Άλογα του μύθου και της ψυχής μας

Του AΓΓΕΛΟΥ Γ. ΧΟΡΤΗ
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ ένα λίθινο άλογο που ιππεύει
ο πόντος (Οδυσσέας Ελύτης)
Μαθητής, θυμάμαι, στο Δημοτικό σχολείο είχα διαβάσει σε ένα παλιό βιβλίο, πιθανότατα αναγνωστικό του πατέρα μου, όταν φοιτούσε στο Σχολαρχείο, τη θαυμαστή και παράξενη ιστορία του Πήγασου, του φτερωτού αλόγου που είχε γεννηθεί από το αίμα της γοργόνας Μέδουσας, όταν την είχε αποκεφαλίσει ο Περσέας.
Το θεϊκό άλογο είχε ιππεύσει ο μυθικός ήρωας Βελερεφόντης και από τον ουρανό όπου τον είχε ανεβάσει χτύπησε με το τόξο του και σκότωσε τη Χίμαιρα, το φοβερό και αποτρόπαιο τέρας που είχε σώμα κατσίκας, κεφάλι λιονταριού και ουρά φιδιού.


Λίγο καιρό αργότερα, κάποια άλλα άλογα που από το ιστορικό τους πλαίσιο πέρασαν στη σφαίρα του θρύλου, μαζί με τους κυρίους τους, πυροδότησαν τη φαντασία μου και με μετέφεραν στο χώρο του θαυμαστού και του υπερφυσικού. Ήταν τα άλογα των Ακριτών που φύλαγαν τα σύνορα του Βυζαντίου, οι Μαύροι, όπως τα ονομάζουν τα ακριτικά τραγούδια, που η ορμή και η δύναμή τους ήταν τέτοια που
«του Κώστα τρώει σίδερα,  τ’ Αλέξη τα λιθάρια
και του μικρού Βλαχόπουλου τα δέντρα ξεριζώνει».
Και το αποκορύφωμα της εξύμνησης: όταν το μικρό βλαχόπουλο βλέπει να πρασινίζουν οι κάμποι και να κοκκινίζουν τα βουνά από Σαρακηνούς και Τούρκους και  «να πάει πίσω ντρέπεται, να πάει εμπρός φοβάται», ο Μαύρος του τον ενθαρρύνει και έτσι ο Ακρίτης καβάλα σ’ αυτόν
«Στο έμπα μπήκε σαν αϊτός, στο έβγα σαν πετρίτης,
στο έμπα χίλιους έκοψε, στο έβγα δυο χιλιάδες
και στο καλό το γύρισμα κανέναν δεν αφήνει».


Ένας κόσμος ηρωικός, ένας κόσμος του μύθου, στον οποίο απαράμιλλοι σε σθένος, ορμή, αντοχή και πολεμική αρετή άνθρωπος και άλογο συμμετέχουν σχεδόν ισότιμα σο έπος.


Ένα άλλο άλογο, στις φυσικές του πια διαστάσεις, αν παραλείψουμε το θρυλικό Βουκεφάλα, που έφερε τον Μ. Αλέξανδρο τροπαιούχο μέχρι την Ινδία, ήταν το άλογο του αυθέντη της Κορίνθου και του Ναυπλίου Λέοντα Σγουρού. Όταν ο βυζαντινός άρχοντας, εκπρόσωπος της στρατιωτικής αριστοκρατίας, νικήθηκε στις αρχές του 13ου αιώνα από τους Φράγκους, ανέβηκε στον Ακροκόρινθο και έπεσε έφιππος στον γκρεμό. Ήταν τέτοιος ο δεσμός του αλόγου με τον αφέντη του, ώστε το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, κυριαρχικό τόσο στον άνθρωπο όσο και στα ζώα, υποχώρησε μπροστά στην αφοσίωση του περήφανου ζώου στον κύριό του.


Τα άλογα που ανέφερα, ακόμα και αυτά που δεν ανήκουν στη σφαίρα του μύθου, εγώ τουλάχιστον τα φαντάζομαι να κινούνται ανάμεσα στην πραγματικότητα και στο θρύλο, να μας οδηγούν σε ένα κόσμο πέρα από τα ανθρώπινα, να μας γεμίζουν την ψυχή με αισθήματα θαυμασμού και, για κάποιες στιγμές, να μας κάνουν να βγαίνουμε από την καθημερινότητα που ζούμε. Ωστόσο, αισθήματα αγάπης, συγκίνησης, συντροφικότητας δεν μας εμπνέουν. Για να νιώσει κανείς τέτοια συναισθήματα, προϋπόθεση είναι να γνωρίζει το άλλο ον, να έχει αισθανθεί την αφοσίωσή του και να έχει αφιερώσει τις φροντίδες του σ’ αυτό. Συμβαίνει δηλαδή αυτό που με τόση ευαισθησία και τρυφερότητα μας περιγράφει ο συγγραφέας Σαιντ Εξυπερύ στο «Μικρό Πρίγκιπα». Ο ήρωας του βιβλίου, ο Μικρός Πρίγκιπας, που έχει φύγει από τον πλανήτη του, έχει αφήσει σ’ αυτόν ένα τριαντάφυλλο, στο οποίο αφιέρωνε όλες τις τρυφερές φροντίδες του και αγωνιούσε για τους κινδύνους που το απειλούσαν, τόσο μικρό και εύθραυστο που ήταν. Και ενώ στη γη συνάντησε χιλιάδες όμοια λουλούδια, το δικό του τριαντάφυλλο στον μακρινό του πλανήτη παρέμεινε στην καρδιά του ένα και μοναδικό. Γιατί αγαπάμε αυτό που γνωρίζουμε, αυτό που η φροντίδα μας μάς έχει δέσει μαζί του.


Θα σας μιλήσω, λοιπόν, τώρα κι εγώ για το δικό μου άλογο. Μικρός, στις πρώτες τάξεις του Γυμνασίου, είχα καβαλικέψει, θυμάμαι, το δικό μας άλογο, τον Ψαρή, χωρίς σαμάρι, για να το οδηγήσω σε κάποιο χωράφι μας. Ο δρόμος που ακολούθησα ήταν ένας στενός αγροτικός δρόμος με πολλές πέτρες. Ήταν οι πρώτες ώρες του απομεσήμερου μιας καλοκαιρινής μέρας, με τον εκτυφλωτικό ήλιο να φωτίζει τη φύση με εκείνο το αστραφτερό ελληνικό φως που κάνει τα πράγματα μοναδικά, λες και κολυμπούν μέσα σ’ αυτό, και που δεν μπορεί να το περιγράψει, αλλά μόνο να το απολαύσει κανείς με τις αισθήσεις του. Στην απόλυτη σιωπή και γαλήνη του απομεσήμερου, έβλεπα το φως του ήλιου να τρέμει στον αιθέρα, να πυρώνει τους θάμνους, τα λιγοστά δέντρα, τις πέτρες, τα θερισμένα χωράφια, στο βάθος το λόφο της Κολώνης και την ακύμαντη θάλασσα. Παρασυρμένος από το τοπίο, δεν κατάλαβα πώς, εντελώς ξαφνικά, γλίστρησα απ’ τη ράχη του αλόγου και βρέθηκα ξαπλωμένος στις πέτρες του δρόμου. Και τότε δοκίμασα μια απίστευτη έκπληξη: το άλογο δεν συνέχισε, όπως περίμενα και όπως θα φανταζόταν κανείς, το δρόμο του, χωρίς το βάρος του αναβάτη του. Στάθηκε ακίνητο δίπλα μου, φύλακάς μου, προσωποποίηση της ανιδιοτελούς και άδολης αφοσίωσης. Σηκώθηκα από το έδαφος με ένα κύμα συγκίνησης να με έχει κατακλύσει. Από τότε έγινε ο φίλος που ήξερα ότι δεν θα με προδώσει ποτέ.  Το ένιωθα σαν μέλος της οικογένειάς μας και μήπως στην πραγματικότητα δεν ήταν;  Σε όλες τις επίπονες αγροτικές εργασίες ήταν αυτό που πιο σκληρά από όλους εργαζόταν. Στη σπορά με ήλιο ή με βροχή έσερνε το αλέτρι σε χωράφια πολλές φορές βαλτωμένα, που απαιτούσαν τεράστια προσπάθεια για να οργωθούν. Στον θερισμό και στον τρύγο κουβαλούσε τα γεννήματα και τα σταφύλια, πολλές φορές σε κακοτράχαλα  στενά ορεινά μονοπάτια, απρόσφορα και επικίνδυνα για το λεπτεπίλεπτο και ευγενικό ζώο.  Στο αλώνισμα έσερνε τη σβάρνα με οδηγούς εμένα και τ’ αδέρφια μου, που η χαρά μας, όπως και όλων των παιδιών, δεν μπορεί να περιγραφεί. Η εργασία αυτή ήταν η μόνη, πιστεύω, που ανταποκρινόταν στην αληθινή φύση του αλόγου μας και κάθε αλόγου. Με το κεφάλι ψηλά, το τρίχωμά του να αστράφτει στον ήλιο, το βλέμμα του ζωηρό, τη χαίτη του να ανεμίζει, τα πέταλά του να βγάζουν φωτιά και τα ρουθούνια του να αχνίζουν, κάλπαζε πάνω στους λοφίσκους με τα στάχια, περήφανο και επιβλητικό. Κρατώντας τα γκέμια του, αισθανόμουν σαν τους αρχαίους αρματηλάτες που οδηγούσαν το άρμα τους στο όνειρο και τη νίκη. Εκείνες τις στιγμές το άλογό μας μεταμορφωνόταν στη φαντασία μου και ταυτιζόταν με τα θαυμαστά άλογα που η σμίλη του Φειδία λάξευσε στη ζωφόρο του Παρθενώνα, άλογα ιδανικά, που διασώθηκαν στην αιωνιότητα με την τέχνη του μεγάλου γλύπτη.  Κάτι ανάλογο συνέβαινε όταν το καβαλικεύαμε εγώ και τα αδέρφια μου. Τις στιγμές εκείνες - ποιος ξέρει;- ίσως βίωνε την αποδέσμευσή του από τους καταναγκασμούς της σκληρής καθημερινής δουλειάς και κάλπαζε ελεύθερο στη φύση, κυνηγώντας και αυτό, όπως κι εμείς, τη χίμαιρα και την ευτυχία, γιατί νιώθαμε αληθινά ευτυχισμένοι και για λίγες στιγμές ελεύθεροι από τα «πρέπει»  και τα «μη» που οριοθετούσαν και καθόριζαν τη ζωή μας, σε εποχές δύσκολες αλλά και τόσο όμορφες!


Τα χρόνια όμως πέρασαν. Το άλογό μας, που άλλοτε έσφυζε από ζωή και δύναμη, άρχισε να υποκύπτει στον αναπότρεπτο νόμο της φθοράς που καταβάλλει όλους τους βιολογικούς οργανισμούς. Οι φυσικές του δυνάμεις άρχισαν να το εγκαταλείπουν. Τώρα πια δεν μπορούσε να καλπάσει, υψώνοντας περήφανα το κεφάλι του και καταπίνοντας τις αποστάσεις. Το βλέμμα του έγινε θολό, το βάδισμά του αργό. Αυτό που κάποτε ήταν η ζωντανή έκφραση της υγείας, του σφρίγους και της δύναμης, τώρα πια ακολουθούσε το νόμο της φθοράς χωρίς επιστροφή. Όταν πέθανε (δεν μπορώ να χρησιμοποιήσω άλλη έκφραση), ένιωσα πως είχε περάσει πια η εποχή της ξενοιασιάς και της αθωότητας. Ήταν η πρώτη μου επαφή με το θάνατο και  αυτή η επαφή, που αφήνει ανεξίτηλα ίχνη στην ψυχή μας, τα οποία ο χρόνος δεν μπορεί να εξαλείψει, όσο κι αν πιστεύουμε ότι η λήθη τα σκεπάζει,  είναι η συνειδητοποίηση ότι ωριμάζουμε και γνωρίζουμε με αυτό τον τρόπο και την άλλη όψη της ζωής, τη σκοτεινή, με τον πόνο και τα βάσανά της, και ότι στην επίγεια διαδρομή μας σκοτάδι και φως, χαρά και λύπη είναι αξεδιάλυτα δεμένα μεταξύ τους. Χρόνια μετά, όταν γυρίζω στο παρελθόν, δεν μπορώ να μην θυμηθώ και το άλογό μας, καθημερινό ακούραστο συμπαραστάτη και βοηθό του πατέρα και της μάνας μου σε κάθε εργασία τους, στο χωράφι, στο αμπέλι, στο αλώνι, στον κήπο. Και το φαντάζομαι να καλπάζει ελεύθερο στα χλοερά λιβάδια του ονείρου σαν αντίδωρο στην ανιδιοτελή αφοσίωσή του σε όλους μας κατά την επίγεια διαδρομή του.


Δυναµική σύνθεση από τη ζωφόρο του Παρθενώνα (Ποµπή των Παναθηναίων). Ένας ίππαρχος προσπαθεί να συγκρατήσει το ατίθασο άλογό του. Πολλοί µελετητές θεωρούν ότι είναι έργο του Φειδία.  

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Καλώς ήρθατε!
Σας καλωσορίζουμε στην ανανεωμένη ιστοσελίδα μας!
Η ιστοσελίδα μας επανασχεδιάστηκε και ανανεώθηκε, είναι πιο σύγχρονη, πιο λειτουργική και πιο επικεντρωμένη στο να σας προσφέρει τις πληροφορίες που χρειάζεστε άμεσα και γρήγορα.
Για καλύτερη εμπειρία χρήσης αναβαθμίστε την εφαρμογή περιήγησης (Browser) που χρησιμοποιείτε
Ευχαριστούμε που μας επισκεφθήκατε!