες τις διαθήκες, όταν ο άνθρωπος έρχεται ενώπιος ενωπίω με το πεπρωμένο του θανάτου, η μετάνοια εκφράζεται με την παροχή συγγνώμης σε όλους τους ορθοδόξους χριστιανούς. Ο δεύτερος δρόμος είναι οι αγαθοεργίες. Όμως, αυτές αφορούν τους οικονομικά ισχυρούς, οι οποιοι μπορούν να διαθέσουν μέρος της περιουσίας τους, για να βοηθήσουν φτωχούς, ορφανά και γενικά ανθρώπους αναξιοπαθούντες. Και, όπως είδαμε, η ακλόνητη χριστιανική πίστη για τη σωτηρία της ψυχής, μέσω της έμπρακτης αγάπης προς τον πλησίον, οδηγεί σε συγκινητικές πράξεις χριστιανικής φιλαλληλίας, όπως είναι η πράξη του Ζήσιμου Σκιαδαρέση, που, ξεπερνώντας ακόμα και τα κοινωνικά στερεότυπα της εποχής, αφήνει μέρος της περιουσίας του σε ορφανές κορασίδες, ακόμα και αν αυτές είναι αμαρτωλές! Αλλά στη συνείδηση των ανθρώπων η σωτηρία της ψυχής είναι αδιανόητη, αν δεν γίνουν «τα καλά της ψυχής» του θανόντος, δηλαδή η κηδεία, τα μνημόσυνα και οι σχετικές θρησκευτικές τελετουργίες. Και είναι τόσο ισχυρή η πεποίθηση αυτή, ώστε όλοι να διαθέτουν, ανάλογα με τις οικονομικές τους δυνατότητες, ένα μέρος από τα αγαθά τους για τον σκοπό αυτόν. Από άλλη άποψη, οι εκτελεστές των διαθηκών, διαποτισμένοι από το φόβο της Θείας τιμωρίας, δεν διανοούνται να αγνοήσουν τις εντολές των διαθετών, κάτω από την απειλή της λογοδοσίας τους «εν ημέρα Κρίσεως». Ολοκληρώνοντας, θεωρώ ότι η ορθόδοξη χριστιανική πίστη είναι η ενοποιός δύναμη πάνω στην οποία στηρίχτηκε η κοινωνική συνοχή, αλλά και εκείνη η οποία συνέβαλε στη διατήρηση της εθνικής συνείδησης του ελληνισμού σε δύσκολες εποχές.

Σημειώσεις

1. Atti papa Giovanni Dessalermo,22 δεκεμβριου 1752
2. Αγγελος Γ. Χόρτης, όπ.π. σς., 7-8, 131-133
3. Άγγελος Γ. Χόρτης, όπ.π. σς. 105-107
4. Άγγελος Γ. Χόρτης,, όπ.π., σ. 22 Ο Ιωάννης Λάζαρης είχε πολλά κτήματα παραχωρημένα από τους Ενετούς.
5. Άγγελος Γ. Χόρτης, οπ. Π., σς.204-205


Αγρότες φυτεύον πατάτες, λάδι σε καμβά, Βαν Ντάικ, 1884, Kröller-Müller Museum

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Καλώς ήρθατε!
Σας καλωσορίζουμε στην ανανεωμένη ιστοσελίδα μας!
Η ιστοσελίδα μας επανασχεδιάστηκε και ανανεώθηκε, είναι πιο σύγχρονη, πιο λειτουργική και πιο επικεντρωμένη στο να σας προσφέρει τις πληροφορίες που χρειάζεστε άμεσα και γρήγορα.
Για καλύτερη εμπειρία χρήσης αναβαθμίστε την εφαρμογή περιήγησης (Browser) που χρησιμοποιείτε
Ευχαριστούμε που μας επισκεφθήκατε!