Του ΑΓΓΕΛΟΥ Γ. ΧΟΡΤΗ
Ήταν, θυμάμαι, παραμονές της Αγίας Αικατερίνης, πολιούχου του χωριού μας, τη δεκαετία του 1950. Οι γλυκές φθινοπωρινές μέρες είχαν πια περάσει, ο καιρός είχε «βαρύνει» και ο βοριάς είχε αρχίσει να εγκαθιστά το «βασίλειό» του στις πλαγιές των Σταυρωτών, όπου βρίσκεται σκαρφαλωμένο το μικρό μας χωριό.
Οι ψυχρές του πνοές που έδερναν τα πρόσωπά μας, τα φύλλα των δέντρων που στροβιλίζονταν και παρασύρονταν από τον άνεμο, άλλα χρυσοκίτρινα και άλλα σε ένα μοναδικό ανοιχτό κόκκινο χρώμα, μας έφερναν το μήνυμα πως ο χειμώνας πλησίαζε. Εκείνο, λοιπόν, το βράδυ στη διάφανη απ’ τον παγωμένο αέρα ατμόσφαιρα μπορούσε να δει κανείς το ψυχρό φως του φεγγαριού ανάμεσα από τα σύννεφα να πέφτει και να σκορπά το ασήμι του στις πέτρες και το σκληρό χώμα, το σχεδόν πετρωμένο από το ψύχος. Όσοι βρίσκονταν στο ύπαιθρο έτρεχαν να βρουν θαλπωρή στα μικρά καφενεδάκια ή στα σπίτια τους. Χιονιάς, έλεγαν όσοι έκαναν εκτιμήσεις για τον καιρό, και μάλιστα πρώιμος. Και δεν είχαν άδικο.
Όταν ξυπνήσαμε το πρωί βρεθήκαμε μπροστά στην άσπιλη λευκότητα του χιονιού. Ένα κάτασπρο πέπλο είχε σκεπάσει τους δρόμους, τις αυλές, τις στέγες των σπιτιών, τα γυμνά κλαδιά και τα φύλλα των δέντρων, τα ισιώματα και τα βουνά μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι μας. Ήταν ένα πέπλο απαλό, ατσαλάκωτο, στιλπνό, εκτυφλωτικό, που θάμπωνε τα μάτια μας. Από τα δέντρα και τις στέγες σταλαγμίτες έλαμπαν στο αβέβαιο φως του πρωινού, ενώ στις άκρες των δρόμων και στις λακκούβες το νερό είχε σχηματίσει μια παγωμένη κρούστα που εμείς τα παιδιά παίζοντας τη θρυμματίζαμε και βλέπαμε τον πάγο να σπάει ακτινωτά με κέντρο το σημείο όπου τον χτυπούσαμε, σαν ένα τζάμι παραθυριού. Δεν ήταν, βέβαια, η πρώτη φορά που το χιόνι έμπαινε στην καθημερινότητά μας, αλλά όσες φορές και αν το αντικρίζαμε ήταν πάντα για μας μια αποκάλυψη, σαν να το βλέπαμε για πρώτη φορά, καθώς ένας καινούργιος κόσμος, φρέσκος, απαλλαγμένος από κάθε ασχήμια, απλωνόταν μπροστά στα μάτια μας και έδινε την αίσθηση ότι η λευκότητά του εισχωρούσε και στις ψυχές των ανθρώπων, για να τις αποκαθάρει και αυτές από κάθε ταπεινό και χαμερπές σαν μια νέα κολυμβήθρα του Σιλωάμ. Στο μεταξύ οι χωριανοί είχαν ξεκινήσει το έργο του εκχιονισμού. Με τσαπιά, αξίνες, φτυάρια, άνοιγαν μονοπάτια από τις εισόδους των σπιτιών μέχρι το στενό κοινοτικό δρόμο αλλά και μέχρι τους στάβλους, όπου τα ζώα είχαν και αυτά εγκλωβιστεί και έπρεπε να ταϊστούν και να ποτιστούν με σανούς, καρπό ή φρεσκοκομμένα κλαδιά δέντρων που πολλοί προνοητικοί χωριανοί είχαν αποθηκεύσει. Εμείς τα παιδιά παρακολουθούσαμε την εργασία αυτή, παρατηρώντας ταυτόχρονα ριπές χιονιού να αιωρούνται και να πέφτουν στο έδαφος, με το ελαφρό φύσημα του αέρα. Βασίλισσα της μέρας ήταν η παγωνιά. Περπατώντας στο χιόνι είχαμε την αίσθηση ότι «κρεμόταν» ανάερα στον αιθέρα και μας «χτυπούσε» σε κάθε μας βήμα ή και όταν στεκόμαστε ακίνητοι. Όπου και αν στρέφαμε το βλέμμα μας , βλέπαμε καπνό να βγαίνει από τις καπνοδόχους των σπιτιών, καθώς τα τζάκια ήταν αναμμένα και όσοι βρίσκονταν στα σπίτια τους τα τροφοδοτούσαν συνέχεια με ξύλα. Οι νοικοκυρές ετοίμαζαν το φαγητό που στις μέρες του χιονιού ήταν συνήθως τηγανίτες ή τηγανόψωμα, που φρεσκοτηγανισμένα ζεστά και πασπαλισμένα με τυρί ήταν ένα υπέροχο έδεσμα. Άλλο φαγητό, συνηθισμένο επίσης τις μέρες αυτές και όχι μόνο, ήταν τα χειροποίητα μακαρόνια που έφτιαχναν οι μανάδες μας, το «φύλλο», όπως λεγόταν, δηλαδή χυλοπίτες, μόνο όμως με αλεύρι και νερό, χωρίς αυγά. Ήταν ένα φαγητό που μπορούσε να παρασκευαστεί εύκολα και, πολλές φορές, ως λύση ανάγκης, έδινε απάντηση στο ερώτημα και στην έγνοια των μανάδων μας για το «τι θα φάμε σήμερα». Το φαγητό όμως για το οποίο κυριολεκτικά τρελαινόμαστε εμείς τα παιδιά, αλλά σπάνια το γευόμαστε, ήταν οι δίπλες. Ήταν χειροποίητο φύλλο διπλωμένο, που ήταν γεμισμένο ανάμεσα στις δίπλες του με αυγά, τυρί και γάλα. Η νοστιμιά του ήταν μοναδική και ανάλογα ήταν και τα πανηγύρια μας, όταν το έφτιαχνε η μάνα μας. Γιατί ήταν η εποχή που μπορούσε κανείς να εκτιμήσει το ξεχωριστό αλλά και όλα τα αγαθά του Θεού που σήμερα τα θεωρούμε δεδομένα, μέσα στην πλήρη ισοπέδωση των πάντων. Στα μικρά καφενεδάκια οι ξυλόσομπες έκαιγαν και ο συνωστισμός γύρω από αυτές ήταν μεγάλος. Στα μικρά τραπεζάκια τους άλλοι χαρτόπαιζαν και άλλοι συζητούσαν πίνοντας αργά και τελετουργικά, θα έλεγα, το ούζο ή το κονιάκ τους και σχολιάζοντας τον καιρό ή την πολιτική κατάσταση, και οι συζητήσεις, τα σχόλια, τα επιφωνήματα, δημιουργούσαν ένα βουητό, ανάμεσα στο οποίο ξεχώριζαν οι φωνές των χαρτοπαικτών «πάσο», «εφτά καρά» κ.λπ., οι παραγγελίες που δίνονταν στον καταστηματάρχη και η υποδοχή των νέων θαμώνων που με χιονισμένα παπούτσια και με βαρύ ντύσιμο έμπαιναν στο κατάστημα.
Με τα ζώα στους στάβλους, τις αγροτικές εργασίες σε αναστολή και τον παγωμένο αέρα να έχει στήσει τον δικό του χορό, οι δρόμοι του χωριού είχαν ερημώσει. Πού και πού όσοι για κάποιο λόγο βρίσκονταν για λίγο έξω, έτρεχαν να προφυλαχθούν στα σπίτια ή στα καφενεία. Μια λευκή σιωπή σκέπαζε το χωριό μέχρι το σούρουπο, που σιγά - σιγά οι θαμώνες των καφενείων, με τους γιακάδες από τα σακάκια σηκωμένους, τις τραγιάσκες κατεβασμένες και το βήμα γρήγορο προχωρούσαν για τα σπίτια τους, που τα κούτσουρα τριζοβολούσαν στη φωτιά και το φαγητό ήταν έτοιμο. Γύρω από το τζάκι συγκεντρωνόταν τότε όλη η οικογένεια, από τους παππούδες μέχρι τα παιδιά, και στη διάρκεια του φαγητού αλλά και ύστερα από αυτό ξεκινούσαν οι συζητήσεις και τα σχέδια για το αύριο και τις δουλειές της εποχής ή για το μακρινότερο μέλλον που, παρά τις δυσκολίες, προσπαθούσαν να το δουν με αισιοδοξία. Άλλες πάλι φορές το παρόν και οι δυσκολίες του έμπαιναν κατά μέρος, καθώς, μέσα από τις αφηγήσεις των γονέων, των παππούληδων και των βαβάδων μας, γυρίζαμε στο παρελθόν, με γοητευτικές και συναρπαστικές ιστορίες για πρόσωπα ιστορικά ή μυθικά, για πράξεις ξεχωριστές, για κατορθώματα που πολλές φορές, βρίσκονταν στις παρυφές της ιστορικής πραγματικότητας και στα όρια του μύθου, ή καλύτερα, που μύθος και πραγματικότητα συμφύρονταν, έτσι ώστε τα ιστορικά πρόσωπα να παίρνουν κάτι από τη λάμψη του μύθου, για θρύλους και για παραδόσεις πανάρχαιες. Εμείς τα παιδιά συνεπαρμένοι παρακολουθούσαμε, ρωτούσαμε, θαυμάζαμε, απορούσαμε και ταξιδεύαμε με τη φαντασία μας σε κόσμους άγνωστους, όπου το ηρωικό, το παράδοξο, το ονειρικό απόδιωχνε τις σκέψεις μας από το πεζό σήμερα που ζούσαμε. Αλλά και όταν επιστρέφαμε στο παρόν με όλες τις δυσκολίες και τις στερήσεις,στις περιπτώσεις που η οικογένεια ήταν συγκεντρωμένη, όπως τα χειμωνιάτικα βράδια, εισπράτταμε την αύρα της αγάπης που απλόχερα εκπεμπόταν από τους γονείς, τους παππούληδες και τις βαβάδες μας, νιώθαμε ότι ήμαστε ασφαλείς κάτω από την προστασία τους, αισθανόμαστε τη θαλπωρή αυτής της αγάπης να εισχωρεί στην ψυχή μας και να μας χαρίζει τη γαλήνη και την ευτυχία. Γιατί ο χειμώνας ήταν και είναι, πιστεύω, ακόμα η εποχή της συλλογικότητας, όπως εκφραζόταν από την οικογένεια συγκεντρωμένη γύρω από τη φωτιά, που η ατομικότητά μας συγχωνευόταν σ το σύνολο και η επιτυχία και η χαρά του ενός ήταν επιτυχία και χαρά όλων μας. Και διαισθανόμαστε ότι αυτή η συλλογικότητα και η ενότητα αποτελούσε το μέσον για την υπέρβαση κάθε προβλήματος και δυσκολίας. Οι μέρες του χιονιού ήταν αρκετές στη διάρκεια του χειμώνα, αλλά περισσότερες ήταν οι βροχερές. Η βροχή, άλλοτε με ένταση και άλλοτε σιγανή, μπορούσε να διαρκέσει μέρες ολόκληρες και να δημιουργήσει άλλη εικόνα στο περιβάλλον. Οι χωματόδρομοι τότε μετατρέπονταν σε λασπωμένες ,γλιστερές επιφάνειες, τόσο που σε μερικά σημεία τα παπούτσια βυθίζονταν στη λάσπη ή στα χωράφια τα ζώα με δυσκολία τραβούσαν το αλέτρι για το όργωμα. Μερικές φορές πάλι το χωριό σκεπαζόταν από ομίχλη τόσο πυκνή που δύσκολα μπορούσε κανείς να δει σε απόσταση λίγων μέτρων και που, σαν αόρατη βροχή, πότιζε με υγρασία το χώμα, τις πέτρες, τα δέντρα και εισχωρούσε στα πνευμόνια και την ψυχή μας αποπνέοντας μια αίσθηση μούχλας. Όμως τις μέρες της βροχής και της ομίχλης οι εργασίες συνεχίζονταν κανονικά και μπορούσε να δει κανείς βοσκούς να οδηγούν τα κοπάδια τους, καλυμμένοι με χοντρά ρούχα στο κεφάλι και το σώμα τους, ζευγολάτες να οργώνουν και να ξεζεύουν βιαστικά τα ζευγάρια τους, όταν ξεκινούσε να βρέχει δυνατά, αναζητώντας καταφύγιο κάτω από δέντρα ή βράχους. Γιατί μπορούσε να ξεκινήσει κανείς το πρωί με στέγνια και ξαφνικά να ξεσπάσει η βροχή. Άλλωστε, η σπορά δεν είχε τελειώσει και θα συνεχιζόταν μέχρι και τον Φλεβάρη και κάποιες φορές μέχρι τις αρχές του Μάρτη, καθώς από το τέλος του Γενάρη οι γεωργοί έσπερναν τις «οψιμιές», δηλαδή φακές, ρεβίθια, μπιζέλια και ένα είδος σιταριού με κοντό μέγεθος, τον μαρτιάκο, αφού είχαν τελειώσει τη σπορά του σιταριού, της βρώμης κ.λπ. Μια άλλη εργασία, σκληρή και επίπονη, ήταν το μάζεμα της ελιάς, που γινόταν ακόμα πιο κουραστική, επειδή οι ελαιοπαραγωγοί κάτοικοι του χωριού μας είχαν τα λιοστάσια τους σε άλλα χωριά με χαμηλό υψόμετρο (Δράγανο, Αθάνι, Άγιο Πέτρο), τα οποία απείχαν μέχρι και 10 χιλιόμετρα. Ξεκινούσαν, λοιπόν, χαράματα με τα ζώα, τους σάκους όπου θα έβαζαν τον καρπό και τους «λούρους», μακριά και σχετικώς λεπτά ξύλα ελιάς, με τα οποία θα «τίναζαν» (ράβδιζαν) τα δέντρα και επέστρεφαν νύχτα, καραβάνια κατάκοπων ανθρώπων, με αβέβαιο βήμα μέσα στο κρύο, τον αέρα ή καμιά φορά και τη βροχή, με τα ζώα φορτωμένα, και με την κούραση να καθρεφτίζεται στο πρόσωπο και τις κινήσεις τους. Υπήρχαν όμως και χειμωνιάτικες μέρες ηλιόλουστες, χαρά Θεού, με τον αιθέρα τόσο διάφανο, ώστε μπορούσε να δει κανείς μακριά στο βάθος του γλαυκού ορίζοντα τα νησιά των Παξών και της Κέρκυρας όπως και τα πιο κοντινά, την Ιθάκη και την Κεφαλονιά, να κολυμπούν στα νερά του γαλάζιου Ιονίου αστραφτερά και φρέσκα, όπως την πρώτη ημέρα της δημιουργίας. Τις μέρες αυτές βλέπαμε στο προφυλαγμένο από τον βοριά απάνεμο του Χορτερού τούς τακτικούς του θαμώνες, τον μπάρμπα Νικόλα, τον μπάρμπα Μίκιο, τον μπάρμπα Στάθη, να απολαμβάνουν τη γλυκιά θαλπωρή του ήλιου και να συζητούν τα παλιά. Το μεσημέρι ή το απόγευμα βλέπαμε, ακόμα, να γυρίζουν όσοι εργάζονταν στα χωράφια, καθώς και οι βοσκοί με τα ζώα τους, αργά και νωχελικά απολαμβάνοντας τη γαλήνη και τη ζεστασιά μέσα στο καταχείμωνο. Ορόσημο στην ομοιόμορφη διαδοχή των χειμωνιάτικων ημερών αποτελούσαν οι μεγάλες γιορτές των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς που σημαδεύονταν από την αλλαγή στη διάθεση των ανθρώπων, σα να καταλάβαιναν οι απλοϊκοί συγχωριανοί ότι η Γέννηση του Σωτήρος έφερνε την «καινή κτίση», δηλαδή τον καινούριο κόσμο, ον κόσμο της ειρήνης και της αγάπης. Οι αναμνήσεις μου από τους περασμένους χειμώνες στο χωριό μας δεν θα μπορούσε να μην έχουν στο κέντρο τους τον πατέρα μου, τον Παπαγιώργη, και τη μάνα μου. Θυμάμαι τον πατέρα μου, νέο, ακμαίο, να χοροστατεί με άκρα ευλάβεια στις λειτουργίες των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς και τη μάνα μου, ακούραστη, να προλαβαίνει τα πάντα στο σπίτι, πρότυπο αγάπης, αφοσίωσης και θυσίας για την οικογένειά της, όπως και όλες οι μανάδες των παιδιών της εποχής μου, τα οποία, πιστεύω, έχουν τις ίδιες ιερές αναμνήσεις για τους γονείς τους. Το να διατηρούμε τη μνήμη τους με σεβασμό και αγάπη για όσα με θυσίες μάς πρόσφεραν αποτελεί την μεγαλύτερη δικαίωσή τους.

Ήταν, θυμάμαι, παραμονές της Αγίας Αικατερίνης, πολιούχου του χωριού μας, τη δεκαετία του 1950. Οι γλυκές φθινοπωρινές μέρες είχαν πια περάσει, ο καιρός είχε «βαρύνει» και ο βοριάς είχε αρχίσει να εγκαθιστά το «βασίλειό» του στις πλαγιές των Σταυρωτών, όπου βρίσκεται σκαρφαλωμένο το μικρό μας χωριό.
Οι ψυχρές του πνοές που έδερναν τα πρόσωπά μας, τα φύλλα των δέντρων που στροβιλίζονταν και παρασύρονταν από τον άνεμο, άλλα χρυσοκίτρινα και άλλα σε ένα μοναδικό ανοιχτό κόκκινο χρώμα, μας έφερναν το μήνυμα πως ο χειμώνας πλησίαζε. Εκείνο, λοιπόν, το βράδυ στη διάφανη απ’ τον παγωμένο αέρα ατμόσφαιρα μπορούσε να δει κανείς το ψυχρό φως του φεγγαριού ανάμεσα από τα σύννεφα να πέφτει και να σκορπά το ασήμι του στις πέτρες και το σκληρό χώμα, το σχεδόν πετρωμένο από το ψύχος. Όσοι βρίσκονταν στο ύπαιθρο έτρεχαν να βρουν θαλπωρή στα μικρά καφενεδάκια ή στα σπίτια τους. Χιονιάς, έλεγαν όσοι έκαναν εκτιμήσεις για τον καιρό, και μάλιστα πρώιμος. Και δεν είχαν άδικο.
Όταν ξυπνήσαμε το πρωί βρεθήκαμε μπροστά στην άσπιλη λευκότητα του χιονιού. Ένα κάτασπρο πέπλο είχε σκεπάσει τους δρόμους, τις αυλές, τις στέγες των σπιτιών, τα γυμνά κλαδιά και τα φύλλα των δέντρων, τα ισιώματα και τα βουνά μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι μας. Ήταν ένα πέπλο απαλό, ατσαλάκωτο, στιλπνό, εκτυφλωτικό, που θάμπωνε τα μάτια μας. Από τα δέντρα και τις στέγες σταλαγμίτες έλαμπαν στο αβέβαιο φως του πρωινού, ενώ στις άκρες των δρόμων και στις λακκούβες το νερό είχε σχηματίσει μια παγωμένη κρούστα που εμείς τα παιδιά παίζοντας τη θρυμματίζαμε και βλέπαμε τον πάγο να σπάει ακτινωτά με κέντρο το σημείο όπου τον χτυπούσαμε, σαν ένα τζάμι παραθυριού. Δεν ήταν, βέβαια, η πρώτη φορά που το χιόνι έμπαινε στην καθημερινότητά μας, αλλά όσες φορές και αν το αντικρίζαμε ήταν πάντα για μας μια αποκάλυψη, σαν να το βλέπαμε για πρώτη φορά, καθώς ένας καινούργιος κόσμος, φρέσκος, απαλλαγμένος από κάθε ασχήμια, απλωνόταν μπροστά στα μάτια μας και έδινε την αίσθηση ότι η λευκότητά του εισχωρούσε και στις ψυχές των ανθρώπων, για να τις αποκαθάρει και αυτές από κάθε ταπεινό και χαμερπές σαν μια νέα κολυμβήθρα του Σιλωάμ. Στο μεταξύ οι χωριανοί είχαν ξεκινήσει το έργο του εκχιονισμού. Με τσαπιά, αξίνες, φτυάρια, άνοιγαν μονοπάτια από τις εισόδους των σπιτιών μέχρι το στενό κοινοτικό δρόμο αλλά και μέχρι τους στάβλους, όπου τα ζώα είχαν και αυτά εγκλωβιστεί και έπρεπε να ταϊστούν και να ποτιστούν με σανούς, καρπό ή φρεσκοκομμένα κλαδιά δέντρων που πολλοί προνοητικοί χωριανοί είχαν αποθηκεύσει. Εμείς τα παιδιά παρακολουθούσαμε την εργασία αυτή, παρατηρώντας ταυτόχρονα ριπές χιονιού να αιωρούνται και να πέφτουν στο έδαφος, με το ελαφρό φύσημα του αέρα. Βασίλισσα της μέρας ήταν η παγωνιά. Περπατώντας στο χιόνι είχαμε την αίσθηση ότι «κρεμόταν» ανάερα στον αιθέρα και μας «χτυπούσε» σε κάθε μας βήμα ή και όταν στεκόμαστε ακίνητοι. Όπου και αν στρέφαμε το βλέμμα μας , βλέπαμε καπνό να βγαίνει από τις καπνοδόχους των σπιτιών, καθώς τα τζάκια ήταν αναμμένα και όσοι βρίσκονταν στα σπίτια τους τα τροφοδοτούσαν συνέχεια με ξύλα. Οι νοικοκυρές ετοίμαζαν το φαγητό που στις μέρες του χιονιού ήταν συνήθως τηγανίτες ή τηγανόψωμα, που φρεσκοτηγανισμένα ζεστά και πασπαλισμένα με τυρί ήταν ένα υπέροχο έδεσμα. Άλλο φαγητό, συνηθισμένο επίσης τις μέρες αυτές και όχι μόνο, ήταν τα χειροποίητα μακαρόνια που έφτιαχναν οι μανάδες μας, το «φύλλο», όπως λεγόταν, δηλαδή χυλοπίτες, μόνο όμως με αλεύρι και νερό, χωρίς αυγά. Ήταν ένα φαγητό που μπορούσε να παρασκευαστεί εύκολα και, πολλές φορές, ως λύση ανάγκης, έδινε απάντηση στο ερώτημα και στην έγνοια των μανάδων μας για το «τι θα φάμε σήμερα». Το φαγητό όμως για το οποίο κυριολεκτικά τρελαινόμαστε εμείς τα παιδιά, αλλά σπάνια το γευόμαστε, ήταν οι δίπλες. Ήταν χειροποίητο φύλλο διπλωμένο, που ήταν γεμισμένο ανάμεσα στις δίπλες του με αυγά, τυρί και γάλα. Η νοστιμιά του ήταν μοναδική και ανάλογα ήταν και τα πανηγύρια μας, όταν το έφτιαχνε η μάνα μας. Γιατί ήταν η εποχή που μπορούσε κανείς να εκτιμήσει το ξεχωριστό αλλά και όλα τα αγαθά του Θεού που σήμερα τα θεωρούμε δεδομένα, μέσα στην πλήρη ισοπέδωση των πάντων. Στα μικρά καφενεδάκια οι ξυλόσομπες έκαιγαν και ο συνωστισμός γύρω από αυτές ήταν μεγάλος. Στα μικρά τραπεζάκια τους άλλοι χαρτόπαιζαν και άλλοι συζητούσαν πίνοντας αργά και τελετουργικά, θα έλεγα, το ούζο ή το κονιάκ τους και σχολιάζοντας τον καιρό ή την πολιτική κατάσταση, και οι συζητήσεις, τα σχόλια, τα επιφωνήματα, δημιουργούσαν ένα βουητό, ανάμεσα στο οποίο ξεχώριζαν οι φωνές των χαρτοπαικτών «πάσο», «εφτά καρά» κ.λπ., οι παραγγελίες που δίνονταν στον καταστηματάρχη και η υποδοχή των νέων θαμώνων που με χιονισμένα παπούτσια και με βαρύ ντύσιμο έμπαιναν στο κατάστημα.
Με τα ζώα στους στάβλους, τις αγροτικές εργασίες σε αναστολή και τον παγωμένο αέρα να έχει στήσει τον δικό του χορό, οι δρόμοι του χωριού είχαν ερημώσει. Πού και πού όσοι για κάποιο λόγο βρίσκονταν για λίγο έξω, έτρεχαν να προφυλαχθούν στα σπίτια ή στα καφενεία. Μια λευκή σιωπή σκέπαζε το χωριό μέχρι το σούρουπο, που σιγά - σιγά οι θαμώνες των καφενείων, με τους γιακάδες από τα σακάκια σηκωμένους, τις τραγιάσκες κατεβασμένες και το βήμα γρήγορο προχωρούσαν για τα σπίτια τους, που τα κούτσουρα τριζοβολούσαν στη φωτιά και το φαγητό ήταν έτοιμο. Γύρω από το τζάκι συγκεντρωνόταν τότε όλη η οικογένεια, από τους παππούδες μέχρι τα παιδιά, και στη διάρκεια του φαγητού αλλά και ύστερα από αυτό ξεκινούσαν οι συζητήσεις και τα σχέδια για το αύριο και τις δουλειές της εποχής ή για το μακρινότερο μέλλον που, παρά τις δυσκολίες, προσπαθούσαν να το δουν με αισιοδοξία. Άλλες πάλι φορές το παρόν και οι δυσκολίες του έμπαιναν κατά μέρος, καθώς, μέσα από τις αφηγήσεις των γονέων, των παππούληδων και των βαβάδων μας, γυρίζαμε στο παρελθόν, με γοητευτικές και συναρπαστικές ιστορίες για πρόσωπα ιστορικά ή μυθικά, για πράξεις ξεχωριστές, για κατορθώματα που πολλές φορές, βρίσκονταν στις παρυφές της ιστορικής πραγματικότητας και στα όρια του μύθου, ή καλύτερα, που μύθος και πραγματικότητα συμφύρονταν, έτσι ώστε τα ιστορικά πρόσωπα να παίρνουν κάτι από τη λάμψη του μύθου, για θρύλους και για παραδόσεις πανάρχαιες. Εμείς τα παιδιά συνεπαρμένοι παρακολουθούσαμε, ρωτούσαμε, θαυμάζαμε, απορούσαμε και ταξιδεύαμε με τη φαντασία μας σε κόσμους άγνωστους, όπου το ηρωικό, το παράδοξο, το ονειρικό απόδιωχνε τις σκέψεις μας από το πεζό σήμερα που ζούσαμε. Αλλά και όταν επιστρέφαμε στο παρόν με όλες τις δυσκολίες και τις στερήσεις,στις περιπτώσεις που η οικογένεια ήταν συγκεντρωμένη, όπως τα χειμωνιάτικα βράδια, εισπράτταμε την αύρα της αγάπης που απλόχερα εκπεμπόταν από τους γονείς, τους παππούληδες και τις βαβάδες μας, νιώθαμε ότι ήμαστε ασφαλείς κάτω από την προστασία τους, αισθανόμαστε τη θαλπωρή αυτής της αγάπης να εισχωρεί στην ψυχή μας και να μας χαρίζει τη γαλήνη και την ευτυχία. Γιατί ο χειμώνας ήταν και είναι, πιστεύω, ακόμα η εποχή της συλλογικότητας, όπως εκφραζόταν από την οικογένεια συγκεντρωμένη γύρω από τη φωτιά, που η ατομικότητά μας συγχωνευόταν σ το σύνολο και η επιτυχία και η χαρά του ενός ήταν επιτυχία και χαρά όλων μας. Και διαισθανόμαστε ότι αυτή η συλλογικότητα και η ενότητα αποτελούσε το μέσον για την υπέρβαση κάθε προβλήματος και δυσκολίας. Οι μέρες του χιονιού ήταν αρκετές στη διάρκεια του χειμώνα, αλλά περισσότερες ήταν οι βροχερές. Η βροχή, άλλοτε με ένταση και άλλοτε σιγανή, μπορούσε να διαρκέσει μέρες ολόκληρες και να δημιουργήσει άλλη εικόνα στο περιβάλλον. Οι χωματόδρομοι τότε μετατρέπονταν σε λασπωμένες ,γλιστερές επιφάνειες, τόσο που σε μερικά σημεία τα παπούτσια βυθίζονταν στη λάσπη ή στα χωράφια τα ζώα με δυσκολία τραβούσαν το αλέτρι για το όργωμα. Μερικές φορές πάλι το χωριό σκεπαζόταν από ομίχλη τόσο πυκνή που δύσκολα μπορούσε κανείς να δει σε απόσταση λίγων μέτρων και που, σαν αόρατη βροχή, πότιζε με υγρασία το χώμα, τις πέτρες, τα δέντρα και εισχωρούσε στα πνευμόνια και την ψυχή μας αποπνέοντας μια αίσθηση μούχλας. Όμως τις μέρες της βροχής και της ομίχλης οι εργασίες συνεχίζονταν κανονικά και μπορούσε να δει κανείς βοσκούς να οδηγούν τα κοπάδια τους, καλυμμένοι με χοντρά ρούχα στο κεφάλι και το σώμα τους, ζευγολάτες να οργώνουν και να ξεζεύουν βιαστικά τα ζευγάρια τους, όταν ξεκινούσε να βρέχει δυνατά, αναζητώντας καταφύγιο κάτω από δέντρα ή βράχους. Γιατί μπορούσε να ξεκινήσει κανείς το πρωί με στέγνια και ξαφνικά να ξεσπάσει η βροχή. Άλλωστε, η σπορά δεν είχε τελειώσει και θα συνεχιζόταν μέχρι και τον Φλεβάρη και κάποιες φορές μέχρι τις αρχές του Μάρτη, καθώς από το τέλος του Γενάρη οι γεωργοί έσπερναν τις «οψιμιές», δηλαδή φακές, ρεβίθια, μπιζέλια και ένα είδος σιταριού με κοντό μέγεθος, τον μαρτιάκο, αφού είχαν τελειώσει τη σπορά του σιταριού, της βρώμης κ.λπ. Μια άλλη εργασία, σκληρή και επίπονη, ήταν το μάζεμα της ελιάς, που γινόταν ακόμα πιο κουραστική, επειδή οι ελαιοπαραγωγοί κάτοικοι του χωριού μας είχαν τα λιοστάσια τους σε άλλα χωριά με χαμηλό υψόμετρο (Δράγανο, Αθάνι, Άγιο Πέτρο), τα οποία απείχαν μέχρι και 10 χιλιόμετρα. Ξεκινούσαν, λοιπόν, χαράματα με τα ζώα, τους σάκους όπου θα έβαζαν τον καρπό και τους «λούρους», μακριά και σχετικώς λεπτά ξύλα ελιάς, με τα οποία θα «τίναζαν» (ράβδιζαν) τα δέντρα και επέστρεφαν νύχτα, καραβάνια κατάκοπων ανθρώπων, με αβέβαιο βήμα μέσα στο κρύο, τον αέρα ή καμιά φορά και τη βροχή, με τα ζώα φορτωμένα, και με την κούραση να καθρεφτίζεται στο πρόσωπο και τις κινήσεις τους. Υπήρχαν όμως και χειμωνιάτικες μέρες ηλιόλουστες, χαρά Θεού, με τον αιθέρα τόσο διάφανο, ώστε μπορούσε να δει κανείς μακριά στο βάθος του γλαυκού ορίζοντα τα νησιά των Παξών και της Κέρκυρας όπως και τα πιο κοντινά, την Ιθάκη και την Κεφαλονιά, να κολυμπούν στα νερά του γαλάζιου Ιονίου αστραφτερά και φρέσκα, όπως την πρώτη ημέρα της δημιουργίας. Τις μέρες αυτές βλέπαμε στο προφυλαγμένο από τον βοριά απάνεμο του Χορτερού τούς τακτικούς του θαμώνες, τον μπάρμπα Νικόλα, τον μπάρμπα Μίκιο, τον μπάρμπα Στάθη, να απολαμβάνουν τη γλυκιά θαλπωρή του ήλιου και να συζητούν τα παλιά. Το μεσημέρι ή το απόγευμα βλέπαμε, ακόμα, να γυρίζουν όσοι εργάζονταν στα χωράφια, καθώς και οι βοσκοί με τα ζώα τους, αργά και νωχελικά απολαμβάνοντας τη γαλήνη και τη ζεστασιά μέσα στο καταχείμωνο. Ορόσημο στην ομοιόμορφη διαδοχή των χειμωνιάτικων ημερών αποτελούσαν οι μεγάλες γιορτές των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς που σημαδεύονταν από την αλλαγή στη διάθεση των ανθρώπων, σα να καταλάβαιναν οι απλοϊκοί συγχωριανοί ότι η Γέννηση του Σωτήρος έφερνε την «καινή κτίση», δηλαδή τον καινούριο κόσμο, ον κόσμο της ειρήνης και της αγάπης. Οι αναμνήσεις μου από τους περασμένους χειμώνες στο χωριό μας δεν θα μπορούσε να μην έχουν στο κέντρο τους τον πατέρα μου, τον Παπαγιώργη, και τη μάνα μου. Θυμάμαι τον πατέρα μου, νέο, ακμαίο, να χοροστατεί με άκρα ευλάβεια στις λειτουργίες των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς και τη μάνα μου, ακούραστη, να προλαβαίνει τα πάντα στο σπίτι, πρότυπο αγάπης, αφοσίωσης και θυσίας για την οικογένειά της, όπως και όλες οι μανάδες των παιδιών της εποχής μου, τα οποία, πιστεύω, έχουν τις ίδιες ιερές αναμνήσεις για τους γονείς τους. Το να διατηρούμε τη μνήμη τους με σεβασμό και αγάπη για όσα με θυσίες μάς πρόσφεραν αποτελεί την μεγαλύτερη δικαίωσή τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου