H νοσταλγία, η συγκίνηση και τα στυφά συναισθήματα που κατακλύζουν την ψυχή του ποιητή είναι έκδηλα στο παρακάτω ποίημα
Εσπερινό
Νοσταλγός όταν γύρισα πίσω
απ’ τα ξένα τη γη να φιλήσω
που με γέννησε, πλάσμα και θρέμμα,
με καρδιά Λευκαδίτικη κι αίμα
Σαν αντίκρισα πρώτα την άκρη
του βουνού απ’ τη Λάμια, το δάκρυ
κατρακύλησε πιο καυτερό
από πότε να πω δεν μπορώ
Κι είδα τότε τον ήλιο στη δύση
φλογισμένο να λάμπει πριν σβήσει
στ’ αφρισμένο ματόβαφτο κύμα
βασιλιάς, της νυχτιάς όμως θύμα
παναιώνια κάθε βραδάκι,
κι όπως πάντ’ αλαφρό τα’ αεράκι
σαν θυμήθηκα πάλι απ’ τη Γύρα
ήρθε μύρο πελάου η αρμύρα
καλοδέχτρα σαν τότε και τώρα,
βλογημένη ανεκτίμητη ώρα!
προσκυνώντας σηκώνω τα χέρια
πανωθέ μου καντήλια τα’ αστέρια
Την Προστάτισσα Μάνα ατενίζω
στο βουνό και θερμό ψιθυρίζω
‘σπερινό στη Μεγάλη της Χάρη
‘βλαβικό ευγνωμοσύνης τροπάρι
που μ’ αξίωσε πάλε να ζήσω
πριν τα μάτια για πάντοτε κλείσω
τέτοια ώρα στον τόπο που πήρα
πρώτη ανάσα κι ας το ’φερε η Μοίρα
να πλανιέμαι για πάντα στα ξένα
σαν πουλί με φτερά τσακισμένα,
σαν το φύλλο που μες τον αγέρα
τυραγνιέται ξερό, νύχτα – μέρα
Κι έτσι τώρα καλότυχος πάλι
στο χωριό μου σαν πήγα, στο μνήμα
των γονιών με σκυφτό το κεφάλι
ρίχνω δάκρυ πικρό, κι είναι κρίμα
γιατί πρέπει, το ξέρω, σε λίγο
με καρδιά σπαραγμένη και θρήνο
για τα ξένα, Θεέ μου, να φύγω
που για πάντα, Ωιμέ, ίσως μείνω!,
Φάνης Κ. Χόρτης, 3 -7- 2010,
St. Cloud, Mn, USA.
Εσπερινό
Νοσταλγός όταν γύρισα πίσω
απ’ τα ξένα τη γη να φιλήσω
που με γέννησε, πλάσμα και θρέμμα,
με καρδιά Λευκαδίτικη κι αίμα
Σαν αντίκρισα πρώτα την άκρη
του βουνού απ’ τη Λάμια, το δάκρυ
κατρακύλησε πιο καυτερό
από πότε να πω δεν μπορώ
Κι είδα τότε τον ήλιο στη δύση
φλογισμένο να λάμπει πριν σβήσει
στ’ αφρισμένο ματόβαφτο κύμα
βασιλιάς, της νυχτιάς όμως θύμα
παναιώνια κάθε βραδάκι,
κι όπως πάντ’ αλαφρό τα’ αεράκι
σαν θυμήθηκα πάλι απ’ τη Γύρα
ήρθε μύρο πελάου η αρμύρα
καλοδέχτρα σαν τότε και τώρα,
βλογημένη ανεκτίμητη ώρα!
προσκυνώντας σηκώνω τα χέρια
πανωθέ μου καντήλια τα’ αστέρια
Την Προστάτισσα Μάνα ατενίζω
στο βουνό και θερμό ψιθυρίζω
‘σπερινό στη Μεγάλη της Χάρη
‘βλαβικό ευγνωμοσύνης τροπάρι
που μ’ αξίωσε πάλε να ζήσω
πριν τα μάτια για πάντοτε κλείσω
τέτοια ώρα στον τόπο που πήρα
πρώτη ανάσα κι ας το ’φερε η Μοίρα
να πλανιέμαι για πάντα στα ξένα
σαν πουλί με φτερά τσακισμένα,
σαν το φύλλο που μες τον αγέρα
τυραγνιέται ξερό, νύχτα – μέρα
Κι έτσι τώρα καλότυχος πάλι
στο χωριό μου σαν πήγα, στο μνήμα
των γονιών με σκυφτό το κεφάλι
ρίχνω δάκρυ πικρό, κι είναι κρίμα
γιατί πρέπει, το ξέρω, σε λίγο
με καρδιά σπαραγμένη και θρήνο
για τα ξένα, Θεέ μου, να φύγω
που για πάντα, Ωιμέ, ίσως μείνω!,
Φάνης Κ. Χόρτης, 3 -7- 2010,
St. Cloud, Mn, USA.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου