Μια παλιά ιστορία…

Του ΑΓΓΕΛΟΥ Γ. ΧΟΡΤΗ
Θυμάμαι, μικρό παιδί ακόμα, τις κρύες χειμωνιάτικες νύχτες που καθισμένος στη «γωνιά» μέσα στη θαλπωρή που εξέπεμπαν τα κούτσουρα στη φωτιά άκουγα από τους παππούληδες και τις γιαγιάδες μου (βαβάδες τις λέγαμε εμείς) να μου διηγούνται παλιές ιστορίες. Σε πολλές από αυτές πραγματικότητα και φαντασία
συμπλέκονταν και δημιουργούσαν ένα κόσμο θαυμαστό, που αποκαλυπτόταν με όλη του τη γοητεία μπροστά στα έκθαμβα μάτια μου. Ήρωες, πειρατές, βασιλιάδες, νεράιδες, άγιοι, άνθρωποι της δράσης, της εγκαρτέρησης ή του ονείρου συνέθεταν ένα άλλο σύμπαν, έξω από τα συνηθισμένα μέτρα της ζωής και των ανθρώπων, όπως τους γνώριζα.

 Ο ταγματάρχης Βελισσαρίου, που αγωνιζόμενος στην πρώτη γραμμή στη μάχη της Τζουμαγιάς κατά το Β΄ Βαλκανικό πόλεμο και τραυματισμένος θανάσιμα καλούσε τα «παιδιά» του, τους στρατιώτες, να μη δειλιάσουν, αλλά να τον περιμένουν, για να συνεχίσουν τον αγώνα, έπαιρνε στα μάτια μου τη μορφή ενός μυθικού ήρωα. Αλλά και ο ανώνυμος άνδρας της λαϊκής παράδοσης, που περίμενε στη βρύση να αρπάξει το μαντήλι της νεράιδας, για να την αναγκάσει να τον παντρευτεί, καθόλου δεν έμοιαζε με τους ανθρώπους του καθημερινού μόχθου που γνώριζα. Το ίδιο και ο κουρσάρος της Τζιας, λαϊκός μυθιστορηματικός ήρωας, που πολεμούσε για την πατρίδα, καθώς και ο ονομαστός κλέφτης Κατσαντώνης, αλλά και πρόσωπα του Βυζαντίου ανάμεσα στο μύθο και την ιστορία, όπως ο Διγενής, ή της Αρχαιότητας, όπως οι ομηρικοί ήρωες, ανήκαν στον ίδιο κόσμο, έναν κόσμο πάνω από τα ανθρώπινα μέτρα, που έμοιαζε εκθαμβωτικός. Ακόμα και κάποιοι ληστές περασμένων εποχών στη συνείδηση του λαού στον ίδιο κόσμο ανήκαν. Γιατί η ρομαντική πλευρά της δράσης και της προσωπικότητάς τους, δηλαδή η δίψα για περιπέτεια, η παράλογη και άμετρη τόλμη, η περιφρόνηση του θανάτου, το πάθος μέχρι τα ακρότατα όριά του, η συνέπεια σε έναν ιδιότυπο κώδικα αξιών που οι ίδιοι καθόριζαν, τους καθιστούσε αντικείμενο θαυμασμού και έσβηνε τα κακουργήματα που διέπρατταν ή τα έθετε σε δεύτερη μοίρα. Μέτοχο, λοιπόν, σε αυτόν τον κόσμο με έκαναν οι αφηγήσεις των παππούληδων και των γιαγιάδων μου.

 Μία από τις ιστορίες που έχει μείνει βαθιά χαραγμένη στη μνήμημου είναι η ιστορία του εκτός νόμου Αργύρη, όπως μου την είχε αφηγηθεί η γιαγιά μου η Παρασκευή, που καταγόταν από το χωριό Καλαμίτσι, και όπως τη διάβασα αργότερα καταγραμμένη από τον μεγάλο συντοπίτη μας ποιητή Αριστοτέλη Βαλαωρίτη στα προλεγόμενα του ποιήματός του «Το ξεριζωμένο δέντρο». Ο Αργύρης έζησε στις αρχές του 19ου αιώνα και ήταν τέκνο και δημιούργημα  μιας σκληρής και μαζί ηρωικής εποχής, στην οποία η τόλμη και η παλικαριά, το αγωνιστικό και ασυμβίβαστο πνεύμα, η αντίσταση στον ξένο δυνάστη (βρισκόμαστε στην εποχή της Αγγλοκρατίας στα Επτάνησα) και η περιφρόνηση του κινδύνου και του θανάτου αποτελούσαν υπέρτατες αξίες. Με τέτοιον, λοιπόν, χαρακτήρα και ήθος, ο Αργύρης από τη νεανική του ήδη ηλικία, βρέθηκε απέναντι στους νόμους της αγγλικής διοίκησης και ζούσε, ουσιαστικά, στο περιθώριό της, κάνοντας νόμο τη θέλησή του και επιβάλλοντας τις επιθυμίες του.  Μοιραίος για τον Αργύρη στάθηκε ο σφοδρός του έρωτας για την Ελένη, μια ωραιότατη νέα από το Καλαμίτσι, την οποία και ζήτησε σε γάμο. Οι προτάσεις του όμως απορρίφθηκαν από τους γονείς της, που τρόμαζαν για το βίαιο του χαρακτήρα του. Την άρνηση αυτή ο Αργύρης, σύμφωνα με τον προσωπικό του κώδικα τιμής, θεώρησε βαρύτατη προσβολή. Δέσμιος των σφοδρότατων παθών του, αντέδρασε εκδικούμενος με πράξεις σκληρές μέχρι ωμότητας. Αφού τραυμάτισε σοβαρά  τον πατέρα της αγαπημένης του, χτυπώντας τον με το γιαταγάνι του (η γιαγιά μου μού ανέφερε το απίθανο ότι ο Αργύρης του έκοψε το πάνω μέρος του κρανίου και ότι το αποκοπέν αντικαταστάθηκε με ένα κομμάτι από κολοκύθα!), απήγαγε την Ελένη, την κακοποίησε και της έκοψε τις παρειές, για να είναι βέβαιος ότι  κανείς πλέον δεν θα ήθελε να την παντρευτεί. Τα γεγονότα αυτά οδήγησαν στην απηνή καταδίωξη του Αργύρη από τα όργανα της αγγλικής διοίκησης, χωρίς όμως η καταδίωξη αυτή να έχει αποτέλεσμα, καθώς οι κάτοικοι του νησιού απόμίσος στους Άγγλους είδαν στον Αργύρη την ενσάρκωση του πνεύματος αντίστασης. Ωστόσο, το τέλος του ανυπότακτου άνδρα ήρθε με τρόπο απρόσμενο. Δυο φίλοι και κουμπάροι του, αφού έφαγαν μαζί του, τον σκότωσαν ανυποψίαστο με δολιότητα.

 Ο θάνατος του Αργύρη τον ανύψωσε στη συνείδηση του λαού σε ηρωική μορφή άξια θαυμασμού, καθώς για το λαό εξέφραζε τα ιδεώδη και τις αξίες της εποχής. Και όσο μεγάλος ήταν ο θαυμασμός για τον ήρωα, τόση ήταν και η απέχθεια για την προδοσία και τους προδότες, που ενσάρκωναν οι δολοφόνοι του. Με μότο, λοιπόν, το αρχέτυπο δίπολο παλικαριά – προδοσία, η λαϊκή μούσα θρήνησε το θάνατό του. Το ίδιο και ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, κατεξοχήν υμνητής του κλεφταρματολισμού, της παλικαριάς και της αντίστασης στον κατακτητή, με το ποίημα «Το ξεριζωμένο δέντρο». Σ’  αυτό ο φουσκωμένο χείμαρρος Δημοσάρι, που παρασύρει τα πάντα στην ορμή του, βρίσκει μπροστά του το κοντρί, όπου, σύμφωνα με την παράδοση, έπεσε χτυπημένος δολοφονικά ο Αργύρης. Το κοντρί αυτό έχει μέσα του την ψυχή του ήρωα, του ατρόμητου και αντρειωμένου που αντιστέκεται, όταν οι άλλοι λυγίζουν. Έχει ακόμα μέσα του την ψυχή του λαού, που αναθεματίζει τους προδότες. Μεταφέρω τους στίχους:

 «Πέρνα ποτάμι, μέριασε, σύρε να σκιάζεις άλλους•
εμέ μ’ επάτησε βαρύ ποδάρι αντρειωμένου,
μ’ εστοίχειωσε το αίμα του κι είμαι θεμελιωμένο
για να φωνάξω ανάθεμα σ’ εκείνους που προδίνουν.
Είμαι τ’ Αργύρη το κοντρί, είμαι τα’  Αργύρη ο τάφος.

  Συλλογίζομαι τώρα ότι είναι ο Αργύρης και οι όμοιοί του που τροφοδοτούν την ποίηση, που δίνουν την επική πνοή, τον ηρωικό τόνο και την ελεγειακή φωνή σ’  αυτήν. Με την ποίηση αυτή έζησε ο Ελληνισμός, από την αυγή ήδη της ιστορίας του. Συλλογίζομαι ακόμη ότι οι εποχές διαμορφώνουν, σε μεγάλο βαθμό, τις ξεχωριστές μορφές. Ο Αργύρης έδρασε και «κρίθηκε», με βάση  το πνεύμα και τις αξίες της εποχής του.  Κανείς δεν μπορεί, δηλαδή, να κριθεί εκ των υστέρων, έξω από τα συμφραζόμενα της εποχής στην οποία έζησε. Συλλογίζομαι, ακόμα, την Ελένη, το αθώο θύμα, που βρέθηκε στο δίνη της ιστορίας αυτής. Στην εποχή μας η δικαίωσή της θα ήταν πανηγυρική, αλλά η εποχή μας δεν μπορεί να «γεννήσει» προσωπικότητες σαν τον Αργύρη, αντιφατικές μεν, αλλά φορείς του ηρωικού πνεύματος ενός λαού που να επικαλύπτει πάθη, ακόμα και ωμότητες. Αν σήμερα ζούσε ο Αργύρης, θα ήταν ένας συνηθισμένος καθημερινός άνθρωπος. Όμως η ποίηση θα ήταν φτωχότερη …

«Δέντρο, πῶς κοίτεσαι νεκρὸ στὸν ἄμμο τοῦ γιαλοῦ μου;
Ποιὸ χέρι σὲ ξερρίζωσε, ποιὰ δύναμη σ’ ἐπῆρε
ἀπὸ τὴ ράχη τοῦ βουνοῦ καὶ σ’ ἔρριξε στὸ κῦμα;...
Ἐσένα τὰ γεράματα δὲ σ’ εἶχαν σαρακώσει
στὰ ἀτάραγα κλωνάρια σου ἑκατοστάδες χρόνοι
χωρὶς νὰ τὰ λυγίσουνε, ἐστέκαν σωριασμένοι,
στὴ σιδερένια φλούδα σου, χωρὶς νὰ τήνε γδάρῃ,
τοῦ λόγγου τ’ ἀγριοδάμαλο τὰ κέρατα ἐτροχοῦσε.
Πές μου, πῶς κοίτεσαι νεκρό, ρουπάκι, στὸ γιαλό μου;»
(Αρ. Βαλαωρίτη «Το ξεριζωμένο δέντρο»)

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Καλώς ήρθατε!
Σας καλωσορίζουμε στην ανανεωμένη ιστοσελίδα μας!
Η ιστοσελίδα μας επανασχεδιάστηκε και ανανεώθηκε, είναι πιο σύγχρονη, πιο λειτουργική και πιο επικεντρωμένη στο να σας προσφέρει τις πληροφορίες που χρειάζεστε άμεσα και γρήγορα.
Για καλύτερη εμπειρία χρήσης αναβαθμίστε την εφαρμογή περιήγησης (Browser) που χρησιμοποιείτε
Ευχαριστούμε που μας επισκεφθήκατε!