
Πικρή, βέβαια, είναι πάντοτε η ξενιτιά, αλλά εξαιρετικά τραγική διάσταση έπαιρνε ο ξενιτεμός της παλιάς εποχής. Οι τόποι τότε φάνταζαν πολύ μακρινοί, γιατί δεν υπήρχαν οι σημερινοί τρόποι επικοινωνίας. Το φαρμάκι της ξενιτιάς ήταν ένα φαρμάκι χωρίς παρηγοριά. Στα Χορτάτα, όταν κάποιος έφευγε για τα ξένα, το προηγούμενο βράδυ μαζεύονταν όλοι οι συγγενείς και φίλοι, στρώνανε τραπέζι στο πατρικό και ακολουθούσε γλέντι. Την άλλη μέρα το πρωί, αυτός που έφευγε αποχαιρετούσε τους γονείς του και όλους του συγγενείς και φίλους, που τον ξεπροβόδιζαν με δάκρυα στα μάτια και με τις ευχές για καλή προκοπή και καλή επιστροφή στο χωριό. Ιδιαίτερα επώδυνος όμως ήταν ο εκπατρισμός κάποιου για τη «φαρμακωμένη» μάνα του, για την οποία καμιά παρηγοριά δεν ήταν ικανή να απαλύνει τον πόνο της. Η μητρική καρδιά γίνεται συντρίμμια μπροστά στην ανελέητη πραγματικότητα ή ακόμα και στον επαπειλούμενο ξενιτεμό.
Στο πρώτο ποίημα η μάνα σκιαγραφεί τη γεμάτη πόνο, δυστυχία και συμφορές ζωή της ξενιτιάς, για να αποτρέψει το γιο της από τη σκληρή απόφαση για αποδημία, ικετεύοντάς τον να μην ξενιτευτεί, γιατί εκεί δε θα βρει μάνα «τον πόνο του να γιάνει», ενώ στο δεύτερο το ποίημα θίγει το γεγονός ότι η ξενιτιά καμιά φορά πλανεύει τον ξενιτεμένο και οι σειρήνες στα ξένα τον κάνουν να λησμονήσει τ’ αγαπημένα του πρόσωπα. Γι’ αυτό η μάνα δεν μπορεί να επουλώσει την ανίατη πληγή της, εξωτερικεύοντας τον καημό της:
«Πώς να γελάει τ’ αχείλι μου και να χαρεί η καρδιά μου
πό ’χω παιδιά στην ξενιτιά και γράμμα δε λαβαίνω;».
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου