Το δημοτικό μας τραγούδι με την καθάρια φωνή της Χορτιώτισσας (Μέρος 10ο)

Δια στόματος Βασιλικής Θ. Βουκελάτου
“αἰνότατε Κρονίδη ποῖον τὸν μῦθον ἔειπες. ἄνδρα θνητὸν ἐόντα πάλαι πεπρωμένον αἴσῃ ἂψ ἐθέλεις θανάτοιο δυσηχέος ἐξαναλῦσαι; …”, Ομήρου Ιλιάδα, Π, 440-442  [= Ποιο λόγο τώρα επρόφερες, ω φοβερέ Κρονίδη! Άνδρα θνητό που απ’ αρχής τον έχει δεσ’ η μοίρα απ’ τα δεσμά του άχαρου θανάτου θ’ απολύσεις; …» .
Με αυτά το λόγια η Ήρα θυμίζει στον Δία ότι ο Σαρπηδόνας, που είναι γιος του και, επομένως, πολύ κοντά στη θεϊκή υπόσταση, πρέπει να αποδεχθεί τη μοίρα του, όπως όλοι οι θνητοί. Και βέβαια το δέχτηκε ο πατέρας των ανθρώπων και των θεών και θα πάει κι ο γιος του στον τάφο. Ύψιστη τιμή που αποδίδει ο Δίας στον Σαρπηδόνα, αφού δεν κατάφερε να απομακρύνει απ’ αυτόν το θάνατο, είναι να ρίξει προκαταβολικά ματωμένες ψιχάλες από τον ουρανό για να τον τιμήσει : «οὐδ᾽ ἀπίθησε πατὴρ ἀνδρῶν τε θεῶν τε· αἱματοέσσας δὲ ψιάδας κατέχευεν ἔραζε παῖδα φίλον τιμῶν …», Ομήρου Ιλιάδα, Π, 459-460[=Κι έστερξε ό,τι είπε, των θεών και ανθρώπων ο πατέρας κι αιματωμένες έβρεξε ρανίδες απ’τον ουρανό, τιμώντας τον γλυκό του γιο …]
Ο θάνατος , λοιπόν, είναι για τον άνθρωπο μια απόλυτη και οδυνηρή βεβαιότητα και δεν μπορεί κανείς να αρνηθεί ότι είναι πολύ δύσκολο να αποδεχτούμε την απώλεια αγαπημένων μας ανθρώπων. Γι’ αυτό υπάρχει μια σημαντική κατηγορία δημοτικών τραγουδιών στα οποία δραματοποιείται και εκφράζεται ο θρήνος για την απώλεια προσφιλών προσώπων, τα μοιρολόγια. Το μοιρολόι λέγεται κατά το ξενύχτισμα και την κηδεία του νεκρού και αποτελεί θρήνο για τη μοίρα του. Πρόκειται για ένα νεκρώσιμο ποιητικό αυτοσχεδιασμό, που τον χαρακτηρίζει η έξαρση της φαντασίας, ο υψηλός λυρισμός και το γνήσιο πάθος. Από την Βασιλική Θ. Βουκελάτου, την αξέχαστη θεια Βασίλω, καταγράψαμε την παρακάτω παραλλαγή, η οποία απορροφά δημιουργικά και αφομοιώνει μοτίβα που απαντούν και σε κλέφτικα δημοτικά τραγούδια και στην οποία εξωτερικεύονται τα ζοφερά συναισθήματα των ζωντανών σε συνάρτηση με τη στυγερή μοίρα των νεκρών :

Δεν πρέπει εγώ να χαίρομαι
Δεν πρέπει εγώ να χαίρομαι, δεν πρέπει να καμαρώνω,
πρέπει να είμαι σε βουνό, σ’ ένα βαθύ λαγκάδι,
να κλαίω το βράδυ αγαλιανά και το πρωί μεγάλα,
το λέν’ τ’ αλάφια στη βοσκή κι οι πέρδικες στα πλάγια,
να ξαναβγούν τα δάκρυα ν’ ακούσουμε χαμπέρι,
να πάν’ κάτου στη μαύρη γη, κάτου στο μαύρο χώμα,
για να νιφτούν οι άνιφτοι, να πιουν οι διψασμένοι.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Καλώς ήρθατε!
Σας καλωσορίζουμε στην ανανεωμένη ιστοσελίδα μας!
Η ιστοσελίδα μας επανασχεδιάστηκε και ανανεώθηκε, είναι πιο σύγχρονη, πιο λειτουργική και πιο επικεντρωμένη στο να σας προσφέρει τις πληροφορίες που χρειάζεστε άμεσα και γρήγορα.
Για καλύτερη εμπειρία χρήσης αναβαθμίστε την εφαρμογή περιήγησης (Browser) που χρησιμοποιείτε
Ευχαριστούμε που μας επισκεφθήκατε!