Η Μνήμη βαδίζει επάνω απ’ την άβυσσο σαν υπνωτισμένη
μπλεγμένη στ’ αδιόρατα χέρια μιας αδυσώπητης Μαύρης Αράχνης
και με τα γιγάντια τα μάτια της στραμμένα στην Αχερουσία
βλέπει του Νίκου τη μορφή στο μελανό νερό τής δίχως πάτο λίμνης
Νύχτα δείχνει η γλώσσα της καμπάνας τ’ Αι – Γιαννιού κι ας είναι μεσημέρι,
ενώ άλλες γλώσσες πύρινες φιδιών υψώνονται στο στόμιο του Άδη.
Μα η Μνήμη ξέρει ν’ ακροβατεί στην κόψη απ’ του Αρχάγγελου το ξίφος
και δε λογιάζει Χρόνο, πετάγεται απ’ το τώρα στο τότε στο Πι και Φι
Φέρνει μπροστά της τον Νίκο μαθητούδι να κυνηγάει τον Παράδεισο,
να κουβαλάει ένα καλάθι από χαμόγελα - σήμα κατατεθέν του στη ζωή,
κι ένα τεράστιο κοφίνι με καλούδια και όλες τις καλές πραμάτειες,
πραμάτειες που κάθε μάνα εύχεται για το παιδί της να’χει.
Για τα προικιά αυτά αγάπησαν το φίλο μας Χορτάτα και Λευκάδα
Κι οι ασθενείς από το ΚΑΤ, είτε γνωστοί είτ’ άγνωστοι, κι όσοι είχαν ανάγκη
βρίσκανε πάντοτε σ’ αυτόν τον καλό Σαμαρείτη ευαισθησία κι ανθρωπιά
τέτοιας μορφής, που έφτανε και περίσσευε να κοινωνήσουν όλοι
Μα τ’ ακριβά του μάτια έδυσαν κι έπεσε στην ατμόσφαιρα ρίγος και παγωνιά
Κι η Μνήμη σαστισμένη περιπλανιέται σ’ αγαπημένα του πρόσωπα,
στη Μάνα, τον Πατέρα, την Τούλα, την Έρση, το Μάριο,
τον Πολυχρόνη, το Γιάννη, το Φάνη, τον Ντίνο, το Σοφοκλή…
Στο εξής η Μνήμη θα πορεύεται με πόδι πελιδνό.
Έκτορας Γ. Χόρτης
μπλεγμένη στ’ αδιόρατα χέρια μιας αδυσώπητης Μαύρης Αράχνης
και με τα γιγάντια τα μάτια της στραμμένα στην Αχερουσία
βλέπει του Νίκου τη μορφή στο μελανό νερό τής δίχως πάτο λίμνης
Νύχτα δείχνει η γλώσσα της καμπάνας τ’ Αι – Γιαννιού κι ας είναι μεσημέρι,
ενώ άλλες γλώσσες πύρινες φιδιών υψώνονται στο στόμιο του Άδη.
Μα η Μνήμη ξέρει ν’ ακροβατεί στην κόψη απ’ του Αρχάγγελου το ξίφος
και δε λογιάζει Χρόνο, πετάγεται απ’ το τώρα στο τότε στο Πι και Φι
Φέρνει μπροστά της τον Νίκο μαθητούδι να κυνηγάει τον Παράδεισο,
να κουβαλάει ένα καλάθι από χαμόγελα - σήμα κατατεθέν του στη ζωή,
κι ένα τεράστιο κοφίνι με καλούδια και όλες τις καλές πραμάτειες,
πραμάτειες που κάθε μάνα εύχεται για το παιδί της να’χει.
Για τα προικιά αυτά αγάπησαν το φίλο μας Χορτάτα και Λευκάδα
Κι οι ασθενείς από το ΚΑΤ, είτε γνωστοί είτ’ άγνωστοι, κι όσοι είχαν ανάγκη
βρίσκανε πάντοτε σ’ αυτόν τον καλό Σαμαρείτη ευαισθησία κι ανθρωπιά
τέτοιας μορφής, που έφτανε και περίσσευε να κοινωνήσουν όλοι
Μα τ’ ακριβά του μάτια έδυσαν κι έπεσε στην ατμόσφαιρα ρίγος και παγωνιά
Κι η Μνήμη σαστισμένη περιπλανιέται σ’ αγαπημένα του πρόσωπα,
στη Μάνα, τον Πατέρα, την Τούλα, την Έρση, το Μάριο,
τον Πολυχρόνη, το Γιάννη, το Φάνη, τον Ντίνο, το Σοφοκλή…
Στο εξής η Μνήμη θα πορεύεται με πόδι πελιδνό.
Έκτορας Γ. Χόρτης
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου