Στον παλμό της χορτιώτικης γης

Φύση –Ιστορία -Θρύλοι
Του ΓΙΑΝΝΗ Γ. ΧΟΡΤΗ
Η ματιά του ξανοιγόταν δυτικά, αόριστα, ακολουθώντας την πορεία του ήλιου, μέχρι να φτάσει στο κόκκινο, και απλωνόταν σ’ όλο το πλάτος του ορίζοντα, στην προσπάθειά του να μαντέψει τη θέση και το μέγεθος της Καλαβρίας, του Τάραντα, του Κρότωνα, της Σύβαρης, των Συρακουσών
, απ’όπου, σύμφωνα με τις σημειώσεις του πάππου της Αγγέλας, διαπεραιώθηκαν οι πρόγονοι, για μια καινούρια αρχή στο Λευκό νησί. Αλλά αυτό ήταν μόνο δικός της ισχυρισμός. Πιο πέρα, κατά τον μαϊστρο, Γαλλία, Ιβηρική, Βόρεια Ευρώπη, Βρετανία, η ανεξάρτητη χώρα του George Washington, η νότια Αμερική, με τις λατινικές χώρες και τη ζεστή μουσική. Δίπλα, στην αγκαλιά της Καραϊβικής, τα ονειρικά νησιά, ίδια σμαράγδια, η Φλόριντα με την Πάλμ Μπητς και συνέχεια ο μεγάλος ζεστός κόλπος του Μεξικού, με το Ακαπούλκο, τον Ισημερινό με τον τεχνητό πορθμό, ένα θαύμα, προσφέρουν φυσική ζωή και τους ρυθμούς τους, αληθινοί μαγνήτες για τον ονειροπαρμένο φίλο μας κουβαλητή. Όλα από αναγνώσματα. Και αίφνης, να η έκφρασή τους.

Ο Μάκης ο Τάγαρης, παρατρεχάμενος του πιστικού με το κοπάδι, ανέβαινε να του πάει φαγητό και τραγουδούσε, με γαυγίσματα ν’ακολουθούν τους τόνους του. Δεν έδινε σημασία στα σκυλιά. Έσβησαν οι φωνές και ο Μάκης ανέβηκε ψηλά, σφυρίζοντας στον πιστικό, που η σιλουέτα του διαγράφηκε αδρά στον ορίζοντα. Σήκωσε το βλέμμα ο Ναννούσκος. Ακριβώς κεντρικά, προς τον Νοτιά, η άγρια Μαύρη Ήπειρος, με τον τραγουδισμένο αισθησιασμό και έμβλημα τα αιλουροειδή, καλυμμένη απ’τη ζούγκλα, τη σαβάνα, την έρημο, τα χρυσωρυχεία, τα διαμάντια, το ελεφαντόδοντο, τα άγρια σαρκοβόρα, όλα αυτά κράχτες κυνηγών και τυχοδιωκτών …. Στο Βορρά απλωνόταν η Ήπειρος με την οροσειρά της Πίνδου και πίσω, στο βάθος του ορίζοντα, πλαγιοδυτικά, διακρίνονταν τα νησιά των Παξών. –Πάξοι κι Αντιπάξοι Λόντρες δεκάξι, έλεγε ο παππούς, διαρκώς ερωτευμένος με το νησί των Φαιάκων, τους «Κορφούς», όπως έλεγε την Κέρκυρα, που τώρα μόλις διακρινόταν αχνά το περίγραμμά της. Ύστερα έστρεψε το βλέμμα νότια. Το Θειάκι, με τα μικρά νησιά μπροστά, διακρινόταν καθαρά, όχι όμως κι η Κεφαλονιά. Αυτήν μπορούσε να τη διακρίνει μετά από βροχή, σε διαυγή ουρανό, όπως και την Κέρκυρα. Στη νότια ακτή διαγραφόταν σαν πέταλο ο μεγάλος κόλπος και στην κορυφή, στο κέντρο του, απλωνόταν η υπέροχη γραμμένη πρωτεύουσα του Νότου, κεντημένη με διώροφα σπίτια, με κόκκινες κεραμοσκεπές βενέτικου τύπου στέγες, πνιγμένη στο πράσινο, ανάμεσα σε ψηλά δέντρα, πλατάνια, ελαιόδεντρα, λεύκες να θροϊζουν, και πυκνά θαμνώδεις λόφους, πουρνάρια, σκίνους, με ελιές, πεύκα, αμπέλια, κήπους, με σειρές καταστημάτων και σκιάστρων, τον ημικυκλικό όρμο, τη γραφική προκυμαία, μαρίνα γεμάτη κότερα, δίπλα τα ψαροκάικα και οι ψαρόβαρκες, την προβλήτα για τα πλοία της γραμμής, ενώ σμήνη ιστιόβαρκες και βενζινότρατες γλιστρούν με ούριο άνεμο, μαϊστράλι, απ’τα’απόγιομα μέχρι το χαλίπωμα, όπου ίδιοι Τρίτωνες τα νέα παλικάρια στον ίλιγγό τους, ρουφούν ηδονικά τη δροσιά του πελάγου και τον μπουχό των κυμάτων, προσφέροντας υπερθέαμα, ενώ οι ψαράδες στήνουν παραγάδια.

Απέναντι, νότια και δυτικά, ο βραχώδης κάβος, αλλά με πυκνή βλάστηση από ελαιόδεντρα, πεύκα, χαμηλά πουρνάρια και ψηλές βαλανιδιές, μέχρι θρούμπη, ασφάκες σκίνα, βάτα, ο Κάβος της Κυράς ή Νιράς ( η ονομασία Νιρά –Ιρά+το ευφωνικό ν - πιθανόν από το ειδωλολατρικό Ιερό του Λευκάτα Απόλλωνα) , που υψώνεται σαν δείκτης ελεύθερος σε σφιγμένη γροθιά -η γροθιά είναι το νησί -, κλείνει τον μεγάλο κόλπο και ανοίγει δυτικά δεύτερο γοητευτικότερο όρμο, με άσπρη αμμουδιά, χωρίς σκόνη, σουσάμι μέχρι κουφέτο, κόντρα στο πέλαγος, με πολύ ψηλό κατακόρυφο βράχο. Αυτή την κορφή η Λεσβία την καταγωγή ποιήτρια Σαπφώ, φορτισμένη από ασίγαστο ερωτικό πάθος, χωρίς ελπίδα, διάλεξε σαν ξεχωριστή βίγλα στην απεραντοσύνη του πελάγου και έκαμε το μοιραίο σάλτο, προσφέροντας το γλυκό κορμί της θυσία στην υγρή πλατιά αγκαλιά, όπως ο Αιγέας από σφαλερή εκτίμηση έκαμε τη μοιραία κίνηση απελπισίας, σβήνοντας την πνοή του στην πλανεύτρα θάλασσα. Φαίνεται, θύμωσε ο Ποσειδώνας, αφού ο βασιλέας τιμούσε την Αθηνά που του πήρε την Αθήνα. Ο νέος όμως δεν έβλεπε το αντικείμενο του έρωτα και νοερά εκδήλωσε την απορία:
-Μα σε ποιον ο έρωτάς της;
Μια πνοή φωνής ανέσυρε απ’τα μύχια της σκέψης του την αφήγηση του θρύλου από τον πατέρα και αμέσως απάντησε μονολογώντας:
-Μα προς τον θεό του φωτός Απόλλωνα ή, έστω, με τον θαλάσσιο δαίμονα Φάωνα ως εκφραστή του κάλλους και της αιώνιας νεότητας, , βέβαια.! Ποιον άλλον; Δεν πρόσεξες το ιερό του στην κορφή του βράχου;Φαντάσου και το ταξίδι της! Οδύσσεια!
-Ναι, αλλά εκείνη ήταν θνητή. Τότε πώς..´
-Θνητή αλλά ποιήτρια! Δικαιώνεται μελλοντικά, γίνεται αθάνατη, αξέχαστη. Αυτή είναι ποίηση!
-Γι’αυτό ο βράχος είναι της Σαπφούς, όπως και ο σάλτος της, και ο δήμος μας των «Ἁπολλωνίων».
Ύστερα, συνειρμικά, θυμήθηκε το βιβλίο που του είχε προμηθεύσει η ευαίσθητη, ανήσυχη Αγγέλα, που αναφέρθηκε προηγουμένως. Της γερμανίδας συγγραφέως Έλεν Μάρτεν «Σαπφώ, μια Αφροδίτη της Λέσβου», που περιγράφει την ελεύθερη ζωή μιας κάποιας Σαπφούς, μάλλον χρησιμοποίησε το όνομα, όπως και των άλλων ανεξάρτητων γυναικών αρχαίας εποχής, νομίζω της Αλεξανδρινής… Αναπόλησε δυο όμορφα αμυγδαλωτά μάτια, φρύδια δρεπάνια και ένα χαμόγελο! Σαλάγησε, για να μην ξεχνιέται. Τώρα στράφηκε ανατολικά, όπου σαν να κρεμονται απ’τον ουρανό δυο τραχιές οροσειρές διασταυρώνονται. Είναι τα Σταυρωτά, με δυο κορφές που φέρουν ποιο άλλο παρά το όνομα «»Αϊ -Λιάς; Στη μια υπάρχει ομώνυμο μοναστήρι. Κάτω απ’την άλλη, ομώνυμο χωριό. Το χειμώνα, μαζί με την Ψηλή Ράχη, λάμπουν κάτασπρες κι όταν φυσάει γραίγος, σε θερίζει και λένε στα παιδιά:»Τρύπα κολοβή», μέσα. Από τα δυτικά και την παραλία φαίνονται σαν στημένο σκηνικό. Αχτύπητο για ταινία, συλλογίστηκε και χάιδεψε το άλογο. Μια πνοή ζεφύρου του έφερε στον νου τους στίχους του Σολωμού «.. λες και σου λέει μεσ’στης καρδιάς τα φύλλα, γλυκιά ειν’η ζωή κι ο θάνατος μαυρίλα». Ύστερα σκέφτηκε τον έρωτα, με τη ματιά απέναντι στην απέραντη θάλασσα…
Αυτή τη θάλασσα αντίκρισε ο Νίκος, όταν απ’τον βάραγγα του Αϊ –Σώστη με το χειμαδιό, τα πελώρια δέντρα, τα άφθονα νερά, τους κήπους και τα σταφύλια ανέβηκε στα Μελίδια, στα χωράφια και τα’αμπέλια του παππού του και … Αφού δεν ευοδώθηκε ο εφηβικός του έρωτας, έφυγε στην Αθήνα. Από εκεί στον Προμηθέα στον Πειραιά έμαθε την τέχνη του μηχανικού θαλάσσης, έγινε «φαν» του Ολυμπιακού και μπάρκαρε στον στόλο του Ωνάση. Πήγε Γιαπωνία, Αμερική, βόρεια και νότια. Τυχερός … Κι όταν το Αγγελούδι ο φρατέλος άφησε σύξυλους τους ναυπηγείς προϊσταμένους, για να βρει την τύχη του στην Αυστραλία, ο Νίκος συνέχισε τη ναυτική περιπλάνηση. Τώρα έχει ξεμπαρκάρει και δροσίζεται στον πλάτανο με τον Φίλιππο ντε’λ Πιέρο, που έζησε κι αυτός στο νότιο, στην Αργεντίνα. Και λένε ιστορίες, ενώ οι άλλοι παίζουν πρέφα. Οι κομψευόμενοι από είκοσι και πάνω καμαρώνουν φορώντας τη νέα τάχα μόδα, «μπλου τζηνς» και κοντομάνικο γυριστό στα μανίκια πουκαμισάκι ή μπλουζάκι, να φαίνονται τα «ποντίκια», ρολόι με μπρασελέ, γυαλιά σκούρα, τσιγαράκι, αραχτοί, καταπίνουν με τη μία τα ούζα και ξεφαντώνουν ηχηρά, με ιστορίες και ανέκδοτα των εργοταξίων της Κεφαλονιάς. Βλέπετε οι σεισμοί … Άλλος κλαίει τη μοίρα του, άλλος γλεντάει!

… Είναι η εποχή της κατανάλωσης, φυσική συνέπεια μετά τον πόλεμο, τη στέρηση και από πάνω το σεισμό, που χτύπησε κι εδώ. Τα φορτηγά κουβαλούν «λενιάμ», πριστή σουηδική ξυλεία, ενώ οι ντόπιοι σέρνουν κορμούς πελώριων δέντρων και κυπαρίσια, ζεμένα στη λαιμαριά αλόγου ή μουλαριού για την ανοικοδόμηση, αφού εξασφαλίζουν δάνειο από οχτώ ως δώδεκα, το πολύ, εκατομμύρια δραχμές. Ένα χιλιάρικο δέκα τσιγάρα κούτας Ματσάγγου (χύμα). Εκεί κατάντησε η χρυσή δραχμή με την «κατοχή». Τώρα συζητούν πως ο Μαρκεζίνης θα κάμει το χιλιάρικο δραχμή, για να μην μπερδευόμαστε με μηδενικά. Ακόμη, πως θα κόψει κέρματα, για να αποφύγει τα τραπεζογραμμάτια στις μικρές εσωτερικές συναλλαγές, για να περιορίσει την απώλεια συναλλάγματος. Αν πάμε δυο χρόνια αργότερα, θα δούμε να το εφαρμόζει ο Καραμανλής ως πρωθυπουργός, διάδοχος του Παπάγου. Τώρα οι νοικοκυρές κλαίνε.
-Ακούς εκεί ο Καρτεζίνης;Δέκα το τυρί, δέκα το αλεύρι και τώρα μέχρι να βγει η αλωνιά αγόραζε. Τσάμπα τα φυλάει τα πρόβατα. Αγκούσα! … Καρτεζίνι ή καρτούτσο, θα πει κουάρτο /τέταρτο του λίτρου. Τα σπίτια εδώ, πάνω απ’το χτιστό με πέτρα και σενάζ μπετόν ισόγειο, πλέκονται με ξύλα, που έχουν μεγάλη ελαστικότητα και αντοχή στον σεισμό. Μιλάμε για δέντρα αντοχής, ρουπάκι γκορτσιά, κυπαρίσσι. Στέγη, πάτωμα, ταβάνι από τα ίδια. Απ’το πρωί πάνω –κάτω σκίζουν με πριόνι –καταρράχτη και κόβουν με τη χέρα. Οι μικροί πειθαρχούν στις επιτακτικές εντολές να φέρουν αμέσως εργαλεία με νέο όνομα.-Τη σαμούτσα, βρε!
-Ναι, μάστορα. Καφέ, μάστορα;
-Ε, όπως θέλεις.


Το άλμα της Σαπφούς από τον βράχο της Λευκάδας, Γκ. Μορώ, 1864

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Καλώς ήρθατε!
Σας καλωσορίζουμε στην ανανεωμένη ιστοσελίδα μας!
Η ιστοσελίδα μας επανασχεδιάστηκε και ανανεώθηκε, είναι πιο σύγχρονη, πιο λειτουργική και πιο επικεντρωμένη στο να σας προσφέρει τις πληροφορίες που χρειάζεστε άμεσα και γρήγορα.
Για καλύτερη εμπειρία χρήσης αναβαθμίστε την εφαρμογή περιήγησης (Browser) που χρησιμοποιείτε
Ευχαριστούμε που μας επισκεφθήκατε!