Κάτω απ’ τον ίδιο ουρανό

Αγαπητοί συγχωριανοί και φίλοι αναγνώστες,
Κάθε τόπος είναι ξεχωριστός κι έχει τη δική του ταυτότητα, το δικό του αέρα, τη δική του ψυχή. Mια τέτοια ψυχογεωγραφία κουβαλάω κι εγώ μέσα μου, όπου κι αν βρεθώ. Κουβαλάω το σπίτι μου και το χωριό μου.
Κουβαλάω όμως και την ανθρωπογεωγραφία της παλιάς κοινότητας  Διαμπλιανιού (Χορτάτων, Αη Βασίλη, Μανάση, Νικολή) και της αδελφής κοινότητας του Κομπλιού. Οι Κομπλιώτες, οι Αηβασιλιώτες, οι Μανασώτες κι οι Νικολιώτες είναι από τσου δικούς μας – ουσιαστικά χωριανοί μας. Το αίσθημα  της κοινότητας, που κοκιέρνει[1] την καρδιά αυτηνής της σχέσης, έχω ιδέα πως είναι κάτι ανάλογο με το δεσμό που συνδέει τα μέλη μιας οικογένειας.  Φυσικά, εφτό το σπάνιο είδος  σχέσης το’χανε κι οι προηγούμενες γενιές, και μάλιστα με το παραπάνου . Γι’ αυτό κι οι κουμπαριές, οι φιλίες, τα συμπεθεριάσματα, τα αϊταρίσματα[2] και ούλα εκειά που δείχνουνε την ιδιαίτερη αυτήνη σχέση, σχέση που πα’ να γένει στις μέρες μας κομμάτια απ’  τα  ντόρκα[3] τσινιάρικα[4] άλογα ενός δήθεν μοντερνισμού. Εκειό, λοιπόν, που μας μένει είναι να ματαβρούμε, όσο κι όπως βολεί,  την άκρη απ’ το γνέμα αφτηνής της  επικοινωνίας και σχέσης, που όταν συναντάμε συντοπίτες μας  μάς κάνει να αισθανόμαστε σαν και να ματαβρίσκουμε αγαπημένους μας συγγενήδες που ‘χαμε χρόνια να τζου ιϊδούμε. Κι έχω ιδέα πως στη Σαχάρα των πόλεων που ζούμε σήμερα δε μπορούμε να κρένουμε[5] ούτε για συντροφικότητα, ούτε για πραγματικό ενδιαφέρον ούτε για αμεσότητα στην επαφή μας με τους άλλους. Αφτήνη τη βαθύτερη ουσία Κομπλιού και Διαμπλιανίων χάει τώρα να ντηνε χρωματίσεις και να ντηνε  παραστήσεις με λέξεις. Δε γένεται. Εκτός κι αν είσαι Βαλαωρίτης. Επειδή όμως  κανένας δεν πρέπει να φκιάνει λάκκους – τράφους[6] ανάμεσα στην αφεντιά του και στο γενέθλιο τόπο του, αλλά κι επειδή είναι ζούρλια να ζέχνει[7] η ψυχή μας από αλλότρια λύματα, κι επειδή ακόμα δεν πρέπει να αφήνουμε απόξου τους ανθρώπους μας που το στήθος τους είναι γιομάτο απ’ την ανάσα των Σταυρωτών, είπαμε να αφιερώνουμε σε κάθε τεύχος λίου χώρο για τα νέα απ’ τις παραπάνου αδελφές κοινότητες και να επιστρέφουμε σ’  εφτά τα χωριά με όχημα τη μνήμη, ακόμα και στον ορφανεμένο από κόσμο Αη Βασίλη. Χαιρετίζοντας, λοιπόν, το τεράστιο πρόσωπο του δικού μας δυσεύρετου παράδεισου Διαμπλιανιού και Κομπλιού, το πρόσωπο του δικού μας ουρανού και τση δικής μας γης, ας αφήκουμε την ψ’χή μας να μετεωριστεί σε μια ελεύθερη κατάσταση ανοιξιάτικης «πολιορκίας» - που μπορεί και να μας τσουγνίσει, βέβαια -, παραφράζοντας τον παγκόσμιου αναστήματος πολυβραβευμένο λευκαδίτη ποιητή, κριτικό λογοτεχνίας και συγγραφέα Νάνο Βαλαωρίτη:

Κατάσταση πολιορκίας
Πολιορκούμαστε λοιπόν
Πολιορκούμαστε - και, κατά περίπτωση,  στριφογκωνόμαστε[8] - από ποιον;
Από μένα κι από σένα,
Απ’ το νερό και τον Πλάτανο τ’ Αϊ - Βασιλιού, τον Άγγελο τον Καψάλη και τη Σπυριδούλα, 
Απ’  τον Αϊ-  Δημήτρη, το Μπακούκα, το Σκούπλα, τον Καταραχιά, τον Κροκίδη, τον Παπαδάτο, το Μανίκα κι ούλους τους Μανασώτες,
Απ’ το Σάιμαντη, τον Καλομοίρη, κι ούλους τσου Νικολιώτες
Απ’ τους Σκορδοκόληδες, Παπαμηναίους, Πασκούρηδες,  Ντούλα, Βουκελαταίους, Κονιδάρηδες, Φρατζεσκαίους , Πάλμους, Σαββίνους κι ουλουνούς όσους σκεπάζει η Αϊ - Μαρίνα
Πολιορκούμαστε στενά
Απ’ τα Σταυρωτά, το Λαγκάδι τ’ Αη Βασιλιού, την Παναγία του  Μαργώτη, τη Σέσουλα, τη λίμνη του Κομπλιού, τη Νεραϊδόλυμπα,
Απ’ τη φρούσαλη[9], τ’ς  νεροσορμές, τους χαλιάδες, τ’ς  ξαχούρδες[10],  τα λαγκάδια, τ’ς γούρνες, τσι λιθιές, τους  άγριους κι απότομους βράχους,  τ’ς  βατσνιές[11], τα σπάρτα, τα βάγια, τ’ς παπαρούνες, το χαμομήλι και  την ασφάκα,
Απ’ τα αινούντα ετούτονε τον Κόσμο το Μικρό, το Μέγα «εν τυμπάνω και χορώ» συμφωνικά τιτιβίσματα   χελιδονιών, γαρδελιών, αηδονιών,
Απ’  τον έλεγχο διαβατηρίων του «Τίνος είσαι, ψ’χή μ’;», το χωροφύλακα τ’ Αη Πέτρου και το δραγάτη,
Απ’ τις πατσόλες[12] του καφενείου, την  πηγαία σάτιρα και την κοφτερή σκέψη του θυμόσοφου (κοντο)χωριανού,
Απ’ τα μπαλώματα – παράσημα στα σκουτιά,  την ποδολόα[13] και το επίσημο μαντήλι - κοκοτό[14] των γυναικών,
Απ’ την  αγωνία του αγρότη με τ’ αργασμένο δέρμα  για το μπωμέ[15] του σταφυλιού  και τη δήθεν αγανάκτηση των ιθυνόντων για την τιμή του (οχτώ δεκάρες το κιλό, ορέ παιδιά!), τα «δανεικά» στο τσαπί και τον ίδρωτα στο φτενό χώμα και την πέτρα, τα φυσερά, την έγνοια για τα «πράματα»[16], το βοτάνισμα  και το μόχθο της αγρότισσας, τις μεταφορές «κατσαβία»[17],
Απ’ το ανταλλακτικό εμπόριο, τους πραματευτές, τ’ς καρφοβελόνες, το λόγο της τιμής, το βερεσέ, τ’ς ξεροσαρδέλες, τα σαπούνια με ποτάσα, τ’ απορρυπαντικά «αλυσίβα», τα γραμμόφωνα, τα κυπριά[18] των κοπαδιών, τα τραταρίσματα, τα χούρχουρα για προσάναμμα, το λυχνάρι στο χέρι της  γερόντισσας,, τα καρμπούρα[19] στα καφενεία,
Απ’ τ’ς εκκλησές μας, την καταρρήχωση των σπιτιών μας και τη σκληρή προσπάθεια για να γιατρέψουμε τις ουλές της,  τις ορθάνοιχτες πόρτες με την καδ’νέλα[20] παροπλισμένη, το ξύλινο παραθυρόφυλλο, την πομπίλια[21], τ’ς πάντες,[22]
Απ’ το σκληρό ήχο τ’ς καμπάνας για το σκολιό αλλά και τη νοσταλγία του «Από κρότων οργάνων βουίζει…» και του «Αστραπόγιαννου» των σχολικών γιορτών,
Απ’ το «Τερί και τήρα το και μέσα μην απλώνεις!» τ’ς Σαρακοστής, την κατάνυξη του «Σήμερον κρεμάται επί ξύλου» με τη θεια Μαύρα να κλαίει στο στασίδι της,  τα βάγια, τ’ς ακολουθίες της Ανάστασης, του Παπαγιώργη ιερουργούντος, τις  αυτοσχέδιες τσακατρούκες, το σταυρό απ’ την κάπνα των κεριών στ’ ανώφλι,
Απ’ τα  πεισμωμένα σπίτια, γιατί τ’ απαρατήσαμε,
Πολιορκούμαστε από τ’ς μνήμες,
Απ’ τη γιομάτη ήλιο Σταυρωτών  μεθυστική  κούπα της  Άνοιξης που καρτερεί κάθε φορά με ιώβεια υπομονή τον αποσταμένο Οδυσσέα, για να ντονε στυλώσει,
Από τ’ς πύλες του παράδεισού μας για όσους εχάσαμε τα κλειδιά, Απ’ το κρυφτούλι – γου κι αγλοίμανό μας - με τον εαυτό μας
Κι απ’ ό,τι άλλο βάλει ο νους σας
Πολιορκούμαστε στενά.

Για τη Σύνταξη: Έκτορας Γ. Χόρτης
ΛΕΞΙΚΟ

[1] κοκιέρνω = σημαδεύω εύστοχα, πετυχαίνω το στόχο
[2] αϊτάρισμα = εθελούσια βοήθεια, επικουρία, συνδρομή
[3] ντόρκος = ελεύθερος
[4] τσινιάρικα άλογα = ατίθασα
[5] κρένω = μιλάω
[6] λάκκους –τράφους = βαθιά χαντάκια, ρήγματα
[7] ζέχνω = βρωμάω, «κατελώνω»
[8] στριφογκώνομαι = πιέζομαι, ζορίζομαι, δυσανασχετώ
[9] φρούσαλη = είδος εδάφους, όπου κυριαρχεί ο πηλός
[10] ξαχούρδες = απότομες κατωφέρειες, ιδιαίτερες επικλινές έδαφος
[11] βατσινιές = βάτοι
[12] πατσόλες = αστεϊσμοί
[13] ποδολόα = πανί κουλουριαστό τοποθετημένο στο κεφάλι των γυναικών, όταν πρόκειται να σηκώσουν σημαντικό βάρος
[14] μαντήλι – κοκοτός = κεφαλομάντηλο με γυρισμένη την άκρη με κοκέτικο τρόπο
[15] μπωμέ = ο αλκοολικός βαθμός του μούστου (επηρεάζει την τιμή)
[16] «πράματα» = ζώα
[17] κατσαβία = μεταφορά αντικειμένου μεγάλου βάρους από δύο ή και περισσότερα άτομα
[18] κυπριά = χάλκινα κουδούνια κρεμασμένα στο λαιμό των γιδοπροβάτων
[19] καρμπούρο = κυλινδρικό χάλικινο δοχείο ενσωματωμένο σε άλλο  - χρησιμοποιούνταν  στα καφενεία και τα πανηγύρια για φωτισμό με βάση την ασετυλίνη και το νερό
[20] καδ’νέλα = χοντρό ξύλο – αμπάρα της εξώπορτας
[21] πομπίλια = ο εξοπλισμός του νοικοκυριού (διάφορα έπιπλα και σκεύη, όπως γιαλικά κ.τ.τ.)
[22] πάντα, (η) = κεντημένο ύφασμα που τοποθετείται στον τοίχο.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Καλώς ήρθατε!
Σας καλωσορίζουμε στην ανανεωμένη ιστοσελίδα μας!
Η ιστοσελίδα μας επανασχεδιάστηκε και ανανεώθηκε, είναι πιο σύγχρονη, πιο λειτουργική και πιο επικεντρωμένη στο να σας προσφέρει τις πληροφορίες που χρειάζεστε άμεσα και γρήγορα.
Για καλύτερη εμπειρία χρήσης αναβαθμίστε την εφαρμογή περιήγησης (Browser) που χρησιμοποιείτε
Ευχαριστούμε που μας επισκεφθήκατε!