Στο καφενείο των Χορτάτων είναι μαζωμένα 5-6 άτομα, που ακούνε τον μπάρμπα Τιπούκειτο να σχολιάζει τα γλωσσικά σφάλματα των ΜΜΕ, με αφορμή τον υπότιτλο «τίθεται εν ισχύ …», που εκοτσάρανε – μα το Θέο - σε εκπομπή τ’ς τελεόρασης.
Ο Ρωτόκριτος, ένας φαλιρισμένος έμπορος κρασιού, αφού με τ’ς επιδοτήσεις τα ξαμπελώσαμε ούλα, και με τον καημό πως δεν εσπούδασε, τονε ρωτάει γιατί, ενώ είναι τόσο μορφωμένος και διορθώνει, λέγοντας πως το «τίθεται εν ισχύ» είναι λάθος και δεν ισχύει, κρένει χορτιώτικα. Κι ο μπάρμπας μου αρχινάει να ξηγάει:
Εκείνοι που μελετάνε τ’ν ανθρώπινη γλώσσα λένε πως είναι νια σπουδαία υπόθεση, γιατί έχει να κάμει με του μυαλού τ’ αυλάκια, που ‘ναι μοναδικά στον άνθρωπο, και πως με τη γλώσσα μπαίνουμε σ’ εκειό που είναι ούλη η ουσία τ’ ανθρώπου1. Η γλώσσα δηλαδή δεν είναι ένα απλό μέσο που χρησιμοποιούμε, για να συνεννοηθούμε. Μέσα από αυτήνη φανερώνεται ούλη η ιστορική πορεία ενός λαού κι οι καταβολές του. Ακόμα, με τη γλώσσα προσδιορίζουνε οι ίδιοι την καταγωγή τ’ς, το «είναι» τ’ς, τον πολιτισμό τ’ς. Έτσι, για τ’ν ελληνική γλώσσα η ύπαρξη λέξεων τ’ς αρχαίας που έχουνε κάμει νια διαδρομή χιλιετιών είναι ο πλιο αξιόπιστος μάρτυρας τ’ς καταγωγής των ομιλητών τ’ς. Δεν πιστεύω να’τανε χαμένος ο Σολωμός όταν έλεε στον «Διάλογο», το πεζό αριστούργημά του, την περίφημη φράση: «Μήγαρις έχω τίποτε άλλο στο νου μου πάρεξ ελευθερία και γλώσσα;». Γλώσσα και εθνική ελευθερία πάνε αντάμα.
Δεν κρένουνε όμως ούλοι οι άνθρωποι το ίδιο, ακόμα κι εκείνοι που μιλάνε τ’ν ίδια γλώσσα. Για παράδειγμα, εμείς οι Έλληνες δεν μιλάμε τα ελληνικά ακριβώς το ίδιο σε ούλη τ’ν Ελλάδα. Παρουσιάζει κι η γλώσσα μας, όπως ούλες οι άλλες, τοπικές παραλλαγές και ποικιλίες. Και δεν διαφέρει μοναχά το γλωσσικό ιδίωμα δύο τόπων που είναι μακριά ο ένας από τον άλλονε, όπως π.χ. η Βαυαρία και το Αμβούργο, η Λευκάδα και η Κρήτη, αλλά συχνά και η γλώσσα δύο γειτονικών χωριών, όπως π. χ. των Χορτάτων και του Καλαμ’τσού ή τ’ς Εξάθειας. Ούλες μαζί οι ποικιλίες, οι διάλεκτοι, τα ιδιώματα κι οι ντοπιολαλιές, αποτελούνε και τροφοδοτούνε τ’ν εθνική μας γλώσσα. Η κάθε πάντα2 αλλά και το κάθε στοιχείο τ’ς γλώσσας έχουνε τεράστια σημασία κι αποτελούνε, όπως λέει κι ο φίλος μου ο Σοφολογιότατος, το σημαντικότερο στοιχείο του λαϊκού πολιτισμού, τ’ς ιστορίας ενός τόπου, νιας χώρας, τ’ς ανθρωπογεωγραφίας τ’ς, του πολιτισμού τ’ς.
Ο τρόπος πάντως με τον οποίο γλέπουνε πολλοί τη ντοπιολαλιά και, γενικότερα, τ’ν όποια διάλεκτο, φταίει για το κατιφρόνιο που δείχνουμε στο γλωσσικό μας ιδίωμα. Για τον περισσότερο κόσμο η διάλεκτος, η ντοπιολαλιά, δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά διαστρέβλωση τ’ς ελληνικής γλώσσας, μα δεν είναι έτσι. Η ντοπιολαλιά είναι πλούτος. Εφτήνη η στάση του κόσμου οφείλεται σε κακή αντίληψη από παλιά, που του εκολάανε τη ρετσινιά του αστοιχείωτου και τον εστιγματίζανε κοινωνικά. Εθεωρούντανε πως η ντοπιολαλιά συνδέεται με ένα κατώτερο στρώμα τ’ς κοινωνίας, αγνοώντας ή προσπερνώντας πολλές φορές και τ’ς φωνολογικούς νόμους, π.χ. πως για αποφυγή τ’ς εσωτερικής χασμωδίας η λέξη αέρας γένεται αγέρας. Αντίθετα, η επίσημη γλώσσα εθεωρούντανε το κατάλληλο εργαλείο επικοινωνίας. Είναι χαρακτηριστικός αυτηνής τ’ς λογικής ο σχετικός διάλογος που παραθέτει ο Σολωμός:
Εφτήνη η λογική του Σοφολογιότατου και, γενικότερα, των «καθαρολόγων», με τον πόλεμο εναντίον των κοινών και «χυδαίων» (!) λέξεων, επέραε κι απ’ τα σκολειά παλιότερα, όταν οι δάσκαλοι ακούανε ντοπιολαλιά κι έπεφτε στα παιδιά που την εχρησιμοποιούσανε ρεπόμπο4. Έτσι εμείς εμαθαίναμε για την ντομάτα πως η σωστή ονομασία τ’ς ήτανε «λυκοπερσικόν το εδώδιμον» ή πλιο επιστημονικά «solanum lykopersicum» και η πατάτα «στρύχνος ο κονδυλόριζος» ή στην καθομιλουμένη … γεώμηλον (!). Βέβαια, διάλεκτοι και γλωσσικές ποικιλίες δημιουργούνται συνέχεια, αλλά δυσκολευόμαστε να τ’ς αναγνωρίσουμε και να ντ’ς χωνέψουμε στ’ν Ελλάδα. Σ’ άλλες χώρες, π.χ. τ’ς Σκανδιναβικές, ακόμα και μικρές διαφορές απ’ την καθομιλουμένη τ’ς μελετάνε σοβαρά, γράφεται λογοτεχνία σ’ εφτές5 και γένονται και συνέδρια. Στ’ν Ελλάδα έχουμε συνηθίσει να θεωρούμε τη γλωσσική ποικιλία «κακό πράμα» ή και δείγμα αγραμματοσύνης, Δεν ιδρώνει όμως τ’ αυτί μας, άμα κάποιοι υπερασπίζονται την αμορφωσά, και δεν δίνουμε δεκάρα για την τρέλα με την ξενομανία, που μας πάει σε ένανε γλωσσικό αχταρμά. Εδώ, πολλοί στέλνουνε τα βλαστάρια τ’ς, προτού να βγούνε απ’ τ’ αυγό τ’ς, σε εγγλέζικα βρεφονηπιαγωγεία και δημοτ’κά, ανάμεσα τσου κι ένας πωλητής αλλαντικών με το περίεργο όνομα Αγοράκριτος Σαλάμιας6, και δεν τ’ς γνοιάζει αν δεν ξέρουνε ή αν δεν θα μάθουνε γραφή και ανάγνωση τ’ς προκοπής στη μητρική τ’ς γλώσσα, κι ας τυχαίνει να ‘ναι η συνέχεια τ’ς γλώσσας του Ομήρου και του Πλάτωνα. Εφτήνη η λωτοφαγική ανακεφαλιά, κάνει επίκαιρο το παλιό γνωστό ασμάτιο «Τίνος είναι, βρε γυναίκα, τα παιδιά; Το `να μου φωνάζει "Σι" τ’ άλλο μου φωνάζει "Για", τίνος είναι βρε γυναίκα τα παιδιά;”, αφού τ’ απάνου χέρι δεν το’χουνε τα Ελληνικά. Δεν πα να πλούτ’σε η γλώσσα μας από τότενες, αποχτώντας τόσο σπουδαία λογοτεχνία τον 5ο και 4ο αιώνα π. Χ. με τ’ς διάφορες διαλέκτους τση (προτού φανερωθούνε δηλαδή οι γραμματικοί), και πως για καιρό κανιά διάλεκτός τ’ς δεν εσκέπασε τ’ς γειτονικές τ’ς και δεν εγίνηκε επίσημη γλώσσα. Έτσι εδυνάμωσε η γλώσσα με όλες εκειές τ’ς λέξεις κι εκφράσεις που κουβαλάνε κάτι σαν το άρωμα τ’ς πατρίδας που τ’ς εγέννησε. Κι είναι λάθος να διώχνουμε εκφραστικά στοιχεία γιομάτα ουσία που μας δίνουνε οι διάφορες ντοπιολαλιές7. Κι απέ, εφτές μας βγάνουνε απ’ τον κίντυνο να γένουνε ούλα ίσωμα στον πολιτισμό μας, μας ανοίουνε τα μάτια, για να καταλάβουμε το κεφαλόβρυσο απ’ το οποίο προέρχεται η γλώσσα μας, όπως και τ’ν εξέλιξή τ’ς, γιατί σε πολλές ντοπιολαλιές βρίσκουμε στοιχεία από παλιότερες μορφές τ’ς γλώσσας. Για παράδειγμα, εμείς οι ηλικιωμένοι χορτιώτες χρησιμοποιούμε ακόμα το αρχαιοελληνικό «κερδαίνω8», ρωτώντας π. χ. «ποιος κερδαίνει;» και όχι «ποιος κερδίζει;». Κι ύστερα, η ντοπιολαλιά δένει με τον συντοπίτη τ’ς εκεινούς που τ’ν εκληρονομήσανε και τ’ς κάνει να ντον αισθάνονται δ’κό τ’ς άνθρωπο. Κι όποτα τ’ς συναντάω, μόρχεται στο στόμα φυσικά κι αβίαστα η λευκαδίτικη / χορτιώτικη ντοπιολαλιά, που’ναι το μεδούλι τ’ς ζωής των πατεράδων και των προγόνων μας. Και σας ρωτάω: γένεται να κάνουμε τράμπα9 τα καμάρ’ μου, ψ’χή μου, ματάκια μ’, που ούλοι οι Λευκαδίτες ξέρουμε πόση αγάπη και τρυφερότητα εκφράζουνε μ’ εκειόνε τον μοναδικό επιτονισμό – αλαφρό κυμάτισμα τ’ς φωνής, γένεται, ματαλέω, να ντο αλλάξουμε με το my baby (!) ή, στ’ν καλύτερη περίπτωση, με τη μετάφρασή του; Οι λέξεις εφτές, όπως κι οι περισσότερες, κουβαλάνε σ’ ένα οδ(οι)πορικό αιώνων τη μνήμη τ’ς, μεταφέρουνε πολύτιμες πραμάτειες, καθρεφτίζουνε με τ’ν ετυμολογική τ’ς διαύγεια νύξεις απρόσμενες και, βέβαια, μας διδάσκουνε τ’ν ουσία τ’ς έννοιας, που τηνε εκφράζουνε και με το ηχόχρωμά τ’ς.
Προτού όμως αποσώσει την κουβέντα του ο μπάρμπας μου, ακούεται απ’ την τελεόραση η λέξη break. Κι εκειός αμέσως: Άλλο και τούτο πάλε. Το break ποιο ουσιαστικό στοιχείο τ’ πολιτισμού μας δείχνει δεν το ξέρω. Μας έχει αφήκει χρόνους κι ο Σπαθάρης … Ατού και εστί10 να μας βάλουνε στο νιονιό11 μας εκειό που μας πέφτει κάκοψο. Νια άλλη γλώσσα δεν είναι άλλες λέξεις για τα ίδια πράματα, όπως το κεροπάτι δεν είναι ίδιο με το κρασί το ξενικό. Αλλά και σε νια γλώσσα υπάρχουνε, όπως είπαμε, διαφορές από τόπο σε τόπο. Για παράδειγμα, το «Κανάλι» για μας τ’ς Χορτιώτες είναι η συγκεκριμένη τοποθεσία με την πλατεία, όπου επαίζαμε παιδιά τον «σάντε»12, με τη βρύση, το γιοφύρι και τον υπεραιωνόβιο πλάτανο, για τον οποίο ο αείμνηστος μπάρμπα Αντζουλής (γενημένος το 1876) έλεε πως τον εφύτεψε, πολύ πριν ο ίδιος γεννηθεί, κάποιος βοσκός, ο Καουζάρης,. Και τ’ν τοποθεσία Καπνιστά Νερά τ’νε καταλαβαίνουμε μοναχά οι Χορτιώτες, οι Καλαμτσώτες κι οι Κομπλιώτες. Οι άλλοι ξέρουνε καπνιστά φαγιά, όπως τον καπνιστό σολωμό κι άλλα. Εμείς, λοιπόν, δεν βολεί13 να σουρίζουμε κλέφτικα και να λέμε «φούρνος να μην καπνίσει», άμα κατιφρονάμε τ’ν αξία τ’ς γλώσσα μας, γιατί θα πάθουμε εκειό που ελέανε σαν παροιμία οι παλιοί, άμα θέλανε να τσουγνίσουνε κάποιονε για τ’ς ανακεφαλιές του14: «η κακή μου η μουσούδα μ’ έριξε μέσα στη σούδα15». Να στριφογκωνόμαστε16, πα να πει, και να τσουγνιζόμαστε όχι άμα κάνουμε ένα συνηθ’σμένο λάθος, αλλά άμα πετάμε τη γλώσσα μας και την ντοπιολαλιά μας. Έπειτα, μπορεί να μας μεταφράσει κάποιος στα εγγλέζ’κα ή και να μεταφέρει στη δική μας γλώσσα, την «καθομιλουμένη», με ακρίβεια κι όχι περιφραστικά και στο περίπου, λέξεις και φράσεις όπως φώσα17, η προφορά του μοιάζει 18, εγίνηκε παπόρι19, το λουλούδι εδείλιασε 20κ.τ.τ.; Εμείς όμως δε βάνουμε στ’ν ψ’χαστήρα21 τ’ μυαλού μας εφτά, που΄ναι φάρμακα για την ψ’χή μας, αλλά τη γιομίζουμε με Λαιστρυγόνες και με Κύκλωπες22, καχύποπτοι κι όχι υποψιασμένοι, και τρομπάρουμε23 αβέρτα…Δεν καταδεχόμαστε ή ίσως και να ντρεπόμαστε να κρίνουμε Λευκαδίτ’κα. Λάζω24, λοιπόν, πως δεν κάνουμε έτσι κορωνιά25, χαλεύοντας να καναγλίσουμε26 τ’ ασημ’κά μας.
- Και γιατί, μπάρμπα Τιπούκειτε, δίνουμε μεγαλύτερο βάρος στον γραπτό λόγο,; Είναι πλιο σόι;
- Ο πολιτισμός μας έχει να κάμει πολύ με το γραπτό λόγο και προπαντός σήμερα με τα διάφορα κείμενα, τα «τουίτ», τα μηνύματα στα κινητά,το «φέισμπουκ» κ.τ.τ. Ο προφορικός λόγος σε πολλές περιπτώσεις πάει περίπατο. Για παράδειγμα, αντί να πάω στον ξάδερφο να ντου πω στ’ γιορτή του «χρόνια πολλά» και να φάω και τα σπερνά μου κουβεντιάζοντας, του στέλνω ένα μήνυμα στο κινητό και ξεμπερδεύω. Αλλά κι ο πρωτοσέφερος πλανητάρχης Ντόναλντ με κάτι τέτοια τσιτάει όγιονε του φαίνεται πως του μπαίνει στο ρουθούνι. Αλλά και στο σκολειό συχνά πάει καλιά του ο προφορικός λόγος, αφού το γράδο για τ’ν επίδοση του παιδιού είναι κυρίως τα γραφτά του. Σ' εφτό έπαιξε ρόλο και το κύρος του scripta manent27, σε συνδυασμό με τα «έπεα πτερόεντα», με την προσωρινότητα δηλαδή τού προφορικού λόγου. Τώρα βέβαια με το διαδίκτυο «πετάνε» και τα κείμενα. Έτσι, για τα παιδιά μας δεν μετράει και τόσο ο προφορικός λόγος, μπροστά στην αίγλη τού γραπτού λόγου, παρόλο που είναι πολύ μεταγενέστερος απ’ τον προφορικό. Γιατί ούλοι οι άνθρωποι από την πρώτη στιγμή τ’ς ζωής τ’ς μπορούνε να μαθαίνουνε χωρίς κανιά δυσκολία τη γλώσσα τ’ς κοινωνίας στ’ν οποία μεγαλώνουνε. Ο γραπτός λόγος μπαίνει λίου αργότερα στ’ ζωή τ’ς. Ακόμα, ο γραπτός λόγος καλύπτει ένα τρίμα28 μοναχά απ’ τ’ς ανάγκες συνεννόησης, ενώ το πάρε - δώσε για κάθε είδους πληροφορίες και υπηρεσίες, που είναι η καθημερινή πραγματικότητα εκατομμυρίων ανθρώπων, γένεται, όπως ξέρουμε, με τον προφορικό λόγο. Αλλά και στ’ς περισσότερες μορφές γραφής, τα σύμβολα που χρησιμοποιούνται βασίζονται σε στοιχεία του προφορικού λόγου29. Όσο για την ντοπιολαλιά μας, αν θέλουμε να’ναι ουσιαστική και μέσα στα ανθρώπινα μέτρα η επικοινωνία με τ’ς συντοπίτες μας, να μη μπαίνουμε στο δίλημμα να ντου «κρίνω» ή να ντου «μιλήσω;», ούτε καν στο δίλημμα «να του κρίνω ή να μην του κρίνω30», αλλά να ντου κρένουμε με τη γλώσσα που εκφράζει το μέσα πλούτος μας. Και να’χουμε στο νου μας πως με τη ντοπιολαλιά προσθέτουμε αντισώματα, για να διατηρήσουμε αλώβητες τ’ς αξίες μας, τη γλώσσα μας, την ψ’χή μας.
- Και δεν υπάρχουνε προβλήματα με τη μιλιά του κάθε τόπου;
- Υπάρχουνε και κάποιοι κίντυνοι, όπως το να κογιονάρει31 ο
κατ’ ευθείαν απόγονος του Περικλέους (!) τον «βλάχο», ο χωριάτης τον μπ’ρανέλο κι ο μπ’ρανέλος τον χωριάτη, κ.ο.κ. κι ακόμα το να γένεται Βαβυλωνία και να μην καταλαβαίνει ο ένας τον άλλονε.
- Και ποια ειν’ η γνώμη σου, μπάρμπα Τιπούκειτε, για τη
γλώσσα τ’ς νεολαίας;
- -Μου κάζει πως πολλοί νέοι σήμερα ξέρουνε γράμματα και
μοναχά τα γκρίκλις, τα Ελληνικά … εισαγωγής, που τα’χουμε στ’ν άκρη τ’ς γλώσσας μας κι εμείς οι ηλικιωμένοι, και τα Σ(ου) Κ(ου) [=Σαββατοκύριακο!], Β(ου) Π(ου) [= Βόρεια Προάστια] μού κάθονται στο στομάχι. Μην τα κάνουμε ούλα ίσωμα.Βέβαια, πολλοί γρινιάζουνε για τη νεολαία, όπως εγενόντανε και παλιότερα, αλλά εφτό είναι διαχρονικό.
- Και πώς βλέπεις το μέλλον τ’ς γλώσσας μας; Είναι αλήθεια
πως κιντυνεύει να γένει ρώσικη σαλάτα;
- Καταρχάς κανιά ζωντανή γλώσσα και κανιά διάλεκτος δεν χάνεται όσο υπάρχουνε άνθρωποι που τηνε χρησιμοποιούνε. Κι απέ η γλώσσα μας έχει βαθιές ρίζες και μιλιέται δίχως διακοπή 40 αιώνες, αφού έχει, όπως είπαμε, στενή σχέση με τ’ς παλιότερες ιστορικές μορφές τ’ς. Πρέπει όμως να’χουμε τ’ αμέντι μας για το τι είδους είναι τα Ελληνικά που χρησιμοποιούμε και να μην κάνουμε χοντράδες. Κι επειδή σήμερα μπαίνουνε καθημερ’να στη ζωή μας ένα σωρό όροι, με τ’ν εξέλιξη τ’ς επιστήμης και τ’ς τεχνολογίας και μάλιστα με τέτοιονε ρυθμό που δεν παίρνουμε χαρτωσά, οι απαιτήσεις για στέρεη κατοχή τ’ς γλώσσας μας γένονται μεγαλύτερες, για να μη χάσουμε τ’ αυγά και τα καλάθια.Κι όγιος μπορεί να βγάνει «αγκάθια» π’ αγκελώνουνε32 τη «γλώσσα», να κάμει κάτι σαν εκειό πο’καμε το ηθικότατο πουλί ερωδιός, το οποίο, όπως μας λέει ο Αίσωπος, έχωσε το κεφάλι του στο στόμα του λύκου και το’βγαλε το κόκκαλο που του’χε κάτσει στον λαιμό και εκιντύνευε να ντα κακαρώσει. Στο κάτου – κάτου τ΄ς γραφής, εμείς δεν έχουμε νταραβέρια με τον κακό τον λύκο. Η ευεργεσία θα γένεται προς τον πλησίον –πλησίον. Σε διαφορετική περίπτωση κιντυνεύουμε να γένουμε σαν τ’ς Ποσειδωνιάτες του Κ. Καβάφη και να κόψουμε τον ομφάλιο λώρο που μας δένει με την πλούσια ελληνική κληρονομιά μας. Στ’ς Ποσειδωνιάτες, Έλληνες τ’ς Κάτω Ιταλίας, από εφτήνη τ’ν κληρονομιά δεν τ’ς απόμεινε πια τίποτα άλλο εκτός από νια ελληνική γιορτή ψυχαγωγίας και αθλητισμού. Προς το τέλος τ’ς γιορτής είχανε το συνήθειο να αναπολούνε τα παλιά ελληνικά τους έθιμα και τα ελληνικά ονόματα, που τώρα πια πολύ λίοι τα καταλαβαίνανε.
Την γλώσσα την ελληνική οι Ποσειδωνιάται εξέχασαν τόσους αιώνας ανακατευμένοι με Τυρρηνούς, και με Λατίνους, κι άλλους ξένους. Το μόνο που τους έμενε προγονικό ήταν μια ελληνική γιορτή, με τελετές ωραίες, με λύρες και με αυλούς, με αγώνας και στεφάνους. Κ’ είχαν συνήθειο προς το τέλος της γιορτής τα παλαιά τους έθιμα να διηγούνται, και τα ελληνικά ονόματα να ξαναλένε, που μόλις πια τα καταλάμβαναν ολίγοι. Και πάντα μελαγχολικά τελείων’ η γιορτή τους. Γιατί θυμούνταν που κι αυτοί ήσαν Έλληνες — Ιταλιώται έναν καιρό κι αυτοί· και τώρα πώς εξέπεσαν, πώς έγιναν, να ζουν και να ομιλούν βαρβαρικά βγαλμένοι — ω συμφορά! — απ’ τον Ελληνισμό.
Τον αφελληνισμό, λοιπόν, τον ξεπεσμό τ’ς και την αποξένωσή τ’ς απ’ τον ελληνικό πολιτισμό, τη γλώσσα, τα ήθη και τα έθιμα θεωρούσανε συμφορά. Μου κάζει όμως πως οι στίχοι εγραφτήκανε όχι για κεινούς αλλά για μας.
Για τη Σύνταξη: Έκτορας Γ. Χόρτης
Ο Ρωτόκριτος, ένας φαλιρισμένος έμπορος κρασιού, αφού με τ’ς επιδοτήσεις τα ξαμπελώσαμε ούλα, και με τον καημό πως δεν εσπούδασε, τονε ρωτάει γιατί, ενώ είναι τόσο μορφωμένος και διορθώνει, λέγοντας πως το «τίθεται εν ισχύ» είναι λάθος και δεν ισχύει, κρένει χορτιώτικα. Κι ο μπάρμπας μου αρχινάει να ξηγάει:
Εκείνοι που μελετάνε τ’ν ανθρώπινη γλώσσα λένε πως είναι νια σπουδαία υπόθεση, γιατί έχει να κάμει με του μυαλού τ’ αυλάκια, που ‘ναι μοναδικά στον άνθρωπο, και πως με τη γλώσσα μπαίνουμε σ’ εκειό που είναι ούλη η ουσία τ’ ανθρώπου1. Η γλώσσα δηλαδή δεν είναι ένα απλό μέσο που χρησιμοποιούμε, για να συνεννοηθούμε. Μέσα από αυτήνη φανερώνεται ούλη η ιστορική πορεία ενός λαού κι οι καταβολές του. Ακόμα, με τη γλώσσα προσδιορίζουνε οι ίδιοι την καταγωγή τ’ς, το «είναι» τ’ς, τον πολιτισμό τ’ς. Έτσι, για τ’ν ελληνική γλώσσα η ύπαρξη λέξεων τ’ς αρχαίας που έχουνε κάμει νια διαδρομή χιλιετιών είναι ο πλιο αξιόπιστος μάρτυρας τ’ς καταγωγής των ομιλητών τ’ς. Δεν πιστεύω να’τανε χαμένος ο Σολωμός όταν έλεε στον «Διάλογο», το πεζό αριστούργημά του, την περίφημη φράση: «Μήγαρις έχω τίποτε άλλο στο νου μου πάρεξ ελευθερία και γλώσσα;». Γλώσσα και εθνική ελευθερία πάνε αντάμα.
Δεν κρένουνε όμως ούλοι οι άνθρωποι το ίδιο, ακόμα κι εκείνοι που μιλάνε τ’ν ίδια γλώσσα. Για παράδειγμα, εμείς οι Έλληνες δεν μιλάμε τα ελληνικά ακριβώς το ίδιο σε ούλη τ’ν Ελλάδα. Παρουσιάζει κι η γλώσσα μας, όπως ούλες οι άλλες, τοπικές παραλλαγές και ποικιλίες. Και δεν διαφέρει μοναχά το γλωσσικό ιδίωμα δύο τόπων που είναι μακριά ο ένας από τον άλλονε, όπως π.χ. η Βαυαρία και το Αμβούργο, η Λευκάδα και η Κρήτη, αλλά συχνά και η γλώσσα δύο γειτονικών χωριών, όπως π. χ. των Χορτάτων και του Καλαμ’τσού ή τ’ς Εξάθειας. Ούλες μαζί οι ποικιλίες, οι διάλεκτοι, τα ιδιώματα κι οι ντοπιολαλιές, αποτελούνε και τροφοδοτούνε τ’ν εθνική μας γλώσσα. Η κάθε πάντα2 αλλά και το κάθε στοιχείο τ’ς γλώσσας έχουνε τεράστια σημασία κι αποτελούνε, όπως λέει κι ο φίλος μου ο Σοφολογιότατος, το σημαντικότερο στοιχείο του λαϊκού πολιτισμού, τ’ς ιστορίας ενός τόπου, νιας χώρας, τ’ς ανθρωπογεωγραφίας τ’ς, του πολιτισμού τ’ς.
Ο τρόπος πάντως με τον οποίο γλέπουνε πολλοί τη ντοπιολαλιά και, γενικότερα, τ’ν όποια διάλεκτο, φταίει για το κατιφρόνιο που δείχνουμε στο γλωσσικό μας ιδίωμα. Για τον περισσότερο κόσμο η διάλεκτος, η ντοπιολαλιά, δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά διαστρέβλωση τ’ς ελληνικής γλώσσας, μα δεν είναι έτσι. Η ντοπιολαλιά είναι πλούτος. Εφτήνη η στάση του κόσμου οφείλεται σε κακή αντίληψη από παλιά, που του εκολάανε τη ρετσινιά του αστοιχείωτου και τον εστιγματίζανε κοινωνικά. Εθεωρούντανε πως η ντοπιολαλιά συνδέεται με ένα κατώτερο στρώμα τ’ς κοινωνίας, αγνοώντας ή προσπερνώντας πολλές φορές και τ’ς φωνολογικούς νόμους, π.χ. πως για αποφυγή τ’ς εσωτερικής χασμωδίας η λέξη αέρας γένεται αγέρας. Αντίθετα, η επίσημη γλώσσα εθεωρούντανε το κατάλληλο εργαλείο επικοινωνίας. Είναι χαρακτηριστικός αυτηνής τ’ς λογικής ο σχετικός διάλογος που παραθέτει ο Σολωμός:
ΣΟΦΟΛΟΓΙΩΤΑΤΟΣ: Η γλώσσα σού φαίνεται λίγη ωφέλεια; με τη γλώσσα θα διδάξης το κάθε πράγμα· λοιπόν πρέπει να διδάξης πρώτα τες ορθές λέξες. ΠΟΙΗΤΗΣ: Σοφολογιώτατε, τες λέξες ο συγγραφέας δεν τες διδάσκει, μάλιστα τες μαθαίνει από του λαού το στόμα· αυτό το 'ξέρουν και τα παιδιά. ΣΟΦ. (Μέ μεγάλη φωνή). Γνωρίζεις τα Ελληνικά, Κύριε; τα γνωρίζεις, τα εσπούδαξες από μικρός; ΠΟΙΗΤ. (Μέ μεγαλύτερη), Γνωρίζεις τους Έλληνας, Κύριε; τους γνωρίζεις, τους εσπούδαξες από μικρός; ΦΙΛΟΣ: Αδέλφια, μην αρχινάτε να φωνάζετε, γιατί βρισκόμασθε εις το δρόμο, και η αληθινή σοφία λέει το δίκαιόν της με μεγαλοπρέπεια, και χωρίς θυμούς. ΣΟΦ. (Χαμηλώνοντας τη φωνή και προσπαθώντας να φανή μεγαλόπρεπος). Αλήθεια, φίλε· έτσι έκανε και ο Σωκράτης. ΠΟΙΗΤ. Απαράλλαχτα! Θυμήσου το όνομα, γιατί ημπορεί να χρειασθή. Ωστόσο σου ξαναλέγω ότι ο διδάσκαλος των λέξεων είναι ο λαός.3. |
Εφτήνη η λογική του Σοφολογιότατου και, γενικότερα, των «καθαρολόγων», με τον πόλεμο εναντίον των κοινών και «χυδαίων» (!) λέξεων, επέραε κι απ’ τα σκολειά παλιότερα, όταν οι δάσκαλοι ακούανε ντοπιολαλιά κι έπεφτε στα παιδιά που την εχρησιμοποιούσανε ρεπόμπο4. Έτσι εμείς εμαθαίναμε για την ντομάτα πως η σωστή ονομασία τ’ς ήτανε «λυκοπερσικόν το εδώδιμον» ή πλιο επιστημονικά «solanum lykopersicum» και η πατάτα «στρύχνος ο κονδυλόριζος» ή στην καθομιλουμένη … γεώμηλον (!). Βέβαια, διάλεκτοι και γλωσσικές ποικιλίες δημιουργούνται συνέχεια, αλλά δυσκολευόμαστε να τ’ς αναγνωρίσουμε και να ντ’ς χωνέψουμε στ’ν Ελλάδα. Σ’ άλλες χώρες, π.χ. τ’ς Σκανδιναβικές, ακόμα και μικρές διαφορές απ’ την καθομιλουμένη τ’ς μελετάνε σοβαρά, γράφεται λογοτεχνία σ’ εφτές5 και γένονται και συνέδρια. Στ’ν Ελλάδα έχουμε συνηθίσει να θεωρούμε τη γλωσσική ποικιλία «κακό πράμα» ή και δείγμα αγραμματοσύνης, Δεν ιδρώνει όμως τ’ αυτί μας, άμα κάποιοι υπερασπίζονται την αμορφωσά, και δεν δίνουμε δεκάρα για την τρέλα με την ξενομανία, που μας πάει σε ένανε γλωσσικό αχταρμά. Εδώ, πολλοί στέλνουνε τα βλαστάρια τ’ς, προτού να βγούνε απ’ τ’ αυγό τ’ς, σε εγγλέζικα βρεφονηπιαγωγεία και δημοτ’κά, ανάμεσα τσου κι ένας πωλητής αλλαντικών με το περίεργο όνομα Αγοράκριτος Σαλάμιας6, και δεν τ’ς γνοιάζει αν δεν ξέρουνε ή αν δεν θα μάθουνε γραφή και ανάγνωση τ’ς προκοπής στη μητρική τ’ς γλώσσα, κι ας τυχαίνει να ‘ναι η συνέχεια τ’ς γλώσσας του Ομήρου και του Πλάτωνα. Εφτήνη η λωτοφαγική ανακεφαλιά, κάνει επίκαιρο το παλιό γνωστό ασμάτιο «Τίνος είναι, βρε γυναίκα, τα παιδιά; Το `να μου φωνάζει "Σι" τ’ άλλο μου φωνάζει "Για", τίνος είναι βρε γυναίκα τα παιδιά;”, αφού τ’ απάνου χέρι δεν το’χουνε τα Ελληνικά. Δεν πα να πλούτ’σε η γλώσσα μας από τότενες, αποχτώντας τόσο σπουδαία λογοτεχνία τον 5ο και 4ο αιώνα π. Χ. με τ’ς διάφορες διαλέκτους τση (προτού φανερωθούνε δηλαδή οι γραμματικοί), και πως για καιρό κανιά διάλεκτός τ’ς δεν εσκέπασε τ’ς γειτονικές τ’ς και δεν εγίνηκε επίσημη γλώσσα. Έτσι εδυνάμωσε η γλώσσα με όλες εκειές τ’ς λέξεις κι εκφράσεις που κουβαλάνε κάτι σαν το άρωμα τ’ς πατρίδας που τ’ς εγέννησε. Κι είναι λάθος να διώχνουμε εκφραστικά στοιχεία γιομάτα ουσία που μας δίνουνε οι διάφορες ντοπιολαλιές7. Κι απέ, εφτές μας βγάνουνε απ’ τον κίντυνο να γένουνε ούλα ίσωμα στον πολιτισμό μας, μας ανοίουνε τα μάτια, για να καταλάβουμε το κεφαλόβρυσο απ’ το οποίο προέρχεται η γλώσσα μας, όπως και τ’ν εξέλιξή τ’ς, γιατί σε πολλές ντοπιολαλιές βρίσκουμε στοιχεία από παλιότερες μορφές τ’ς γλώσσας. Για παράδειγμα, εμείς οι ηλικιωμένοι χορτιώτες χρησιμοποιούμε ακόμα το αρχαιοελληνικό «κερδαίνω8», ρωτώντας π. χ. «ποιος κερδαίνει;» και όχι «ποιος κερδίζει;». Κι ύστερα, η ντοπιολαλιά δένει με τον συντοπίτη τ’ς εκεινούς που τ’ν εκληρονομήσανε και τ’ς κάνει να ντον αισθάνονται δ’κό τ’ς άνθρωπο. Κι όποτα τ’ς συναντάω, μόρχεται στο στόμα φυσικά κι αβίαστα η λευκαδίτικη / χορτιώτικη ντοπιολαλιά, που’ναι το μεδούλι τ’ς ζωής των πατεράδων και των προγόνων μας. Και σας ρωτάω: γένεται να κάνουμε τράμπα9 τα καμάρ’ μου, ψ’χή μου, ματάκια μ’, που ούλοι οι Λευκαδίτες ξέρουμε πόση αγάπη και τρυφερότητα εκφράζουνε μ’ εκειόνε τον μοναδικό επιτονισμό – αλαφρό κυμάτισμα τ’ς φωνής, γένεται, ματαλέω, να ντο αλλάξουμε με το my baby (!) ή, στ’ν καλύτερη περίπτωση, με τη μετάφρασή του; Οι λέξεις εφτές, όπως κι οι περισσότερες, κουβαλάνε σ’ ένα οδ(οι)πορικό αιώνων τη μνήμη τ’ς, μεταφέρουνε πολύτιμες πραμάτειες, καθρεφτίζουνε με τ’ν ετυμολογική τ’ς διαύγεια νύξεις απρόσμενες και, βέβαια, μας διδάσκουνε τ’ν ουσία τ’ς έννοιας, που τηνε εκφράζουνε και με το ηχόχρωμά τ’ς.
Προτού όμως αποσώσει την κουβέντα του ο μπάρμπας μου, ακούεται απ’ την τελεόραση η λέξη break. Κι εκειός αμέσως: Άλλο και τούτο πάλε. Το break ποιο ουσιαστικό στοιχείο τ’ πολιτισμού μας δείχνει δεν το ξέρω. Μας έχει αφήκει χρόνους κι ο Σπαθάρης … Ατού και εστί10 να μας βάλουνε στο νιονιό11 μας εκειό που μας πέφτει κάκοψο. Νια άλλη γλώσσα δεν είναι άλλες λέξεις για τα ίδια πράματα, όπως το κεροπάτι δεν είναι ίδιο με το κρασί το ξενικό. Αλλά και σε νια γλώσσα υπάρχουνε, όπως είπαμε, διαφορές από τόπο σε τόπο. Για παράδειγμα, το «Κανάλι» για μας τ’ς Χορτιώτες είναι η συγκεκριμένη τοποθεσία με την πλατεία, όπου επαίζαμε παιδιά τον «σάντε»12, με τη βρύση, το γιοφύρι και τον υπεραιωνόβιο πλάτανο, για τον οποίο ο αείμνηστος μπάρμπα Αντζουλής (γενημένος το 1876) έλεε πως τον εφύτεψε, πολύ πριν ο ίδιος γεννηθεί, κάποιος βοσκός, ο Καουζάρης,. Και τ’ν τοποθεσία Καπνιστά Νερά τ’νε καταλαβαίνουμε μοναχά οι Χορτιώτες, οι Καλαμτσώτες κι οι Κομπλιώτες. Οι άλλοι ξέρουνε καπνιστά φαγιά, όπως τον καπνιστό σολωμό κι άλλα. Εμείς, λοιπόν, δεν βολεί13 να σουρίζουμε κλέφτικα και να λέμε «φούρνος να μην καπνίσει», άμα κατιφρονάμε τ’ν αξία τ’ς γλώσσα μας, γιατί θα πάθουμε εκειό που ελέανε σαν παροιμία οι παλιοί, άμα θέλανε να τσουγνίσουνε κάποιονε για τ’ς ανακεφαλιές του14: «η κακή μου η μουσούδα μ’ έριξε μέσα στη σούδα15». Να στριφογκωνόμαστε16, πα να πει, και να τσουγνιζόμαστε όχι άμα κάνουμε ένα συνηθ’σμένο λάθος, αλλά άμα πετάμε τη γλώσσα μας και την ντοπιολαλιά μας. Έπειτα, μπορεί να μας μεταφράσει κάποιος στα εγγλέζ’κα ή και να μεταφέρει στη δική μας γλώσσα, την «καθομιλουμένη», με ακρίβεια κι όχι περιφραστικά και στο περίπου, λέξεις και φράσεις όπως φώσα17, η προφορά του μοιάζει 18, εγίνηκε παπόρι19, το λουλούδι εδείλιασε 20κ.τ.τ.; Εμείς όμως δε βάνουμε στ’ν ψ’χαστήρα21 τ’ μυαλού μας εφτά, που΄ναι φάρμακα για την ψ’χή μας, αλλά τη γιομίζουμε με Λαιστρυγόνες και με Κύκλωπες22, καχύποπτοι κι όχι υποψιασμένοι, και τρομπάρουμε23 αβέρτα…Δεν καταδεχόμαστε ή ίσως και να ντρεπόμαστε να κρίνουμε Λευκαδίτ’κα. Λάζω24, λοιπόν, πως δεν κάνουμε έτσι κορωνιά25, χαλεύοντας να καναγλίσουμε26 τ’ ασημ’κά μας.
- Και γιατί, μπάρμπα Τιπούκειτε, δίνουμε μεγαλύτερο βάρος στον γραπτό λόγο,; Είναι πλιο σόι;
- Ο πολιτισμός μας έχει να κάμει πολύ με το γραπτό λόγο και προπαντός σήμερα με τα διάφορα κείμενα, τα «τουίτ», τα μηνύματα στα κινητά,το «φέισμπουκ» κ.τ.τ. Ο προφορικός λόγος σε πολλές περιπτώσεις πάει περίπατο. Για παράδειγμα, αντί να πάω στον ξάδερφο να ντου πω στ’ γιορτή του «χρόνια πολλά» και να φάω και τα σπερνά μου κουβεντιάζοντας, του στέλνω ένα μήνυμα στο κινητό και ξεμπερδεύω. Αλλά κι ο πρωτοσέφερος πλανητάρχης Ντόναλντ με κάτι τέτοια τσιτάει όγιονε του φαίνεται πως του μπαίνει στο ρουθούνι. Αλλά και στο σκολειό συχνά πάει καλιά του ο προφορικός λόγος, αφού το γράδο για τ’ν επίδοση του παιδιού είναι κυρίως τα γραφτά του. Σ' εφτό έπαιξε ρόλο και το κύρος του scripta manent27, σε συνδυασμό με τα «έπεα πτερόεντα», με την προσωρινότητα δηλαδή τού προφορικού λόγου. Τώρα βέβαια με το διαδίκτυο «πετάνε» και τα κείμενα. Έτσι, για τα παιδιά μας δεν μετράει και τόσο ο προφορικός λόγος, μπροστά στην αίγλη τού γραπτού λόγου, παρόλο που είναι πολύ μεταγενέστερος απ’ τον προφορικό. Γιατί ούλοι οι άνθρωποι από την πρώτη στιγμή τ’ς ζωής τ’ς μπορούνε να μαθαίνουνε χωρίς κανιά δυσκολία τη γλώσσα τ’ς κοινωνίας στ’ν οποία μεγαλώνουνε. Ο γραπτός λόγος μπαίνει λίου αργότερα στ’ ζωή τ’ς. Ακόμα, ο γραπτός λόγος καλύπτει ένα τρίμα28 μοναχά απ’ τ’ς ανάγκες συνεννόησης, ενώ το πάρε - δώσε για κάθε είδους πληροφορίες και υπηρεσίες, που είναι η καθημερινή πραγματικότητα εκατομμυρίων ανθρώπων, γένεται, όπως ξέρουμε, με τον προφορικό λόγο. Αλλά και στ’ς περισσότερες μορφές γραφής, τα σύμβολα που χρησιμοποιούνται βασίζονται σε στοιχεία του προφορικού λόγου29. Όσο για την ντοπιολαλιά μας, αν θέλουμε να’ναι ουσιαστική και μέσα στα ανθρώπινα μέτρα η επικοινωνία με τ’ς συντοπίτες μας, να μη μπαίνουμε στο δίλημμα να ντου «κρίνω» ή να ντου «μιλήσω;», ούτε καν στο δίλημμα «να του κρίνω ή να μην του κρίνω30», αλλά να ντου κρένουμε με τη γλώσσα που εκφράζει το μέσα πλούτος μας. Και να’χουμε στο νου μας πως με τη ντοπιολαλιά προσθέτουμε αντισώματα, για να διατηρήσουμε αλώβητες τ’ς αξίες μας, τη γλώσσα μας, την ψ’χή μας.
- Και δεν υπάρχουνε προβλήματα με τη μιλιά του κάθε τόπου;
- Υπάρχουνε και κάποιοι κίντυνοι, όπως το να κογιονάρει31 ο
κατ’ ευθείαν απόγονος του Περικλέους (!) τον «βλάχο», ο χωριάτης τον μπ’ρανέλο κι ο μπ’ρανέλος τον χωριάτη, κ.ο.κ. κι ακόμα το να γένεται Βαβυλωνία και να μην καταλαβαίνει ο ένας τον άλλονε.
- Και ποια ειν’ η γνώμη σου, μπάρμπα Τιπούκειτε, για τη
γλώσσα τ’ς νεολαίας;
- -Μου κάζει πως πολλοί νέοι σήμερα ξέρουνε γράμματα και
μοναχά τα γκρίκλις, τα Ελληνικά … εισαγωγής, που τα’χουμε στ’ν άκρη τ’ς γλώσσας μας κι εμείς οι ηλικιωμένοι, και τα Σ(ου) Κ(ου) [=Σαββατοκύριακο!], Β(ου) Π(ου) [= Βόρεια Προάστια] μού κάθονται στο στομάχι. Μην τα κάνουμε ούλα ίσωμα.Βέβαια, πολλοί γρινιάζουνε για τη νεολαία, όπως εγενόντανε και παλιότερα, αλλά εφτό είναι διαχρονικό.
- Και πώς βλέπεις το μέλλον τ’ς γλώσσας μας; Είναι αλήθεια
πως κιντυνεύει να γένει ρώσικη σαλάτα;
- Καταρχάς κανιά ζωντανή γλώσσα και κανιά διάλεκτος δεν χάνεται όσο υπάρχουνε άνθρωποι που τηνε χρησιμοποιούνε. Κι απέ η γλώσσα μας έχει βαθιές ρίζες και μιλιέται δίχως διακοπή 40 αιώνες, αφού έχει, όπως είπαμε, στενή σχέση με τ’ς παλιότερες ιστορικές μορφές τ’ς. Πρέπει όμως να’χουμε τ’ αμέντι μας για το τι είδους είναι τα Ελληνικά που χρησιμοποιούμε και να μην κάνουμε χοντράδες. Κι επειδή σήμερα μπαίνουνε καθημερ’να στη ζωή μας ένα σωρό όροι, με τ’ν εξέλιξη τ’ς επιστήμης και τ’ς τεχνολογίας και μάλιστα με τέτοιονε ρυθμό που δεν παίρνουμε χαρτωσά, οι απαιτήσεις για στέρεη κατοχή τ’ς γλώσσας μας γένονται μεγαλύτερες, για να μη χάσουμε τ’ αυγά και τα καλάθια.Κι όγιος μπορεί να βγάνει «αγκάθια» π’ αγκελώνουνε32 τη «γλώσσα», να κάμει κάτι σαν εκειό πο’καμε το ηθικότατο πουλί ερωδιός, το οποίο, όπως μας λέει ο Αίσωπος, έχωσε το κεφάλι του στο στόμα του λύκου και το’βγαλε το κόκκαλο που του’χε κάτσει στον λαιμό και εκιντύνευε να ντα κακαρώσει. Στο κάτου – κάτου τ΄ς γραφής, εμείς δεν έχουμε νταραβέρια με τον κακό τον λύκο. Η ευεργεσία θα γένεται προς τον πλησίον –πλησίον. Σε διαφορετική περίπτωση κιντυνεύουμε να γένουμε σαν τ’ς Ποσειδωνιάτες του Κ. Καβάφη και να κόψουμε τον ομφάλιο λώρο που μας δένει με την πλούσια ελληνική κληρονομιά μας. Στ’ς Ποσειδωνιάτες, Έλληνες τ’ς Κάτω Ιταλίας, από εφτήνη τ’ν κληρονομιά δεν τ’ς απόμεινε πια τίποτα άλλο εκτός από νια ελληνική γιορτή ψυχαγωγίας και αθλητισμού. Προς το τέλος τ’ς γιορτής είχανε το συνήθειο να αναπολούνε τα παλιά ελληνικά τους έθιμα και τα ελληνικά ονόματα, που τώρα πια πολύ λίοι τα καταλαβαίνανε.
Την γλώσσα την ελληνική οι Ποσειδωνιάται εξέχασαν τόσους αιώνας ανακατευμένοι με Τυρρηνούς, και με Λατίνους, κι άλλους ξένους. Το μόνο που τους έμενε προγονικό ήταν μια ελληνική γιορτή, με τελετές ωραίες, με λύρες και με αυλούς, με αγώνας και στεφάνους. Κ’ είχαν συνήθειο προς το τέλος της γιορτής τα παλαιά τους έθιμα να διηγούνται, και τα ελληνικά ονόματα να ξαναλένε, που μόλις πια τα καταλάμβαναν ολίγοι. Και πάντα μελαγχολικά τελείων’ η γιορτή τους. Γιατί θυμούνταν που κι αυτοί ήσαν Έλληνες — Ιταλιώται έναν καιρό κι αυτοί· και τώρα πώς εξέπεσαν, πώς έγιναν, να ζουν και να ομιλούν βαρβαρικά βγαλμένοι — ω συμφορά! — απ’ τον Ελληνισμό.
Τον αφελληνισμό, λοιπόν, τον ξεπεσμό τ’ς και την αποξένωσή τ’ς απ’ τον ελληνικό πολιτισμό, τη γλώσσα, τα ήθη και τα έθιμα θεωρούσανε συμφορά. Μου κάζει όμως πως οι στίχοι εγραφτήκανε όχι για κεινούς αλλά για μας.
Για τη Σύνταξη: Έκτορας Γ. Χόρτης
ΛΕΞΙΚΟ |
1 Noam Chomsky, Γλώσσα και Νους 2 Πάντα = 1) πλευρά, 2) κέντημα τοίχου 3 Απόσπασμα από τον «Διάλογο» του Δ. Σολωμού 4 Ρεπόμπο = σωματική ποινή, ξυλοδαρμός. 5 Τελευταία βλέπουμε να αναζωπυρώνεται στο νησί μας το ενδιαφέρον για την ντοπιολαλιά (Ηλεκτρονικό λεξικό της λευκαδίτικης διαλέκτου από τον Νίκο Καββαδά και τη Χρυσούλα Σκλαβενίτη, θεατρικά κ.λπ.) 6 Αγοράκριτος (στο έργο «Ιππής» του Αριστοφάνη): αγράμματος αλλαντοπώλης, που αναδεικνύεται σε έξοχο δημαγωγό. 7 Μ. Breal, γλωσσολόγος - σημασιολόγος 8 Σοφοκλέους Αντιγόνη, στ. 312: οὐκ ἐξ ἅπαντος δεῖ τὸ κερδαίνειν φιλεῖν (= δεν πρέπει να αντλεί κάποιος το κέρδος από κάθε πηγή) 9 Τράμπα = ανταλλαγή 10 Ατού και εστί = με το ζόρι 11 Νιονιό = μυαλό 12 Σάντες: παιδικό ομαδικό παιχνίδι με επίκεντρο - στόχο ένα ντενεκεδάκι (σάντε). 13 Βολεί = χωράει, επιτρέπεται 14 Ανακεφαλιές = απερισκεψίες 15 Σούδα = χαντάκι (συνήθως με ακάθαρτα νερά) 16 Στριφογκώνομαι = δυσανασχετώ, δυσφορώ, πιέζομαι 17 Φώσα = μεγάλη τρύπα σε ρούχο, συνήθως λόγω φθοράς (φώς;) 18 Η προφορά του μοιάζει: προφορά (εδώ) = τα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά κάποιου, το ύφος του (<προ+φέρω) 19 Εγίνηκε παπόρι = του ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι. 20 Το λουλούδι εδείλιασε = το λουλούδι άρχισε να χάνει τη ζωτικότητά του, την ικμάδα του, άρχισε να μαραίνεται (Λέγεται για όλα τα φυτά) 21 Ψ’χαστήρα = η ψεκαστήρα 22 Λαιστρυγόνες και Κύκλωπες: πλάσματα της φαντασίας (Κ. Καβάφης, Ιθάκη) 23 Τρομπάρω = χρησιμοποιώ την τρόμπα (την αντλία) για άντληση υγρών 24 Λάζω = νομίζω, μου κάζει 25 Κάνω κορωνιά = κάνω προκοπή, τα καταφέρνω, προοδεύω 26 Καναγλίζω = κασσιτερώνω (τα χάλκινα σκεύη) 27 scripta manent = τα γραπτά μένουν. Λατινική ρήση, που παραπέμπει στη διατηρησιμότητα και αποδεικτικότητα τού γραπτού κειμένου. 28 Ένα τρίμα = μικρό κομμάτι, μικρό μέρος 29 Ε. Φιλιππάκη-Warburton, 1992. Εισαγωγή στη θεωρητική γλωσσολογία, Αθήνα, εκδ. Νεφέλη. 30 Τίτλος του ωραίου θεατρικού τ’ς αλεξαντρίτσας ποιήτριας Ιωάννας Κόκλα, 31 Κογιονάρω = κοροϊδεύω, περιπαίζω, χλευάζω 32 Αγκελώνω = πλήττω (τσιμπάω,κεντάω) με μυτερό αντικείμενο (αγκάθι, βελόνα κ.λπ.) |
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου