Ο αιωνόβιος πλάτανος με τον τεράστιο κορμό του να σκεπάζει με τον ίσκιο του τη μικρή χωμάτινη πλατεία. Μπροστά του, στην άκρη του δημόσιου δρόμου που οδηγούσε στα νότια και νοτιοδυτικά χωριά του νησιού μας, το Κανάλι, η βρύση με το κρυστάλλινο νερό που, βγαίνοντας από τα σπλάχνα του βουνού, ήταν ένα μοναδικό και πολύτιμο δώρο για όσους, συγχωριανούς και περαστικούς, αποζητούσαν τη δροσιά στην κάψα του καλοκαιριού.
Αριστερά, όταν κοίταζε κανείς προς τη Δύση, ένας πελώριος στα παιδικά μας μάτια βράχος, το «κοντρί», όπως το λέγαμε, ύψωνε το επιβλητικό του ανάστημα και αναμετριόταν, θαρρείς, με τον πλάτανο, χωρίς όμως να μπορεί να φτάσει στο ύψος του, που νομίζαμε πως άγγιζε τον ουρανό. Σ’ αυτό, σε στιγμές που είχαμε «χορτάσει» από τα άλλα παιδικά μας παιχνίδια και επιζητούσαμε κάτι καινούργιο, ανεβοκατεβαίναμε, κάνοντας τους ορειβάτες και δοκιμάζοντας την ικανότητα και την επιδεξιότητά μας στην αναρρίχηση και την κατάβαση. Απέναντι, δεξιά από τον πλάτανο, ένα ρέμα ρηχό, ξερό το καλοκαίρι, αποτελούσε κατά κάποιο τρόπο άτυπο όριο ανάμεσα στα δυο κομμάτια του χωριού, όχι βέβαια πως θεωρούσε κανείς ουσιαστική διαχωριστική γραμμή το μικρό αυτό ρέμα. Ωστόσο, στις φθινοπωρινές και χειμερινές καταιγίδες μιας εποχής που οι βροχοπτώσεις χαρακτηρίζονταν από μεγάλη συχνότητα και ένταση, το μικρό ρέμα γινόταν ένας ολοφούσκωτος και απειλητικός χείμαρρος που, ξεκινώντας από το οροπέδιο της Φτελιάς, έσερνε στο πέρασμά του πέτρες και άλλη φερτή ύλη, που κατέληγαν από τη χαράδρα της Κολώνης στη θάλασσα. Παιδιά εμείς παρακολουθούσαμε με δέος και θαυμασμό το άγριο αυτό ξέσπασμα της φύσης και στο νου μας έρχονταν οι στίχοι από το «Ξεριζωμένο δέντρο» του Αρ. Βαλαωρίτη που περιγράφουν το χείμαρρο Δημοσάρι, όταν από τη Μαδουρή ο ποιητής τον έβλεπε θολό και φουσκωμένο να κατεβάζει, εκτός απ’ το τεράστιο ξεριζωμένο ρουπάκι, πέτρες και βράχους και ανάμεσά τους το ονομαστό κοντρί του θρυλικού αντάρτη κατά της αγγλικής εξουσίας Αργύρη. Μας θύμιζε ακόμα ένα πολύ γνωστό τραγούδι που παιζόταν με μεγάλη συχνότητα από τις δημοτικές ορχήστρες στο πανηγύρι του χωριού μας αλλά και στα πανηγύρια των άλλων χωριών:
«Σαν πήρα έναν κατήφορο στην άκρη στο ποτάμι
Και το ποτάμι ήταν θολό, θολό κατεβασμένο
Σέρνει λιθάρια ριζιμιά, δέντρα ξεριζωμένα …».
Το τοπίο αυτό που έχω περιγράψει έρχεται στο νου μου κάθε χρόνο την παραμονή και την ημέρα του πανηγυριού του χωριού μας, που γινόταν στις 23 Αυγούστου, ημέρα της αποδόσεως της μεγάλης εορτής της Κοιμήσεως της Υπεραγίας Θεοτόκου. Τις ημέρες αυτές με έναν, θα έλεγα, μαγικό και ανεξήγητο τρόπο ο χρόνος ανατρέπεται, το παρόν γίνεται παρελθόν και με την ανατροπή αυτή και ο χώρος ανασυντίθεται. Το σημερινό πλακόστρωτο της πλατείας εξαφανίζεται, το «κοντρί» υψώνεται επιβλητικό απέναντι από τον αιωνόβιο πλάτανο, ο δημόσιος δρόμος γίνεται στενός και χωμάτινος, οι δρόμοι που οδηγούν στην πλατεία μετατρέπονται σε στενοσόκακα. Και στους χώρους αυτούς μέσα από την ομίχλη και την αχλύ του παρελθόντος που ως δια μαγείας εξαφανίζονται «βλέπω» καθαρά τις γνώριμες φιγούρες των παλιών συγχωριανών μας που έζησαν, εργάστηκαν, χάρηκαν και πόνεσαν σ’ αυτό το μικρό κομμάτι γης, που είναι η μήτρα όλων όσοι γεννηθήκαμε σ’ αυτό, να περπατούν, να κάθονται, να συζητούν και να ξαναδίνουν στο γενέθλιο τόπο τους την «αύρα» της παρουσίας τους, σαν να περίμεναν να τους ξαναφέρουμε με την ψυχή, τη φαντασία και την αγάπη μας από το σκοτεινό κόσμο και το βασίλειο του θανάτου στο λαμπρό αυγουστιάτικο φως.
Το πανηγύρι, λοιπόν, του χωριού μας διεξαγόταν στο μεσοδιάστημα ανάμεσα στις επίπονες εργασίες αφενός του θερισμού και του αλωνίσματος και αφετέρου του τρύγου που θα ακολουθούσε, σε μια περίοδο που η ζωή κυλούσε ήρεμη και, θα έλεγα, «επίπεδη», χωρίς εξάρσεις, με τους αργούς ρυθμούς μιας αγροτικής κοινωνίας στην οποία δεν είχε ακόμα εισβάλει ο τεχνολογικός πολιτισμός, για να ανατρέψει σιγά – σιγά και «ανεπαισθήτως», για να δανειστώ τη λέξη του ποιητή, όσα οι αιώνες οικοδόμησαν στο χώρο της εργασίας, της επικοινωνίας αλλά και των παραδόσεων σε ό,τι αφορά τον πνευματικό πολιτισμό. Οι εργασίες των κατοίκων του χωριού αυτήν την περίοδο ήταν, κατά κύριο λόγο, η φροντίδα για τους κήπους, η παραγωγή των οποίων αποτελούσε τη βάση της καλοκαιρινής τους διατροφής, και για τους φιλόπονους η επισκευή των «λιθιών», για να μην παρασύρονται τα χώματα από τις πεζούλες τους, τα «σκαλιά», όπως τα λέγαμε, κατά τις φθινοπωρινές και χειμερινές νεροποντές. Εμείς τα παιδιά, την περίοδο αυτήν, χωρίς έγνοιες και φροντίδες «ρουφούσαμε» τη γαλήνη και απολαμβάναμε γαλάζια δειλινά και πορφυρά ηλιοβασιλέματα σε μια φύση φρέσκια και σχεδόν αμόλυντη σα να ζούσαμε την πρώτη ημέρα της δημιουργίας.
Κατά τις παραμονές του πανηγυριού όμως το «κλίμα» στο χωριό άλλαζε. Έντονη δραστηριότητα και πυρετώδεις προετοιμασίες αντικαθιστούσαν τους αργούς ρυθμούς της καθημερινής ρουτίνας. Ήταν σαν να ξυπνούσαμε, κατά κάποιο τρόπο, από νάρκη και να βιαζόμαστε να ετοιμάσουμε όσα έπρεπε για τη μεγάλη μέρα. Τα σπίτια ασπρίζονταν και καθαρίζονταν σχολαστικά, για να υποδεχθούν τους επισκέπτες, συγγενείς και φίλους από άλλα, κυρίως γειτονικά χωριά, ενώ οι νοικοκύρηδες φρόντιζαν για τις απαραίτητες προμήθειες και πρώτα – πρώτα για την προμήθεια κρέατος, που, όποια κι αν ήταν η οικονομική κατάσταση κάθε οικογένειας, έπρεπε να είναι άφθονο. Γιατί οι φιλοξενούμενοι θα ήταν πολλοί και το έθιμο, διαμορφωμένο από πανάρχαια παράδοση, απαιτούσε πλούσια και εγκάρδια φιλοξενία, έστω και αν πριν και μετά από το πανηγύρι η λιτότητα ήταν σκληρή. Ταυτόχρονα, ετοιμαζόταν και το μικρό γραφικό εκκλησάκι της Παναγίας, έξω από το χωριό, ώστε την ημέρα της εορτής, ασπρισμένο και ολοκάθαρο, να δεχθεί κατά τη διάρκεια της λειτουργίας τις προσευχές, τις δεήσεις και τις ευχαριστίες των πιστών, που το γέμιζαν ασφυκτικά.
Αριστερά, όταν κοίταζε κανείς προς τη Δύση, ένας πελώριος στα παιδικά μας μάτια βράχος, το «κοντρί», όπως το λέγαμε, ύψωνε το επιβλητικό του ανάστημα και αναμετριόταν, θαρρείς, με τον πλάτανο, χωρίς όμως να μπορεί να φτάσει στο ύψος του, που νομίζαμε πως άγγιζε τον ουρανό. Σ’ αυτό, σε στιγμές που είχαμε «χορτάσει» από τα άλλα παιδικά μας παιχνίδια και επιζητούσαμε κάτι καινούργιο, ανεβοκατεβαίναμε, κάνοντας τους ορειβάτες και δοκιμάζοντας την ικανότητα και την επιδεξιότητά μας στην αναρρίχηση και την κατάβαση. Απέναντι, δεξιά από τον πλάτανο, ένα ρέμα ρηχό, ξερό το καλοκαίρι, αποτελούσε κατά κάποιο τρόπο άτυπο όριο ανάμεσα στα δυο κομμάτια του χωριού, όχι βέβαια πως θεωρούσε κανείς ουσιαστική διαχωριστική γραμμή το μικρό αυτό ρέμα. Ωστόσο, στις φθινοπωρινές και χειμερινές καταιγίδες μιας εποχής που οι βροχοπτώσεις χαρακτηρίζονταν από μεγάλη συχνότητα και ένταση, το μικρό ρέμα γινόταν ένας ολοφούσκωτος και απειλητικός χείμαρρος που, ξεκινώντας από το οροπέδιο της Φτελιάς, έσερνε στο πέρασμά του πέτρες και άλλη φερτή ύλη, που κατέληγαν από τη χαράδρα της Κολώνης στη θάλασσα. Παιδιά εμείς παρακολουθούσαμε με δέος και θαυμασμό το άγριο αυτό ξέσπασμα της φύσης και στο νου μας έρχονταν οι στίχοι από το «Ξεριζωμένο δέντρο» του Αρ. Βαλαωρίτη που περιγράφουν το χείμαρρο Δημοσάρι, όταν από τη Μαδουρή ο ποιητής τον έβλεπε θολό και φουσκωμένο να κατεβάζει, εκτός απ’ το τεράστιο ξεριζωμένο ρουπάκι, πέτρες και βράχους και ανάμεσά τους το ονομαστό κοντρί του θρυλικού αντάρτη κατά της αγγλικής εξουσίας Αργύρη. Μας θύμιζε ακόμα ένα πολύ γνωστό τραγούδι που παιζόταν με μεγάλη συχνότητα από τις δημοτικές ορχήστρες στο πανηγύρι του χωριού μας αλλά και στα πανηγύρια των άλλων χωριών:
«Σαν πήρα έναν κατήφορο στην άκρη στο ποτάμι
Και το ποτάμι ήταν θολό, θολό κατεβασμένο
Σέρνει λιθάρια ριζιμιά, δέντρα ξεριζωμένα …».
Το τοπίο αυτό που έχω περιγράψει έρχεται στο νου μου κάθε χρόνο την παραμονή και την ημέρα του πανηγυριού του χωριού μας, που γινόταν στις 23 Αυγούστου, ημέρα της αποδόσεως της μεγάλης εορτής της Κοιμήσεως της Υπεραγίας Θεοτόκου. Τις ημέρες αυτές με έναν, θα έλεγα, μαγικό και ανεξήγητο τρόπο ο χρόνος ανατρέπεται, το παρόν γίνεται παρελθόν και με την ανατροπή αυτή και ο χώρος ανασυντίθεται. Το σημερινό πλακόστρωτο της πλατείας εξαφανίζεται, το «κοντρί» υψώνεται επιβλητικό απέναντι από τον αιωνόβιο πλάτανο, ο δημόσιος δρόμος γίνεται στενός και χωμάτινος, οι δρόμοι που οδηγούν στην πλατεία μετατρέπονται σε στενοσόκακα. Και στους χώρους αυτούς μέσα από την ομίχλη και την αχλύ του παρελθόντος που ως δια μαγείας εξαφανίζονται «βλέπω» καθαρά τις γνώριμες φιγούρες των παλιών συγχωριανών μας που έζησαν, εργάστηκαν, χάρηκαν και πόνεσαν σ’ αυτό το μικρό κομμάτι γης, που είναι η μήτρα όλων όσοι γεννηθήκαμε σ’ αυτό, να περπατούν, να κάθονται, να συζητούν και να ξαναδίνουν στο γενέθλιο τόπο τους την «αύρα» της παρουσίας τους, σαν να περίμεναν να τους ξαναφέρουμε με την ψυχή, τη φαντασία και την αγάπη μας από το σκοτεινό κόσμο και το βασίλειο του θανάτου στο λαμπρό αυγουστιάτικο φως.
Το πανηγύρι, λοιπόν, του χωριού μας διεξαγόταν στο μεσοδιάστημα ανάμεσα στις επίπονες εργασίες αφενός του θερισμού και του αλωνίσματος και αφετέρου του τρύγου που θα ακολουθούσε, σε μια περίοδο που η ζωή κυλούσε ήρεμη και, θα έλεγα, «επίπεδη», χωρίς εξάρσεις, με τους αργούς ρυθμούς μιας αγροτικής κοινωνίας στην οποία δεν είχε ακόμα εισβάλει ο τεχνολογικός πολιτισμός, για να ανατρέψει σιγά – σιγά και «ανεπαισθήτως», για να δανειστώ τη λέξη του ποιητή, όσα οι αιώνες οικοδόμησαν στο χώρο της εργασίας, της επικοινωνίας αλλά και των παραδόσεων σε ό,τι αφορά τον πνευματικό πολιτισμό. Οι εργασίες των κατοίκων του χωριού αυτήν την περίοδο ήταν, κατά κύριο λόγο, η φροντίδα για τους κήπους, η παραγωγή των οποίων αποτελούσε τη βάση της καλοκαιρινής τους διατροφής, και για τους φιλόπονους η επισκευή των «λιθιών», για να μην παρασύρονται τα χώματα από τις πεζούλες τους, τα «σκαλιά», όπως τα λέγαμε, κατά τις φθινοπωρινές και χειμερινές νεροποντές. Εμείς τα παιδιά, την περίοδο αυτήν, χωρίς έγνοιες και φροντίδες «ρουφούσαμε» τη γαλήνη και απολαμβάναμε γαλάζια δειλινά και πορφυρά ηλιοβασιλέματα σε μια φύση φρέσκια και σχεδόν αμόλυντη σα να ζούσαμε την πρώτη ημέρα της δημιουργίας.
Κατά τις παραμονές του πανηγυριού όμως το «κλίμα» στο χωριό άλλαζε. Έντονη δραστηριότητα και πυρετώδεις προετοιμασίες αντικαθιστούσαν τους αργούς ρυθμούς της καθημερινής ρουτίνας. Ήταν σαν να ξυπνούσαμε, κατά κάποιο τρόπο, από νάρκη και να βιαζόμαστε να ετοιμάσουμε όσα έπρεπε για τη μεγάλη μέρα. Τα σπίτια ασπρίζονταν και καθαρίζονταν σχολαστικά, για να υποδεχθούν τους επισκέπτες, συγγενείς και φίλους από άλλα, κυρίως γειτονικά χωριά, ενώ οι νοικοκύρηδες φρόντιζαν για τις απαραίτητες προμήθειες και πρώτα – πρώτα για την προμήθεια κρέατος, που, όποια κι αν ήταν η οικονομική κατάσταση κάθε οικογένειας, έπρεπε να είναι άφθονο. Γιατί οι φιλοξενούμενοι θα ήταν πολλοί και το έθιμο, διαμορφωμένο από πανάρχαια παράδοση, απαιτούσε πλούσια και εγκάρδια φιλοξενία, έστω και αν πριν και μετά από το πανηγύρι η λιτότητα ήταν σκληρή. Ταυτόχρονα, ετοιμαζόταν και το μικρό γραφικό εκκλησάκι της Παναγίας, έξω από το χωριό, ώστε την ημέρα της εορτής, ασπρισμένο και ολοκάθαρο, να δεχθεί κατά τη διάρκεια της λειτουργίας τις προσευχές, τις δεήσεις και τις ευχαριστίες των πιστών, που το γέμιζαν ασφυκτικά.
Κατά την παραμονή, η ένταση και η αδημονία κορυφώνονταν. Όλοι περίμεναν το βράδυ που, στην πλατεία κάτω από τον πλάτανο, θα ξεκινούσε το γλέντι με την ορχήστρα των δημοτικών τραγουδιών σε κυρίαρχο ρόλο. Οι ειδήμονες, που ήταν όσοι πρωταγωνιστούσαν στο γλέντι και το χορό, συζητούσαν για την αξία των μουσικών και των τραγουδιστών και έκαναν συγκρίσεις και αξιολογήσεις. Λίγο πριν δύσει ο ήλιος, θυμάμαι, εγώ ή κάποιο από τα αδέρφια μου μεταφέραμε με τον πατέρα μου άμφια και λειτουργικά βιβλία στο εκκλησάκι της Παναγίας για τον εσπερινό και τη λειτουργία της επομένης. Η λειτουργία αυτή μπορούσε να παραβληθεί μόνο με τη λειτουργία της Ανάστασης σε ό,τι αφορά όχι μόνο το κλίμα της κατάνυξης αλλά και το πλήθος το οποίο την παρακολουθούσε, ένα πλήθος που το αποτελούσαν όχι μόνο συγχωριανοί αλλά και κάτοικοι άλλων χωριών. Στην εκκλησία, με τα αναμμένα κεριά που το ιλαρό τους φως φώτιζε αμυδρά και μυστηριακά, θα έλεγα, τις εικόνες, με κάποιες ηλιαχτίδες να μπαίνουν από τις χαραμάδες των παραθυριών και από την ανοιχτή πόρτα και να σχηματίζουν χρυσά φωτεινά αυλάκια στο δάπεδο, στα στασίδια και τους τοίχους, με το θυμίαμα του λιβανιού που έκαιγε και με τους ύμνους που εναλλάσσονταν , άλλοτε υποβλητικοί και άλλοτε χαρμόσυνοι, είχαμε την αίσθηση ότι ήμαστε και εμείς μέλη της χορείας που συνόδευε τη Θεομήτορα στην ανάβασή της προς τον Ουράνιο Πατέρα … «Και από γης αιρομένην σε εις ύψος θεώμενοι την φωνήν του Γαβριήλ, εν χαρά ανεβόων σοι …». Είχαμε τις στιγμές εκείνες ξεχάσει τις βιοτικές μέριμνες, είχαμε απαλλαγεί από τα γήινα δεσμά μας και, μαζί με τον υμνογράφο, υμνούσαμε τη Μητέρα του Θεού που συνέδεσε τα «επίγεια» με τα «άνω», τη γη με τον ουρανό, τον άνθρωπο με τον Θεό … «Χαίρε Δέσποινα, … τα επίγεια τοις άνω τω τοκετώ σου συνάψασα». Αισθανόμαστε εκείνες τις στιγμές την προστατευτική παρουσία και την αγάπη της, να μας παρέχει εκείνη την εσωτερική ηρεμία και τη γαλήνη, την άρρητη, που μόνο τη νιώθουμε και δεν μπορούμε να την αποδώσουμε με το λόγο. Σε αυτή τη μυσταγωγία, θυμάμαι με συγκίνηση να χοροστατεί ο πατέρας μου, ο παπα - Γιώργης, βιβλική, επιβλητική και σεβάσμια μορφή, μέσα στα λαμπρά του άμφια, και, μαζί με τους ύμνους και την όλη τελετουργία, να ενισχύει τα συναισθήματα και τις σκέψεις που μας κατέκλυζαν.
Μετά τη λειτουργία, πολλές φορές, εμείς τα παιδιά πηγαίναμε στους κήπους να πάρουμε ντομάτες ή σε ένα κοντινό κτήμα μας, όπου δυο αχλαδιές ήταν κατάφορτες από απίδια που βρίσκονταν στο στάδιο της ωρίμανσης. Και, καθώς τα φρούτα τότε ήταν σπάνια, μπορεί να φαντασθεί κανένας τη βουλιμία μας. Γυρίζοντας διψασμένοι απ’ τον μεσημεριανό ήλιο του καλοκαιριού κόβαμε από κάποιον κήπο φύλλα κολοκυθιάς, για να τα κάνουμε αυτοσχέδια ποτήρια και φτάναμε στην πηγή της Παναγιάς, μπροστά από την εκκλησία. Η πηγή βρισκόταν κάτω από ένα τεράστιο πανάρχαιο πουρνάρι και το νερό της, κρυστάλλινο και ψυχρό, σχημάτιζε μια γούρνα, πριν κυλήσει στη δεξαμενή για το πότισμα των κήπων. Από αυτήν τη γούρνα γεμίζαμε τα αυτοσχέδια ποτήρια μας, ξεδιψούσαμε και γυρίζαμε στο χωριό για να φάμε και να περιμένουμε το γλέντι με τα όργανα.
Ήδη το γλέντι είχε ξεκινήσει από το βράδυ της παραμονής. Ένα πατάρι είχε στηθεί κοντά στη ρίζα του πλάτανου για τους μουσικούς και μπροστά από αυτό είχε αφεθεί ένας ελεύθερος χώρος για τους χορευτές. Το υπόλοιπο κομμάτι της πλατείας είχε γεμίσει με μικρά στρογγυλά μεταλλικά τραπεζάκια και καρέκλες για όσους θα κάθονταν για να απολαύσουν το ποτό τους, να ακούσουν τη μουσική και, όσοι θα χόρευαν, να περιμένουν τη σειρά τους. Ήταν η εποχή που το δημοτικό τραγούδι, δημιούργημα μακρότατης παράδοσης, εξακολουθούσε να αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της λαϊκής ψυχής και τόσο ως μέλος όσο και ως στίχος άγγιζε τις λεπτότερες χορδές της, γιατί ήταν συνδεδεμένο με όλα όσα διήγειραν έντονα και ευγενή συναισθήματα και βαθύτατους καημούς: την ξενιτειά, την αγάπη, την ομορφιά, την παλληκαριά, το θάνατο. Το δημοτικό τραγούδι αποτύπωνε δηλαδή με τρόπο μοναδικό και ποιητικό τα όνειρα, τις ελπίδες, τους καημούς, τη χαρά της ζωής, την πίκρα του θανάτου και του αποχωρισμού.
Μετά τη λειτουργία, πολλές φορές, εμείς τα παιδιά πηγαίναμε στους κήπους να πάρουμε ντομάτες ή σε ένα κοντινό κτήμα μας, όπου δυο αχλαδιές ήταν κατάφορτες από απίδια που βρίσκονταν στο στάδιο της ωρίμανσης. Και, καθώς τα φρούτα τότε ήταν σπάνια, μπορεί να φαντασθεί κανένας τη βουλιμία μας. Γυρίζοντας διψασμένοι απ’ τον μεσημεριανό ήλιο του καλοκαιριού κόβαμε από κάποιον κήπο φύλλα κολοκυθιάς, για να τα κάνουμε αυτοσχέδια ποτήρια και φτάναμε στην πηγή της Παναγιάς, μπροστά από την εκκλησία. Η πηγή βρισκόταν κάτω από ένα τεράστιο πανάρχαιο πουρνάρι και το νερό της, κρυστάλλινο και ψυχρό, σχημάτιζε μια γούρνα, πριν κυλήσει στη δεξαμενή για το πότισμα των κήπων. Από αυτήν τη γούρνα γεμίζαμε τα αυτοσχέδια ποτήρια μας, ξεδιψούσαμε και γυρίζαμε στο χωριό για να φάμε και να περιμένουμε το γλέντι με τα όργανα.
Ήδη το γλέντι είχε ξεκινήσει από το βράδυ της παραμονής. Ένα πατάρι είχε στηθεί κοντά στη ρίζα του πλάτανου για τους μουσικούς και μπροστά από αυτό είχε αφεθεί ένας ελεύθερος χώρος για τους χορευτές. Το υπόλοιπο κομμάτι της πλατείας είχε γεμίσει με μικρά στρογγυλά μεταλλικά τραπεζάκια και καρέκλες για όσους θα κάθονταν για να απολαύσουν το ποτό τους, να ακούσουν τη μουσική και, όσοι θα χόρευαν, να περιμένουν τη σειρά τους. Ήταν η εποχή που το δημοτικό τραγούδι, δημιούργημα μακρότατης παράδοσης, εξακολουθούσε να αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της λαϊκής ψυχής και τόσο ως μέλος όσο και ως στίχος άγγιζε τις λεπτότερες χορδές της, γιατί ήταν συνδεδεμένο με όλα όσα διήγειραν έντονα και ευγενή συναισθήματα και βαθύτατους καημούς: την ξενιτειά, την αγάπη, την ομορφιά, την παλληκαριά, το θάνατο. Το δημοτικό τραγούδι αποτύπωνε δηλαδή με τρόπο μοναδικό και ποιητικό τα όνειρα, τις ελπίδες, τους καημούς, τη χαρά της ζωής, την πίκρα του θανάτου και του αποχωρισμού.
Πανηγύρι των Χορτάτων 1959: Δεσπόζει η φιγούρα του μπάρμπα Μπερεκλή του Κολοπατή με τον αρειμάνιο μύστακα και το «Έθνος πρώτα» στο στόμα, Δεξιά του ο ανεψιός του Γιώργος Βανδώρος και ο γιος του Κώστας και αριστερά ο Σπύρος Βράιλας. Στο βάθος μόλις διακρίνονται ο Γιώργος ο Βουκελάτος (Μπακούκας) απ’ το Μανάσι και ο Φλίπος ο Χόρτης (Σκαλτσάς) [Φωτο Γιώργος Βανδώρος].
Όσο προχωρούσε το βράδυ, ο κόσμος στην πλατεία πλήθαινε. Γύρω από αυτήν, στον υπερυψωμένο χώρο που βρισκόταν το ’κόνισμα του αϊ – Μηνά, πλήθος γυναικών έβγαιναν στο «χάζι», δηλαδή κάθονταν να παρακολουθήσουν τους χορούς και να ακούσουν τη μουσική. Ένα ευφρόσυνο αίσθημα ήταν διάχυτο στην ατμόσφαιρα, λες και οι άνθρωποι είχαν αφήσει κατά μέρος όλες τις δυσκολίες και τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν και, έστω για λίγες ώρες, ζούσαν στο βασίλειο της ευδαιμονίας, απολαμβάνοντας τη γλυκιά αυγουστιάτικη βραδιά, κάτω απ’ το φως του φεγγαριού και των αστεριών, και τη μουσική που οι ήχοι της κυμάτιζαν στην ατμόσφαιρα και εισχωρούσαν στα τρίσβαθα της ψυχής τους. Στο μεταξύ, οι πρώτοι όμιλοι χορευτών ξεκινούσαν το δικό τους ταξίδι στον γεμάτο αρμονία κόσμο της όρχησης, που διαρκούσε ολόκληρη τη νύχτα. «Περπατούσαν» πάνω σε μονοπάτια που ήταν στρωμένα με νότες μουσικές και στίχους, σε τόνους ελεγειακούς ή χαρούμενους, σοβαρούς ή παιγνιώδεις, σε ρυθμούς αργούς ή γρήγορους, και ταυτίζονταν με το μέλος και το λόγο, όπως συνέβαινε και με τους ακροατές – θεατές. Γιατί τα τραγούδια που άκουγαν ήταν καθρέφτης της ψυχής τους και ζυμωμένα με την ύπαρξή τους, καθώς διερμήνευαν και έφερναν στην επιφάνεια κρυφούς πόθους και καημούς, με λίγα λόγια όλα όσα πικρά και αβάσταχτα ή γαλήνια και ευφρόσυνα συνθέτουν τη ζωή.
Ακόμα «ακούω», όχι μόνο εγώ αλλά και όσοι ζήσαμε τις παλαιότερες εποχές τούς ήχους από τα τραγούδια αυτά, από τη γεμάτη μεράκι και καημό «Μαυριδερούλα» («Τ’ ακούς Μαυριδερούλα μου και συ Μελαχρινούλα μου …»), μέχρι το αργό και σοβαρό μέλος της «Παπαδιάς», τον ελεγειακό τόνο της «Γενοβέφας» (και τα δύο τελευταία κομμάτια οργανικά), διαμάντια της μουσικής μας παράδοσης, με κυματισμούς και «γυρίσματα» που η άρρητη μαγεία τους κυριεύει την ψυχή) και ύστερα από το υψηλής ποιητικής έμπνευσης «Γιάννο μου το μαντήλι σου», αργόσυρτο, γεμάτο υπαινικτικά υποδηλούμενο παράπονο και μελαγχολία («Γιάννο μου το μαντήλι σου τι το ’χεις λερωμένο … το λέρωσε η ξενιτειά, τα έρημα τοα ξένα …»), μέχρι την «Ιτιά» και την «Κοντούλα λεμονιά», τραγούδια με ευδιάκριτο συμβολισμό και υποδηλούμενο ερωτικό καημό, διατυπωμένο, ωστόσο, με μοναδική ευγένεια και χάρη, τον «Αητό», σύμβολο ελευθερίας, δύναμης και περηφάνιας, με μέλος που αναδεικνύει αυτά ακριβώς τα στοιχεία και ακόμα το ανάλαφρο, γρήγορο και γεμάτο χάρη «Μαντήλι καλαματιανό» και τόσα άλλα με ποικιλία ρυθμών και θεμάτων που μας καθήλωναν, αιχμαλώτιζαν την ψυχή μας και υπαγόρευαν τις συναισθηματικές μας αντιδράσεις. Έτσι, για παράδειγμα, η «Μαυριδερούλα» γινόταν στη φαντασία των ακροατών ένα κορίτσι του ονείρου, ιδανικό και άπιαστο, το «Γιάννο μου το μαντήλι σου» θέριευε τον καημό όσων είχαν ξενιτεμένους και έκανε πιο οδυνηρή την απώλεια, ενώ το «Πώς λάμπει ο ήλιος στα βουνά … έτσι λάμπει κι η κλεφτουριά, οι Κολοκοτρωναίοι, πο ’ χουν τ’ ασήμια τα πολλά …» μας γέμιζε με θαυμασμό και περηφάνια για το ηρωικό παρελθόν και τους εκφραστές του. Το δημοτικό τραγούδι ήταν, με λίγα λόγια, το νήμα που μας συνέδεε με την παράδοση που κυλούσε στις φλέβες όπως το αίμα μας και ήταν καθοριστική για τη διαμόρφωση και συγκρότηση της προσωπικότητάς μας και για την κοσμοαντίληψή μας, για το πώς δηλαδή βλέπουμε τον κόσμο.
Το χορό συνήθως άνοιγαν ο μπάρμπας μου ο Θοδωρής και ο Κώστας ο Μανταγιάννης, φίλοι επιστήθιοι και στην καθημερινή τους ζωή. Χόρευαν ανάλαφρα, αργά, θα έλεγα τελετουργικά, τσάμικα όπως ο «Αμάραντος», η «Παπαδιά», η «Γενοβέφα», η «Μαυριδερούλα». Ακολουθούσαν εκατοντάδες άλλοι συγχωριανοί και μη, μέχρι το ξημέρωμα που σταματούσαν τα όργανα, κάτω από το φύλλωμα του πλατάνου και το φως από τις λάμπες «Λουξ». Οι γυναίκες χόρευαν πάντα με εξαιρετική σεμνότητα και με το βλέμμα προς το έδαφος, σημειολογική ένδειξη της θέσης τους στην ανδροκρατούμενη κοινωνία της εποχής. Αλλά και όσοι δεν χόρευαν συμμετείχαν συναισθηματικά στα δρώμενα, απολαμβάνοντας «τη μουσική δροσιά» των δέντρων, για να θυμηθώ τον ποιητή, όπως γινόταν στις πανάρχαιες τελετουργίες. Κατά τα ξημερώματα τα όργανα σταματούσαν, οι λάμπες έσβηναν και το χωριό έμπαινε πια στο «βασίλειο» της σιωπής. Το πρωί η ζωή ξανάβρισκε τους συνηθισμένους της ρυθμούς και το πανηγύρι γινόταν ένα όνειρο που πέρασε, αλλά και μια προσδοκία ότι θα ξαναρχόταν.
Σήμερα το πανηγύρι έχει χάσει πια τον παλιό του χαρακτήρα. Είναι περισσότερο μια φολκλορική εκδήλωση, ένα τουριστικό αξιοθέατο για τους ξένους επισκέπτες που τραβούν φωτογραφίες. Οι ορχήστρες περιλαμβάνουν πια, εκτός από τα παραδοσιακά όργανα, και αρμόνια, ηλεκτρικές κιθάρες, κρουστά, και το ρεπερτόριό τους περιλαμβάνει και τσιφτετέλια, ζεϊμπέκικα, χασάπικα κ.λπ, καθώς προσαρμόζονται στις καινούργιες μορφές διασκέδασης, αποτέλεσμα των κοινωνικών μετασχηματισμών. Όμως οι ρίζες της λαϊκής παράδοσης εξακολουθούν να είναι ακόμα ζωντανές. Όταν θέλω να συνδεθώ μ’ αυτές, ακούω μια συγκλονιστική ερμηνεία της «Παπαδιάς» από τον ηπειρώτη κλαρινίστα Σταύρο Καψάλη, έναν από τους σημαιοφόρους της δημοτικής μας παράδοσης, που με ταξιδεύει στη μαγεία του παρελθόντος.
Αύγουστος 1972: Το πανηγύρι στα Χορτάτα σε χορούς κυκλωτικούς Φωτο: Ρίκος (Fritz Berger)
Το «τραπέζι» του πανηγυριού
Στο πανηγύρι του χωριού αλλά και των άλλων χωριών της περιοχής το μεσημεριανό φαγητό ήταν (σε μερικά σπίτια τηρείται η παράδοση αυτή και σήμερα) κρέας βραστό τράγιο ή βετούλι ή ζυγούρι σε μεγάλη ποσότητα – ανάλογα με τους αναμενόμενους πανηγυριώτες- με μανέστρα, για να στρώσει το στομάχι από τη δεκαπενθήμερη σαρακοστή. Η συνταγή: Το κρέας το βράζουμε καλά, σουρώνουμε το ζουμί, στίβουμε σ’ αυτό μπόλικη φρέσκια ντομάτα, ρίχνουμε το αλάτι ανάλογα με την ποσότητα και, μόλις βράσει, βάνουμε σπαέτο, τουτέστιν μακαρούνια 10 νούμερο, που το κόβουμε σε μικρά κομμάτια. Ακολουθεί το «κένωμα». Επιδόρπιο: σπληνάντερο, φρυγαδέλι, κοκορέτσι, μεζέδες που αλλού τους χρησιμοποιούν σαν ορεκτικά. Το βράδυ οι πανηγυριώτες απολάμβαναν μπόλικο κρέας, τσιγαριστό, έδεσμα που μπορεί να ξενίζει, γιατί είναι βαρύ για βραδινό, αλλά να ληφθεί υπόψη ότι μετά το φαγητό οι πανηγυριώτες πηγαίνανε στα βιολιά και, αν δεν χόρευαν, απολάμβαναν το θέαμα και τη μουσική.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου