Του ΑΓΓΕΛΟΥ Γ. ΧΟΡΤΗ
Όταν επιστρέφουμε κάθε φορά, για σύντομο βέβαια χρονικό διάστημα, στο γενέθλιο τόπο μας, η παλιά ζωή, που την είχαμε ζήσει παιδιά, κατακλύζει τη μνήμη και παρουσιάζεται μπροστά μας σε όλες τις πτυχές και τις εκφάνσεις της, δίνοντάς μας την αίσθηση ότι θα αναδυθεί από τη λησμονιά, θα ζωντανέψει και θα λάμψει
ολοκαίνουργια, χωρίς ψεγάδια και τρωτά, καθώς φιλτράρεται μέσα από τη νοσταλγία μας, που σβήνει όποια ατέλειά της, κάθε τι που είχε γίνει αιτία να συννεφιάσει η ψυχή μας. Και καθώς σήμερα οι ανθρώπινες σχέσεις και οι κοινωνικές επαφές είναι μάλλον ψυχρές και τυπικές, αναπολούμε με συγκίνηση τις παλιότερες εποχές που οι σχέσεις των ανθρώπων είχαν μια ζεστασιά που έφερνε κοντά τον ένα στον άλλο, ώστε να μοιράζονται τις χαρές και τις λύπες και να κάνουν πιο ελαφριά, ίσως και γλυκιά την καθημερινή βιοπάλη, τη στέρηση και τη φτώχεια που λιγότερο ή περισσότερο όλοι όσοι βρίσκονται στην ηλικία μου ή κοντά σ’ αυτήν τη βιώσαμε.
Οι ανθρώπινες σχέσεις και οι κοινωνικές επαφές στο χωριό μας αλλά και σε όλη την ύπαιθρο κατά το παρελθόν είχαν ως άξονα την καθημερινή ζωή και ειδικότερα το γάμο, το θάνατο, τα πανηγύρια, τις οικογενειακές γιορτές και ιδιαίτερα τις εργασίες. Ως προς αυτές, στο χωριό μας, εκτός από τις καλλιέργειες σιτηρών και οσπρίων για την κάλυψη των ετήσιων διατροφικών αναγκών του πληθυσμού, η σημαντικότερη καλλιέργεια ήταν η καλλιέργεια των αμπελιών. Με επίκεντρο τις δύο αυτές καλλιέργειες, διαμορφώνονταν συγκεκριμένου τύπου συνεργασίες. Συγκεκριμένα, για τη σπορά αλλά και για το αλώνισμα των δημητριακών και των οσπρίων, ήταν γενικευμένο το φαινόμενο της «σεμπριάς», όπως την ονομάζαμε. Οι «σέμπροι» δηλαδή συνεργάζονταν, διαθέτοντας ένα ζώο για άροση (όργωμα) και αλώνισμα (συνήθως άλογα) ο καθένας και εργάζονταν εκ περιτροπής στα κτήματα του ενός και του άλλου σέμπρου και στο αλώνι. Με λίγα λόγια η «σεμπριά» ήταν σχέση ισοτιμίας των συμμετεχόντων σ’ αυτήν και όταν λέγαμε «σέμπρος» δεν εννοούσαμε τον εργαζόμενο σε ξένα κτήματα, τον επίμορτο καλλιεργητή (μισακάρη κ.λπ.), όπως είναι η συνηθισμένη σημασία του όρου σε άλλα μέρη. Οι «σεμπριές», χωρίς να είναι ισόβιες, κρατούσαν συνήθως χρόνια, άλλαζαν κατά καιρούς για διάφορους λόγους και δημιουργούσαν ένα πλέγμα εγκάρδιων σχέσεων ανάμεσα στα μέλη τους, δηλαδή ανάμεσα στους συνεργαζόμενους με αυτόν τον τρόπο.
Σε ό,τι αφορά την αμπελοκαλλιέργεια, η συνεργασία γινόταν κυρίως για την πιο σκληρή από τις εργασίες του αμπελιού, δηλαδή το σκάψιμο. Κάθε άνοιξη, λοιπόν, όταν τα αμπέλια έπρεπε να σκαφτούν, πολλοί καλλιεργητές συμφωνούσαν μεταξύ τους να τα σκάψουν «δανεικά», σύμφωνα με την ορολογία που είχε επικρατήσει. «Πήγαιναν, λοιπόν, δανεικά», δηλαδή μια ομάδα ιδιοκτητών έσκαβαν εκ περιτροπής τα αμπέλια τους, με λίγα λόγια, ό ένας «δάνειζε» την εργατική του δύναμη στον άλλον, υπό τον όρο της αμοιβαιότητας – ανταποδοτικότητας. Και ήταν πολύ συνηθισμένο φαινόμενο σε εποχές που το χωριό ήταν πολυάνθρωπο να βλέπει κανείς νωρίς του πρωί, πριν ακόμα ανατείλει ο ήλιος, ομάδες ανθρώπων με τα τσαπιά τους να βαδίζουν για τα αμπέλια, που τότε ήταν πολλά και εκτείνονταν σε κάθε κατεύθυνση σε ολόκληρη την περιφέρεια του χωριού, σε ισιώματα, πλαγιές και οροπέδια. Η εργασία διεξαγόταν μέσα σε ατμόσφαιρα ευθυμίας, με αστεία και πειράγματα, και τελείωνε όταν έδυε ο ήλιος. Οι αγροτικές αυτές εργασίες που αναφέραμε αλλά και άλλες, όπως ο θερισμός και ο τρύγος, στις οποίες επίσης υπήρχε συνεργασία και αλληλοβοήθεια (το «αϊτάρισμα»), δημιουργούσαν ένα δίκτυο ισχυρών οικογενειακών και κοινωνικών σχέσεων, που αποτελούσαν το θεμέλιο της κοινωνικής συνοχής στη μικρή μας αγροτική κοινότητα.
Οι κοινωνικές και οικογενειακές σχέσεις σφυρηλατούνταν και δυνάμωναν επίσης με αφορμή και σε σχέση με καθοριστικά για τις ανθρώπινες κοινωνίες γεγονότα, δηλαδή το γάμο και το θάνατο, που ήταν συνδεδεμένα με ένα συγκεκριμένο εθιμικό καθεστώς, αποκαλυπτικό για τις αντιλήψεις και τα συναισθήματα που μοιράζονταν όσοι συμμετείχαν στα σχετικά έθιμα. Σε ό,τι αφορά το γάμο, μετά τον καθορισμό της ημερομηνίας τέλεσής του, νέοι, συγγενείς της νύφης και του γαμπρού πήγαιναν με κόκκινα μαντήλια στα σπίτια συγγενών και φίλων, δηλαδή σε όλο σχεδόν το χωριό, και τους προσκαλούσαν στην τελετή και στο γαμήλιο τραπέζι. Την Παρασκευή, πριν από την Κυριακή κατά την οποία θα τελούνταν το μυστήριο, στο σπίτι της νύφης γίνονταν τα λεγόμενα «καρφώματα», που ονομάζονταν έτσι, επειδή τα ρούχα του προικιού καρφώνονταν με κόκκινη κλωστή και μεταφέρονταν συνήθως με άλογα στο σπίτι του γαμπρού. Με άλογα ακόμα, ομορφοστολισμένα με τα καλύτερα καβαλοσκούτια, δηλαδή πλουμιστά υφάσματα στη σέλα ή στο σαμάρι που κάθονταν οι καβαλάρηδες συνόδευαν οι συγγενείς και φίλοι τη νύφη για τη μετάβασή της στο χωριό του γαμπρού. Μετά την τέλεση του μυστηρίου, στο σπίτι του γαμπρού παρέθεταν το γαμήλιο γεύμα, με συμμετοχή δεκάδων συνδαιτυμόνων. Το φαγητό την ημέρα αυτή δεν το ετοίμαζαν οι γυναίκες. Καθήκοντα μαγείρων αναλάμβαναν άνδρες με σχετική εμπειρία στην παρασκευή της υπέροχης πραγματικά κρεατόσουπας με μακαρόνια και χυμό ντομάτας που μας θυμίζει τις περασμένες εποχές. Η σούπα βραζόταν σε μεγάλο καζάνι, για να είναι άφθονη, επειδή οι καλεσμένοι για ευνόητους λόγους είχαν ανεξάντλητη όρεξη. Το γλέντι και ο χορός που ακολουθούσαν δεν γίνονταν με όργανα. Συνήθως τραγουδούσαν οι θεωρούμενοι πιο καλλίφωνοι, που μπορεί και να μην ήταν βέβαια, αλλά ήξεραν τα τραγούδια που συνηθίζονταν στους γάμους. Η ατμόσφαιρα με το φαγητό, το τραγούδι, το χορό και τα αστεία δημιουργούσε ένα τέτοιο κλίμα αμεριμνησίας, ώστε εκπλησσόταν κανείς πώς οι άνθρωποι του μόχθου και των χιλίων, οικονομικών κυρίως, προβλημάτων ξεχνούσαν για λίγες ώρες τη σκληρή τους ζωή και γεύονταν για λίγες ώρες τις χαρές της ζωής.
Στον αντίποδα με την ατμόσφαιρα του γάμου βρισκόταν η ατμόσφαιρα που περιέβαλλε τους χωριανούς μπροστά στο γεγονός του θανάτου. Κοινός όμως τόπος ανάμεσα και στα δύο αυτά καταλυτικά για τη ζωή των ανθρώπων γεγονότα ήταν η προσέγγιση ανάμεσά τους. Στη μια περίπτωση για να μοιραστούν τη χαρά και στην άλλη για να συμπαρασταθούν και να κάμουν ελαφρότερη τη θλίψη για την οριστική απώλεια προσφιλών τους προσώπων, όσων πολύ οδυνηρά τη βίωναν. Η συμπαράσταση αυτή εκδηλωνόταν όχι μόνο με την πάνδημη συμμετοχή στην κηδεία, τα μοιρολόγια και τις επισκέψεις στο σπίτι, όπου «ξενυχτούσαν» τον νεκρό, αλλά και με το έθιμο της λεγόμενης «παρηγοριάς». Κάθε βράδυ δηλαδή μέχρι το εννεαήμερο μνημόσυνο συγγενείς και φίλοι πήγαιναν στην οικογένεια του θανόντος, φέρνοντας μαζί τους φαγητό που ονομαζόταν, όπως και τα νεκρόδειπνα που ακολουθούσαν, «παρηγοριά». Αυτό, βέβαια, γινόταν όταν ο θανών ήταν μεγάλης ηλικίας και ο θάνατός του ήταν αναμενόμενος. Όταν όμως πέθαιναν νεότεροι , αυτό δεν γινόταν. Η συμπαράσταση ήταν βουβή, γιατί ο πόνος ήταν ασήκωτος, το δέος χωρίς όρια και ο σεβασμός στη συντριβή των οικείων του θανόντος ιερός. Ωστόσο, η ομόθυμη συμπαράσταση των συγγενών και φίλων ήταν ένα κάποιο στήριγμα για όσους βίωναν μια τέτοια απώλεια που θα σημάδευε αμετάκλητα τη ζωή τους.
Μια άλλη, τέλος, εκδήλωση που συντηρούσε και ενίσχυε τις σχέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους στη μικρή κοινωνία του χωριού μας ήταν οι ονομαστικές γιορτές. Την εποχή που ήμουν παιδί και νέος ήταν άγνωστο για μας το ξενόφερτο έθιμο των γενεθλίων. Αντίθετα, οι ονομαστικές γιορτές, ομόλογες και σύμφωνες με την ορθόδοξη παράδοση, ήταν οι γιορτές που τις περιμέναμε με αδημονία και τις γιορτάζαμε με κάθε δυνατή επισημότητα. Ο επίσημος χαρακτήρας τους ήταν ολοφάνερος απ’ την ονομασία τους, που ήταν πανηγύρι («έχω το πανηγύρι μου», έλεγαν οι εορτάζοντες) και τις τοποθετούσε πολύ πάνω απ από το συνηθισμένο και καθημερινό, αφού πανηγύρι σημαίνει την πάνδημη συγκέντρωση, δηλαδή συγκέντρωση όλων των ανθρώπων, για τον επίσημο εορτασμό μιας θρησκευτικής γιορτής.
Οι εορτάζοντες, λοιπόν, φορούσαν τα καλά τους ρούχα, δεν εργάζονταν εκείνη τη μέρα και περίμεναν τους συγγενείς και φίλους για τις ευχές. Παράλληλα, οι γυναίκες του σπιτιού ετοίμαζαν το σπίτι αλλά και το έδεσμα που θα προσέφεραν στους επισκέπτες. Από το βράδυ έβραζαν σιτάρι και καραμέλωναν αμύγδαλα στο τηγάνι. Τα καραμελωμένα αμύγδαλα μαζί με σπυριά ροδιού, σταφίδες και λιλιπούτεια ζαχαρωτά τα έριχναν και τα ανακάτευαν με το σιτάρι και δημιουργούσαν, - έτσι τουλάχιστον φαινόταν σε μας τα παιδιά – μια γευστική πανδαισία. Ήταν τα «σπερνά», όπως τα λέγαμε. Και σκέφτομαι τώρα πως η λαϊκή σοφία της νοικοκυράς που πρωτοσκέφτηκε και εκτέλεσε τη συνταγή με συνηθισμένα υλικά μπόρεσε να δημιουργήσει ένα αριστουργηματικό, θρεπτικότατο, γευστικότατο και υγιεινό έδεσμα, χωρίς λίπη, χοληστερίνες κ.λπ., όπως συμβαίνει με τα γλυκά που καταναλώνουν τα παιδιά σήμερα. Μαζί με τα «σπερνά» στους επισκέπτες προσφέρονταν, αν ήταν άντρες, και ούζο ή το χειμώνα κονιάκ, ενώ αν ήταν γυναίκες το «γυναικείο πιοτό», δηλαδή μέντα. Ήταν η εποχή που οι ανθρώπινες σχέσεις, ζεστές και εγκάρδιες, έκαναν τη δύσκολη ζωή των ανθρώπων φωτεινή και γεμάτη ελπίδα. Μπορούσαν να περιμένουν στήριγμα από τον συγγενή, τον φίλο, τον συνάνθρωπο. Ήταν η εποχή στην οποία οι δεσμοί ανάμεσα στα μέλη της κοινότητας ήταν ισχυροί και το επίπεδο αλληλεγγύης υψηλό, στοιχείο που συνιστούσε μια τεράστια συνεισφορά στην ικανοποίηση των ανθρώπων από τη ζωή. Ωστόσο, τις τελευταίες δεκαετίες παρατηρούνται κοινωνικές αλλαγές που προσανατολίζουν στην ενίσχυση του ατομικισμού και τη μείωση της συλλογικότητας, αλλαγές που έρχονται σίγουρα σε αντίθεση µε κεντρικές πολιτισµικές αξίες όπως οι παραπάνω.
Όταν επιστρέφουμε κάθε φορά, για σύντομο βέβαια χρονικό διάστημα, στο γενέθλιο τόπο μας, η παλιά ζωή, που την είχαμε ζήσει παιδιά, κατακλύζει τη μνήμη και παρουσιάζεται μπροστά μας σε όλες τις πτυχές και τις εκφάνσεις της, δίνοντάς μας την αίσθηση ότι θα αναδυθεί από τη λησμονιά, θα ζωντανέψει και θα λάμψει
ολοκαίνουργια, χωρίς ψεγάδια και τρωτά, καθώς φιλτράρεται μέσα από τη νοσταλγία μας, που σβήνει όποια ατέλειά της, κάθε τι που είχε γίνει αιτία να συννεφιάσει η ψυχή μας. Και καθώς σήμερα οι ανθρώπινες σχέσεις και οι κοινωνικές επαφές είναι μάλλον ψυχρές και τυπικές, αναπολούμε με συγκίνηση τις παλιότερες εποχές που οι σχέσεις των ανθρώπων είχαν μια ζεστασιά που έφερνε κοντά τον ένα στον άλλο, ώστε να μοιράζονται τις χαρές και τις λύπες και να κάνουν πιο ελαφριά, ίσως και γλυκιά την καθημερινή βιοπάλη, τη στέρηση και τη φτώχεια που λιγότερο ή περισσότερο όλοι όσοι βρίσκονται στην ηλικία μου ή κοντά σ’ αυτήν τη βιώσαμε.
Οι ανθρώπινες σχέσεις και οι κοινωνικές επαφές στο χωριό μας αλλά και σε όλη την ύπαιθρο κατά το παρελθόν είχαν ως άξονα την καθημερινή ζωή και ειδικότερα το γάμο, το θάνατο, τα πανηγύρια, τις οικογενειακές γιορτές και ιδιαίτερα τις εργασίες. Ως προς αυτές, στο χωριό μας, εκτός από τις καλλιέργειες σιτηρών και οσπρίων για την κάλυψη των ετήσιων διατροφικών αναγκών του πληθυσμού, η σημαντικότερη καλλιέργεια ήταν η καλλιέργεια των αμπελιών. Με επίκεντρο τις δύο αυτές καλλιέργειες, διαμορφώνονταν συγκεκριμένου τύπου συνεργασίες. Συγκεκριμένα, για τη σπορά αλλά και για το αλώνισμα των δημητριακών και των οσπρίων, ήταν γενικευμένο το φαινόμενο της «σεμπριάς», όπως την ονομάζαμε. Οι «σέμπροι» δηλαδή συνεργάζονταν, διαθέτοντας ένα ζώο για άροση (όργωμα) και αλώνισμα (συνήθως άλογα) ο καθένας και εργάζονταν εκ περιτροπής στα κτήματα του ενός και του άλλου σέμπρου και στο αλώνι. Με λίγα λόγια η «σεμπριά» ήταν σχέση ισοτιμίας των συμμετεχόντων σ’ αυτήν και όταν λέγαμε «σέμπρος» δεν εννοούσαμε τον εργαζόμενο σε ξένα κτήματα, τον επίμορτο καλλιεργητή (μισακάρη κ.λπ.), όπως είναι η συνηθισμένη σημασία του όρου σε άλλα μέρη. Οι «σεμπριές», χωρίς να είναι ισόβιες, κρατούσαν συνήθως χρόνια, άλλαζαν κατά καιρούς για διάφορους λόγους και δημιουργούσαν ένα πλέγμα εγκάρδιων σχέσεων ανάμεσα στα μέλη τους, δηλαδή ανάμεσα στους συνεργαζόμενους με αυτόν τον τρόπο.
Σε ό,τι αφορά την αμπελοκαλλιέργεια, η συνεργασία γινόταν κυρίως για την πιο σκληρή από τις εργασίες του αμπελιού, δηλαδή το σκάψιμο. Κάθε άνοιξη, λοιπόν, όταν τα αμπέλια έπρεπε να σκαφτούν, πολλοί καλλιεργητές συμφωνούσαν μεταξύ τους να τα σκάψουν «δανεικά», σύμφωνα με την ορολογία που είχε επικρατήσει. «Πήγαιναν, λοιπόν, δανεικά», δηλαδή μια ομάδα ιδιοκτητών έσκαβαν εκ περιτροπής τα αμπέλια τους, με λίγα λόγια, ό ένας «δάνειζε» την εργατική του δύναμη στον άλλον, υπό τον όρο της αμοιβαιότητας – ανταποδοτικότητας. Και ήταν πολύ συνηθισμένο φαινόμενο σε εποχές που το χωριό ήταν πολυάνθρωπο να βλέπει κανείς νωρίς του πρωί, πριν ακόμα ανατείλει ο ήλιος, ομάδες ανθρώπων με τα τσαπιά τους να βαδίζουν για τα αμπέλια, που τότε ήταν πολλά και εκτείνονταν σε κάθε κατεύθυνση σε ολόκληρη την περιφέρεια του χωριού, σε ισιώματα, πλαγιές και οροπέδια. Η εργασία διεξαγόταν μέσα σε ατμόσφαιρα ευθυμίας, με αστεία και πειράγματα, και τελείωνε όταν έδυε ο ήλιος. Οι αγροτικές αυτές εργασίες που αναφέραμε αλλά και άλλες, όπως ο θερισμός και ο τρύγος, στις οποίες επίσης υπήρχε συνεργασία και αλληλοβοήθεια (το «αϊτάρισμα»), δημιουργούσαν ένα δίκτυο ισχυρών οικογενειακών και κοινωνικών σχέσεων, που αποτελούσαν το θεμέλιο της κοινωνικής συνοχής στη μικρή μας αγροτική κοινότητα.
Οι κοινωνικές και οικογενειακές σχέσεις σφυρηλατούνταν και δυνάμωναν επίσης με αφορμή και σε σχέση με καθοριστικά για τις ανθρώπινες κοινωνίες γεγονότα, δηλαδή το γάμο και το θάνατο, που ήταν συνδεδεμένα με ένα συγκεκριμένο εθιμικό καθεστώς, αποκαλυπτικό για τις αντιλήψεις και τα συναισθήματα που μοιράζονταν όσοι συμμετείχαν στα σχετικά έθιμα. Σε ό,τι αφορά το γάμο, μετά τον καθορισμό της ημερομηνίας τέλεσής του, νέοι, συγγενείς της νύφης και του γαμπρού πήγαιναν με κόκκινα μαντήλια στα σπίτια συγγενών και φίλων, δηλαδή σε όλο σχεδόν το χωριό, και τους προσκαλούσαν στην τελετή και στο γαμήλιο τραπέζι. Την Παρασκευή, πριν από την Κυριακή κατά την οποία θα τελούνταν το μυστήριο, στο σπίτι της νύφης γίνονταν τα λεγόμενα «καρφώματα», που ονομάζονταν έτσι, επειδή τα ρούχα του προικιού καρφώνονταν με κόκκινη κλωστή και μεταφέρονταν συνήθως με άλογα στο σπίτι του γαμπρού. Με άλογα ακόμα, ομορφοστολισμένα με τα καλύτερα καβαλοσκούτια, δηλαδή πλουμιστά υφάσματα στη σέλα ή στο σαμάρι που κάθονταν οι καβαλάρηδες συνόδευαν οι συγγενείς και φίλοι τη νύφη για τη μετάβασή της στο χωριό του γαμπρού. Μετά την τέλεση του μυστηρίου, στο σπίτι του γαμπρού παρέθεταν το γαμήλιο γεύμα, με συμμετοχή δεκάδων συνδαιτυμόνων. Το φαγητό την ημέρα αυτή δεν το ετοίμαζαν οι γυναίκες. Καθήκοντα μαγείρων αναλάμβαναν άνδρες με σχετική εμπειρία στην παρασκευή της υπέροχης πραγματικά κρεατόσουπας με μακαρόνια και χυμό ντομάτας που μας θυμίζει τις περασμένες εποχές. Η σούπα βραζόταν σε μεγάλο καζάνι, για να είναι άφθονη, επειδή οι καλεσμένοι για ευνόητους λόγους είχαν ανεξάντλητη όρεξη. Το γλέντι και ο χορός που ακολουθούσαν δεν γίνονταν με όργανα. Συνήθως τραγουδούσαν οι θεωρούμενοι πιο καλλίφωνοι, που μπορεί και να μην ήταν βέβαια, αλλά ήξεραν τα τραγούδια που συνηθίζονταν στους γάμους. Η ατμόσφαιρα με το φαγητό, το τραγούδι, το χορό και τα αστεία δημιουργούσε ένα τέτοιο κλίμα αμεριμνησίας, ώστε εκπλησσόταν κανείς πώς οι άνθρωποι του μόχθου και των χιλίων, οικονομικών κυρίως, προβλημάτων ξεχνούσαν για λίγες ώρες τη σκληρή τους ζωή και γεύονταν για λίγες ώρες τις χαρές της ζωής.
Στον αντίποδα με την ατμόσφαιρα του γάμου βρισκόταν η ατμόσφαιρα που περιέβαλλε τους χωριανούς μπροστά στο γεγονός του θανάτου. Κοινός όμως τόπος ανάμεσα και στα δύο αυτά καταλυτικά για τη ζωή των ανθρώπων γεγονότα ήταν η προσέγγιση ανάμεσά τους. Στη μια περίπτωση για να μοιραστούν τη χαρά και στην άλλη για να συμπαρασταθούν και να κάμουν ελαφρότερη τη θλίψη για την οριστική απώλεια προσφιλών τους προσώπων, όσων πολύ οδυνηρά τη βίωναν. Η συμπαράσταση αυτή εκδηλωνόταν όχι μόνο με την πάνδημη συμμετοχή στην κηδεία, τα μοιρολόγια και τις επισκέψεις στο σπίτι, όπου «ξενυχτούσαν» τον νεκρό, αλλά και με το έθιμο της λεγόμενης «παρηγοριάς». Κάθε βράδυ δηλαδή μέχρι το εννεαήμερο μνημόσυνο συγγενείς και φίλοι πήγαιναν στην οικογένεια του θανόντος, φέρνοντας μαζί τους φαγητό που ονομαζόταν, όπως και τα νεκρόδειπνα που ακολουθούσαν, «παρηγοριά». Αυτό, βέβαια, γινόταν όταν ο θανών ήταν μεγάλης ηλικίας και ο θάνατός του ήταν αναμενόμενος. Όταν όμως πέθαιναν νεότεροι , αυτό δεν γινόταν. Η συμπαράσταση ήταν βουβή, γιατί ο πόνος ήταν ασήκωτος, το δέος χωρίς όρια και ο σεβασμός στη συντριβή των οικείων του θανόντος ιερός. Ωστόσο, η ομόθυμη συμπαράσταση των συγγενών και φίλων ήταν ένα κάποιο στήριγμα για όσους βίωναν μια τέτοια απώλεια που θα σημάδευε αμετάκλητα τη ζωή τους.
Μια άλλη, τέλος, εκδήλωση που συντηρούσε και ενίσχυε τις σχέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους στη μικρή κοινωνία του χωριού μας ήταν οι ονομαστικές γιορτές. Την εποχή που ήμουν παιδί και νέος ήταν άγνωστο για μας το ξενόφερτο έθιμο των γενεθλίων. Αντίθετα, οι ονομαστικές γιορτές, ομόλογες και σύμφωνες με την ορθόδοξη παράδοση, ήταν οι γιορτές που τις περιμέναμε με αδημονία και τις γιορτάζαμε με κάθε δυνατή επισημότητα. Ο επίσημος χαρακτήρας τους ήταν ολοφάνερος απ’ την ονομασία τους, που ήταν πανηγύρι («έχω το πανηγύρι μου», έλεγαν οι εορτάζοντες) και τις τοποθετούσε πολύ πάνω απ από το συνηθισμένο και καθημερινό, αφού πανηγύρι σημαίνει την πάνδημη συγκέντρωση, δηλαδή συγκέντρωση όλων των ανθρώπων, για τον επίσημο εορτασμό μιας θρησκευτικής γιορτής.
Οι εορτάζοντες, λοιπόν, φορούσαν τα καλά τους ρούχα, δεν εργάζονταν εκείνη τη μέρα και περίμεναν τους συγγενείς και φίλους για τις ευχές. Παράλληλα, οι γυναίκες του σπιτιού ετοίμαζαν το σπίτι αλλά και το έδεσμα που θα προσέφεραν στους επισκέπτες. Από το βράδυ έβραζαν σιτάρι και καραμέλωναν αμύγδαλα στο τηγάνι. Τα καραμελωμένα αμύγδαλα μαζί με σπυριά ροδιού, σταφίδες και λιλιπούτεια ζαχαρωτά τα έριχναν και τα ανακάτευαν με το σιτάρι και δημιουργούσαν, - έτσι τουλάχιστον φαινόταν σε μας τα παιδιά – μια γευστική πανδαισία. Ήταν τα «σπερνά», όπως τα λέγαμε. Και σκέφτομαι τώρα πως η λαϊκή σοφία της νοικοκυράς που πρωτοσκέφτηκε και εκτέλεσε τη συνταγή με συνηθισμένα υλικά μπόρεσε να δημιουργήσει ένα αριστουργηματικό, θρεπτικότατο, γευστικότατο και υγιεινό έδεσμα, χωρίς λίπη, χοληστερίνες κ.λπ., όπως συμβαίνει με τα γλυκά που καταναλώνουν τα παιδιά σήμερα. Μαζί με τα «σπερνά» στους επισκέπτες προσφέρονταν, αν ήταν άντρες, και ούζο ή το χειμώνα κονιάκ, ενώ αν ήταν γυναίκες το «γυναικείο πιοτό», δηλαδή μέντα. Ήταν η εποχή που οι ανθρώπινες σχέσεις, ζεστές και εγκάρδιες, έκαναν τη δύσκολη ζωή των ανθρώπων φωτεινή και γεμάτη ελπίδα. Μπορούσαν να περιμένουν στήριγμα από τον συγγενή, τον φίλο, τον συνάνθρωπο. Ήταν η εποχή στην οποία οι δεσμοί ανάμεσα στα μέλη της κοινότητας ήταν ισχυροί και το επίπεδο αλληλεγγύης υψηλό, στοιχείο που συνιστούσε μια τεράστια συνεισφορά στην ικανοποίηση των ανθρώπων από τη ζωή. Ωστόσο, τις τελευταίες δεκαετίες παρατηρούνται κοινωνικές αλλαγές που προσανατολίζουν στην ενίσχυση του ατομικισμού και τη μείωση της συλλογικότητας, αλλαγές που έρχονται σίγουρα σε αντίθεση µε κεντρικές πολιτισµικές αξίες όπως οι παραπάνω.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου