Επί της βασιλείας του γεροντολούλουδου, του σπάρτου, του γαρδελιού, της γαϊδουροκυλίστρας και λοιπών αξιωματούχων.
Αγαπητοί συγχωριανοί,
Την άνοιξη ο «στραβολόισος» άξονας της γης την εύκρατη ζώνη των Χορτάτων,
πα να πει τη ζώνη που δεν έχει ούτε θέρμη
ούτε υποθερμία, τη στρίβει κατά τον ήλιο - όπως εξάλλου κι ούλο το βόρειο ημισφαίριο - και η πορεία του παϊτεριού του[1] απ’ την ανατολή στα Σταυρωτά ως τη δύση στη θάλασσα πέρα απ’ το Μέγα Βουνό κρατάει απάνου από 12 ώρες. Γι’ αυτό, το τοπίο αρχίζει να ζεσταίνεται προοδευτικά, ευνοώντας την ανθοφορία ακόμα και στου βράχου τη σχισμάδα και, γενικότερα, το χοροστασό του χορτιώτικου οικοσυστήματος. Όπως ελέανε οι παλιοί, περίπου απ’ τ’ Αη Σπυριδώνου– κι όχι Σπυρίδωνα που λένε οι γραμματιζούμενοι- με το παλιό η κάθε μέρα «παίρνει από ένα σπυρί» και 21 προς 22 του Μάρτη γένεται «ίσα βάρκα ίσα νερά». Απ’ την ημερομηνία αυτήνη απάν’ κάτου στα Χορτάτα αρχίζει το ανοιξιάτικο «Big Bang», κάτι σαν δημιουργικός σεισμός, που καταλήγει σ’ ένα πανηγύρι, με πανηγυρτζίδες τη χορτιώτικη χλωρίδα και πανίδα (απ’ το γεροντολούλουδο, το σπάρτο και την κουτσουπιά ως τα χελιδόνια και τα βατράχια στο λόμπο τς Παναγιάς), ένα πανηγύρι των αισθήσεων. Όπως, βέβαια, καταλαβαίνετε, τα μέλη της ορχήστρας δεν έχουνε να κάμουνε με τον Τσουρούφλη, το Βρυώνη, το Μάη – παρά το όνομα-, τον Καμπίλαυκο, τον Κακαβούλη [2] και τους συν αυτοίς. Πρόκειται για «ζυγιά»[3] - συμφωνική ορχήστρα, που συνοδεύεται από πολυφωνική χορωδία χιλιάδων χορωδών, μπροστά στην οποία ωχριούν ακόμα κι ο Ορφέας κι η Νέα Χορωδία Λευκάδας. Για λόγους οικονομίας χώρου θα αναφέρω ενδεικτικά μοναχά τα έγχορδα της ορχήστρας. Πρώτο βιολί (και εκτελέσεις solo): 16 αηδόνια απ’ τς Αη Πέντε, Δεύτερο βιολί: 14 γαρδέλια απ’ τον Αη Θόδωρο, Βιόλα: 12 γερακίνες απ’ τα Σταυρωτά, Τσέλλο: 10 προβατίνες (5 κάλεσες – η μία κούρτα- και 5 μούργες) απ’ τη θέση Αρχαίο Αλώνι, Κόντρα μπάσο: 8 γαϊδουρογάιδαροι απ’ τη γαϊδουροκυλίστρα της Κολώνης. Οι περισσότεροι όμως από μας είμαστε αποκλεισμένοι απ’ αυτήνη τη θεσπέσια παράσταση, είμαστε «έξω του νυμφώνος», αφού αφήκαμε κι έχτισαν τριγύρω μας «μεγάλα και υψηλά τείχη κι ανεπαισθήτως μας έκλεισαν απ’ τα Χορτάτα έξω». Θα μου πείτε όμως τώρα τι γένεται. Με το συμπάθιο, δηλαδή, αλλά μου κάζει πως το μόνο όχημα (καροτσίνι, αν προτιμάτε) που μας απομένει, για να πάρουμε μια γεύση από φτο το πανηγύρι τς χορτιώτικης άνοιξης, είναι η μνήμη. Παρασωφέρηδες, λοιπόν, στα φτερά της, θα μολύψουμε λίου απ’ τα σχετικά βιώματα, βυζαντινώ τω τρόπω, λόγω Πάσχα.
[1] παϊτέρι: αμαξάκι, άρμα
[2] Πασίγνωστοι οργανοπαίχτες στις δεκαετίες ’50-’80.
[3] ζυγιά: ολιγομελής λαϊκή ορχήστρα
[4] τζαμάρα: φλογέρα
[5] σάντες, μακριά γαϊδούρα, τσομάδες: παιδικά παιχνίδια
[6] χούρχουρα: πρόχειρα προσανάμματα
[7] μαζλίκα: το τυρί, μόλις βγει απ’ την τσαντήλα, δηλαδή το πανί με το οποίο στράγγιζαν το πηγμένο γάλα.
[8] μάουζερ (κι ουρκέλλες): σφαίρες, που τις πρασάρμοζαν τα παιδιά στην τρύπα ουρκέλλας (κουβαρίστρας), ακολούθως έκαναν ένα κοίλωμα στο μολύβι της σφαίρας με μια πρόκα που το γέμιζαν με το υλικό από το κεφάλι ενός σπίρτου (αντί για μπαρούτι) και εφάρμοζαν σ’ αυτό μια πεπλατυσμένη πρόκα και έτοιμη η τσακατρούκα. Η «εκπυρσοκρότηση» γινόταν με αστραπιαία κίνηση αναποδογυρίσματος του συστήματοςκαι επαφή της πρόκας σε σκληρή επιφάνεια (σε πλακάκι, τσιμεντένια επιφάνεια κ.λπ.)
[9] Κάπελας: ο μπάρμπα Βαγγέλης, έμπορος κρεάτων
[10] σίτα: σκεύος της κουζίνας, όπου πιθώνανε τα φαγητά.
Αγαπητοί συγχωριανοί,
Την άνοιξη ο «στραβολόισος» άξονας της γης την εύκρατη ζώνη των Χορτάτων,
πα να πει τη ζώνη που δεν έχει ούτε θέρμη
ούτε υποθερμία, τη στρίβει κατά τον ήλιο - όπως εξάλλου κι ούλο το βόρειο ημισφαίριο - και η πορεία του παϊτεριού του[1] απ’ την ανατολή στα Σταυρωτά ως τη δύση στη θάλασσα πέρα απ’ το Μέγα Βουνό κρατάει απάνου από 12 ώρες. Γι’ αυτό, το τοπίο αρχίζει να ζεσταίνεται προοδευτικά, ευνοώντας την ανθοφορία ακόμα και στου βράχου τη σχισμάδα και, γενικότερα, το χοροστασό του χορτιώτικου οικοσυστήματος. Όπως ελέανε οι παλιοί, περίπου απ’ τ’ Αη Σπυριδώνου– κι όχι Σπυρίδωνα που λένε οι γραμματιζούμενοι- με το παλιό η κάθε μέρα «παίρνει από ένα σπυρί» και 21 προς 22 του Μάρτη γένεται «ίσα βάρκα ίσα νερά». Απ’ την ημερομηνία αυτήνη απάν’ κάτου στα Χορτάτα αρχίζει το ανοιξιάτικο «Big Bang», κάτι σαν δημιουργικός σεισμός, που καταλήγει σ’ ένα πανηγύρι, με πανηγυρτζίδες τη χορτιώτικη χλωρίδα και πανίδα (απ’ το γεροντολούλουδο, το σπάρτο και την κουτσουπιά ως τα χελιδόνια και τα βατράχια στο λόμπο τς Παναγιάς), ένα πανηγύρι των αισθήσεων. Όπως, βέβαια, καταλαβαίνετε, τα μέλη της ορχήστρας δεν έχουνε να κάμουνε με τον Τσουρούφλη, το Βρυώνη, το Μάη – παρά το όνομα-, τον Καμπίλαυκο, τον Κακαβούλη [2] και τους συν αυτοίς. Πρόκειται για «ζυγιά»[3] - συμφωνική ορχήστρα, που συνοδεύεται από πολυφωνική χορωδία χιλιάδων χορωδών, μπροστά στην οποία ωχριούν ακόμα κι ο Ορφέας κι η Νέα Χορωδία Λευκάδας. Για λόγους οικονομίας χώρου θα αναφέρω ενδεικτικά μοναχά τα έγχορδα της ορχήστρας. Πρώτο βιολί (και εκτελέσεις solo): 16 αηδόνια απ’ τς Αη Πέντε, Δεύτερο βιολί: 14 γαρδέλια απ’ τον Αη Θόδωρο, Βιόλα: 12 γερακίνες απ’ τα Σταυρωτά, Τσέλλο: 10 προβατίνες (5 κάλεσες – η μία κούρτα- και 5 μούργες) απ’ τη θέση Αρχαίο Αλώνι, Κόντρα μπάσο: 8 γαϊδουρογάιδαροι απ’ τη γαϊδουροκυλίστρα της Κολώνης. Οι περισσότεροι όμως από μας είμαστε αποκλεισμένοι απ’ αυτήνη τη θεσπέσια παράσταση, είμαστε «έξω του νυμφώνος», αφού αφήκαμε κι έχτισαν τριγύρω μας «μεγάλα και υψηλά τείχη κι ανεπαισθήτως μας έκλεισαν απ’ τα Χορτάτα έξω». Θα μου πείτε όμως τώρα τι γένεται. Με το συμπάθιο, δηλαδή, αλλά μου κάζει πως το μόνο όχημα (καροτσίνι, αν προτιμάτε) που μας απομένει, για να πάρουμε μια γεύση από φτο το πανηγύρι τς χορτιώτικης άνοιξης, είναι η μνήμη. Παρασωφέρηδες, λοιπόν, στα φτερά της, θα μολύψουμε λίου απ’ τα σχετικά βιώματα, βυζαντινώ τω τρόπω, λόγω Πάσχα.
Διατονικό γένος
Εναρμόνιο γένος
Χρωματικό γένος
Η Άνοιξη μες του μυαλού τα παλαιά τ΄ αυλάκια,
τότε που ούλα ανθίζανε σαν ήμαστε παιδάκια,
ειρμούς με πικραμύγδαλο, τζαμάρα , ζωντανά,
Φέρνει μπριάμι και φακές, μάραθο και πυτιά
Μεγάλης Τεσσαρακοστής την όλη δυσθυμία
Σπάγαμε, αν και φοβόμαστε πάντα την τιμωρία,
Ποδόσφαιρο με τα πανιά, με πλάκες και αστεία,
Επαίζαμε στο Χορτερό, την παιδική εστία
Και σάντε και τη μακριά γαϊδούρα και τσομάδες ,
Μας κόβανε όμως πάντοτε φωνές από μανάδες,
Που μας ταλαιπωρούσανε με χούρχουρα και άλλα
Νερό να κουβαλήσουμε για την κυρά δασκάλα
Μεγαλοβδομαδιάτικα που ’κλεινε το σχολείο
Τα ζωντανά εβγάζαμε και με βροχή και κρύο,
Με τους παππούληδες μαζί που τα’χαν πάντα έννοια,
Τα’χαν σα νάτανε παιδιά, σα δεύτερη οικογένεια.
Τυρί, τυρί
λαμά σαβαχθανί!
Τουτέστιν Μαζλίκα., Μαζλίκα ,
ίνα τι με εγκατέλιπες;
Και άλλες μνήμες μαγικές,
βάγια από κοπέλες
Και τσακατρούκες ειδικές
με μάουζερ κι ουρκέλλες
Η νεολαία πο’ψελνε
το Ω γλυκύ μου Έαρ
Και η βαβά που έπαιρνε
ύδωρ από το φρέαρ.
Ω, μαγεριό παντοίον, στομάχου δολερόν
κάλλιον σου να είχον τον μέλανα ζωμόν.
Στο μαντεμένιο πιάτο για μας καραδοκείς
στο λάρυγγα να φτάσεις να μας εκδικηθείς.
Το αντίδοτό μας ήτανε πατάκες τηγανιά
μα απ’ το τσιτσί, σαρακοστή, χάσαμε τη θωριά.
Πού είσαι , ω προβατίνα μου, στου Κάπελα τσιγκέλι,
Να σε γνωρίσω θα’θελα και άλλο δε με μέλει.
Καταβασίες του τυριού εισπράτταμε απ’ τη σίτα
Σαν έκλεινε η σαρακοστή, μα και φελιά από πίτα.
Και του αρνιού ο θάνατος για μας ήταν Ανάσταση
Τι πανηγύρι ήταν κι αυτό, μια θεϊκή κατάσταση…
Για τη Σύνταξη: Έκτορας Γ. Χόρτης
ΛΕΞΙΚΟ
[1] παϊτέρι: αμαξάκι, άρμα
[2] Πασίγνωστοι οργανοπαίχτες στις δεκαετίες ’50-’80.
[3] ζυγιά: ολιγομελής λαϊκή ορχήστρα
[4] τζαμάρα: φλογέρα
[5] σάντες, μακριά γαϊδούρα, τσομάδες: παιδικά παιχνίδια
[6] χούρχουρα: πρόχειρα προσανάμματα
[7] μαζλίκα: το τυρί, μόλις βγει απ’ την τσαντήλα, δηλαδή το πανί με το οποίο στράγγιζαν το πηγμένο γάλα.
[8] μάουζερ (κι ουρκέλλες): σφαίρες, που τις πρασάρμοζαν τα παιδιά στην τρύπα ουρκέλλας (κουβαρίστρας), ακολούθως έκαναν ένα κοίλωμα στο μολύβι της σφαίρας με μια πρόκα που το γέμιζαν με το υλικό από το κεφάλι ενός σπίρτου (αντί για μπαρούτι) και εφάρμοζαν σ’ αυτό μια πεπλατυσμένη πρόκα και έτοιμη η τσακατρούκα. Η «εκπυρσοκρότηση» γινόταν με αστραπιαία κίνηση αναποδογυρίσματος του συστήματοςκαι επαφή της πρόκας σε σκληρή επιφάνεια (σε πλακάκι, τσιμεντένια επιφάνεια κ.λπ.)
[9] Κάπελας: ο μπάρμπα Βαγγέλης, έμπορος κρεάτων
[10] σίτα: σκεύος της κουζίνας, όπου πιθώνανε τα φαγητά.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου