«Θεατρικότητα»

Αγαπητοί συγχωριανοί και φίλοι αναγνώστες,

Την χάραξι φρόντισε τεχνικά να γίνει. Έκφρασις σοβαρή και μεγαλοπρεπής.
Το διάδημα καλλίτερα μάλλον στενό• εκείνα τα φαρδιά των Πάρθων δεν με αρέσουν.
(Κωνσταντίνος Καβάφης «Φιλέλλην»)


Τω καιρώ εκείνω, δεκαετία του '50, στην πλατεία του χωριού έδινε σχεδόν κάθε καλοκαίρι τ’ς παραστάσεις του ο δεινός καραγκιοζοπαίχτης Λιάκος. Έστενε τον μπερντέ του στην ταράτσα του Μπράελα και το κοινό απολάμβανε απ’ την πλατεία το υποκριτικό του ταλέντο. Στ’ς ιστορίες του εκόλαε πολλές φορές και διάφορα καλαμπούρια, ξεματοχινά για την κάθε περίσταση, ενώ και τα πειράγματα εδίνανε κι επαίρνανε με κάποιους απ’ το κοινό. Έτσι τα βράδια ο Λιάκος έκλεφτε την παράσταση κι όταν έπεφτε ο μπερντές όλοι εγυρίζανε στην κόρνια τους[1], χωρίς να κλαίνε το πιάτο με τα όσπρια (κουκιά, φακή, μπίζα, λαθήρια), που ήτανε το «εισιτήριο» για να παρακολ’θήσουνε την παράσταση. Εκτός, βέβαια, από το θέατρο σκιών, στο χωριό εγενόντανε και θεατρικές παραστάσεις απ’ τα παιδιά του σκολιού στις 25 Μαρτίου και στο τέλος τ’ς σχολικής χρονιάς. Από άλλα είδη θεάτρου οι περισσότεροι συγχωριανοί μας, εκείνοι κυρίως που δεν είχανε πάει σχολαρχείο και, γενικά, δεν είχανε ξεμυτίσει απ’ το χωριό, δεν είχανε ιδέα. Υπήρχανε, βέβαια, και κάποιοι συγχωριανοί που ’χανε ταξιδέψει στο «Εξωτερικό» (Αγρίνιο, Πάτρα, Αθήνα κ.λπ.), και μερικοί από δαύτους εμάθανε πως, εκτός απ’ την τραγωδία τ’ς λόρδας, υπάρχει και η αρχαία ελληνική τραγωδία, όπως κι άλλα είδη θεάτρου, ως και θέατρο του Παραλόγου. Ο μπάρμπα Τιπούκειτος, μάλιστα, έφτασε κι ως το θέατρο τ’ς Επιδαύρου, την εποχή που στη Λευκάδα εκυκλοφορούσανε τα παγωτά «Θαύμα» - κρέμα, σοκολάτα, κύπελλο και κακάο μ’ ένα φράγκο.
Εκτός όμως από εφτήνη τη θεατρική τέχνη, υπάρχει κι ένα άλλο θέατρο, εκειό τ’ς καθημερινότητας, με τ’ς θεατρινισμούς και τα «καραγκιοζιλίκια» της. Κι εφτήνη η τέχνη ήτανε και είναι άσχετη με το θεατρικό χώρο από τότενες που ο Θέους εδημιούργησε τη Λευκάδα και τον κόσμο (το δρόμο των Χορτάτων προς τη Νεραϊδόλυμπα δεν τον έφκιασε ακόμα, ούτε καν εκειόνε προς τη θάλασσα του Κομπλιού, άγνωστο για ποιόνε λόγο, αν και επεράσανε ακριβώς 7.523 χρόνια από κτίσεως κόσμου, κατά τας Γραφάς ) , υπήρχε δηλαδή εφτό το άλλο θέατρο πριν από τον Πεισίστρατο, το Άρμα Θέσπιδος και τ’ς γιορτές Λόγου και Τέχνης τ’ς Λευκάδας. Εικόνα για εφτήνη την όξου απ’το θέατρο θεατρικότητα δίνει ο Λάμπρος Πορφύρας στο παρακάτου ποίημα με τίτλο «Το θέατρο»:


Δεν ξέρω πώς να σου το ειπώ. Μα ο δρόμος, χθες το βράδυ,
μες στη σταχτιά τη συννεφιά σα θέατρο είχε γίνει.
Μόλις φαινόταν η σκηνή στ' ανάριο το σκοτάδι
και σα σκιές φαινόντανε μακριά μου οι θεατρίνοι.
Τα σπίτια πέρα κι οι αυλές και τα κλωνάρια αντάμα
έλεγες κι ήταν σκηνικά παλιά και ξεβαμμένα,
κι εκείνοι έβγαιναν κι έπαιζαν τ' αλλόκοτο τους δράμα,
κι άκουγες βόγκους κι άκουγες και γέλια ευτυχισμένα.
Εγώ δεν ξέρω. Εβγαίνανε κι εσμίγαν κι επαγαίναν
κι ήτανε μια παράσταση και θλιβερή κι ωραία.
Κι έβγαινε, Θε μου! κι η νυχτιά, καθώς επαρασταίναν,
έβγαινε, Θε μου, κι έριχνε τη μαύρη της αυλαία.


Ο ποιητής βλέπει νια πραγματικότητα (το δρόμο, τα σπίτια, τ’ς ανθρώπους) που τηνε μεταμορφώνει και τ’ς δίνει άλλο νόημα. Βλέπει δηλαδή τη σκηνή του δρόμου σα θέατρο, τα σπίτια και τ’ς αυλές σα σκηνικά και τ’ς ανθρώπους σαν ηθοποιούς, πράμα που του προκαλεί στυφά σα στραπέτσι[2] συναισθήματα. Εφτήνη η άλλη θεατρικότητα έχει να κάμει με την τέχνη των ηθοποιών, όπως είναι ο Ηλίας ο Φρούφαλος, αλλά, ενώ συνήθως οι ηθοποιοί παίζουνε χωρίς μάσκα, στο καθημερινό ανθρώπινο αλισβερίσι ο «υποκριτής» με την υπολογισμένη και προσποιητή συμπεριφορά του προσπαθεί ναι πείσει ότι εφτήνη η συμπεριφορά είναι φυσική σαν την πηγή στους Αϊ- Πέντε, γιατί έχει στην άκρη του μυαλού του κάποιο συμφέρον. Έτσι, η συγκεκριμένη θεατρινίστικη συμπεριφορά έχει φαινομενικά ούλα τα στοιχεία μιας ντόμπρας συμπεριφοράς, αλλά είναι προσποιητή και τη συναντάμε παντού και πάντοτε, όπως δείχνουνε ένα σωρό μαρτυρίες απ’ ούλες τ’ς ιστορικές περιόδους.
Στην Παλαιά Διαθήκη έχουμε την περιγραφή μιας τέτοιας κλασικής περίπτωσης θεατρικής συμπεριφοράς. Συγκεκριμένα, όταν τον Ισαάκ τον επήρανε τα χρόνια κι αδυνάτισε πολύ η όρασή του, εκάλεσε τον μεγαλύτερο γιο του, τον Ησαύ, και του’πε:· Γι’ ακουρμάσου εδώ, παιδί μου. Εγώ τα ΄χω φάει τα ψωμιά μου και μετράω μέρες. Πάρε, λοιπόν, το τόξο και χάει να μου φέρεις λίου κυνήγι, μαγέρεψέ το, για να μολύψω από δαύτο και να σου δώκω την ευχή μου, προτού πεθάνω.
Έτσι ο Ησαύ εβήκε για το κυνήγι. Ο θεσμός όμως του Ισαάκ, η Ρεβέκκα, άκουσε το διάλογο και, χωρίς να χασομερήσει, είπε στον Ιακώβ, τον νεότερο γιο της:
-Έλα δω, καμάρι μου, και πρόσεξε καλά τι θα σου πω.· Άκουσα τον πατέρα σου να λέει στον αδερφό σου τον Ησαύ να ντου φέρει κυνήγι και να ντου το μαγερέψει, κιαπέ να ντου δώκει την ευλογία του, πριν κλείσει τα μάτια του. Γι’ αυτό τρέχα εσύ στη στάνη και φέρε μου δυο κατσικάκια, για να ντα μαερέψω, ξέρω πώς, να ντου τα πας και να δώκει σε σένανε την ευκή του.
- Μα, μάνα, ο αδερφός μου ο Ησαύ είναι μαλλιαρός, ενώ εγώ σπανομαρία[3]. Σκιάζομαι, λοιπόν, μη με πασπατέψει ο πατέρας μου, πάρει είδηση πως πάω να ντονε γελάσω και τρέμω στην ιδέα μην το πάρει χαμπάρι και μου δώκει όχι την ευλογία του αλλά την κατάρα του.
- Άστηνε απάνου μου εφτήνη την αμαρτία και πήηνε για τα κατσίκια.
Επήε, λοιπόν, ο Ιακώβ και τα ’φερε κι η μάνα του τα εμαγέρεψε όπως αρέσανε στον πατέρα του. Έπειτα επήρε την πιο καλή στολή του Ησαύ, έντυσε μ’ εφτήνη τον Ιακώβ, ετύλιξε με τα δέρματα απ’ τα κατσίκια τα χέρια και το σβέρκο του κι έδωκε τα φαγιά και την πετασττή[4] που ‘χε φκιάσει, στα χέρια του κανακάρη της. Κι ο Ιακώβ τα πήε στον πατέρα του και του ‘πε:
- Πατέρα, ε, πατέρα. Εγώ είμαι, ο Ησαύ, ο γιος σου ο πρωτότοκος. Έκαμα, όπως μου ‘πες. Σήκω να φας απ’ το κυνήγι μου, για να μου δώκεις την ευκή σου.
- Και πώς εγίνηκε εφτό, να βρεις στο Πι και Φι κυνήγι;
- Ο Κύριος, δόξα να ’χει τα’ όνομά του, μού το’ φερε μπροστά μου.
- Τότε έλα κοντά μου, παιδί μου, να σε ψηλαφήσω και να καταλάβω αν στ’ αλήθεια είσαι εσύ ο γιος μου ο Ησαύ η όχι.
Ο Ιακώβ επλησίασε κι ο πατέρας του τον εψηλάφησε και του ‘πε: Η φωνή σου είναι φωνή του Ιακώβ, αλλά τα χέρια σου είναι χέρια του Ησαύ.
Δεν αναγνώρισε τον Ιακώβ, γιατί τα χέρια του, σκεπασμένα με τα δέρματα, ήτανε τριχωτά, όπως τα χέρια του αδερφού του τού Ησαύ. Και, αφού τον ευλόγησε και τον έπεισε ο Ιακώβ πως είναι ο Ησαύ, είπε ο πατέρας: Παιδί μου, φέρε μου να φάω απ’ το κυνήγι σου, για να σου δώκω την ευκή μου.
Ο Ιακώβ του έδωκε κι έφαε, το’βαλε και νια βολά κεροπάτι[5] κι έπιε κι έπειτα επλησίασε κι εφίλησε τον πατέρα του. Αμέσως του Ισαάκ του’ρτε η μυρουδιά απ’ τα σκουτιά του Ησαύ, που τα εφόρ’γε ο Ιακώβ, το ’δωκε τ’ν ευκή του κι είπε: Εφτήνη είναι η μυρουδιά του γιου μου, σα μυρουδιά ευλογημένου απ’ τον Κύριο χωραφιού, με χορτάρια κι αγριολούλουδα […][6].
 
Έτσι εξεγέλασε ο Ιακώβ τον πατέρα του, παριστάνοντας τον αδερφό του τον Ησαύ, με σενάριο - σκηνοθεσία τ’ς μάνας του, κι έμεινε στ’ν ιστορία η ρήση «ἡ μὲν φωνὴ φωνὴ Ἰακώβ, αἱ δὲ χεῖρες χεῖρες Ἡσαῦ».
Αλλά κι ο Θεόδωρος Πρόδρομος ή Πτωχοπρόδρομος, ένας φτωχός και ξεσκλερούτης[7] λαϊκός σατιρικός ποιητής του 12ου αιώνα σε ένα από τα ποιήματα που τα λένε για δικά του κάνει λόγο για του λιναριού τα πάθη που επέρασε στα 12 χρόνια του γάμου του με μια γυναίκα χερότερη κι απ’ την Ξανθίππη, που τον εταλαιπωρούσε, τον έβριζε, τον εχλεύαζε και τον άφηνε ακόμα και νηστικό. Νια μέρα ο Θεόδωρος, θεονήστ’κος κι απελπισμένος, μεταμφιέστηκε σε Ρώσο καλόερο, για να μπορέσει να φάει στο ίδιο τραπέζι με τα παιδιά του, έστω και σαν ξένος. Όταν η συμβία του είχε ετοιμάσει την τάβλα κι ήτανε έτοιμη να κενώσει το φαϊ, τον εξωπέταξε απ’ το σπίτι. Σε λίγο όμως εμφανίζεται μεταμφιεσμένος και τότε η μάνα λέει στα παιδιά: «Αφήτε τόνε, είναι φτωχός καλό’ερος ετούτος». Κι έτσι έκατσε ο ταλαίπωρος στο οικογενειακό τραπέζι[8].
Εκτός απ’ τη μεταμφίεση τ’ς πείνας, κι οτιδήποτε άλλο μπορεί να πάρει θεατρικόνε χαρακτήρα, ακόμα και κηδείες σαν κι εκείνη που περιγράφει στο ποίημα «Επιτύμβιον» ο Μανόλης Αναγνωστάκης.


Πέθανες — κι έγινες και συ: ο καλός,
Ο λαμπρός άνθρωπος, ο οικογενειάρχης, ο πατριώτης.
Τριάντα έξι στέφανα σε συνοδέψανε, τρεις λόγοι αντιπροέδρων,
Εφτά ψηφίσματα για τις υπέροχες υπηρεσίες που προσέφερες.
Α, ρε Λαυρέντη, εγώ που μόνο το ’ξερα τί κάθαρμα ήσουν,
Τί κάλπικος παράς, μια ολόκληρη ζωή μέσα στο ψέμα
Κοιμού εν ειρήνη, δεν θα ’ρθω την ησυχία σου να ταράξω.
(Εγώ, μια ολόκληρη ζωή μες στη σιωπή θα την εξαγοράσω
Πολύ ακριβά κι όχι με τίμημα το θλιβερό σου το σαρκίο).
Κοιμού εν ειρήνη. Ως ήσουν πάντα στη ζωή: ο καλός,
Ο λαμπρός άνθρωπος, ο οικογενειάρχης, ο πατριώτης.
Δε θα ’σαι ο πρώτος ούτε δα κι ο τελευταίος.


Από τέτοιους Λαυρέντηδες, βέβαια, είναι γιομάτος ο τόπος. Αλλά κι η σημερ’νή καθημερινότητα είναι γιομάτη από κάθε είδους θεατρινισμούς. Έτσι, ο παγαπόντης σου λέει πως η κόκα απ’ τ’ αμύδαλο είναι κότσαλο[9], για να ντηνε φάει εκειός κι ο ξεγίγκλωτος[10] θα σου παραστήσει τα φύκια για μεταξωτές κορδέλες. Στο χώρο του αθλητισμού, πασίγνωστος ποδοσφαιριστής της Ρεάλ Μαδρίτης έκανε σαν το γουρούνι που το σφάζουνε, για να κερδέσει μπέναλτι απ’ τον διαιτητή, χωρίς να τον έχει αγγίξει ο αντίπαλος. Αλλά ακόμα και στη ζητιανιά συναντάμε επαγγελματίες επαίτες, όπως και στο καλοκαιρ’νό εθνικό μας σπορ, το γνωστό «καμάκι».


Σκέρτσα και θεατρινισμούς, φυσικά, βλέπουμε και στο χώρο των ΜΜΕ και τ’ς πολιτικής. Έτσι κάθε τρεις και λίου βλέπουμε πως κάποιοι που ‘ναι μαθημένοι να κάνουνε ούλο στρινιαριές[11], πασκίζουνε να φκιάσουνε νια εικόνα που να ξεγελάει και να κάνει άγιατρη την πραγματικότητα, για να φέρουνε τον άλλονε στα νερά τους. Κι ενώ η μάσκα είναι ένα σκέπασμα τ’ς προφοράς[12] για μασκάρεμα ή προστασία απ’ τ’ς μέλισσες, τ’ς σφήγκες και τα’ς σερσέλους, κι εκειός που τηνε φοράει λέγεται «μασκαράς», υπάρχουνε και μασκαράδες χωρίς μάσκες. Εφτήνη την πλαστογράφηση τ’ς πραγματικότητας, που καταργεί τη λογική και σε κάνει να βαρείς το κεφάλι σου στον τοίχο, μπορούμε να ντηνε συναντήσουμε στο ραδιόφωνο, όταν γένεται «ραδιόφονο», στην τηλεόραση - Πινόκιο για μανιοκαταθλιπτικούς, στην έντυπη δημοσιογραφία - κατακίτρινα φθινοπωρινά φύλλα. Έτσι, μπορούμε να ιδούμε κάποιους δημοσιογραφούντες – ο δημοσιογράφος εξ ορισμού είναι ταγμένος να υπηρετεί το δημόσιο συμφέρον, λέει ο μπάρμπα Τιπούκειτος- να φκιάνουνε φανταστικές εικόνες σαν τσου πίνακες του Σαλβαδόρ Νταλί[13] (π.χ. να περιγράφουνε σκηνή με άνθρωπο που να πέφτει απ’ τα … σύγνεφα ή να περβατεί «επί πτερύγων ανέμων» !!!), γιατί έχουνε να κερδαίσουνε κατιντίς. Στο χώρο τ’ς πολιτικής μερικές φορές (ο καθένας ας βάλει το ποσοστό του «επί τοις %») γένεται ο μύλος ο χαλασμένος και τότενες ο υπεύθυνος προπαγάνδας θα μπορούσε να λέγεται Δημοκράτης Συκοφάντης, ο κλειδοκράτορας του δημόσιου ταμείου Αγγούρης Καστραβέτσης, ο επί των Στρατιωτικών Γιώργος Θαλάσσης ( ο Μικρός Ήρωας, το θρυλικό παιδί – φάντασμα), ο επί του πολιτισμού Σωτήρης Σκεπάρνης, ο εργατοπατέρας Πιλοφόρης Μιστριώτης, ο προμηθευτής υγειονομικού υλικού Φαταούλας Βατσίνας, ο επί της φάνφας σιτιστής Άμπακος Γαργαντούας κ.ο.κ.. Όσο για τον γνωστό τύπο του πολιτικάντη, άλλοτε θα μας λέει πως, αν τονε ψηφίσουμε, τ’ς κότες όχι μοναχά δεν θα ντ’ς πιάνει ποτέ λιμοψείρι, αλλά και θα γεννάνε συνέχεια δίκορκα αυγά, άλλοτε θα ντα λέει ωραία χωρίς να λέει τίποτα κι άλλοτε, αν δεν τα καταφέρνει ούτε στο τίποτα, θα δαιμονοποιεί τον αντίπαλό του, όπως στ’ς κακόγουστες, μα στημένες με μαστοριά επιθεωρήσεις, όπου οι βρισές και
τα αφ’σκόλογα[14] παίρνουνε τη θέση του τσουχτερού λόγου και του πεπεράτου καλαμπουριού. Ακόμα και στ’ς πολιτικές φιλίες, για να πείσουνε δυο συνεταιράκια πως ο πολιτικός δεσμός τ’ς είναι σαν μία ψυχή σε δύο σώματα, θα μπορούανε να πάρουνε ο καθένας τ’ όνομα του κολέα του. Έτσι, αν π.χ. τον Α τονε λένε Κένεντυ και τον Β Ντίνο, θα μπορούσε να λέγεται ο Α Ντίνος και ο Β Κένεντυ (Σημειώστε πως ο φίλος μου ο Ντίνος είναι γνωστός στη Λευκάδα με το παρατσούκλι Κένεντυ).


Ούλα τα παραπάνου δείχνουνε πως ο κόσμος μας δεν είναι όμορφος κόσμος ηθικός, αγγελικά πλασμένος. Τα πράματα είναι σκληρά κι ο συμβιβασμός κανόνας. Για να «φτάσει» κάποιος, να ντου κάζει[15] πως επίτυχε στη ζωή του, πολλές φορές υποκρίνεται, κολακεύει, παίζει θέατρο και στο τέλος – τέλος χάνει το νούμερο τ’ς δεκάρας. Χαρακτηριστική εφτ’νής τ’ς κατάντιας τ’ ανθρώπου είναι η περιγραφή νιας κλασικής περίπτωσης «θεατρικότητας», με την οποία «επενδύεται» η ανομία, στο παρακάτου απόσπασμα απ’ το πεζό «Κάθαρσις» του ποιητή Κώστα Καρυωτάκη, που καταλήγει στο τέλος σε ξέσπασμα οργής και αγανάκτησης.
«Βέβαια. Έπρεπε να σκύψω μπροστά στον ένα και, χαϊδεύοντας ηδονικά το μαύρο σεβιότ – παφ, παφ, παφ -, «έχετε λίγη σκόνη» να ειπώ «κύριε Άλφα». Ύστερα έπρεπε να περιμένω στη γωνία, κι όταν αντίκριζα την κοιλιά του άλλου, αφού θα ’χα επί τόσα χρόνια παρακολουθήσει τα αισθήματα και το σφυγμό της, να σκύψω άλλη μια φορά και να ψιθυρίσω εμπιστευτικά : «Αχ, αυτός ο Άλφα, κύριε Βήτα…». Έπρεπε, πίσω από τα γυαλιά του Γάμμα, να καραδοκώ την ιλαρή ματιά του. Αν μου την εχάριζε, να ξεδιπλώσω το καλύτερο χαμόγελό μου και να τη δεχτώ όπως σε μανδύα ιππότου ένα βασιλικό βρέφος. Αν όμως αργούσε, να σκύψω για τρίτη φορά γεμάτος συντριβή και ν’ αρθρώσω «Δούλος σας, κύριέ μου».


Αλλά πρώτα πρώτα έπρεπε να μείνω στη σπείρα του Δέλτα. Εκεί η ληστεία γινόταν κάτω από λαμπρούς, διεθνείς οιωνούς, μέσα σε πολυτελή γραφεία. Στην αρχή, δε θα υπήρχα. Κρυμμένος πίσω από τον κοντόπαχο τμηματάρχη μου, θα οσφραινόμουν. Θα είχα τρόπους λεπτούς, αέρινους. Θα εμάθαινα τη συνθηματική τους γλώσσα. Η ψαύσις του αριστερού μέρους της χωρίστρας θα εσήμαινε: «πεντακόσιες χιλιάδες». Ένα επίμονο τίναγμα της στάχτης του πούρου θα έλεγε: «σύμφωνος». Θα εκέρδιζα την εμπιστοσύνη όλων. Και, μια μέρα, ακουμπώντας στο κρύσταλλο του τραπεζιού μου, θα έγραφα εγώ την απάντηση: «Ο αυτόνομος οργανισμός μας, κύριε Εισαγγελεύ…»
Έπρεπε να σκύψω, να σκύψω, να σκύψω. Τόσο που η μύτη μου να ενωθεί με τη φτέρνα μου. Έτσι βολικά κουλουριασμένος, να κυλώ και να φθάσω.
Κανάγιες!»
Να μην μπερδεύουμε όμως εφτήνη την καραγκιοζοειδή θεατρικότητα με τα κατά συνθήκη ψεύδη, μ’ εφτά δηλαδή που λέγονται εν γνώσει μας πως είναι ψέματα, για να μη θίξουμε ή προκαλέσουμε τον άλλον. Ενώ όμως πάντα καταδικάζουμε το ψέμα, συνήθως δεν θέλουμε την αλήθεια. Δε χωνεύουμε τον ψεύτη, αλλά μας καλαρέσουνε και τα ψέματά του. Η ανάγκη να είμαστε «ευέλικτοι» κι ο φόβος της απόρριψης μας κάνουνε να βάνουμε τη μάσκα της υποκρισίας, να καλύπτουμε τα ελαττώματα και τ’ς πομπές μας και να μπαίνουμε σε μονοπάτι – ξαχούρδα. Γιατί άλλο είναι τα ωφέλιμα και αναγκαία ψέματα κι άλλο η υποκρισία κι οι θεατρινισμοί.
Όσο για τ’ς υποσχέσεις των όποιων Μαυρογιαλούρων, ιδιαίτερα στ’ς προεκλογικές περιόδους, αλάνθαστη είναι η συνταγή του σοφού πιστικού που άφηκε εποχή στο Διαμπλιάνι, του μπάρμπα Φώτη του Σκούπλα, ο οποίος επρόσεχε και δεν έβανε ποτέ στα πρόβατά του για μπροστάρη «Τραγέλαφο[16]», κι ας υποσχόντανε εκειός πως θα οδηγούσε το κοπάδι σε χλοερές κοιλάδες, όπου το ποίμνιο θα να τρωε ωραίες πρασινάδες. Ήξερε ο μπάρμπα Φώτης πως ο αισχρός ποιμενάρχης, ο μασκαράς Τραγέλαφος θα να ‘παιρνε για υπασπιστή τον κούτρη[17] τον ξάδερφό του και πως, αντί να βγάνει τα πρόβατα να βόσκουνε τρυφερό χορτάρι, θα ντα επήηνε σε γκρεμούς με λία κι αγκαθερά φύλλα, θέλοντας να κάμει τα πρόβατα γίδια κι, αν εμπόρειε, θα ντους άλλαζε και το βέλασμα. Και μεγάρι να τον ακούανε τον μπάρμπα Φώτη ούλες οι φυλές των προβάτων.          


ΛΕΞΙΚΟ
[1] Κόρνια = κοτέτσι, μτφρ. σπιτικό
[2] Στραπέτσι = φαγητό τόσο αλμυρό που να μην τρώγεται, φαγητό «λύσσα».
[3] Σπανομαρία: άτριχος άντρας, σα γυναίκα
[4] Πεταστή: νόστιμη πίτα από αλεύρι χωρίς προζύμι, με λάδι και τρίμματα τυριού
[5] Κεροπάτι : κρασί από σταφύλια βαρτζαμιά, όπου το μούστο τονε ρίχνουνε στα βαρέλια για να βράσει χωρίς τσίπουρα ή τσιπρίτη.
[6][6] Παλαιά Διαθήκη, Γενέσεως 27, 1-28
[7] Ξεσκλερούτης = κουρελής
[8] Δ. Κ. Έσσελιγκ, Βυζάντιον και Βυζαντινός Πολιτισμός, Μετάφραση, Γ. Κ. Σακελλαρόπουλου, εκδ. Γ. Παπακωνσταντίνου, Αθήνα 1970, σελ. 331-338.
[9] Κότσαλο= το σκληρό περίβλημα του καρπού
[10] ξεγίγκλωτος[10] = αυτός που δεν έχει φραγμό στη συμπεριφορά του
[11] Στρινιαριά = καταπάτηση των κανόνων, αναξιοπιστία, αφερεγγυότητα
[12] Προφορά: φυσιογνωμία του προσώπου
[13] Σαλβαδόρ Νταλί: Ισπανός ζωγράφος του 20ου αιώνα, που έκανε σύνδεση εικόνων ή αντικειμένων που δεν συνδέονται μεταξύ τους κατ' ανάγκην λογικά, με σκοπό την πρόσβαση στο ασυνείδητο..
[14] Αφ’σκόλο(γ)α: βωμολοχίες
[15] Μου κάζει = φαντάζομαι, νομίζω
[16] Τραγέλαφος = μυθικό ζώο με σώμα τράγου και ελαφιού. Οποιαδήποτε κατάσταση αφύσικη, αλλόκοτη , συγκεχυμένη και αντιφατική μέχρι γελοιότητας
[17] Κούτρης = ανόητος, βλάκας

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Καλώς ήρθατε!
Σας καλωσορίζουμε στην ανανεωμένη ιστοσελίδα μας!
Η ιστοσελίδα μας επανασχεδιάστηκε και ανανεώθηκε, είναι πιο σύγχρονη, πιο λειτουργική και πιο επικεντρωμένη στο να σας προσφέρει τις πληροφορίες που χρειάζεστε άμεσα και γρήγορα.
Για καλύτερη εμπειρία χρήσης αναβαθμίστε την εφαρμογή περιήγησης (Browser) που χρησιμοποιείτε
Ευχαριστούμε που μας επισκεφθήκατε!