Έπρεπε, λέει, να σηκωθεί με το λάλημα του κοκοτού, πριν καλά – καλά ξημερώσει, να κουβαλήσει νερό στο κεφάλι, να ζυμώσει, να ταϊσει τις κότες, να κάψει το φούρνο, να φροντίσει τα ζωντανά, να φκιάσει το σακούλι με το φαϊ για το χωράφι ή το αμπέλι (κι αν τύχαινε και κάποιος μουσαφίρης
και δεν περίσσευε το μαγειρευτό φαϊ,η Χορτιώτισσα με διάφορες προφάσεις έτρωγε ξεροφάι –συνήθως ξεροσαρδέλες) και να τακτοποιήσει και τ’ άλλα τα συγύρια (λαιμαργιές κ.λπ.), να αϊτάρει τους άντρες στο σκάλισμα, να μαζώξει τις ελιές, να δέσει το αμπέλι, να βοτανίσει, να θερίσει, να βοηθήσει στο αλώνισμα, να κουβαλήσει τ’ άχερο, να ποτίσει, να τρυγήσει, να βάλει σκάφη, να παστρέψει το σπίτι, να φκιάσει τα ρούχα των παιδιών, να περιθάλψει τα γερόντια, να ξεκλέψει λίγο χρόνο για να φκιάσει τα προικιά στα κορίτσια της: σεντόνια, πάντες, βελέτζες, σαγιάσματα, κοντέσια, μεσάλια, καρπετομαντανίες, πετσέτες, ως και στρωσίδια και καβαλοσκούτια. Μια πολύ μικρή όψη αυτής της τόσο πολύτιμης μα και τόσο υποτιμημένης προσφοράς έχει επίκεντρο την “ποδολόα”. Η Χορτιώτισσα όταν έπρεπε να κουβαλήσει κάτι βαρύ (νερό για το σπίτι, ξύλα για τη φωτιά, φρύγανα για το φούρνο, άχερο κ.λπ.), αφού ξέζωνε την ποδιά, την έκανε “ποδολόα”, την έστριβε δηλαδή και την έβαζε κουλουριαστή στο κεφάλι της, και κουβαλούσε τη βαρέλα ή την τσέτζερη με το νερό ή ένα θεόρατο δεμάτι ξύλα, που συνήθως το ’φερνε από πολύ μεγάλη απόσταση. Της Χορτιώτισσας, λοιπόν, της “κοβόντανε τα ήπατα” από τις τόσες και τόσο σκληρές δραστηριότητες. Ποτέ της όμως δεν εγόγγυζε. Αντίθετα, πολύ συχνά γινόντανε ο κυματοθραύστης στις δύσκολες καταστάσεις της οικογένειας και το απάνεμο λιμάνι για τα αδύναμα μέλη της. Ήταν, στ’ αλήθεια, μια παρουσία που θέρμαινε τα παιδιά κι ας μην υπήρχε χρόνος για χάδια, κι ας μην υπήρχε χρόνος να τα πάρει στα γόνατά της και να τα νανουρίσει. Ένα κλεφτό γαλούρισμα μόνο, αλλά τι γαλούρισμα !… Ήταν, στ’ αλήθεια, ένας ήλιος σκεπασμένος με κεφαλομάντηλo.
Σε πηγές δαφνοσκέπαστες ήπια εγώ, και στη στέρνα (Άγγελος Σικελιανός, Αλαφροϊσκιωτος, Ο Βαθύς Λόγος)
Στην Παναγιά η Χορτιώτισσα έπλενε χοντροσκούτια, μπουγάδες, σπάργανα παιδιών, καθώς και παλιορούτια.
Μα κι οι νυφάδες στην πηγή πλένανε τα προικιά τους και ζαχαράτα μοίραζαν σ’ όλους για τη χαρά τους.
Μα κι οι νυφάδες στην πηγή πλένανε τα προικιά τους και ζαχαράτα μοίραζαν σ’ όλους για τη χαρά τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου