Του ΑΓΓΕΛΟΥ Γ. ΧΟΡΤΗ
Τα Χριστούγεννα, η μεγάλη γιορτή της Χριστιανοσύνης, είναι αξεδιάλυτα δεμένα στη μνήμη μου με τη χειμωνιάτικη εικόνα του χωριού μας, αρκετές δεκαετίες πριν, με πρόσωπα που έχουν πια περάσει τις όχθες της Αχερουσίας και έχουν γίνει σκιές ονείρου και που, μέσα από τις αναμνήσεις μου, ξανάρχονται στο φως της μέρας, με τις εκκλησίες μας,
που, μολονότι φτωχές, λαμπρές φάνταζαν εκείνες τις ημέρες, λες και οι χριστουγεννιάτικοι ύμνοι σκόρπιζαν γύρω αλλά και στις ψυχές μας το υπερούσιο φως της Γέννησης του Σωτήρα, με τους παππούληδες και τις βαβάδες μας κοντά στη φωτιά του τζακιού να μας μιλούν για ιστορίες παλιές και ξεχασμένες, για πλάσματα του μύθου και της φαντασίας και να γεμίζουν τις ψυχές μας με το άρωμα ενός κόσμου ονειρικού και παραμυθένιου. Στο κέντρο αυτής της αναπόλησης βρίσκονται οι μορφές της μάνας και του πατέρα μου, μορφές κυριαρχικές στη ζωή μου, όπως είναι για καθένα οι μορφές των γονέων του.
Και επειδή η μνήμη δεν ανακαλεί μόνο τις προσωπικές μας εμπειρίες, δηλαδή τα γεγονότα στα οποία συμμετείχαμε αλλά και όσα «ζήσαμε» μέσα από αφηγήσεις άλλων, οι μορφές της μάνας και του πατέρα μου φέρνουν στο νου μου τις δικές τους εμπειρίες, όπως μου τις αφηγήθηκαν. Έτσι, μοιράστηκα μαζί τους – και ποιος δεν το έκαμε, άλλωστε; - τις σκέψεις και τα συναισθήματά τους και η ζωή τους μπήκε στη δική μου ζωή και αποτέλεσε κομμάτι της που κουβαλώ μαζί μου, ανεπαισθήτως, όπως θα έλεγε ο ποιητής, ως βίωμα ή, θα μπορούσα να πω, και ως στάση ζωής. Έντονα παραμένουν χαραγμένες στη μνήμη μου και την ψυχή μου οι αφηγήσεις του πατέρα μου από τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο ή, για να τον πούμε αλλιώς, από το έπος του ’40. Γιατί ήταν πραγματικά ένα έπος της φυλής μας, στο οποίο χιλιάδες καθημερινοί άνθρωποι, ξεπερνώντας τα όρια της ανθρώπινης αντοχής με τη δύναμη της ψυχής τους και την πίστη σε έναν ανώτερο σκοπό, κατόρθωσαν να αντιμετωπίσουν νικηφόρα μια ολόκληρη αυτοκρατορία και να ταπεινώσουν τον επηρμένο ηγέτη της.
Σ’ αυτό το έπος συμμετείχε και ο πατέρας μου ως λοχίας πυροβολικού της 8ης μεραρχίας. Μέσα από τις αφηγήσεις του αναδύονται πρόσωπα που με τη δράση τους υπερέβησαν τα ανθρώπινα μέτρα και πέρασαν στην περιοχή του θρύλου, κοντά στις μεγάλες μορφές της ιστορίας μας. Διοικητής του στη μοίρα ορειβατικού πυροβολικού στην οποία υπηρετούσε ήταν ο ταγματάρχης Δημήτριος Κωστάκης, μπαρουτοκαπνισμένος αξιωματικός, αφού είχε λάβει μέρος στους Βαλκανικούς πολέμους, στον Βορειοηπειρωτικό αγώνα και στην εκστρατεία της Μ. Ασίας.
Τα κατορθώματά του είναι μοναδικά στην ιστορία του πυροβολικού. Ο Κωστάκης ποτέ δεν χρησιμοποίησε όργανα μέτρησης, για να δώσει οδηγίες στους πυροβολητές του για το πού να στοχεύσουν. Πάντοτε τους έδινε τις συντεταγμένες «εξ όψεως», υπολογίζοντας με τις γροθιές του τα σημεία που έπρεπε να χτυπήσουν. Και οι βολές είχαν τέτοια απίστευτη ευστοχία και αποτελεσματικότητα, που, σε συνδυασμό με την ακάματη ενεργητικότητά του, την περιφρόνηση του κινδύνου και των κόπων, την ταπεινοφροσύνη του, την πατρική του αγάπη στους στρατιώτες, την ανθρωπιά του, τη βαθιά πίστη του στο Θεό, το όνομά του έγινε θρύλος ανάμεσα στους αγωνιζόμενους Έλληνες. Αλλά και ανάμεσα στους Ιταλούς το όνομα του θρυλικού ταγματάρχη προκαλούσε το δέος και τον θαυμασμό. Είναι χαρακτηριστικά τα ακόλουθα απίστευτα επεισόδια από τη στρατιωτική του δράση: Μια ιταλική μονάδα είναι σε αναμονή για να λάβει συσσίτιο. Όμως μια βολή του Κωστάκη χτυπά, με χειρουργική ακρίβεια, το καζάνι και σπέρνει τον όλεθρο. Κάτι αντίστοιχο συνέβη και όταν ιταλός υποστράτηγος με τρεις συνταγματάρχες παρακολουθούσαν ανύποπτοι την εξέλιξη μιας μάχης. Η βολή του έλληνα ταγματάρχη τους έθαψε στο σημείο που βρίσκονταν, στα Δολιανά. Σε άλλη περίπτωση, ιταλός παρατηρητής σε καμπαναριό εκκλησίας, που με τις οδηγίες του στο ιταλικό πυροβολικό προξενούσε μεγάλες φθορές στους Έλληνες, χτυπήθηκε με τέτοια ακρίβεια, ώστε να μην υποστεί την παραμικρή ζημία η παρακείμενη εκκλησία. Δεν είναι, λοιπόν περίεργο ότι αιχμάλωτος ιταλός συνταγματάρχης, ζήτησε να δει τον θρυλικό πυροβολητή και γονάτισε μπροστά του, εκφράζοντας έτσι το θαυμασμό του για τον άξιο αντίπαλο. Κάποιες στιγμές ο βαθύς σεβασμός του Κωστάκη στην ανθρώπινη ζωή τον έκανε να εκφράζεται σχεδόν απολογητικά για τους Ιταλούς που σκοτώνονταν από τη δική του δράση και να λέει; Όμως τι μπορούμε να κάνουμε, αφού πρέπει να υπερασπίσουμε την πατρίδα μας;
Και επειδή οι λέξεις, ακόμα και οι πιο υμνητικές, είναι φθαρμένες από τη συχνή και αλόγιστη χρήση, αφήνω τον μεγάλο μας λογοτέχνη Άγγελο Τερζάκη, μαχητή και αυτόν του 40, να σκιαγραφήσει τον ήρωα. «Από καιρό μάς ακολουθούσε η φήμη ενός γεροταγματάρχη του πυροβολικού. Είχε τη διοίκηση μιας μοίρα ορειβατικού. Σκαρφάλωνε στ’ αρβανίτικα βουνά, έστηνε τις πυροβολαρχίες του μεσονυχτίς στις πιο απίθανες κορφές που μονάχα ο ήλιος έβλεπε. Και χαράματα την άλλη μέρα ράντιζε τον σαστισμένο εχθρό με φωτιά και σίδερο, του βούλωνε τα κανόνια. Ο τρόπος που ήξερε να χειρίζεται το πυροβολικό, χωρίς να χάνει ούτε βολή,, η λεβέντικη παλληκαριά του...άλλες ακόμα πολεμικές αρετές, συνδυασμένες με βαθιά συναδελφικότητα για τον φαντάρο, τον έφεραν στην ολόπρωτη γραμμή των αρχηγών του αγώνα... Ήταν εγγύηση η συνεργασία του ταγματάρχη Κωστάκη σε μια οποιαδήποτε επιχείρηση.... Θεός εφέστιος (Σημείωση: προστάτης της εστίας, του σπιτιού, δηλαδή προστάτης μας), στεκόταν και για μας εκεί στην Αλβανία ο Κωστάκης». Τον παλιό του ταγματάρχη συνάντησε, ύστερα από χρόνια ο πατέρας μου στα Γιάννενα ως ιεροσπουδαστής της Σχολής Βελλά. Το ίδιο ταπεινός, με τις ίδιες αρχές, προσέφερε τις υπηρεσίες του ως επίτροπος του ναού της Αγίας Μαρίνας στην Καλούτσανη. Προστάτης των αγωνιζόμενων στρατιωτών στο Μέτωπο προσέβλεπε και αυτός, με τη θερμή του πίστη, σε μια προστασία πάνω από τα ανθρώπινα, στην προστασία του Θεού.
Το ίδιο πνεύμα της προσφοράς και της θυσίας, που πολλές φορές έφτανε μέχρι τα ακρότατα όριά του, επέδειξαν όλοι όσοι μετείχαν στον αγώνα του 40, επώνυμοι και ανώνυμοι. Έπρεπε να νικήσουν όχι μόνο τα εμπόδια του κρύου, της βροχής και του χιονιού σε δύσκολα προσπελάσιμους ορεινούς όγκους, αλλά και να παραμερίσουν από τη σκέψη τους, μπροστά στον μεγάλο Σκοπό, κάθε τι που θα μπορούσε να μειώσει την πολεμική τους ορμή, όπως το φόβο του θανάτου και τους δεσμούς που τους ένωναν με τους δικούς τους ανθρώπους, αφού μάλιστα για κείνους πολεμούσαν και για κείνους έπρεπε να νικήσουν. Και όλα αυτά τα έκαναν, χωρίς παράπονο και γογγυσμό. Γιατί πώς αλλιώς να εξηγήσει κανείς πράξεις συγκλονιστικές και παραδειγματικές, που, μέσα από τις αφηγήσεις του πατέρα μου, αποκαλύπτουν την ηθική ποιότητα όσων τις έκαναν, που υψώθηκαν ξαφνικά από την υλική τους υπόσταση στην κορυφή του Ιδανικού; Τέτοια ήταν η θυσία του σμηναγού Σακελλαρίου, που επικεφαλής σχηματισμού τριών καταδιωκτικών, αντιμετώπισε, πάνω από τα Γιάννενα, σμήνος δέκα καταδιωκτικών και πέντε βομβαρδιστικών των Ιταλών και, αφού κατέρριψε ένα και τελείωσαν τα πυρομαχικά του, δεν προσπάθησε να απεμπλακεί και να σώσει τη ζωή του, αλλά, χτυπώντας με το αεροπλάνο του ένα εχθρικό, βρήκε ηρωικό θάνατο. Το ίδιο και η θυσία του ταγματάρχη πυροβολικού Κωνσταντίνου Βερσή, ήρωα του Μικρασιατικού και του Ελληνοϊταλικού πολέμου, που, όταν, με βάση τη Συνθήκη Συνθηκολόγησης, έφτασε η διαταγή να παραδώσει τα κανόνια του ο νικητής στους ηττημένους, προτίμησε, αφού τα κατέστρεψε, να αυτοκτονήσει, ύστερα από μια συγκλονιστική τελετουργική πράξη, κατά την οποία οι στρατιώτες του έψαλαν τον εθνικό ύμνο. Για τον ήρωα ταγματάρχη η εθνική και προσωπική αξιοπρέπεια είχε μετρήσει περισσότερο από τη ζωή του.
Ο Κωστάκης, ο Βερσής, ο Σακελλαρίου και τόσοι άλλοι συνέδεσαν την Ελλάδα του 40 με τις ηρωικές παραδόσεις του έθνους μας και από κοινοί, καθημερινοί άνθρωποι, με τις βιοτικές μέριμνες και τα οικογενειακά και ατομικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν όλοι οι άνθρωποι, βρέθηκαν ξαφνικά στη θέση να σηκώσουν το βάρος μιας πανάρχαιας ένδοξης ιστορίας και τις ελπίδες και την αξιοπρέπεια ενός ολόκληρου λαού που ήθελε να ζήσει ελεύθερος. Με την προσφορά και τις θυσίες τους αναδείχτηκαν άξιοι της βαριάς κληρονομιάς και των προσδοκιών των συγχρόνων τους Ελλήνων, αφήνοντας στους επιγενόμενους το δίδαγμα ότι τα μεγάλα έργα επιτυγχάνονται όταν οι άνθρωποι εγκαταλείψουν το εγώ τους και στρατευθούν σε ένα μεγάλο σκοπό που είναι αίτημα της εποχής τους.
Τα Χριστούγεννα, η μεγάλη γιορτή της Χριστιανοσύνης, είναι αξεδιάλυτα δεμένα στη μνήμη μου με τη χειμωνιάτικη εικόνα του χωριού μας, αρκετές δεκαετίες πριν, με πρόσωπα που έχουν πια περάσει τις όχθες της Αχερουσίας και έχουν γίνει σκιές ονείρου και που, μέσα από τις αναμνήσεις μου, ξανάρχονται στο φως της μέρας, με τις εκκλησίες μας,
που, μολονότι φτωχές, λαμπρές φάνταζαν εκείνες τις ημέρες, λες και οι χριστουγεννιάτικοι ύμνοι σκόρπιζαν γύρω αλλά και στις ψυχές μας το υπερούσιο φως της Γέννησης του Σωτήρα, με τους παππούληδες και τις βαβάδες μας κοντά στη φωτιά του τζακιού να μας μιλούν για ιστορίες παλιές και ξεχασμένες, για πλάσματα του μύθου και της φαντασίας και να γεμίζουν τις ψυχές μας με το άρωμα ενός κόσμου ονειρικού και παραμυθένιου. Στο κέντρο αυτής της αναπόλησης βρίσκονται οι μορφές της μάνας και του πατέρα μου, μορφές κυριαρχικές στη ζωή μου, όπως είναι για καθένα οι μορφές των γονέων του.
Και επειδή η μνήμη δεν ανακαλεί μόνο τις προσωπικές μας εμπειρίες, δηλαδή τα γεγονότα στα οποία συμμετείχαμε αλλά και όσα «ζήσαμε» μέσα από αφηγήσεις άλλων, οι μορφές της μάνας και του πατέρα μου φέρνουν στο νου μου τις δικές τους εμπειρίες, όπως μου τις αφηγήθηκαν. Έτσι, μοιράστηκα μαζί τους – και ποιος δεν το έκαμε, άλλωστε; - τις σκέψεις και τα συναισθήματά τους και η ζωή τους μπήκε στη δική μου ζωή και αποτέλεσε κομμάτι της που κουβαλώ μαζί μου, ανεπαισθήτως, όπως θα έλεγε ο ποιητής, ως βίωμα ή, θα μπορούσα να πω, και ως στάση ζωής. Έντονα παραμένουν χαραγμένες στη μνήμη μου και την ψυχή μου οι αφηγήσεις του πατέρα μου από τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο ή, για να τον πούμε αλλιώς, από το έπος του ’40. Γιατί ήταν πραγματικά ένα έπος της φυλής μας, στο οποίο χιλιάδες καθημερινοί άνθρωποι, ξεπερνώντας τα όρια της ανθρώπινης αντοχής με τη δύναμη της ψυχής τους και την πίστη σε έναν ανώτερο σκοπό, κατόρθωσαν να αντιμετωπίσουν νικηφόρα μια ολόκληρη αυτοκρατορία και να ταπεινώσουν τον επηρμένο ηγέτη της.
Σ’ αυτό το έπος συμμετείχε και ο πατέρας μου ως λοχίας πυροβολικού της 8ης μεραρχίας. Μέσα από τις αφηγήσεις του αναδύονται πρόσωπα που με τη δράση τους υπερέβησαν τα ανθρώπινα μέτρα και πέρασαν στην περιοχή του θρύλου, κοντά στις μεγάλες μορφές της ιστορίας μας. Διοικητής του στη μοίρα ορειβατικού πυροβολικού στην οποία υπηρετούσε ήταν ο ταγματάρχης Δημήτριος Κωστάκης, μπαρουτοκαπνισμένος αξιωματικός, αφού είχε λάβει μέρος στους Βαλκανικούς πολέμους, στον Βορειοηπειρωτικό αγώνα και στην εκστρατεία της Μ. Ασίας.
Τα κατορθώματά του είναι μοναδικά στην ιστορία του πυροβολικού. Ο Κωστάκης ποτέ δεν χρησιμοποίησε όργανα μέτρησης, για να δώσει οδηγίες στους πυροβολητές του για το πού να στοχεύσουν. Πάντοτε τους έδινε τις συντεταγμένες «εξ όψεως», υπολογίζοντας με τις γροθιές του τα σημεία που έπρεπε να χτυπήσουν. Και οι βολές είχαν τέτοια απίστευτη ευστοχία και αποτελεσματικότητα, που, σε συνδυασμό με την ακάματη ενεργητικότητά του, την περιφρόνηση του κινδύνου και των κόπων, την ταπεινοφροσύνη του, την πατρική του αγάπη στους στρατιώτες, την ανθρωπιά του, τη βαθιά πίστη του στο Θεό, το όνομά του έγινε θρύλος ανάμεσα στους αγωνιζόμενους Έλληνες. Αλλά και ανάμεσα στους Ιταλούς το όνομα του θρυλικού ταγματάρχη προκαλούσε το δέος και τον θαυμασμό. Είναι χαρακτηριστικά τα ακόλουθα απίστευτα επεισόδια από τη στρατιωτική του δράση: Μια ιταλική μονάδα είναι σε αναμονή για να λάβει συσσίτιο. Όμως μια βολή του Κωστάκη χτυπά, με χειρουργική ακρίβεια, το καζάνι και σπέρνει τον όλεθρο. Κάτι αντίστοιχο συνέβη και όταν ιταλός υποστράτηγος με τρεις συνταγματάρχες παρακολουθούσαν ανύποπτοι την εξέλιξη μιας μάχης. Η βολή του έλληνα ταγματάρχη τους έθαψε στο σημείο που βρίσκονταν, στα Δολιανά. Σε άλλη περίπτωση, ιταλός παρατηρητής σε καμπαναριό εκκλησίας, που με τις οδηγίες του στο ιταλικό πυροβολικό προξενούσε μεγάλες φθορές στους Έλληνες, χτυπήθηκε με τέτοια ακρίβεια, ώστε να μην υποστεί την παραμικρή ζημία η παρακείμενη εκκλησία. Δεν είναι, λοιπόν περίεργο ότι αιχμάλωτος ιταλός συνταγματάρχης, ζήτησε να δει τον θρυλικό πυροβολητή και γονάτισε μπροστά του, εκφράζοντας έτσι το θαυμασμό του για τον άξιο αντίπαλο. Κάποιες στιγμές ο βαθύς σεβασμός του Κωστάκη στην ανθρώπινη ζωή τον έκανε να εκφράζεται σχεδόν απολογητικά για τους Ιταλούς που σκοτώνονταν από τη δική του δράση και να λέει; Όμως τι μπορούμε να κάνουμε, αφού πρέπει να υπερασπίσουμε την πατρίδα μας;
Και επειδή οι λέξεις, ακόμα και οι πιο υμνητικές, είναι φθαρμένες από τη συχνή και αλόγιστη χρήση, αφήνω τον μεγάλο μας λογοτέχνη Άγγελο Τερζάκη, μαχητή και αυτόν του 40, να σκιαγραφήσει τον ήρωα. «Από καιρό μάς ακολουθούσε η φήμη ενός γεροταγματάρχη του πυροβολικού. Είχε τη διοίκηση μιας μοίρα ορειβατικού. Σκαρφάλωνε στ’ αρβανίτικα βουνά, έστηνε τις πυροβολαρχίες του μεσονυχτίς στις πιο απίθανες κορφές που μονάχα ο ήλιος έβλεπε. Και χαράματα την άλλη μέρα ράντιζε τον σαστισμένο εχθρό με φωτιά και σίδερο, του βούλωνε τα κανόνια. Ο τρόπος που ήξερε να χειρίζεται το πυροβολικό, χωρίς να χάνει ούτε βολή,, η λεβέντικη παλληκαριά του...άλλες ακόμα πολεμικές αρετές, συνδυασμένες με βαθιά συναδελφικότητα για τον φαντάρο, τον έφεραν στην ολόπρωτη γραμμή των αρχηγών του αγώνα... Ήταν εγγύηση η συνεργασία του ταγματάρχη Κωστάκη σε μια οποιαδήποτε επιχείρηση.... Θεός εφέστιος (Σημείωση: προστάτης της εστίας, του σπιτιού, δηλαδή προστάτης μας), στεκόταν και για μας εκεί στην Αλβανία ο Κωστάκης». Τον παλιό του ταγματάρχη συνάντησε, ύστερα από χρόνια ο πατέρας μου στα Γιάννενα ως ιεροσπουδαστής της Σχολής Βελλά. Το ίδιο ταπεινός, με τις ίδιες αρχές, προσέφερε τις υπηρεσίες του ως επίτροπος του ναού της Αγίας Μαρίνας στην Καλούτσανη. Προστάτης των αγωνιζόμενων στρατιωτών στο Μέτωπο προσέβλεπε και αυτός, με τη θερμή του πίστη, σε μια προστασία πάνω από τα ανθρώπινα, στην προστασία του Θεού.
Το ίδιο πνεύμα της προσφοράς και της θυσίας, που πολλές φορές έφτανε μέχρι τα ακρότατα όριά του, επέδειξαν όλοι όσοι μετείχαν στον αγώνα του 40, επώνυμοι και ανώνυμοι. Έπρεπε να νικήσουν όχι μόνο τα εμπόδια του κρύου, της βροχής και του χιονιού σε δύσκολα προσπελάσιμους ορεινούς όγκους, αλλά και να παραμερίσουν από τη σκέψη τους, μπροστά στον μεγάλο Σκοπό, κάθε τι που θα μπορούσε να μειώσει την πολεμική τους ορμή, όπως το φόβο του θανάτου και τους δεσμούς που τους ένωναν με τους δικούς τους ανθρώπους, αφού μάλιστα για κείνους πολεμούσαν και για κείνους έπρεπε να νικήσουν. Και όλα αυτά τα έκαναν, χωρίς παράπονο και γογγυσμό. Γιατί πώς αλλιώς να εξηγήσει κανείς πράξεις συγκλονιστικές και παραδειγματικές, που, μέσα από τις αφηγήσεις του πατέρα μου, αποκαλύπτουν την ηθική ποιότητα όσων τις έκαναν, που υψώθηκαν ξαφνικά από την υλική τους υπόσταση στην κορυφή του Ιδανικού; Τέτοια ήταν η θυσία του σμηναγού Σακελλαρίου, που επικεφαλής σχηματισμού τριών καταδιωκτικών, αντιμετώπισε, πάνω από τα Γιάννενα, σμήνος δέκα καταδιωκτικών και πέντε βομβαρδιστικών των Ιταλών και, αφού κατέρριψε ένα και τελείωσαν τα πυρομαχικά του, δεν προσπάθησε να απεμπλακεί και να σώσει τη ζωή του, αλλά, χτυπώντας με το αεροπλάνο του ένα εχθρικό, βρήκε ηρωικό θάνατο. Το ίδιο και η θυσία του ταγματάρχη πυροβολικού Κωνσταντίνου Βερσή, ήρωα του Μικρασιατικού και του Ελληνοϊταλικού πολέμου, που, όταν, με βάση τη Συνθήκη Συνθηκολόγησης, έφτασε η διαταγή να παραδώσει τα κανόνια του ο νικητής στους ηττημένους, προτίμησε, αφού τα κατέστρεψε, να αυτοκτονήσει, ύστερα από μια συγκλονιστική τελετουργική πράξη, κατά την οποία οι στρατιώτες του έψαλαν τον εθνικό ύμνο. Για τον ήρωα ταγματάρχη η εθνική και προσωπική αξιοπρέπεια είχε μετρήσει περισσότερο από τη ζωή του.
Ο Κωστάκης, ο Βερσής, ο Σακελλαρίου και τόσοι άλλοι συνέδεσαν την Ελλάδα του 40 με τις ηρωικές παραδόσεις του έθνους μας και από κοινοί, καθημερινοί άνθρωποι, με τις βιοτικές μέριμνες και τα οικογενειακά και ατομικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν όλοι οι άνθρωποι, βρέθηκαν ξαφνικά στη θέση να σηκώσουν το βάρος μιας πανάρχαιας ένδοξης ιστορίας και τις ελπίδες και την αξιοπρέπεια ενός ολόκληρου λαού που ήθελε να ζήσει ελεύθερος. Με την προσφορά και τις θυσίες τους αναδείχτηκαν άξιοι της βαριάς κληρονομιάς και των προσδοκιών των συγχρόνων τους Ελλήνων, αφήνοντας στους επιγενόμενους το δίδαγμα ότι τα μεγάλα έργα επιτυγχάνονται όταν οι άνθρωποι εγκαταλείψουν το εγώ τους και στρατευθούν σε ένα μεγάλο σκοπό που είναι αίτημα της εποχής τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου