Ο πατέρας
Του ΜΙΧΑΛΗ Γ. ΧΟΡΤΗ
Ο πατέρας μας ήταν το τελευταίο παιδί απ’ τα τέσσερα του Μίκιου (Μιχάλη Αντ. Χόρτη) και το μοναδικό αγόρι της οικογένειας.
Γι’ αυτό πήγε και στο γυμνάσιο, αλλά ήρθε ο πόλεμος και του ανέκοψε τις - λίγες - ελπίδες για συνέχιση των σπουδών του. Από τότε επιστρέφει στο χωριό και αναλαμβάνει την πατρική περιουσία και την ευθύνη αποκατάστασης των αδελφών του, των τριών κοριτσιών.
Έφηβος εντάσσεται στην ΕΠΟΝ, συμμετέχοντας στις πρώτες πολιτικές ζυμώσεις, απ’ όπου και ριζώνει μέσα του η πανανθρώπινη αξία της μη εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, την οποία τηρεί απαρέγκλιτα σε ολόκληρη τη ζωή του, εφαρμόζοντας την αρχή «Δεν προσλαμβάνω άνθρωπο στη δούλεψή μου, δεν εργάζομαι για άλλον, καλλιεργώ μόνος μου τη μάνα γη».
Στα 19 του νυμφεύεται την κληρονόμο ΦΡΟΣΥΝΗ, μετά από έντονες πιέσεις του πατέρα του και του φίλου του τού Γιώργου, γιου του Στάθη του Τσακαλή. Κάνουν 4 αγόρια και εργάζονται νυχθημερόν, για να τα μεγαλώσουν και να τα σπουδάσουν. Τελικά, δρέπουν τους καρπούς του μόχθου τους.
Όνειρό του ήταν να αγοράσει ένα αγροτικό αυτοκίνητο, αλλά πάντοτε προηγούνταν άλλες ανάγκες, ώσπου μια μέρα το 1982 ένας απ’ τους γιους, χωρίς να ξέρει αυτή τη βαθιά επιθυμία του πατέρα μας, ρίχνει την ιδέα και βοηθάει να γίνει αυτό το όνειρο πραγματικότητα. Από τότε δεν το αποχωρίζεται ποτέ. Μάλιστα, τα τελευταία 30 χρόνια χαλαρώνει τα μεσημέρια μέσα στο παρκαρισμένο στο αλώνι αυτοκίνητο.
Όλα τα χρόνια έζησε στο χωριό κοντά στη μάνα γη, στην οποία αφοσιώθηκε με πάθος, εκτός από κάποια ταξίδια στην Αθήνα, όπου είναι εγκατεστημένα τα παιδιά του, και ένα ταξίδι στην Αιώνια Πόλη, τη Ρώμη, που τον κατενθουσίασε, γιατί το θεώρησε ανταμοιβή για τους κόπους και τις θυσίες του. Εξάλλου, οι συγχωριανοί ήταν η μεγάλη οικογένειά του.
Σε αντίθεση με τον πατέρα του, τον «εισαγγελέα», δεν προσφεύγει ποτέ στα δικαστήρια, για να λύσει τις διαφορές του, γιατί πιστεύει ότι κανένας δεν είναι με τη θέλησή του κακός («Ουδείς εκών κακός», κατά τον Σωκράτη), αλλά γίνεται κακός από άγνοια. Πίστευε ότι, αν κάποιος τον έβλαψε κατά λάθος, δεν πρέπει να τιμωρηθεί και πάλι, αν τον έβλαψε εσκεμμένα, πάλι δεν πρέπει να τιμωρηθεί, γιατί είναι ήδη καταδικασμένος, πληρώνοντας το τίμημα της εσωτερικής μοναξιάς και της αδυναμίας να συμφιλιωθεί με τον εαυτό του και τους συνανθρώπους του από έλλειψη ανθρωπιάς. Χαρακτηριστικό αυτής της σπανίου ήθους στάσης του είναι το παρακάτω επεισόδιο, που δείχνει τη γνησιότητα της ιδεολογίας του και, σε τελευταία ανάλυση, τη γνησιότητα της προσωπικότητάς του, το οποίο έμεινε ανεξίτηλο στη μνήμη μου. Ήταν Άνοιξη του 1964, όταν ένας συγχωριανός έβαλε το κοπάδι του στο χωράφι μας και κατέστρεψε το γέννημα (σιτάρι). Ο πατέρας μου, επιστρέφοντας το βράδυ απ’ το καφενείο, μας ανακοινώνει το συμβάν. Το κλίμα μέσα στην οικογένεια φορτίζεται αμέσως για την όντως μεγάλη ζημιά. Εγώ, εντεκάχρονος, για να ηρεμήσω τα πνεύματα, πετάγομαι και λέω: «Ε, αφού έγινε ζημιά, θα μας αποζημιώσει εκείνος που φταίει». Ο πατέρας μου όμως είχε την άποψη ότι τo φταίχτη, ακόμα κι αν ενήργησε απο πρόθεση, είναι να τον λυπάται κανείς, γιατί «τόσο του κόβει» και γι’ αυτό ποτέ του δεν πρόκειται να δει άσπρη μέρα στη ζωή του. Η παραπάνω στάση αποτέλεσε μέγιστο μάθημα για μας και χρήσιμο οδηγό για τη ζωή μας.
Ο εναρμονισμός πεποιθήσεων και πράξεων του πατέρα μας που οπωσδήποτε δεν είναι καθόλου συνηθισμένο φαινόμενο, και η αρετή της «μεσότητας» που τον διέκρινε επιβεβαιώνονται και από το γεγονός ότι γνώριζε να γεφυρώνει τις διαφορές και να φέρνει κοντά τους ανθρώπους. Ήταν η προσωποποίηση του μέτρου ή μάλλον ήταν ο ίδιος το μέτρο και το δίδαξε στα παιδιά του και στα εγγόνια του.
Αυτή η πίστη σε αξίες και αρχές τον χαρακτήριζε σε ολόκληρη τη ζωή του. Ήθελε μόνο να προσφέρει με ειλικρίνεια και ανιδιοτέλεια, βάζοντας πάντα πάνω από το ατομικό, το συλλογικό συμφέρον. Μιλούσε με δέος για μεγάλες ιστορικές προσωπικότητες. Ιδιαίτερα του έκανε εντύπωση ο βασιλιάς της Σπάρτης Άγης Δ΄, τον οποίο θεωρούσε πολιτικό του μέντορα. Γι’ αυτή την προσωπικότητα έμαθα απ’ τον πατέρα μας ότι πραγματοποίησε μια από τις μεγαλύτερες μεταρρυθμίσεις στην αρχαιότητα, αφού μοίρασε όλη του την περιουσία στους ακτήμονες και στη συνέχεια προσπάθησε να εφαρμόσει βαθιές κοινωνικές μεταρρυθμίσεις, όπως η κατάργηση των χρεών, ο αναδασμός της γης και η αύξηση του αριθμού των πολιτών, δίνοντας πολιτικά δικαιώματα στους περίοικους και τους ξένους. Με αυτόν τον πολιτικό προσανατολισμό, ο Γιώργος ο Μίκιος οραματιζόταν ένα αληθινό κράτος πρόνοιας, ένα κράτος δικαίου, μια ευνομούμενη κοινωνία.
Αυτός ήταν ο πατέρας μας. Ένας άνθρωπος συνεπής στις αρχές και τα πιστεύω του, ανεξαρτήτως του τιμήματος το οποίο κάθε φορά κατέβαλλε γι’ αυτό, ένας άνθρωπος που ποτέ του δεν λύγισε μπροστά στις όποιες δυσκολίες της ζωής – και ήταν πολλές και μεγάλες- και πάντα τις αντιμετώπιζε με γενναιότητα, αξιοπρέπεια και λεβεντιά. Δίκαιος και καλός πατέρας, δίκαιος και καλός άνθρωπος, συνεπής δημοκράτης, μαχητής της ζωής, σεμνός, ακέραιος, ανοιχτόκαρδος, κοινωνικός, ευαίσθητος, αξιοπρεπής, ήταν για μας το πρότυπο του «καλού καγαθού» ανθρώπου, με την αρχαιοελληνική σημασία του όρου. Αντιμετώπιζε όλους τους ανθρώπους με την ίδια καλοσύνη και αξιοπρέπεια. Και γι’αυτό, βέβαια, κέρδισε την αγάπη και την εκτίμηση όλων όσοι τον γνώρισαν.
Όσο για μας, τα παιδιά του, μας μεγάλωσε δίνοντας την ψυχή του. Γι’ αυτό πατέρα, σε ευχαριστούμε για όσα έκανες για μας, σε ευχαριστούμε για όσα εμπράκτως δίδαξες και σε μας και στα εγγόνια σου, σε ευχαριστούμε για όσα ανεκτίμητα μας άφησες ως πολύτιμη παρακαταθήκη. Γι’ αυτό πατέρα, σου πρέπουν «τα δύσκολα και τ’ ανεκτίμητα Εύγε».
Του ΜΙΧΑΛΗ Γ. ΧΟΡΤΗ
Ο πατέρας μας ήταν το τελευταίο παιδί απ’ τα τέσσερα του Μίκιου (Μιχάλη Αντ. Χόρτη) και το μοναδικό αγόρι της οικογένειας.
Γι’ αυτό πήγε και στο γυμνάσιο, αλλά ήρθε ο πόλεμος και του ανέκοψε τις - λίγες - ελπίδες για συνέχιση των σπουδών του. Από τότε επιστρέφει στο χωριό και αναλαμβάνει την πατρική περιουσία και την ευθύνη αποκατάστασης των αδελφών του, των τριών κοριτσιών.
Έφηβος εντάσσεται στην ΕΠΟΝ, συμμετέχοντας στις πρώτες πολιτικές ζυμώσεις, απ’ όπου και ριζώνει μέσα του η πανανθρώπινη αξία της μη εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, την οποία τηρεί απαρέγκλιτα σε ολόκληρη τη ζωή του, εφαρμόζοντας την αρχή «Δεν προσλαμβάνω άνθρωπο στη δούλεψή μου, δεν εργάζομαι για άλλον, καλλιεργώ μόνος μου τη μάνα γη».
Στα 19 του νυμφεύεται την κληρονόμο ΦΡΟΣΥΝΗ, μετά από έντονες πιέσεις του πατέρα του και του φίλου του τού Γιώργου, γιου του Στάθη του Τσακαλή. Κάνουν 4 αγόρια και εργάζονται νυχθημερόν, για να τα μεγαλώσουν και να τα σπουδάσουν. Τελικά, δρέπουν τους καρπούς του μόχθου τους.
Όνειρό του ήταν να αγοράσει ένα αγροτικό αυτοκίνητο, αλλά πάντοτε προηγούνταν άλλες ανάγκες, ώσπου μια μέρα το 1982 ένας απ’ τους γιους, χωρίς να ξέρει αυτή τη βαθιά επιθυμία του πατέρα μας, ρίχνει την ιδέα και βοηθάει να γίνει αυτό το όνειρο πραγματικότητα. Από τότε δεν το αποχωρίζεται ποτέ. Μάλιστα, τα τελευταία 30 χρόνια χαλαρώνει τα μεσημέρια μέσα στο παρκαρισμένο στο αλώνι αυτοκίνητο.
Όλα τα χρόνια έζησε στο χωριό κοντά στη μάνα γη, στην οποία αφοσιώθηκε με πάθος, εκτός από κάποια ταξίδια στην Αθήνα, όπου είναι εγκατεστημένα τα παιδιά του, και ένα ταξίδι στην Αιώνια Πόλη, τη Ρώμη, που τον κατενθουσίασε, γιατί το θεώρησε ανταμοιβή για τους κόπους και τις θυσίες του. Εξάλλου, οι συγχωριανοί ήταν η μεγάλη οικογένειά του.
Σε αντίθεση με τον πατέρα του, τον «εισαγγελέα», δεν προσφεύγει ποτέ στα δικαστήρια, για να λύσει τις διαφορές του, γιατί πιστεύει ότι κανένας δεν είναι με τη θέλησή του κακός («Ουδείς εκών κακός», κατά τον Σωκράτη), αλλά γίνεται κακός από άγνοια. Πίστευε ότι, αν κάποιος τον έβλαψε κατά λάθος, δεν πρέπει να τιμωρηθεί και πάλι, αν τον έβλαψε εσκεμμένα, πάλι δεν πρέπει να τιμωρηθεί, γιατί είναι ήδη καταδικασμένος, πληρώνοντας το τίμημα της εσωτερικής μοναξιάς και της αδυναμίας να συμφιλιωθεί με τον εαυτό του και τους συνανθρώπους του από έλλειψη ανθρωπιάς. Χαρακτηριστικό αυτής της σπανίου ήθους στάσης του είναι το παρακάτω επεισόδιο, που δείχνει τη γνησιότητα της ιδεολογίας του και, σε τελευταία ανάλυση, τη γνησιότητα της προσωπικότητάς του, το οποίο έμεινε ανεξίτηλο στη μνήμη μου. Ήταν Άνοιξη του 1964, όταν ένας συγχωριανός έβαλε το κοπάδι του στο χωράφι μας και κατέστρεψε το γέννημα (σιτάρι). Ο πατέρας μου, επιστρέφοντας το βράδυ απ’ το καφενείο, μας ανακοινώνει το συμβάν. Το κλίμα μέσα στην οικογένεια φορτίζεται αμέσως για την όντως μεγάλη ζημιά. Εγώ, εντεκάχρονος, για να ηρεμήσω τα πνεύματα, πετάγομαι και λέω: «Ε, αφού έγινε ζημιά, θα μας αποζημιώσει εκείνος που φταίει». Ο πατέρας μου όμως είχε την άποψη ότι τo φταίχτη, ακόμα κι αν ενήργησε απο πρόθεση, είναι να τον λυπάται κανείς, γιατί «τόσο του κόβει» και γι’ αυτό ποτέ του δεν πρόκειται να δει άσπρη μέρα στη ζωή του. Η παραπάνω στάση αποτέλεσε μέγιστο μάθημα για μας και χρήσιμο οδηγό για τη ζωή μας.
Ο εναρμονισμός πεποιθήσεων και πράξεων του πατέρα μας που οπωσδήποτε δεν είναι καθόλου συνηθισμένο φαινόμενο, και η αρετή της «μεσότητας» που τον διέκρινε επιβεβαιώνονται και από το γεγονός ότι γνώριζε να γεφυρώνει τις διαφορές και να φέρνει κοντά τους ανθρώπους. Ήταν η προσωποποίηση του μέτρου ή μάλλον ήταν ο ίδιος το μέτρο και το δίδαξε στα παιδιά του και στα εγγόνια του.
Αυτή η πίστη σε αξίες και αρχές τον χαρακτήριζε σε ολόκληρη τη ζωή του. Ήθελε μόνο να προσφέρει με ειλικρίνεια και ανιδιοτέλεια, βάζοντας πάντα πάνω από το ατομικό, το συλλογικό συμφέρον. Μιλούσε με δέος για μεγάλες ιστορικές προσωπικότητες. Ιδιαίτερα του έκανε εντύπωση ο βασιλιάς της Σπάρτης Άγης Δ΄, τον οποίο θεωρούσε πολιτικό του μέντορα. Γι’ αυτή την προσωπικότητα έμαθα απ’ τον πατέρα μας ότι πραγματοποίησε μια από τις μεγαλύτερες μεταρρυθμίσεις στην αρχαιότητα, αφού μοίρασε όλη του την περιουσία στους ακτήμονες και στη συνέχεια προσπάθησε να εφαρμόσει βαθιές κοινωνικές μεταρρυθμίσεις, όπως η κατάργηση των χρεών, ο αναδασμός της γης και η αύξηση του αριθμού των πολιτών, δίνοντας πολιτικά δικαιώματα στους περίοικους και τους ξένους. Με αυτόν τον πολιτικό προσανατολισμό, ο Γιώργος ο Μίκιος οραματιζόταν ένα αληθινό κράτος πρόνοιας, ένα κράτος δικαίου, μια ευνομούμενη κοινωνία.
Αυτός ήταν ο πατέρας μας. Ένας άνθρωπος συνεπής στις αρχές και τα πιστεύω του, ανεξαρτήτως του τιμήματος το οποίο κάθε φορά κατέβαλλε γι’ αυτό, ένας άνθρωπος που ποτέ του δεν λύγισε μπροστά στις όποιες δυσκολίες της ζωής – και ήταν πολλές και μεγάλες- και πάντα τις αντιμετώπιζε με γενναιότητα, αξιοπρέπεια και λεβεντιά. Δίκαιος και καλός πατέρας, δίκαιος και καλός άνθρωπος, συνεπής δημοκράτης, μαχητής της ζωής, σεμνός, ακέραιος, ανοιχτόκαρδος, κοινωνικός, ευαίσθητος, αξιοπρεπής, ήταν για μας το πρότυπο του «καλού καγαθού» ανθρώπου, με την αρχαιοελληνική σημασία του όρου. Αντιμετώπιζε όλους τους ανθρώπους με την ίδια καλοσύνη και αξιοπρέπεια. Και γι’αυτό, βέβαια, κέρδισε την αγάπη και την εκτίμηση όλων όσοι τον γνώρισαν.
Όσο για μας, τα παιδιά του, μας μεγάλωσε δίνοντας την ψυχή του. Γι’ αυτό πατέρα, σε ευχαριστούμε για όσα έκανες για μας, σε ευχαριστούμε για όσα εμπράκτως δίδαξες και σε μας και στα εγγόνια σου, σε ευχαριστούμε για όσα ανεκτίμητα μας άφησες ως πολύτιμη παρακαταθήκη. Γι’ αυτό πατέρα, σου πρέπουν «τα δύσκολα και τ’ ανεκτίμητα Εύγε».
Γι αυτό πατέρα, Ας μη βρέξει ποτέ το σύννεφον, και ο άνεμος σκληρός ας μή σκορπίση το χώμα το μακάριον που σε σκεπάζει. Ας το δροσίζη πάντοτε με τ' αργυρά της δάκρυα η ροδόπεπλος κόρη' και αυτού ας ξεφυτρώνουν αιώνια τ' άνθη. |
Στη μνήμη του Γιώργου Μ. Χόρτη
Του ΑΓΓΕΛΟΥ Γ. ΧΟΡΤΗ
Λίγες εβδομάδες έχουν περάσει από τη μέρα που ο Γιώργος «έφυγε» για τα ουράνια δώματα και τις αιώνιες μονές, για να θυμηθώ τη λαμπρή εκκλησιαστική μας γραμματεία, ζώντας τα τελευταία χρόνια της επίγειας παρουσίας του ανάμεσα στα παιδιά, τα εγγόνια και τις νύφες του και απολαμβάνοντας τη θαλπωρή της θερμής τους αγάπης, το σεβασμό και τις περιποιήσεις τους. Οι αρχαίοι μας πρόγονοι θεωρούσαν μέτρο της ευτυχίας του ανθρώπου όχι τον πλούτο και την πολυτελή διαβίωση, αλλά το να εγκαταλείπει κανείς τα εγκόσμια, έχοντας επιτελέσει στη διάρκεια της ζωής του το καθήκον του και αφήνοντας υγιείς και ευτυχισμένους τους κατιόντες, δηλαδή τα παιδιά και τα εγγόνια του. Αυτό είχε πει ο Σόλων στον Κροίσο, όταν ο βασιλιάς της Λυδίας, καυχώμενος για τα πλούτη του, είχε ρωτήσει τον Αθηναίο σοφό ποιον θεωρούσε τον ευτυχέστερο άνθρωπο στον κόσμο, για να δοκιμάσει έκπληξη και να καταληφθεί από οργή, όταν ο Σόλων, παραβλέποντας τους θησαυρούς τού βασιλιά, του ανέφερε το όνομα ενός άσημου Αθηναίου, του Τέλλου, ο οποίος πέθανε εκτιμώμενος από όλους, έχοντας επιτελέσει το καθήκον του στην πατρίδα του και αφήνοντας πίσω του ευτυχισμένα τα παιδιά του.
Τηρουμένων των αναλογιών, και ο Γιώργος, παρά τη φυσική του αδυναμία τον τελευταίο καιρό της ζωής του, άφησε τη ζωή ευτυχισμένος, γιατί, στο μέτρο που του αναλογούσε, έπραξε το καθήκον του στο ακέραιο τόσο ως οικογενειάρχης, όσο και ως μέλος της μικρής κοινωνίας στην οποία έζησε και έδρασε. Ευτυχισμένος, ακόμα και για τον πρόσθετο λόγο ότι δοκίμασε την έμπρακτη αγάπη, αφοσίωση και ευγνωμοσύνη των λαμπρών παιδιών του, του Μάκη, του Θωμά, του Ντίνου και του Μιχάλη, πράγμα σπάνιο στην εποχή μας, για όσα τους προσέφερε. Δεν είναι δα και πολύ συνηθισμένο, για να μην πω εντελώς ασυνήθιστο αυτό που έκανε για τον πατέρα του ο γιος του Μιχάλης, γιατρός ακτινολόγος, να του προσφέρει, δείγμα της υικής αγάπης και σεβασμού, ένα ταξίδι στην Ιταλία!
Την προσωπικότητα και την εικόνα του στην κοινωνία ο Γιώργος την έχτισε με αγώνα και με άοκνη καθημερινή προσπάθεια. Άνθρωπος του μέτρου, της σύνεσης και της ανεκτικότητας, αφοσιωμένος στην οικογένειά του, εργατικός όσο ελάχιστοι, συνεπής στις σχέσεις με τον περίγυρό του, πρόθυμος πάντα να βοηθήσει όποιον μπορούσε ή να αμβλύνει εντάσεις, με ευρύ πνεύμα και με συνεχές και αδιάπτωτο ενδιαφέρον για το κοινό καλό, κατέκτησε τη γενική εκτίμηση, και κατά συνέπεια κύρος, κοινωνική αναγνώριση και αναγνωρισιμότητα όχι μόνο στην κοινωνία του μικρού μας χωριού αλλά και σε ολόκληρο το νησί μας.
Δεν μπορώ να ξεχάσω ότι ο πατέρας μου, εφημέριος του χωριού για πολλές δεκαετίες, τον επέλεγε πάντοτε ως μέλος του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου του χωριού μας και συνεργάτη του, τιμώντας με τον τρόπο αυτόν τη διάθεσή του για προσφορά, αλλά και το αδιαμφισβήτητο κύρος του ανάμεσα στους συγχωριανούς μας, οι οποίοι, για τους ίδιους λόγους, τον επέλεξαν κατ’ επανάληψη ως Πρόεδρο του αγροτικού συνεταιρισμού του χωριού μας, όσο και ως αντιπρόσωπό τους για την εκλογή Διοικητικού Συμβουλίου του Δευτεροβάθμιου συνεταιριστικού οργάνου, του ΤΑΟΛ, το οποίο διαχειριζόταν όλα τα ζητήματα των αγροτών του νησιού. Στις σχετικές εκλογές οι αντιπρόσωποι - εκλέκτορες, εκτιμώντας τις ικανότητες, την ευθυκρισία, την εντιμότητα αλλά και τη δημιουργικότητά του,, καθώς με την εργασία του είχε αυξήσει την πατρική περιουσία, τον είχαν επιλέξει πολλές φορές ως μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου, στο οποίο εργάστηκε απολαμβάνοντας την εκτίμηση τόσο των συνεργατών του όσο και του παραγωγικού κόσμου του νησιού.
Για όλα αυτά μπορώ να καταθέσω τις προσωπικές μου μνήμες, καθώς ο Γιώργος ως μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του ΤΑΟΛ και επικεφαλής των εργαζομένων για τη συγκέντρωση των σταφυλιών και την οινοποίηση στην Εξάνθεια και τους Σφακιώτες τη δεκαετία του 1960 με είχε επιλέξει να εργαστώ εκεί. Ήταν μόλις είχα μπει στο Πανεπιστήμιο, στο οποίο τότε πληρώναμε την εγγραφή, τα βιβλία μας, ακόμα και το δικαίωμα συμμετοχής στις εξετάσεις και, δεδομένης της οικονομικής στενότητας, η εργασία αυτή αποτελεί μια μεγάλη οφειλή μου στον Γιώργο, την οποία καταθέτω ως μια προσφορά στη μνήμη του. Εκεί, λοιπόν, στο πρόσωπό του, διαπίστωσα πόσο σημαντικό είναι το κύρος και η κοινωνική αναγνώριση για κάθε άνθρωπο και σκέφτηκα ότι όλα αυτά μπορεί να κατακτηθούν μόνο με καθημερινό αγώνα για προσωπική προκοπή και για προσφορά στο συνάνθρωπο.
Με τον Γιώργο μας συνδέουν και άλλες μνήμες. Οι πιο έντονες είναι η πρέφα το καλοκαίρι στο μικρό καφενεδάκι του χωριού μας, οι συζητήσεις και τα αστεία με άλλους χωριανούς και καμιά φορά οι εξορμήσεις στην ύπαιθρο για σταφύλια ή για ανάβαση στα βουνά και συλλογή τσαγιού. Όλα φαίνονται τόσο κοντινά … Μετρώντας όμως πόσοι έχουν «φύγει», ο πατέρας μου, η μάνα μου, ο Κώστας, ο Θοδωρής, ο Βαγγέλης και τόσοι άλλοι, συλλαμβάνω την ακριβή χρονική διάσταση των γεγονότων. Μένουν όμως οι μνήμες, ένα νήμα που μας συνδέει με όσα έχουν περάσει και μας φαίνονται παρόντα.
Με το θάνατο του Γιώργου, θυμάμαι με συγκίνηση και τη γυναίκα του τη θεια Φροσύνη. Ταπεινή, αφοσιωμένη στον άντρα και τα παιδιά της, γυναίκα της θυσίας, όπως και τόσες γυναίκες της υπαίθρου, είχε πάντα ένα καλό λόγο για όλους. Όπως και ο Γιώργος, έκαμε το καθήκον της στο μέτρο που της αναλογούσε. Θυμάμαι, τέλος, την αδελφή του, τη θεια Γιάννα, με προσφορά και χαρακτήρα ανάλογο με της θεια Φροσύνης.
Ας είναι ελαφρύ το χώμα που τους σκεπάζει.
Για τον θείο μου Του ΝΙΚΟΥ ΒΑΣ. ΧΟΡΤΗ Ο θείος μου ο Γιώργος πάλεψε με ανθρώπινα μέσα και με ανθρώπινες δυνάμεις τούς μεγάλους αγώνες. Με τον απέραντο μόχθο του μας προσφέρει πρότυπο να μη λείψει η πίστη στην ανθρώπινη μεγαλοσύνη. Πάντα μπρος, ακαταπόνητος, ήξερε να λιώνει τους πάγους του ουρανού στις φούχτες του. | Ο Γιώργος Μ. Χόρτης στο πατρικό του |
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου