Αγαπητοί συγχωριανοί και φίλοι αναγνώστες,
Καθισμένος στο καφενείο του χωριού ο μπάρμπα Τιπούκειτος φαίνεται απορροφημένος απ’ το διάβασμα κάποιου βιβλίου. Έχει πιει από ώρα τον καφέ του, όπως φαίνεται απ’ το αντίτιμο που σχολαστικά έχει στήσει σε μια στήλη με εικοσάλεπτα και δεκάλεπτα.
Στην άκρη του τραπεζιού, επιμελώς διπλωμένη η εφημερίδα, όπου διακρίνονται τέσσερα γράμματα από τον τίτλο άρθρου: ...EXIT. Φαντάζομαι πως το θέμα θα να’ναι ή GREXIT ή BREXIT.
-Καληώρα, μπάρμπα Τιπούκειτε. Τι διαβάζεις;
-Καλώς τονε. Τον πάντα επίκαιρο δάσκαλο τ’ς ιστορίας, το Θουκυδίδη, που λάζω[1] πως πρέπει να ντονε διαβάζουνε ούλοι και όχι μοναχά οι φιλόλογοι και οι ανά την υφήλιο ειδικοί των πολιτικών επιστημών. Σ’ ήθελα όμως.
- Σ’ ακούω, μπάρμπα.
- Δε μου λες, ορέ ανηψέ, για να’χω καλό ρώτημα, γιατί τηνε σταματάτε τη χορτιώτικη φλάδα; Γιατί να ντηνε κλείστε; Και σε ποιόνε θα ντα λέμε όσα μας ταλαιπωρούνε; Απ’ το γιατί οι Χορτιώτες δεν εφανήκανε στ’ς αγροτικές κινητοποιήσεις ως το προσφυγικό. Και για το πολιτιστικό μας απόθεμα, τ’ς εκκλησές μας, το θέατρο τ’ς Λευκάδας και τα ρέστα; Δεν πρέπει να’ χουμε φωνή; . Σκέφτομαι μάλιστα πως στ’ς μέρες μας με τ’ς τόσες ευκολίες που μας δίνουνε τα ηλεκτρονικά μέσα, η συνέχιση έκδοσης τ’ς φλάδας δεν χρειάζεται τίποτ’ άλλο, πέρα απ’ το μεράκι και την αγάπη για τη γλώσσα και την ιστορία του τόπου μας, του χωριού μας, του νησιού μας, τ’ς χώρας μας. Κι όσοι συγχωριανοί είναι κλεισμένοι στον εαυτό τ’ς, μπορεί και να ξυπνήσουνε αν ματαβαρέστε την καμπάνα τ’ς Αϊ – Κατερίνης. Κιαπέ, δεν θα να ‘τανε ωραίο να βγάλουνε εφημερίδα ούλα τα χωριά τ’ς Λευκάδας και να βρεθούνε και κάποιοι σαν εκεινούς που εκάμανε και κάνουνε τα πανιόνια (με όμικρον –Ιόνιο) συνέδρια να συγκεντρώσουνε ούλα τα λευκαδίτικα περιοδικά και να αποδελτιώσουνε – έτσι δεν ντο λένε οι ειδικοί; - από φτα πολύτιμο υλικό; Σκοπός είναι να γένει κάποια στιγμή νια[2] συμπληρωματική ιστορία του νησιού μας, που θα αρδεύεται απ’ τα ιστορικά και λαογραφικά στοιχεία ουλουνώνε των χωριών που φκιάνουνε την ανθρωπογεωγραφία του νησιού μας - των νησιών μας, με βάση ούλα εκειά τα στοιχεία που λένε οι ειδικοί πρωτογενείς και δευτερογενείς πηγές. Έτσι θα δείξουμε την ιστορία του τόπου μας πιο ολοκληρωμένα και θα προβάλουμε την πορεία τ’ς Λευκάδας στη διαδρομή του χρόνου, για να γένει «κτήμα εσαεί των επιγιγνομένων[3]», όπως μας το λέει ο δάσκαλος Θουκυδίδης.
- …
Και βλέποντας να’μαι σε διάσκεψη[4], εσυνέχισε, θυμίζοντάς μου τι εγράψαμε στη φλάδα μας, πως πρέπει δηλαδή ούλοι οι συγχωριανοί να ξαναανακαλύψουμε, να προβάλουμε και να επαναφέρουμε στη ζωή μας αξίες πο’ χουμε αλησμονήσει, ξοφλώντας έτσι ένα μικρό μέρος απ’ τ’ς τόκους που αβαντσάρουνε[5] οι πνευματικοί μας νεριάρηδες, που τροφοδοτήσανε και τροφοδοτούνε αβέρτα με αθάνατο νερό τ’ αυλάκια του μυαλού μας, όπως ο Σικελιανός, ο Σεφέρης, ο Θουκυδίδης κ.λπ. Και μου αμόλυσε στο τέλος και την τελευταία ταβανόπρογκα: «Αν κάποια πράματα σας στενοχωρούνε, καρτερούμε εσείς που ’πατε, κατά την ορμήνεια του ποιητή, το μεγάλο «Ναι[6]» να μην το βάλτε κάτου, να μην καταθέστε τα όπλα».
Τα’βαλα με τον εαυτό μου, γιατί εσυνειδητοποίησα ξαφνικά, μέσα στην αμηχανία μου, πως ο μπάρμα Τιπούκειτος είχε δίκιο. Ούλα όσα μου’πε μου φανήκανε λογικά. Εξάλλου πάντα ο μπάρμπα Τιπούκειτος μιλάει «μετά λόγου γνώσεως», όπως συνηθίζει να σχολιάζει για όσους τα λένε μυαλωμένα. Γι’ αυτό, «τοις κείνου ρήμασι πειθόμενοι», εκουβεντιάσαμε οι συντελεστές τ’ς φλάδας όσα μου’πε, το ματασκεφτήκαμε και να’μαστε πάλε στις επάλξεις. Θα φκιάνουμε το κάθε φύλλο με το ίδιο μεράκι που το φκιάναμε ως τα τώρα και θα ξεπεράσουμε τα «τεχνικά» προβλήματα, μεράζοντας τη φλάδα ηλεκτρονικά κι ελπίζοντας πως οι νεότεροι θα κάνουνε νια εκτύπωση για τ’ς γονείς και τ’ς παππούληδές τους.
Η κουβέντα με τον μπάρμπα Τιπούκειτο επήε μετά στα θέματα τ’ς επικαιρότητας. Τα σημεία στα οποία στάθηκε και τα εσχολίασε ο μπάρμπα Τιπούκειτος, με αφορμή τα όσα διάβασε στ’ν εφημερίδα και με οδηγό το Θουκυδίδη[7] είναι τα εξής:
Στη δημοκρατία την εξουσία την έχει στα χέρια
τ’ς η πλειοψηφία, αλλά εφτήνη η εξουσία δεν πάει να πει και «νομική διαφοροποίηση των πολιτών», όπως λέει κι ο … Ζουράρις. Ούλοι οι πολίτες σε ό,τι έχει να κάμει με τα μεταξύ τους νιτερέσα[8] είναι ίσοι απέναντι στο νόμο, πράμα που σημαίνει πως το δημοκρατικό πολίτευμα (πρέπει να) εξασφαλίζει την εξ ίσου αντιμετώπιση των πολιτών, είτε πάνε στη στραβωμάρα τους με γάιδαρο είτε στο tennisclub (μπράβο, μπάρμπα!) με porsche. Γενικά όμως ούλοι είμαστε ίσοι μεταξύ μας, αλλά μερικοί φαίνεται πως είναι πιο ίσοι απ’ τ’ς άλλους, γεγονός που επιβεβαιώνει και η … Εφορία. Την πραγματική ισότητα τη συναντάμε σπάνια. Μην κοιτάτε που στα Σταυρωτά ο ξωμάχος Χορτιώτης, Γκλουβισάνος, Αϊλιώτης, Ξαθείτης, Μανασώτης εκάληγε τ’ς βοσκούς να φάνε κι εκείνοι απ’ το μπρακάτσι του, ούτε που οι βαβάδες εδίνανε απ’ το υστέρημά τους στ’ς διακονιάρισσες. Το «στραβολόισο» ισχύει σε ούλα τα επίπεδα τ’ς κοινωνίας, αλλά και στ’ς διεθνείς σχέσεις, απ’ το «να’χεις μπάρμπα στην Κορώνη» ως τ’ς σχέσεις των κρατών – μελών της «κατ’ ευφημισμόν» Ευρωπαϊκής Ένωσης (χερότερα κι απ’ τ’ς συνεδριάσεις τ’ς … Σούπερ Λίγκας), όπου το «να τηρούνται οι συμφωνίες» εγίνηκε «να εφαρμόζονται οι υπάρχουσες … διαφωνίες», όπως έδειξε η πρόσφατη στάση της Αυστρίας και της ομάδας του Βίζεγκραντ[9], κι όπου άλλο είναι η Ελλαδίτσα και άλλο η γηραιά Αλβιών[10], στην οποία επιφυλάχθηκε ειδική μεταχείριση κι όχι μοναχά επειδή σκιάζονται το BREXIT.
Ένα δεύτερο σημείο στο οποίο εστάθηκε ο μπάρμπα Τιπούκειτος ήτανε το ζήτημα τ’ς αξιοκρατίας. Με την ισότητα στα πάρε – δώσε του κόσμου, σύμφωνα με τον Θουκυδίδη, κοντροστάρεται[11] η αξιοσύνη, που μπάζει την έννοια τ’ς διάκρισης, αφού μπαίνει στο ζύγι η προσωπική αξία και ικανότητα του καθενός. Εδώ η ισότητα απέναντι στον έφορα (!) και γενικότερα απέναντι στον νόμο δεν εξασφαλίζεται, αλλά συνταιριάζεται με την αξιοκρατία. Πάει να πει πως κανένας «(μεγαλο)παράγοντας» δεν (πρέπει να) εμποδίζει τον άξιο να γένει σπουδαίος και τρανός, ούτε κι η φτώχεια ή η καταγωγή από πιστικούς[12]. Για παράδειγμα, οι συγχωριανοί εδιαλέανε τ’ς πιο τζινιαδόρους[13], για τ’ς διάφορες ανάγκες τους, και για το σπιτικό τους και για τα κοινοτικά έργα. Κι όσους τους έκαζε[14] πως δε φελάανε τ’ς εκάνανε στην άκρη κι εκείνοι το παίρνανε πολύ βαριά. Γι’ αυτό εκειό που εκάρκωσε[15] τ’ς χωριανούς και το’χουνε για βάρος είναι πως δεν εφανήκανε στη μεγάλη απεργία των γεωργοκτηνοτρόφων. Κανένας δεν τ’ς ελογάριασε, γιατί οι λίοι πο’μείνανε στο χωριό μεγάλο γεωργικό κλήρο δεν διαθέτουνε και, στη συντριπτική τους πλειονότητα, ούτε και τρακτέρια. Ο μπάρμπας μου δίνει την εξήγηση πως, παρόλο που δεν ήτανε ντιπ στραβό το κλήμα – νια χαρά ήτανε τ’ αμπέλια τους, που τα φκιάσανε απα’ στην πέτρα και τα ποτίσανε με το γίδρωτά τους-, το ‘φαε ο γάιδαρος ή τέλος πάντων όγοιος[16] τ’ς είπε να ξαμπελώσουνε. Κι εφτήνοι, που νια ζωή επαλεύανε να ντα φέρουνε βόλτα με το τσαπί και το (ησιόδειο) αλέτρι, είδανε το τερί, πα’να πει τ’ς περιβόητες επιδοτήσεις, και δεν είδανε τη φάκα. Έτσι, εξαμπελώσανε τ’ αμπέλια και τώρα εμείνανε στο σκέρο[17]. Κιαπέ, βλέποντας συνέχεια στην τελεόραση κάτι τρακτέρια μούρλια, που να τους φεύγει το καφάσι, κι ούτε στον ύπνο τους δεν θα ντα ονειρευόντανε, αστριάξανε[18] κι
εκάμανε στα μάτια[19], γιατί τους εσφηνώθηκε η ιδέα πως δε φελάνε[20]. Εκειό, λοιπόν, που τους βασανίζει είναι τι δεν εκάμανε καλά, γιατί με τόση δουλειά πο’ χουνε πατήσει σκέφτονται πως έπρεπε να’ναι βαθύπλουτοι, να κυκλοφορούνε τουλάχιστον με Μερτσέντες και να’χουνε κι εξοχικό στη … Μύκονο. Οι περισσότεροι όμως ξωμάχοι του χωριού μας και των γειτονικών χωριών (Διαμπλιανιού, Κομπλιού κ.λπ. – για την Εξάθεια, το Καλαμίτσι και τον Αϊ- Πέτρο δεν έχω διασταυρώσει τ’ς πληροφορίες μου, γιατί δεν επρόκαμα. Τρέχω να ιδώ μήπως πάρουμε το ένα απ’ τα τέσσαρα κανάλια, πανελλαδικής εμβέλειας, για να γλέπουνε κι οι όπου γης συμπεθέροι μας, σκιάζομαι όμως μη μου πούνε πως ούλοι οι Χορτιώτες είμαστε … καναλάρχες, γιατί έχουμε το Κανάλι μας[21]), οι περισσότεροι, λοιπόν, ξωμάχοι μας στηρίζονται στην παραδοσιακή τεχνολογία: κοφτοτσάπι, φκιάρι κ.τ.τ. Τυχερός θεωρείται όποιος διαθέτει μηχάνημα, αγροτικό ή ακόμα και τρίκυκλο. Ένας μοναχά διαθέτει ένα «συλλεκτικό» τρακτέρ - δικής του πατέντας-, ο Γιώργος ο Κατωπόδης απ’ το Μανάσι. Θα αναρωτιέστε, βέβαια, και γιατί δεν εκατεβαίνανε με τα κατσικομούλαρά τους. Σκεφτήκανε όμως πως τα μουλάρια και τα άλογα είναι τσινιάρικα, σαν τ’ς θεσμούς, που άμα ξαμώσει κανένας για να πάρει νιαν ανάσα, κλωτσάνε και τονε παλεύουνε[22]. Άσε που την ώρα που τσινάνε τ’ς αμολάνε κιόλας κι απειλούνε να ντ’ς καταγγείλουνε για προσβολή της δημοσίας … αιδούς σαν … Κλαζομένιους[23], με κατήγορο τον αυστριακό ΥΠΕΞ.
Μόλις του’φερε η κουβέντα για τ’ς θεσμούς ο μπάρμπας μου εσχολίασε πως οι θεσμοί ειν’ ούλο ανάγκη κι αφορμή[24]. Και το προχώρησε, λέοντας πως απειλούνε να σύρουνε ούλους τ’ς Λευκαδίτες για τα έργα και ημέρες του Σικελιανού (ακούς εκεί Δελφική Ιδέα και εκατόφυλλο ρόδο των Ορφικών[25]!) αλλά κι ουλουνούς τ’ς Έλληνες στους αγρ(ι)ο φύλακες του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου για τα κακουργήματα του Θουκυδίδη, του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη και λοιπών κακούργων τύπου Σεφέρη, που – άκουσον, άκουσον!- του δώκανε και νόμπελ. Ελπίζουμε, εσυνέχισε τσουχτερά ο μπάρμπας μου, τα λάθη τ’ς Σουηδικής Ακαδημίας να μην επαναληφθούνε με την απονομή του νόμπελ ειρήνης στ’ς βαβάδες που βοηθάνε … προσφυγόπουλα!. Ακούτε ο αθεόφοβος νομπελίστας τι προκλητικά εσκαρφίστηκε – από ποιητές και μάλιστα προσφυγικής καταγωγής τι άλλο να περιμένεις; - και μας τα’ γραψε μάλιστα και σαν ένα είδος διαθήκης:
«Ο άνθρωπος είναι μαλακός, ένα δεμάτι χόρτο·χείλια και δάχτυλα που λαχταρούν ένα άσπρο στήθος, μάτια που μισοκλείνουν στο λαμπύρισμα της μέρας και πόδια που θα τρέχανε, κι ας είναι τόσο κουρασμένα,στο παραμικρό σφύριγμα του κέρδους.Ο άνθρωπος είναι μαλακός και διψασμένος σαν το χόρτο,άπληστος σαν το χόρτο, ρίζες τα νεύρα του κι απλώνουν• σαν έρθει ο θέρος προτιμά να σφυρίξουν τα δρεπάνια στ’ άλλο χωράφι• σαν έρθει ο θέρος, άλλοι φωνάζουνε για να ξορκίσουν το δαιμονικό, άλλοι μπερδεύουνται μες στ’ αγαθά τους, άλλοι ρητορεύουν.Αλλά τα ξόρκια τ’ αγαθά τις ρητορείες, σαν είναι οι ζωντανοί μακριά, τι θα τα κάνεις; Μήπως ο άνθρωπος είναι άλλο πράγμα;Μην είναι αυτό που μεταδίνει τη ζωή; Καιρός του σπείρειν, καιρός του θερίζειν.
Πάλι τα ίδια και τα ίδια, θα μου πεις, φίλε. Όμως τη σκέψη του πρόσφυγα τη σκέψη του αιχμάλωτου τη σκέψη του ανθρώπου σαν κατάντησε κι αυτός πραμάτεια δοκίμασε να την αλλάξεις, δεν μπορείς [….].
Κι α σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές είναι γιατί τ’ ακούς γλυκότερα, κι η φρίκη δεν κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωντανήγιατί είναι αμίλητη και προχωράει·στάζει τη μέρα, στάζει στον ύπνο μνησιπήμων πόνος. […]
Λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που μ᾿ ἀρέσουν[26]».
Κι έχεις και κάτι ενοχλητικά φαντάσματα, από τον Ιμμάνουελ Καντ[27] ως τον Γκύντερ Γκρας[28], που φωνάζουνε απ’ τους τάφους τους, υπέρ της … Ελλάδας και, εμμέσως πλην σαφώς, υπέρ της άποψης του Θουκυδίδη, που γράφει για ‘να όραμα – δεν πρέπει να’ ν’
ονειροπαρμένος, αφού τονε διδάσκουνε παντού - το όραμα, λέει, νιας αλληνής ζωής, όπου σεργιανάνε η ανθρωπιά κι η ηθική που βγαίνουνε απ’ την ψυχή μιανού[29] ανθρώπου που δεν μπορεί να χωνέψει το άδικο και την παλιανθρωπιά και σέβεται τ’ς άγραφους νόμους που υπάρχουνε, για να βοηθάνε τ’ς πολύπαθους και δυστυχισμένους. Τελευταία μάλιστα εξιφούλκησε κι ο Γερμανός ιστορικός Κάρλ Χάιντς Ροτ, που επρότεινε – μα το Θέου! –να δώκει η Γερμανία στην Ελλάδα τα λεφτά που της χρωστάει απ’ τ’ς πολεμικές αποζημιώσεις!!![30] Κι είναι βέβαιο πως θ’ ακούσ’με κι άλλους αιθεροβάμονες που θα υπερασπιστούνε όχι μοναχά τ’ς Ρωμιούς αλλά κι εφτουνούς που λέει ο Σεφέρης[31]:
«Περάσαμε κάβους πολλοὺς πολλὰ νησιὰ, τη θάλασσα που φέρνει την άλλη θάλασσα, γλάρους και φώκιες. Δυστυχισμένες γυναίκες κάποτε με ολολυγμοὺς κλαίγανε τα χαμένα τους παιδιά […]
Οι ψυχές τους έγιναν ένα με τα κουπιὰ και τους σκαρμοὺς με το σοβαρὸ πρόσωπο της πλώρης με τ᾿ αυλάκι του τιμονιού με το νερὸ που έσπαζε τη μορφή τους. Οι σύντροφοι τέλειωσαν με τη σειρά, με χαμηλωμένα μάτια. Τα κουπιά τους δείχνουν το μέρος που κοιμοῦνται στ᾿ ακρογιάλι. Κανεὶς δεν τους θυμᾶται. Δικαιοσύνη».
Για τη Σύνταξη: Έκτορας Γ. Χόρτης
Καθισμένος στο καφενείο του χωριού ο μπάρμπα Τιπούκειτος φαίνεται απορροφημένος απ’ το διάβασμα κάποιου βιβλίου. Έχει πιει από ώρα τον καφέ του, όπως φαίνεται απ’ το αντίτιμο που σχολαστικά έχει στήσει σε μια στήλη με εικοσάλεπτα και δεκάλεπτα.
Στην άκρη του τραπεζιού, επιμελώς διπλωμένη η εφημερίδα, όπου διακρίνονται τέσσερα γράμματα από τον τίτλο άρθρου: ...EXIT. Φαντάζομαι πως το θέμα θα να’ναι ή GREXIT ή BREXIT.
-Καληώρα, μπάρμπα Τιπούκειτε. Τι διαβάζεις;
-Καλώς τονε. Τον πάντα επίκαιρο δάσκαλο τ’ς ιστορίας, το Θουκυδίδη, που λάζω[1] πως πρέπει να ντονε διαβάζουνε ούλοι και όχι μοναχά οι φιλόλογοι και οι ανά την υφήλιο ειδικοί των πολιτικών επιστημών. Σ’ ήθελα όμως.
- Σ’ ακούω, μπάρμπα.
- Δε μου λες, ορέ ανηψέ, για να’χω καλό ρώτημα, γιατί τηνε σταματάτε τη χορτιώτικη φλάδα; Γιατί να ντηνε κλείστε; Και σε ποιόνε θα ντα λέμε όσα μας ταλαιπωρούνε; Απ’ το γιατί οι Χορτιώτες δεν εφανήκανε στ’ς αγροτικές κινητοποιήσεις ως το προσφυγικό. Και για το πολιτιστικό μας απόθεμα, τ’ς εκκλησές μας, το θέατρο τ’ς Λευκάδας και τα ρέστα; Δεν πρέπει να’ χουμε φωνή; . Σκέφτομαι μάλιστα πως στ’ς μέρες μας με τ’ς τόσες ευκολίες που μας δίνουνε τα ηλεκτρονικά μέσα, η συνέχιση έκδοσης τ’ς φλάδας δεν χρειάζεται τίποτ’ άλλο, πέρα απ’ το μεράκι και την αγάπη για τη γλώσσα και την ιστορία του τόπου μας, του χωριού μας, του νησιού μας, τ’ς χώρας μας. Κι όσοι συγχωριανοί είναι κλεισμένοι στον εαυτό τ’ς, μπορεί και να ξυπνήσουνε αν ματαβαρέστε την καμπάνα τ’ς Αϊ – Κατερίνης. Κιαπέ, δεν θα να ‘τανε ωραίο να βγάλουνε εφημερίδα ούλα τα χωριά τ’ς Λευκάδας και να βρεθούνε και κάποιοι σαν εκεινούς που εκάμανε και κάνουνε τα πανιόνια (με όμικρον –Ιόνιο) συνέδρια να συγκεντρώσουνε ούλα τα λευκαδίτικα περιοδικά και να αποδελτιώσουνε – έτσι δεν ντο λένε οι ειδικοί; - από φτα πολύτιμο υλικό; Σκοπός είναι να γένει κάποια στιγμή νια[2] συμπληρωματική ιστορία του νησιού μας, που θα αρδεύεται απ’ τα ιστορικά και λαογραφικά στοιχεία ουλουνώνε των χωριών που φκιάνουνε την ανθρωπογεωγραφία του νησιού μας - των νησιών μας, με βάση ούλα εκειά τα στοιχεία που λένε οι ειδικοί πρωτογενείς και δευτερογενείς πηγές. Έτσι θα δείξουμε την ιστορία του τόπου μας πιο ολοκληρωμένα και θα προβάλουμε την πορεία τ’ς Λευκάδας στη διαδρομή του χρόνου, για να γένει «κτήμα εσαεί των επιγιγνομένων[3]», όπως μας το λέει ο δάσκαλος Θουκυδίδης.
- …
Και βλέποντας να’μαι σε διάσκεψη[4], εσυνέχισε, θυμίζοντάς μου τι εγράψαμε στη φλάδα μας, πως πρέπει δηλαδή ούλοι οι συγχωριανοί να ξαναανακαλύψουμε, να προβάλουμε και να επαναφέρουμε στη ζωή μας αξίες πο’ χουμε αλησμονήσει, ξοφλώντας έτσι ένα μικρό μέρος απ’ τ’ς τόκους που αβαντσάρουνε[5] οι πνευματικοί μας νεριάρηδες, που τροφοδοτήσανε και τροφοδοτούνε αβέρτα με αθάνατο νερό τ’ αυλάκια του μυαλού μας, όπως ο Σικελιανός, ο Σεφέρης, ο Θουκυδίδης κ.λπ. Και μου αμόλυσε στο τέλος και την τελευταία ταβανόπρογκα: «Αν κάποια πράματα σας στενοχωρούνε, καρτερούμε εσείς που ’πατε, κατά την ορμήνεια του ποιητή, το μεγάλο «Ναι[6]» να μην το βάλτε κάτου, να μην καταθέστε τα όπλα».
Τα’βαλα με τον εαυτό μου, γιατί εσυνειδητοποίησα ξαφνικά, μέσα στην αμηχανία μου, πως ο μπάρμα Τιπούκειτος είχε δίκιο. Ούλα όσα μου’πε μου φανήκανε λογικά. Εξάλλου πάντα ο μπάρμπα Τιπούκειτος μιλάει «μετά λόγου γνώσεως», όπως συνηθίζει να σχολιάζει για όσους τα λένε μυαλωμένα. Γι’ αυτό, «τοις κείνου ρήμασι πειθόμενοι», εκουβεντιάσαμε οι συντελεστές τ’ς φλάδας όσα μου’πε, το ματασκεφτήκαμε και να’μαστε πάλε στις επάλξεις. Θα φκιάνουμε το κάθε φύλλο με το ίδιο μεράκι που το φκιάναμε ως τα τώρα και θα ξεπεράσουμε τα «τεχνικά» προβλήματα, μεράζοντας τη φλάδα ηλεκτρονικά κι ελπίζοντας πως οι νεότεροι θα κάνουνε νια εκτύπωση για τ’ς γονείς και τ’ς παππούληδές τους.
Η κουβέντα με τον μπάρμπα Τιπούκειτο επήε μετά στα θέματα τ’ς επικαιρότητας. Τα σημεία στα οποία στάθηκε και τα εσχολίασε ο μπάρμπα Τιπούκειτος, με αφορμή τα όσα διάβασε στ’ν εφημερίδα και με οδηγό το Θουκυδίδη[7] είναι τα εξής:
Στη δημοκρατία την εξουσία την έχει στα χέρια
τ’ς η πλειοψηφία, αλλά εφτήνη η εξουσία δεν πάει να πει και «νομική διαφοροποίηση των πολιτών», όπως λέει κι ο … Ζουράρις. Ούλοι οι πολίτες σε ό,τι έχει να κάμει με τα μεταξύ τους νιτερέσα[8] είναι ίσοι απέναντι στο νόμο, πράμα που σημαίνει πως το δημοκρατικό πολίτευμα (πρέπει να) εξασφαλίζει την εξ ίσου αντιμετώπιση των πολιτών, είτε πάνε στη στραβωμάρα τους με γάιδαρο είτε στο tennisclub (μπράβο, μπάρμπα!) με porsche. Γενικά όμως ούλοι είμαστε ίσοι μεταξύ μας, αλλά μερικοί φαίνεται πως είναι πιο ίσοι απ’ τ’ς άλλους, γεγονός που επιβεβαιώνει και η … Εφορία. Την πραγματική ισότητα τη συναντάμε σπάνια. Μην κοιτάτε που στα Σταυρωτά ο ξωμάχος Χορτιώτης, Γκλουβισάνος, Αϊλιώτης, Ξαθείτης, Μανασώτης εκάληγε τ’ς βοσκούς να φάνε κι εκείνοι απ’ το μπρακάτσι του, ούτε που οι βαβάδες εδίνανε απ’ το υστέρημά τους στ’ς διακονιάρισσες. Το «στραβολόισο» ισχύει σε ούλα τα επίπεδα τ’ς κοινωνίας, αλλά και στ’ς διεθνείς σχέσεις, απ’ το «να’χεις μπάρμπα στην Κορώνη» ως τ’ς σχέσεις των κρατών – μελών της «κατ’ ευφημισμόν» Ευρωπαϊκής Ένωσης (χερότερα κι απ’ τ’ς συνεδριάσεις τ’ς … Σούπερ Λίγκας), όπου το «να τηρούνται οι συμφωνίες» εγίνηκε «να εφαρμόζονται οι υπάρχουσες … διαφωνίες», όπως έδειξε η πρόσφατη στάση της Αυστρίας και της ομάδας του Βίζεγκραντ[9], κι όπου άλλο είναι η Ελλαδίτσα και άλλο η γηραιά Αλβιών[10], στην οποία επιφυλάχθηκε ειδική μεταχείριση κι όχι μοναχά επειδή σκιάζονται το BREXIT.
Ένα δεύτερο σημείο στο οποίο εστάθηκε ο μπάρμπα Τιπούκειτος ήτανε το ζήτημα τ’ς αξιοκρατίας. Με την ισότητα στα πάρε – δώσε του κόσμου, σύμφωνα με τον Θουκυδίδη, κοντροστάρεται[11] η αξιοσύνη, που μπάζει την έννοια τ’ς διάκρισης, αφού μπαίνει στο ζύγι η προσωπική αξία και ικανότητα του καθενός. Εδώ η ισότητα απέναντι στον έφορα (!) και γενικότερα απέναντι στον νόμο δεν εξασφαλίζεται, αλλά συνταιριάζεται με την αξιοκρατία. Πάει να πει πως κανένας «(μεγαλο)παράγοντας» δεν (πρέπει να) εμποδίζει τον άξιο να γένει σπουδαίος και τρανός, ούτε κι η φτώχεια ή η καταγωγή από πιστικούς[12]. Για παράδειγμα, οι συγχωριανοί εδιαλέανε τ’ς πιο τζινιαδόρους[13], για τ’ς διάφορες ανάγκες τους, και για το σπιτικό τους και για τα κοινοτικά έργα. Κι όσους τους έκαζε[14] πως δε φελάανε τ’ς εκάνανε στην άκρη κι εκείνοι το παίρνανε πολύ βαριά. Γι’ αυτό εκειό που εκάρκωσε[15] τ’ς χωριανούς και το’χουνε για βάρος είναι πως δεν εφανήκανε στη μεγάλη απεργία των γεωργοκτηνοτρόφων. Κανένας δεν τ’ς ελογάριασε, γιατί οι λίοι πο’μείνανε στο χωριό μεγάλο γεωργικό κλήρο δεν διαθέτουνε και, στη συντριπτική τους πλειονότητα, ούτε και τρακτέρια. Ο μπάρμπας μου δίνει την εξήγηση πως, παρόλο που δεν ήτανε ντιπ στραβό το κλήμα – νια χαρά ήτανε τ’ αμπέλια τους, που τα φκιάσανε απα’ στην πέτρα και τα ποτίσανε με το γίδρωτά τους-, το ‘φαε ο γάιδαρος ή τέλος πάντων όγοιος[16] τ’ς είπε να ξαμπελώσουνε. Κι εφτήνοι, που νια ζωή επαλεύανε να ντα φέρουνε βόλτα με το τσαπί και το (ησιόδειο) αλέτρι, είδανε το τερί, πα’να πει τ’ς περιβόητες επιδοτήσεις, και δεν είδανε τη φάκα. Έτσι, εξαμπελώσανε τ’ αμπέλια και τώρα εμείνανε στο σκέρο[17]. Κιαπέ, βλέποντας συνέχεια στην τελεόραση κάτι τρακτέρια μούρλια, που να τους φεύγει το καφάσι, κι ούτε στον ύπνο τους δεν θα ντα ονειρευόντανε, αστριάξανε[18] κι
εκάμανε στα μάτια[19], γιατί τους εσφηνώθηκε η ιδέα πως δε φελάνε[20]. Εκειό, λοιπόν, που τους βασανίζει είναι τι δεν εκάμανε καλά, γιατί με τόση δουλειά πο’ χουνε πατήσει σκέφτονται πως έπρεπε να’ναι βαθύπλουτοι, να κυκλοφορούνε τουλάχιστον με Μερτσέντες και να’χουνε κι εξοχικό στη … Μύκονο. Οι περισσότεροι όμως ξωμάχοι του χωριού μας και των γειτονικών χωριών (Διαμπλιανιού, Κομπλιού κ.λπ. – για την Εξάθεια, το Καλαμίτσι και τον Αϊ- Πέτρο δεν έχω διασταυρώσει τ’ς πληροφορίες μου, γιατί δεν επρόκαμα. Τρέχω να ιδώ μήπως πάρουμε το ένα απ’ τα τέσσαρα κανάλια, πανελλαδικής εμβέλειας, για να γλέπουνε κι οι όπου γης συμπεθέροι μας, σκιάζομαι όμως μη μου πούνε πως ούλοι οι Χορτιώτες είμαστε … καναλάρχες, γιατί έχουμε το Κανάλι μας[21]), οι περισσότεροι, λοιπόν, ξωμάχοι μας στηρίζονται στην παραδοσιακή τεχνολογία: κοφτοτσάπι, φκιάρι κ.τ.τ. Τυχερός θεωρείται όποιος διαθέτει μηχάνημα, αγροτικό ή ακόμα και τρίκυκλο. Ένας μοναχά διαθέτει ένα «συλλεκτικό» τρακτέρ - δικής του πατέντας-, ο Γιώργος ο Κατωπόδης απ’ το Μανάσι. Θα αναρωτιέστε, βέβαια, και γιατί δεν εκατεβαίνανε με τα κατσικομούλαρά τους. Σκεφτήκανε όμως πως τα μουλάρια και τα άλογα είναι τσινιάρικα, σαν τ’ς θεσμούς, που άμα ξαμώσει κανένας για να πάρει νιαν ανάσα, κλωτσάνε και τονε παλεύουνε[22]. Άσε που την ώρα που τσινάνε τ’ς αμολάνε κιόλας κι απειλούνε να ντ’ς καταγγείλουνε για προσβολή της δημοσίας … αιδούς σαν … Κλαζομένιους[23], με κατήγορο τον αυστριακό ΥΠΕΞ.
Μόλις του’φερε η κουβέντα για τ’ς θεσμούς ο μπάρμπας μου εσχολίασε πως οι θεσμοί ειν’ ούλο ανάγκη κι αφορμή[24]. Και το προχώρησε, λέοντας πως απειλούνε να σύρουνε ούλους τ’ς Λευκαδίτες για τα έργα και ημέρες του Σικελιανού (ακούς εκεί Δελφική Ιδέα και εκατόφυλλο ρόδο των Ορφικών[25]!) αλλά κι ουλουνούς τ’ς Έλληνες στους αγρ(ι)ο φύλακες του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου για τα κακουργήματα του Θουκυδίδη, του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη και λοιπών κακούργων τύπου Σεφέρη, που – άκουσον, άκουσον!- του δώκανε και νόμπελ. Ελπίζουμε, εσυνέχισε τσουχτερά ο μπάρμπας μου, τα λάθη τ’ς Σουηδικής Ακαδημίας να μην επαναληφθούνε με την απονομή του νόμπελ ειρήνης στ’ς βαβάδες που βοηθάνε … προσφυγόπουλα!. Ακούτε ο αθεόφοβος νομπελίστας τι προκλητικά εσκαρφίστηκε – από ποιητές και μάλιστα προσφυγικής καταγωγής τι άλλο να περιμένεις; - και μας τα’ γραψε μάλιστα και σαν ένα είδος διαθήκης:
«Ο άνθρωπος είναι μαλακός, ένα δεμάτι χόρτο·χείλια και δάχτυλα που λαχταρούν ένα άσπρο στήθος, μάτια που μισοκλείνουν στο λαμπύρισμα της μέρας και πόδια που θα τρέχανε, κι ας είναι τόσο κουρασμένα,στο παραμικρό σφύριγμα του κέρδους.Ο άνθρωπος είναι μαλακός και διψασμένος σαν το χόρτο,άπληστος σαν το χόρτο, ρίζες τα νεύρα του κι απλώνουν• σαν έρθει ο θέρος προτιμά να σφυρίξουν τα δρεπάνια στ’ άλλο χωράφι• σαν έρθει ο θέρος, άλλοι φωνάζουνε για να ξορκίσουν το δαιμονικό, άλλοι μπερδεύουνται μες στ’ αγαθά τους, άλλοι ρητορεύουν.Αλλά τα ξόρκια τ’ αγαθά τις ρητορείες, σαν είναι οι ζωντανοί μακριά, τι θα τα κάνεις; Μήπως ο άνθρωπος είναι άλλο πράγμα;Μην είναι αυτό που μεταδίνει τη ζωή; Καιρός του σπείρειν, καιρός του θερίζειν.
Πάλι τα ίδια και τα ίδια, θα μου πεις, φίλε. Όμως τη σκέψη του πρόσφυγα τη σκέψη του αιχμάλωτου τη σκέψη του ανθρώπου σαν κατάντησε κι αυτός πραμάτεια δοκίμασε να την αλλάξεις, δεν μπορείς [….].
Κι α σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές είναι γιατί τ’ ακούς γλυκότερα, κι η φρίκη δεν κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωντανήγιατί είναι αμίλητη και προχωράει·στάζει τη μέρα, στάζει στον ύπνο μνησιπήμων πόνος. […]
Λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που μ᾿ ἀρέσουν[26]».
Κι έχεις και κάτι ενοχλητικά φαντάσματα, από τον Ιμμάνουελ Καντ[27] ως τον Γκύντερ Γκρας[28], που φωνάζουνε απ’ τους τάφους τους, υπέρ της … Ελλάδας και, εμμέσως πλην σαφώς, υπέρ της άποψης του Θουκυδίδη, που γράφει για ‘να όραμα – δεν πρέπει να’ ν’
ονειροπαρμένος, αφού τονε διδάσκουνε παντού - το όραμα, λέει, νιας αλληνής ζωής, όπου σεργιανάνε η ανθρωπιά κι η ηθική που βγαίνουνε απ’ την ψυχή μιανού[29] ανθρώπου που δεν μπορεί να χωνέψει το άδικο και την παλιανθρωπιά και σέβεται τ’ς άγραφους νόμους που υπάρχουνε, για να βοηθάνε τ’ς πολύπαθους και δυστυχισμένους. Τελευταία μάλιστα εξιφούλκησε κι ο Γερμανός ιστορικός Κάρλ Χάιντς Ροτ, που επρότεινε – μα το Θέου! –να δώκει η Γερμανία στην Ελλάδα τα λεφτά που της χρωστάει απ’ τ’ς πολεμικές αποζημιώσεις!!![30] Κι είναι βέβαιο πως θ’ ακούσ’με κι άλλους αιθεροβάμονες που θα υπερασπιστούνε όχι μοναχά τ’ς Ρωμιούς αλλά κι εφτουνούς που λέει ο Σεφέρης[31]:
«Περάσαμε κάβους πολλοὺς πολλὰ νησιὰ, τη θάλασσα που φέρνει την άλλη θάλασσα, γλάρους και φώκιες. Δυστυχισμένες γυναίκες κάποτε με ολολυγμοὺς κλαίγανε τα χαμένα τους παιδιά […]
Οι ψυχές τους έγιναν ένα με τα κουπιὰ και τους σκαρμοὺς με το σοβαρὸ πρόσωπο της πλώρης με τ᾿ αυλάκι του τιμονιού με το νερὸ που έσπαζε τη μορφή τους. Οι σύντροφοι τέλειωσαν με τη σειρά, με χαμηλωμένα μάτια. Τα κουπιά τους δείχνουν το μέρος που κοιμοῦνται στ᾿ ακρογιάλι. Κανεὶς δεν τους θυμᾶται. Δικαιοσύνη».
Για τη Σύνταξη: Έκτορας Γ. Χόρτης
ΛΕΞΙΚΟ
|
[1] Λάζω = νομίζω, φαντάζομαι, «μου κάζει»
[2] Νια = μια
[3] Απόκτημα παντοτινό για τις επόμενες γενιές
[4] Διάσκεψη = περισυλλογή, προβληματισμός
[5] Αβαντσάρω = μου χρωστάνε, έχω να λάβω
[6] Καβάφης, Che fece … il gran rifiuto
[7] Θουκυδίδη, Ιστοριών Β΄, κεφ. 37.
[8] Νιτερέσο = συμφέρον, ενδιαφέρον
[9] Ομάδα Βίζεγκραντ: ομάδα 4 χωρών (Πολωνίας, Ουγγαρίας, Τσεχίας, Σλοβακίας) με πολιτική και περιφερειακή συνεργασία
[10] Μεγάλη Βρετανία
[11] Κοντροστάρομαι = αντιπαρατίθεμαι
[12] Πιστικός = βοσκός
[13] Τζινιαδόρος = ικανός και έμπειρος,άνθρωπος που πιάνουνε τα χέρια του, εξπέρ
[14] Μου κάζει = μου φαίνεται, νομίζω
[15] Καρκώνομαι = μου κάθεται κάτι στον λαιμό
[16] Όγοιος = όποιος
[17] Μένω στο σκέρο = μένω ξεκρέμαστος
[18] Αστριάξανε = μτφρ. εσκορπίσανε, εξαφανιστήκανε.
[19] Κάνω στα μάτια = επιθυμώ κάτι διακαώς (αλλά δεν είμαι σε θέση να το έχω), λιμπίζομαι, ορέγομαι, λαχταρώ.
[20] Φελάω = αξίζω
[21] Κανάλι: ονομασία παλιάς πηγής – βρύσης κάτω απ’ τον πλάτανο της πλατείας του χωριού, καθώς και της γύρω περιοχής.
[22] Παλεύω = επιπλήττω, κάνω παρατηρήσεις σε κάποιον
[23] Κλαζομένιοι: μεταφορικά = άνθρωποι χαμηλής ποιότητας, με συμπεριφορά απρεπή και χυδαία
[24] Είμαι ούλο ανάγκη κι αφορμή=ψάχνω αφορμή για καυγά
[25] Άγγ. Σικελιανού, Ο Διθύραμβος του Ρόδου: Εκατόφυλλο ρόδο των Ορφικών = σύμβολο της συναδέλφωσης των πάντων
Γ. Σεφέρη, Τελευταίος Σταθμός [26]
[27] Ιμμάνουελ Καντ: Σπουδαίος φιλόσοφος και διαφωτιστής του 18ου αιώνα
[28] Γκύντερ Γκρας (1927 -2015):Σπουδαίος γερμανός συγγραφέας (νόμπελ λογοτεχνίας 1999), που το 2012 έγραψε υπέρ της Ελλάδας το ποίημα Ἡ ντροπή της Ευρώπης.
[29] Μιανού = ενός
19. Karl Heinz Roth, Griechenland am Abgrund. Die Deutsche Reparationsschuld (eine Flugschrift), VSA: Verlag 2015, Hamburg
[31] Γ. Σεφέρη, Μυθιστόρημα
|
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου