Στα 1749...

Του ΑΓΓΕΛΟΥ Γ. ΧΟΡΤΗ
Τα κάθε είδους έγγραφα από το παρελθόν μάς βοηθούν να αναπαραστήσουμε, ως ένα βαθμό, πλευρές της ζωής σε παλαιότερους χρόνους και είναι, από την άποψη αυτή, πολύτιμα εργαλεία για τους ερευνητές του. Ανάμεσα σ’ αυτά πολύ σημαντική θέση κατέχουν τα νοταριακά
(συμβολαιογραφικά) έγγραφα, καθώς εικονογραφούν, με τρόπο αυθεντικό, όψεις της κοινωνικής και οικονομικής ζωής της εποχής κατά την οποία συντάχθηκαν. Οι διαθήκες, που αποτελούν μια κατηγορία νοταριακών εγγράφων, είναι κυριολεκτικά καθρέφτης πλευρών της ζωής και της κοινωνίας, αφού συντάχθηκαν χωρίς καμιά σκοπιμότητα και διάθεση απόκρυψης ή ωραιοποίησης καταστάσεων.

Δύο τέτοιες διαθήκες της εποχής της Βενετοκρατίας, η μία της 3ης Απριλίου και η άλλη της 18ης Ιουνίου του έτους 1749, που βρίσκονται στα αρχεία του νοτάριου παπα – Γιάννη Δεσαλέρμου, μας βοηθούν να μελετήσουμε οικονομικές και κοινωνικές πραγματικότητες, καθώς και νοοτροπίες που επικρατούσαν στον οικισμό των Χορτάτων, αλλά και κατ’ επέκταση σε όλη την ύπαιθρο του νησιού μας. Στην πρώτη διαθέτης είναι ο Αναστάσης Μεσσήνης και στη δεύτερη ο Αναστάσης Χόρτης του ποτέ Αθανάση. Και οι δύο διαθήκες αποτελούνται, από άποψη δομής, από δύο μέρη. Το πρώτο, τυπικό και επαναλαμβανόμενο, αφορά τη στάση των διαθετών μπροστά στο θάνατο και τη ρύθμιση σχετικών πρακτικών ζητημάτων και αποκαλύπτει την πραγματικότητα της εποχής. Το δεύτερο αφορά τη διάθεση των περιουσιακών τους στοιχείων και τη ρύθμιση των οικονομικών τους εκκρεμοτήτων, που πρέπει να διευθετήσουν οι κληρονόμοι τους, δηλαδή τα παιδιά τους.

Όπως φαίνεται στην αρχή των διαθηκών, η βασική αντίληψη ότι ο χριστιανός πρέπει να είναι έτοιμος κάθε στιγμή για τη μετάβαση στην άλλη ζωή αποτυπώνεται με την παροχή συγγνώμης σε όλους τους χριστιανούς και με το αίτημα να τύχουν της μακροθυμίας των άλλων. Ο φόβος για τη θεία τιμωρία, μετά το θάνατο, οδηγεί στη διαμόρφωση και την κυριαρχία της σχετικής νοοτροπίας: για να σωθεί η ψυχή, επιβάλλεται η μεσιτεία και οι παρακλήσεις των ιερέων (σαββατιάτικα και σαραντάρια στα έγγραφα). Οι διαθέτες, για να εξασφαλίσουν όλα αυτά, παραχωρούν στους ιερείς όχι ευκαταφρόνητα οικονομικά ανταλλάγματα. Ο μεν Αναστάσης Μεσσήνης τούς παρέχει ένα χωράφι που έχει (αγορασμένο) από τον Φίλιππο Χόρτη, του οποίου η αξία ανέρχεται σε 5½ ριάλια[1], καθώς επίσης και τρεις γίδες, ενώ ο Αναστάσης Χόρτης αφήνει εντολή στα παιδιά του να πληρώσουν αναλογικά τους ιερείς του οικισμού, με την απειλή της αποκλήρωσης για όποιο από αυτά δεν την εκτελούσε. Ενδιαφέρουσα είναι η εντολή του Μεσσήνη στη γυναίκα του να τον κηδέψει με έξι ιερείς. Όλα αυτά φανερώνουν ότι στη συνείδηση των ανθρώπων της εποχής η βασιλεία των Ουρανών δεν κατακτάται με τις αγαθοεργίες και την έμπρακτη αγάπη προς τον πλησίον, που αποτελούν τον πυρήνα της χριστιανικής διδασκαλίας, αλλά με την τήρηση ενός τυπικού που προβλέπει τελετές και δεήσεις. Τούτο τεκμηριώνεται και από το γεγονός ότι στην ερώτηση του νοτάριου προς τους διαθέτες αν κληροδοτούν κάτι για νοσοκομεία, φυλακισμένους ή σκλάβους απαντούν αρνητικά. Πέραν τούτων, η αναφορά σε σκλάβους παραπέμπει προφανώς σε πειρατεία και αιχμαλωσία ανθρώπων, η εξαγορά της ελευθερίας των οποίων απαιτούσε χρήματα. Επομένως, η σχετική ερώτηση στο νοταριακό έγγραφο αποτελεί απόηχο αυτής της σκληρής πραγματικότητας, που ήταν ασφαλώς πιο συχνή κατά τους προηγούμενους αιώνες. Για να ολοκληρωθεί το ζήτημα της νοοτροπίας των ανθρώπων που απορρέει από τη σχέση με το Θείο, πρέπει να αναφερθεί και η ακραία περίπτωση του αφορισμού, που φαίνεται ότι ήταν αποτελεσματική ως έσχατο μέσο επίλυσης διαφορών. Στη διαθήκη, λοιπόν, του Αναστάση Μεσσήνη ο διαθέτης, που υποψιάζεται ότι η μητέρα της πεθαμένης συζύγου ενός από τους γιους του τού είχε κλέψει δύο αποδείξεις είσπραξης χρημάτων, αφήνει παραγγελία σ’ αυτούς να την εξαναγκάσουν («στενέψουν» στο έγγραφο), με αρχιερατικό μάλιστα αφορισμό, να τις επιστρέψει.

Σε ό,τι αφορά τα πρακτικά ζητήματα της ταφής, τόσο ο Χόρτης όσο και ο Μεσσήνης εκδηλώνουν την επιθυμία τους να ταφούν στην εκκλησία του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου των Χορτάτων. Ο Αναστάσης Χόρτης μάλιστα ορίζει ότι θέλει να ταφεί στο μνήμα του πατέρα του. Οι αναφορές αυτές αποδεικνύουν ότι ο ναός ήταν χτισμένος και λειτουργούσε τουλάχιστον από τις αρχές του 18ου αιώνα, πιθανότατα και σε απώτερες εποχές. Σημειωτέον ότι το σημερινό οικοδόμημα ανεγέρθηκε το 1878, όπως φαίνεται στο ανώθυρο της εισόδου, προφανώς μετά από κατάρρευση του παλαιότερου, από τους αδελφούς μαστρο-Νικολή και μαστρο-Γιάννη Αυλωνίτηδες, όπως μου έχουν αναφέρει οι παππούληδές μου.

Το δεύτερο μέρος των δύο διαθηκών αφορά, όπως έχει ήδη αναφερθεί, την κληροδότηση της περιουσίας των δύο διαθετών και τη ρύθμιση των οικονομικών τους εκκρεμοτήτων. Από όσα αναφέρονται μπορούμε να συναγάγουμε ενδιαφέροντα συμπεράσματα για την οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα της εποχής.

Ο Αναστάσης Χόρτης είχε εφτά παιδιά, τον Ανδριά (Ανδρέα), τον Γιωργουλά (Γιώργο), τον Αποστόλη, την Καλόγρια, τη Σταμούλα, την Κατέρω (Κατερίνα) και την Ακριβή. Όπως φαίνεται, οι κόρες του ήταν παντρεμένες και, επειδή προφανώς είχαν προικοδοτηθεί, η περιουσία που είχε απομείνει στον διαθέτη οριζόταν να μοιραστεί στα τρία αρσενικά του παιδιά , τα οποία υποχρεώνονταν επιπλέον να αναλάβουν την εξόφληση των χρεών του πατέρα τους. Αν κάποιος δεν πλήρωνε το μερίδιό του, θα έπαιρνε από την πατρική περιουσία «πράμα» αξίας μόνο πέντε ριαλιών. Ποιο ήταν το σύνολο της περιουσίας του Αναστάση δεν αναφέρεται. Ωστόσο, όπως φαίνεται, διέθετε κτήματα, ορισμένα από τα οποία κατονομάζονται, καθώς και ζώα, ενώ η δυσκολία του, όπως και των περισσότερων αγροτών της εποχής, ήταν η δυσκολία πρόσβασης σε ρευστό. Είναι χαρακτηριστικό ότι όχι μόνο στις δύο αναφερόμενες, αλλά σε όλες τις διαθήκες αγροτών που γνωρίζω δεν αναφέρεται ότι οι διαθέτες έχουν χρήματα. Αντίθετα, σχεδόν όλοι έχουν χρέη. Παρόλο, βέβαια, που η αγροτική οικονομία της εποχής ήταν μια οικονομία αυτοκατανάλωσης και επιδίωξης της αυτάρκειας, υπήρχε ανάγκη και κάποιας ρευστότητας, καθώς ορισμένοι φόροι (όπως π.χ. της δεκάτης του κρασιού, του χορταριάτικου, δηλ. του φόρου στα ζώα κ.λπ.) έπρεπε να καταβάλλονται σε χρήμα. Αν τα περισσεύματα από την κατανάλωση όμως δεν ήταν αρκετά, ώστε να διοχετευθούν στην αγορά και να γίνουν χρήμα, υπήρχε πρόβλημα. Όπως φαίνεται στη διαθήκη του, ο Αναστάσης Χόρτης ξόδεψε 22½ λίρες[2], που έδωσε στο σύζυγο της κόρης του Σταμούλας για λειψοπροίκια και 2 τζεκίνια[3] που έδωσε, για να αγοράσει δαχτυλίδι στη σύζυγο του γιου του τού Αποστόλη. Η λύση του προβλήματος ήταν ο δανεισμός, ο οποίος γινόταν με «σημάδι», δηλαδή με ενέχυρο. Τόσο ο Αναστάσης Χόρτης όσο και ο Αναστάσης Μεσσήνης είχαν δανειστεί με τον τρόπο αυτόν. Ο πρώτος, όπως λεει, 2½ ή 3 ριάλια από τον Θοδωρή Γάλλο, με «σημάδι» δύο ταψιά, καθώς και 2 ριάλια από τον Λάζαρη, με «σημάδι» ένα χωράφι. Οι δανειζόμενοι έπαιρναν στην κατοχή τους τα «σημάδια», όταν επέστρεφαν τα χρήματα στους δανειστές. Η μέθοδος αυτή συνέβαλλε ασφαλώς στη διατήρηση της κοινωνικοοικονομικής ισορροπίας στις αγροτικές κοινότητες του νησιού, αφού στη δυσκολία τους οι αγρότες είχαν πρόσβαση σε δανεισμό, χωρίς όμως να αποξενώνονται οριστικά από περιουσιακά τους στοιχεία.

Μια άλλη πραγματικότητα της εποχής προκύπτει επίσης από τη διαθήκη του Αναστάση Χόρτη, που αφορά την περίθαλψη των ηλικιωμένων. Αυτή, για όσους είχαν παιδιά, παρεχόταν στο πλαίσιο της οικογένειας και προϋπέθετε ή συνδεόταν εθιμικά με κάποια μορφή ανταποδοτικότητας. Στην περίπτωσή μας ο Αναστάσης αφήνει στη νύφη του Κυριάκω ένα χωράφι στις Γούρνες «για την καλή γεροκόμηση» που του παρείχε. Ας σημειωθεί εδώ ότι όσοι δεν είχαν παιδιά έδιναν σε πολλές περιπτώσεις τα κτήματά τους σε μοναστήρια, με αντάλλαγμα τη «ζωοθροφία» τους, δηλαδή την παροχή ετησίως μιας ορισμένης ποσότητας των βασικών ειδών διατροφής και ενδύσεως.

Ο Αναστάσης Μεσσήνης είχε εν ζωή τη σύζυγό του και δύο παιδιά, την Ακριβή και τον Θοδωρή. Η διαφορά με τον Αναστάση Χόρτη είναι ότι τα δύο παιδιά του Μεσσήνη δεν είναι παντρεμένα, και αυτό αποκαλύπτει μια συγκεκριμένη αντίληψη και νοοτροπία των ανθρώπων της εποχής.

ΛΕΞΙΚΟ

[1] Ριάλι: ισπανικό ασημένιο νόμισμα, αξίας 10 λιρών.
[2] Η λίρα ήταν ασημένιο νόμισμα των καθημερινών συναλλαγών
[3] Τζεκίνι: χρυσό βενετικό νόμισμα (φλουρί),με κυμαινόμενη ισοτιμία. Περί τα μέσα του 18ου αιώνα αντιστοιχούσε σε 48 λίρες, ενώ στις αρχές του σε 32-33. Για μια εκτίμηση, στα μέσα του αιώνα το ημερομίσθιο λογαριαζόταν για 2 λίρες.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Καλώς ήρθατε!
Σας καλωσορίζουμε στην ανανεωμένη ιστοσελίδα μας!
Η ιστοσελίδα μας επανασχεδιάστηκε και ανανεώθηκε, είναι πιο σύγχρονη, πιο λειτουργική και πιο επικεντρωμένη στο να σας προσφέρει τις πληροφορίες που χρειάζεστε άμεσα και γρήγορα.
Για καλύτερη εμπειρία χρήσης αναβαθμίστε την εφαρμογή περιήγησης (Browser) που χρησιμοποιείτε
Ευχαριστούμε που μας επισκεφθήκατε!