Του ΑΓΓΕΛΟΥ Γ. ΧΟΡΤΗ
Όταν έμπαινε ο Σεπτέμβρης την παλιά εποχή, δηλαδή τις δεκαετίες του 1950 και 1960 αλλά βέβαια και τις παλαιότερες, το χωριό μας σαν να ξυπνούσε από την καλοκαιρινή ραστώνη που ακολουθούσε το θερισμό και το αλώνισμα και να ξανάβρισκε τη ζωτικότητά του, που, θα μπορούσαμε να πούμε, ήταν «εν υπνώσει» τον Αύγουστο.
Τους αργούς ρυθμούς και τη χαλαρή διάθεση των κατοίκων κατά τον μήνα αυτόν διαδεχόταν μια έντονη δραστηριότητα. Οι άνθρωποι σαν να είχαν αναβαπτισθεί μέσα στο φως, τη γαλήνη και την ηρεμία και να ξανάβρισκαν κουράγιο και δύναμη, για να συνεχίσουν τον αέναο κύκλο των αγροτικών τους εργασιών, που ξανάνοιγε με τον τρύγο και θα συνεχιζόταν μέχρι το επόμενο καλοκαίρι. Γιατί η καλλιέργεια των αμπελιών, παράλληλα με την καλλιέργεια του σιταριού και δευτερευόντως των οσπρίων, αποτελούσε τη βάση της αγροτικής οικονομίας του χωριού μας και τις κύριες πηγές βιοπορισμού των κατοίκων του, με συμπληρωματική την κτηνοτροφία, οικόσιτη ή νομαδική.
Όταν έμπαινε ο Σεπτέμβρης την παλιά εποχή, δηλαδή τις δεκαετίες του 1950 και 1960 αλλά βέβαια και τις παλαιότερες, το χωριό μας σαν να ξυπνούσε από την καλοκαιρινή ραστώνη που ακολουθούσε το θερισμό και το αλώνισμα και να ξανάβρισκε τη ζωτικότητά του, που, θα μπορούσαμε να πούμε, ήταν «εν υπνώσει» τον Αύγουστο.
Τους αργούς ρυθμούς και τη χαλαρή διάθεση των κατοίκων κατά τον μήνα αυτόν διαδεχόταν μια έντονη δραστηριότητα. Οι άνθρωποι σαν να είχαν αναβαπτισθεί μέσα στο φως, τη γαλήνη και την ηρεμία και να ξανάβρισκαν κουράγιο και δύναμη, για να συνεχίσουν τον αέναο κύκλο των αγροτικών τους εργασιών, που ξανάνοιγε με τον τρύγο και θα συνεχιζόταν μέχρι το επόμενο καλοκαίρι. Γιατί η καλλιέργεια των αμπελιών, παράλληλα με την καλλιέργεια του σιταριού και δευτερευόντως των οσπρίων, αποτελούσε τη βάση της αγροτικής οικονομίας του χωριού μας και τις κύριες πηγές βιοπορισμού των κατοίκων του, με συμπληρωματική την κτηνοτροφία, οικόσιτη ή νομαδική.
Ξαναγυρίζοντας σήμερα νοερά στους Σεπτέμβρηδες του παρελθόντος, της παιδικής και νεανικής μου ηλικίας, το τοπίο ξαφνικά μετασχηματίζεται. Τα μάγια της νοσταλγίας εξαφανίζουν τα χέρσα και εγκαταλελειμμένα κτήματα, τους θάμνους που καλύπτουν πολλά από αυτά, τα σχεδόν αδιάβατα από τη βλάστηση στενά μονοπάτια, την ερημιά και τη σιωπή που βασιλεύουν. Και σαν σε όνειρο, ολοζώντανο, φωτεινό και φρέσκο προβάλλει το παλιό τοπίο. Θερισμένα σταροχώραφα να χρυσίζουν στον ήλιο, άνθρωποι και ζώα να γεμίζουν δρόμους και μονοπάτια και να εμψυχώνουν με ήχους το έρημο περιβάλλον και κυρίως αμπέλια να απλώνονται σε πλατώματα ή σε «σκαλιά», να σκαρφαλώνουν σε πλαγιές, να καλύπτουν οροπέδια και να ζωντανεύουν με το βαθύ πράσινο χρώμα των φύλλων τους το περιβάλλον, κατάφορτα από σταφύλια, με τις ρόγες τους στιλπνές να λαμπυρίζουν στον ήλιο.
Εκείνη, λοιπόν, την εποχή, οι γλυκές μέρες του πρώτου μήνα του φθινοπώρου έβρισκαν τους κατοίκους του μικρού μας χωριού σε πυρετώδεις προετοιμασίες, αδιάφορους για τα θέλγητρα της φύσης, όπως άλλωστε πάντοτε συνέβαινε. Γιατί προορισμός και μοίρα τους, θα έλεγα, ήταν η έγνοια για τη φαμελιά και η σκληρή εργασία για την επιβίωση. Έτσι, καθώς ο τρύγος πλησίαζε, μπορούσε να δει κανείς ξύλινα κρασοβάρελα όλων των διαστάσεων, από μικρά 50 – 100 κιλών μέχρι τεράστια 500, 700 ή και 1000 κιλών, να επισκευάζονται και να πλένονται, για να είναι έτοιμα να δεχτούν σε λίγες μέρες τον μούστο. Ακόμα ηχεί στ’ αυτιά μου ο χαρακτηριστικός ήχος που έκαναν στα πλακόστρωτα των αυλών, όταν, αφού τους έβαζαν ζεστό νερό με καυστική ποτάσα και, συνήθως, αρωματικά βότανα (σκίνο, μυρτιά, δενδρολίβανο), για να καθαριστούν τα τοιχώματά τους από τα ιζήματα (κατακάθια) του παλιού κρασιού και να αποκτήσουν ένα διακριτικό άρωμα, τα κυλούσαν, ώστε το νερό να καθαρίσει όλα τα σημεία στο εσωτερικό τους. Εκτός από τα βαρέλια, ετοιμάζονταν επίσης πατητήρια και κάδες, σακιά και μεγάλα κοφίνια μέσα στα οποία θα μεταφέρονταν τα σταφύλια, που έβγαιναν από τις αποθήκες, ώστε όλα να είναι έτοιμα για την έναρξη της συλλογής, της μεταφοράς και όλων των συναφών εργασιών οι οποίες ακολουθούσαν.
Επειδή το χωριό μας είναι ορεινό και η ωρίμανση των σταφυλιών βραδύτερη από την ωρίμανσή τους στις πεδινές περιοχές, λόγω των χαμηλότερων θερμοκρασιών που επικρατούν στα ορεινά, ο τρύγος σε μας άρχιζε περί τα τέλη του Σεπτέμβρη και ξεκινούσε, φυσικά, από τα αμπέλια που βρίσκονταν σε χαμηλότερο υψόμετρο. Με την έναρξή του, το χωριό φαινόταν να έχει κυριολεκτικά ερημώσει. Στα σπίτια δεν έμεναν παρά υπερήλικες και πολύ μικρά παιδιά, που δεν μπορούσαν να εργαστούν και να προσφέρουν. Όλοι όσοι, περισσότερο ή λιγότερο, μπορούσαν να δώσουν ένα χέρι, άντρες, γυναίκες, νέοι, ηλικιωμένοι και παιδιά, ξεκινούσαν σχεδόν χαράματα με τα ζώα - άλογα, μουλάρια, γαϊδούρια – φορτωμένα καλάθια και σακιά ή κοφίνια προς όλες τις κατευθύνσεις όπου υπήρχαν αμπέλια. Ήταν, λες, μια τελετουργική πομπή, επαναλαμβανόμενη κάθε χρόνο, με πάνδημη συμμετοχή, που η αρχή της χάνεται στα βάθη του χρόνου, όταν , σύμφωνα με τη μυθολογία, ο Διόνυσος χάρισε στους ανθρώπους το αμπέλι και το κρασί. Κάπως έτσι και οι παλαιοί Έλληνες, από τους Μινωίτες και τους Αχαιούς μέχρι τους Βυζαντινούς, θα ξεκινούσαν για την εργασία του τρύγου, που αποτελούσε το τέλος ενός πολύμοχθου έργου, το οποίο ξεκινούσε με σκάψιμο και το κλάδεμα των αμπελιών και συνεχιζόταν με τις άλλες εργασίες σ’ αυτά, που θα έδιναν ως ανταμοιβή των κόπων των καλλιεργητών την ετήσια σοδειά.
Για τον τρύγο και για τον θερισμό η λαϊκή σοφία δημιούργησε τη γνωστή φράση «θέρος, τρύγος, πόλεμος», που η έννοιά της είναι ότι, όπως στον πόλεμο το Έθνος επιστρατεύει όλες τις ζωτικές του δυνάμεις για ένα αίσιο αποτέλεσμα, έτσι και στον τρύγο και τον θερισμό η κάθε οικογένεια, το κάθε νοικοκυριό, χρησιμοποιεί όλο το ανθρώπινο δυναμικό του, μαζί με τα φορτηγά ζώα που διαθέτει, για να πετύχει στον μικρότερο δυνατό χρόνο τη συλλογή των προϊόντων. Γιατί, για να αναφερθώ στον τρύγο, η περίοδος συγκομιδής των σταφυλιών στα τέλη Σεπτεμβρίου και τις αρχές Οκτωβρίου εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους για βροχοπτώσεις ή, σε ακραίες περιπτώσεις, και για χαλαζόπτωση. Εάν, λοιπόν, η ένταση και η διάρκεια των βροχών ήταν μεγάλη, υπήρχε κίνδυνος να καταστραφεί η παραγωγή. Γι’ αυτό το λόγο, η εργασία απαιτούσε ένταση και όσο το δυνατόν μεγαλύτερο ανθρώπινο δυναμικό. Έτσι, από το πρωί μέχρι σχεδόν το σούρουπο μπορούσε κανείς να δει στα αμπέλια σκυμμένες ανθρώπινες φιγούρες να κόβουν, χωρίς σταματημό, σταφύλια, τα οποία έριχναν σε καλάθια, με τα μαύρα να λαμπυρίζουν και τα άσπρα να αστράφτουν στο φως του ήλιου με το απαλό κίτρινο χρώμα τους, σαν κεχριμπαρένια, και από εκεί σε σακιά ή σε μεγάλα κοφίνια για τη μεταφορά τους. Το μόνο διάλειμμα στην κοπιώδη εργασία τους γινόταν κατά το μεσημέρι για ένα πρόχειρο φαγητό, συνήθως με ψωμί, τυρί και παστές σαρδέλες. Τα σακιά και τα κοφίνια φορτώνονταν στα ζώα, για να μεταφερθούν στο χωριό, και αυτό συνεχιζόταν μέχρι το βράδυ. Σε ορισμένα όμως αμπέλια, στα οποία η προσπέλαση των ζώων ήταν αδύνατη, τα σταφύλια έπρεπε να μεταφερθούν σε κάποιο κοντινό πλάτωμα και εκεί να φορτωθούν. Αυτό, βέβαια, αποτελούσε ένα σημαντικό πρόβλημα, που απαιτούσε όχι μόνο μεγάλο κόπο αλλά και αρκετό χρόνο, που ήταν πολύτιμος. Κατά τη μεταφορά των σταφυλιών, κάποιος παρατηρητής θα μπορούσε να δει δεκάδες φορτωμένα ζώα να συγκλίνουν προς το χωριό από δημοσιές, αγροτικούς δρόμους, μονοπάτια, ορεινές ατραπούς και να ξεφορτώνονται είτε στις αυλές των σπιτιών, είτε στον χώρο παραλαβής του προϊόντος από τον αγροτικό συνεταιρισμό του νησιού ή από εμπόρους.
Η παραλαβή των σταφυλιών γινόταν από τους υπαλλήλους του αγροτικού συνεταιρισμού του νησιού στο κέντρο του χωριού, σε μια τσιμεντένια δεξαμενή, γνωστή με το όνομα «πλατφόρμα», που αποτελούσε και τόπο των παιχνιδιών μας. Και ξαφνικά, από την ηρεμία και τη σιωπή της εξοχής βρισκόταν κανείς σε μια πολύβουη συνάθροιση, όπου ζώα φορτωμένα περίμεναν στη σειρά, ώσπου να οδηγηθούν μπροστά σ’ εκείνους που ήταν επιφορτισμένοι να μετρούν τον «μπωμέ», δηλαδή τα σάκχαρα του μούστου σε ένα μακρόστενο μεταλλικό σκεύος. Στο χώρο αυτόν ο θόρυβος από τα ζώα και οι συζητήσεις για την παραγωγή και την ποιότητά της ή για διάφορα σχετικά ή άσχετα ζητήματα, δημιουργούσαν ένα πανδαιμόνιο, που επιτεινόταν, αν τύχαινε εκείνες τις στιγμές να βρίσκεται εκεί και κάποιο φορτηγό αυτοκίνητο, που στον απλωμένο μουσαμά της καρότσας του έριχναν οι εργάτες με φτυάρια τα σταφύλια, για να μεταφερθούν στο οινοποιείο. Όλη αυτή η διαδικασία στο δίπολο αμπέλια-χωριό συνεχιζόταν μέχρι το βασίλεμα του ήλιου, οπότε οι άνθρωποι, αργά- αργά, έσερναν τα κουρασμένα από τον κάματο βήματά τους, κατευθυνόμενοι προς το χωριό. Εκεί, κάτω από το φως της λάμπας ή των λυχναριών, γινόταν η αποτίμηση της εργασίας, σχεδιαζόταν η εργασία της επόμενης μέρας και, όταν ο τρύγος τελείωνε, γινόταν ο τελικός απολογισμός, δηλαδή υπολογίζονταν τα έσοδα από το προϊόν που είχε διατεθεί στην αγορά και γινόταν, σε γενικές γραμμές, η κατανομή των εσόδων αυτών ανάλογα με τις ανάγκες κάθε οικογένειας. Με τα χρήματα δηλαδή που θα εισπράττονταν θα αγοράζονταν παπούτσια και ρούχα, θα σπούδαζαν τα παιδιά, θα φτιαχνόταν η προίκα των κοριτσιών, θα εξοφλούνταν χρέη ή θα καλύπτονταν άλλες επείγουσες και ανελαστικές δαπάνες της.
Από τα παραγόμενα σταφύλια τα καλύτερα από πλευράς ποιότητας οι χωριανοί δεν τα διέθεταν στην αγορά , αλλά τα χρησιμοποιούσαν, για να παρασκευάσουν το δικό τους κρασί, βασικό διατροφικό προϊόν μαζί με το ψωμί και το λάδι, αν και το τελευταίο δεν ήταν την εποχή εκείνη σε ποσότητα επαρκή, ώστε να καλύπτει τις ανάγκες των κατοίκων. Η αξία του κρασιού μπορεί να εκτιμηθεί, αν λάβουμε υπόψη μας ότι η καλλιέργεια των κτημάτων της εποχής που αναφέρουμε γινόταν με χειρωνακτική αποκλειστικά εργασία και συνεπώς οι θερμίδες του ήταν απαραίτητες στους εργαζόμενους και επιπλέον καίγονταν εύκολα, λόγω της αυξημένης σωματικής τους δραστηριότητας. Έτσι, η φράση «θέλω ένα ποτήρι κρασί για να στυλωθώ» αντανακλούσε μια αναγκαιότητα και είναι χαρακτηριστικό πως παρά το γεγονός ότι η μέση κατανάλωση κρασιού ανά άτομο ήταν σχετικά υψηλή, σε καμία περίπτωση δεν οδηγούσε σε παθολογικές καταστάσεις. Πρέπει ακόμα να προστεθεί ότι το κρασί ήταν μια από τις ελάχιστες απολαύσεις των φτωχών ανθρώπων. Πέραν όμως, αυτών, από την αρχαιότητα ήδη ήταν γνωστές οι θεραπευτικές ιδιότητες του κρασιού. Ο πατέρας της ιατρικής Ιπποκράτης συνιστά την εξωτερική χρησιμοποίησή του ως απολυμαντικού σε τραύματα και έλκη, καθώς και σε χειρουργικές επεμβάσεις και ακόμα για πλύσεις των αυτιών, σε περιπτώσεις μολύνσεων,, ενώ θεωρεί απαραίτητη τη χορήγησή του σε ασθενείς με γενική αδιαθεσία, αναιμία, πόνους ματιών, ρινορραγία κ.λπ. Σύμφωνα πάντα με τον Ιπποκράτη, το κρασί και το μέλι είναι τα άριστα για τους ανθρώπους, αν λαμβάνονται με μέτρο, από υγιείς και ασθενείς. Αλλά και η σύγχρονη ιατρική αποδέχεται τα πολλαπλά οφέλη για την υγεία του ανθρώπου από την μετρημένη χρήση του. Για την παραγωγή του κρασιού σε κάθε αυλή στήνονταν πατητήρια και το πάτημα των σταφυλιών ήταν ένα πραγματικό πανηγύρι. Από τα πατητήρια μπορούσε κανείς να δει τον μούστο να ρέει σε μεγάλες κάδες 200-300 κιλών, με ένα λαμπρό ρουμπινί χρώμα, αν προερχόταν από το μαύρο σταφύλι , το βαρτζαμί, η με κεχριμπαρένιο, αν προερχόταν από το λευκό. Από τις κάδες γεμίζονταν τα βαρέλια που μεταφέρονταν στα κατώγια, όπου, σε ιδανική θερμοκρασία, γινόταν η ζύμωση. Από το βράσιμο του μούστου πολλές νοικοκυρές παρασκεύαζαν το ολόγλυκο πετιμέζι ή τις μοναδικές μουστόπιτες με καρύδια, οι οποίες αποτελούσαν πειρασμό για μικρούς και μεγάλους.
Γράφοντας αυτό το κείμενο, στο νου μου έρχονται οι γονείς και οι παππούδες μου, όπως και οι γονείς άλλων παιδιών της εποχής εκείνης. Και δεν τους θυμάμαι μόνο να τρυγούν και να φτιάχνουν κρασί. Οι μνήμες μου φτάνουν μέχρι το φύτεμα των αμπελιών σε χέρσους και πετρώδεις τόπους, που με πολύ κόπο και αγώνα τούς ημέρωναν, για να φυτέψουν τα κλήματα. Θυμάμαι, χαρακτηριστικά, τον πατέρα μου, αλλά και πολλούς άλλους, να ξεχερσώνει και να καθαρίζει από πέτρες το χώρο που θα μεταμορφωνόταν σύντομα σε μια καταπράσινη φυτεία. Όμως σήμερα τα αμπέλια αυτά έχουν χαθεί. Θάμνοι και αγριόχορτα κάλυψαν όσα δεν έχουν ξαμπελωθεί και στο νου μου έρχονται οι στίχοι του Καρυωτάκη για τη φθορά των ανθρώπινων έργων: «Στην άμμο τα έργα στήνονται μεγάλα των ανθρώπων και σαν παιδάκι τα γκρεμίζει ο χρόνος με το πόδι». Τι μένει, λοιπόν από τον αγώνα, τους κόπους, την αγωνία και τις ελπίδες των πατεράδων μας να οικοδομήσουν, αναλώνοντας τον εαυτό τους, μια καλύτερη ζωή για μας; Πιστεύω να κρατάμε ζωντανή στην ψυχή μας τη μνήμη τους και, ακολουθώντας το παράδειγμά τους, να προσφέρουμε, όπως εκείνοι, στα παιδιά μας όσα μπορούμε από το περίσσευμα της αγάπης μας. Αυτές οι λίγες λέξεις ας είναι ένα φτωχό μνημόσυνο γι αυτούς.
Αμφορέας του “ζωγράφου του Άμαση”, 540 περίπου π.Χ. Würzburg, Martin von Wagner Museum. Πέντε σάτυροι ασχολούνται με την παραγωγή κρασιού. Στην άλλη πλευρά εικονίζεται ο θεός Διόνυσος
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου