Ο στρατηγός Παναγιώτης Δαγκλής εν Λευκάδι
Ο Παναγιώτης Δαγκλής (φωτό) στη Λευκάδα, υπηρέτησε ως ανθυπολοχαγός όλο τον χειμώνα του 1878 – 1879. Στις 23 Οκτωβρίου 1878 έφτασε με συναδέλφους του στην Περατιά, όπου φιλοξενήθηκαν απ’ τη χήρα Γκόλφω Γρίβα και τον γαμπρό της Αθανάσιο Λύτρα.
Την επομένη διαπεραιώθηκαν στη Λευκάδα, όπου συγκατοικούσε με το λοχαγό Μάνεση, τους υπολοχαγούς Πουρναρά και Βούλτσο και τους ανθυπολοχαγούς Μανουσογιαννάκη και Τσακάκη. Σιτίζονταν όλοι μαζί στην ξενοδόχο Μαριάννα… Για την εκεί διαμονή του γράφει τον επόμενο μήνα:»Δεν με δυσαρεστεί η εν Λευκάδι διαμονή. Εγνώρισα καλλίστας τινάς οικογενείας, μεθ’ων συνέδεσα σχέσεις και διέρχομαι εσπέρας τινάς». Η τελευταία εγγραφή του έτους (1878) είναι: «Το εσπέρας έπαιξα και έχασα. Μετά ταύτα επήγα εις το θέατρον». Δεν σημειώνει όμως ούτε ποιος θίασος έπαιζε ούτε ποιο ήταν το έργο. Ακολουθεί οδοιπορικό απ’τη Λευκάδα στο Αγρίνιο – του είχε εγκριθεί δεκαήμερη άδεια , για να δει τους εκεί συγγενείς του - με ένα γρήγορο άλογο, που έκαμε τη διαδρομή σε 6 ώρες. Μετά από 10 μέρες η επιστροφή στη Λευκάδα ήταν μια μικρή οδύσσεια. Φτάνοντας στον Καραβοσαρά (Αμφιλοχία), επιβιβάστηκε σε ένα μικρό πλοιάριο, που έφτασε στη Βόνιτσα μετά από 12 ώρες και με συνθήκες άκρας νηνεμίας. Από εκεί, εποχούμενος σε μουλάρι, έφτασε στη Λευκάδα μετά από 5 ώρες. Τον Απρίλιο ο Δαγκλής συγκατοικούσε με τους συναδέλφους του Ηπίτη και Μανουσογιαννάκη «επί της κεντρικής οδού της πόλεως». Τότε αναπτύχθηκε και ένα πλατωνικό αίσθημα, το οποίο περιγράφει ο ίδιος ως εξής: «Δεν δύναμαι να μην κάμω μνείαν ενταύθα της αγαθής και σεμνής κόρης Ν. Σ., ην εγνώρισα προ τινων μηνών εν Λευκάδι και προς ην βαθμηδόν ησθάνθην μεγάλην συμπάθειαν. Τον μήνα τούτον ιδίως εθεώρησα εμαυτόν λίαν ευτυχή, διότι έμαθον ότι και εκείνη ησθάνετο δι’ εμέ την αυτήν συμπάθειαν. Καίτοι το γεγονός τούτο εγέννησεν εν εμοί πολλά όνειρα ευτυχίας, εν τούτοις η συμπάθειά μου έμεινεν όλως πλατωνική και αγνοτάτη, αναλογιζομένου ότι το μέλλον είναι εντελώς άδηλον».
Πηγή: Στρατηγού Π. Γ. Δαγκλή, Αναμνήσεις –Έγγραφα –Αλληλογραφία, τ. Α΄, εκδ. Βαγιωνάκη, Αθήναι 1965, σ 96-98
Διογένης του … ’21, εκ Λευκάδος ορμώμενος
Ω Αθήνα, πρώτη χώρα,
τι γαϊδάρους τρέφεις τώρα!
Τo παροιμιώδες αυτό δίστιχο το χρησιμοποίησε ο Σουρής σε κάποιο από τα ποιήματά του, αλλά δεν είναι αυτός ο πρώτος διδάξας. Η πατρότητα της φράσης αποδίδεται στον Σπυριδιώνη, έναν ιδιόρρυθμο λαϊκό ποιητή από την Λευκάδα (Σπύρος Μεταξάς το πραγματικό του όνομα), χαρακτηριστικό τύπο της οθωνικής Αθήνας και εξέχοντα πολέμιο της Βαυαροκρατίας, ο οποίος σκάρωνε και φάρσες σε πολιτικούς και πολεμιστές. Μια μέρα, ο Σπυριδιώνης ανέβηκε σε ένα τραπέζι στην αγορά, όπου υπήρχε πολύς κόσμος, κι άρχισε να φωνάζει: «Αθηναίοι! Αθηναίοι!». Το πλήθος μαζεύτηκε γύρω του, περιμένοντας να ακούσει κάποια αντιβαυαρική σάτιρα, αλλά εκείνος τούς είπε:
- Ψάχνω να βρω κανέναν Αθηναίο. Αθηναίοι είστε εσείς;
- «Ναι», απάντησαν εκείνοι. Και τότε άρχισε να απαγγέλλει:
«Ω Αθήνα, πρώτη χώρα,
τι γαϊδάρους τρέφεις τώρα
που’τρεφες τους φιλοσόφους
τώρα τρέφεις παλιανθρώπους ».
Απ' τα τσουχτερά του λόγια προκλήθηκε επεισόδιο. Αμέσως κατέφθασε η αστυνομία, η οποία , για να ησυχάσει η πρωτεύουσα από τα πειράγματά του, τον εξόρισε στην Αίγινα, απαγορεύοντάς του να ξαναπατήσει το χώμα της Αθήνας. Δεν πέρασε όμως πολύς καιρός κι ο Σπυριδιώνης ξαναφάνηκε στην πρωτεύουσα. Η αστυνομία τον συνέλαβε κι εκείνος διαμαρτυρήθηκε πως παράνομα τον συνέλαβαν, γιατί δεν είχε παραβιάσει την εξορία του. Για να το αποδείξει, έβγαλε τα παπούτσια του, που ήταν φτιαγμένα με διπλές σόλες και στο ενδιάμεσο είχε βάλει χώμα απ' την Αίγινα. Έτσι, βρισκόταν στην Αθήνα, πατώντας όμως το χώμα του τόπου της εξορίας του!
«Επτανησιακά γράμματα», Ιούλιος – Αύγουστος 1946.
Ο Παναγιώτης Δαγκλής (φωτό) στη Λευκάδα, υπηρέτησε ως ανθυπολοχαγός όλο τον χειμώνα του 1878 – 1879. Στις 23 Οκτωβρίου 1878 έφτασε με συναδέλφους του στην Περατιά, όπου φιλοξενήθηκαν απ’ τη χήρα Γκόλφω Γρίβα και τον γαμπρό της Αθανάσιο Λύτρα.
Την επομένη διαπεραιώθηκαν στη Λευκάδα, όπου συγκατοικούσε με το λοχαγό Μάνεση, τους υπολοχαγούς Πουρναρά και Βούλτσο και τους ανθυπολοχαγούς Μανουσογιαννάκη και Τσακάκη. Σιτίζονταν όλοι μαζί στην ξενοδόχο Μαριάννα… Για την εκεί διαμονή του γράφει τον επόμενο μήνα:»Δεν με δυσαρεστεί η εν Λευκάδι διαμονή. Εγνώρισα καλλίστας τινάς οικογενείας, μεθ’ων συνέδεσα σχέσεις και διέρχομαι εσπέρας τινάς». Η τελευταία εγγραφή του έτους (1878) είναι: «Το εσπέρας έπαιξα και έχασα. Μετά ταύτα επήγα εις το θέατρον». Δεν σημειώνει όμως ούτε ποιος θίασος έπαιζε ούτε ποιο ήταν το έργο. Ακολουθεί οδοιπορικό απ’τη Λευκάδα στο Αγρίνιο – του είχε εγκριθεί δεκαήμερη άδεια , για να δει τους εκεί συγγενείς του - με ένα γρήγορο άλογο, που έκαμε τη διαδρομή σε 6 ώρες. Μετά από 10 μέρες η επιστροφή στη Λευκάδα ήταν μια μικρή οδύσσεια. Φτάνοντας στον Καραβοσαρά (Αμφιλοχία), επιβιβάστηκε σε ένα μικρό πλοιάριο, που έφτασε στη Βόνιτσα μετά από 12 ώρες και με συνθήκες άκρας νηνεμίας. Από εκεί, εποχούμενος σε μουλάρι, έφτασε στη Λευκάδα μετά από 5 ώρες. Τον Απρίλιο ο Δαγκλής συγκατοικούσε με τους συναδέλφους του Ηπίτη και Μανουσογιαννάκη «επί της κεντρικής οδού της πόλεως». Τότε αναπτύχθηκε και ένα πλατωνικό αίσθημα, το οποίο περιγράφει ο ίδιος ως εξής: «Δεν δύναμαι να μην κάμω μνείαν ενταύθα της αγαθής και σεμνής κόρης Ν. Σ., ην εγνώρισα προ τινων μηνών εν Λευκάδι και προς ην βαθμηδόν ησθάνθην μεγάλην συμπάθειαν. Τον μήνα τούτον ιδίως εθεώρησα εμαυτόν λίαν ευτυχή, διότι έμαθον ότι και εκείνη ησθάνετο δι’ εμέ την αυτήν συμπάθειαν. Καίτοι το γεγονός τούτο εγέννησεν εν εμοί πολλά όνειρα ευτυχίας, εν τούτοις η συμπάθειά μου έμεινεν όλως πλατωνική και αγνοτάτη, αναλογιζομένου ότι το μέλλον είναι εντελώς άδηλον».
Πηγή: Στρατηγού Π. Γ. Δαγκλή, Αναμνήσεις –Έγγραφα –Αλληλογραφία, τ. Α΄, εκδ. Βαγιωνάκη, Αθήναι 1965, σ 96-98
Διογένης του … ’21, εκ Λευκάδος ορμώμενος
Ω Αθήνα, πρώτη χώρα,
τι γαϊδάρους τρέφεις τώρα!
Τo παροιμιώδες αυτό δίστιχο το χρησιμοποίησε ο Σουρής σε κάποιο από τα ποιήματά του, αλλά δεν είναι αυτός ο πρώτος διδάξας. Η πατρότητα της φράσης αποδίδεται στον Σπυριδιώνη, έναν ιδιόρρυθμο λαϊκό ποιητή από την Λευκάδα (Σπύρος Μεταξάς το πραγματικό του όνομα), χαρακτηριστικό τύπο της οθωνικής Αθήνας και εξέχοντα πολέμιο της Βαυαροκρατίας, ο οποίος σκάρωνε και φάρσες σε πολιτικούς και πολεμιστές. Μια μέρα, ο Σπυριδιώνης ανέβηκε σε ένα τραπέζι στην αγορά, όπου υπήρχε πολύς κόσμος, κι άρχισε να φωνάζει: «Αθηναίοι! Αθηναίοι!». Το πλήθος μαζεύτηκε γύρω του, περιμένοντας να ακούσει κάποια αντιβαυαρική σάτιρα, αλλά εκείνος τούς είπε:
- Ψάχνω να βρω κανέναν Αθηναίο. Αθηναίοι είστε εσείς;
- «Ναι», απάντησαν εκείνοι. Και τότε άρχισε να απαγγέλλει:
«Ω Αθήνα, πρώτη χώρα,
τι γαϊδάρους τρέφεις τώρα
που’τρεφες τους φιλοσόφους
τώρα τρέφεις παλιανθρώπους ».
Απ' τα τσουχτερά του λόγια προκλήθηκε επεισόδιο. Αμέσως κατέφθασε η αστυνομία, η οποία , για να ησυχάσει η πρωτεύουσα από τα πειράγματά του, τον εξόρισε στην Αίγινα, απαγορεύοντάς του να ξαναπατήσει το χώμα της Αθήνας. Δεν πέρασε όμως πολύς καιρός κι ο Σπυριδιώνης ξαναφάνηκε στην πρωτεύουσα. Η αστυνομία τον συνέλαβε κι εκείνος διαμαρτυρήθηκε πως παράνομα τον συνέλαβαν, γιατί δεν είχε παραβιάσει την εξορία του. Για να το αποδείξει, έβγαλε τα παπούτσια του, που ήταν φτιαγμένα με διπλές σόλες και στο ενδιάμεσο είχε βάλει χώμα απ' την Αίγινα. Έτσι, βρισκόταν στην Αθήνα, πατώντας όμως το χώμα του τόπου της εξορίας του!
«Επτανησιακά γράμματα», Ιούλιος – Αύγουστος 1946.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου