Τα Χορτάτα στο παρελθόν: Από την οικονομία της αυτάρκειας στην οικονομία της αγοράς

Του ΑΓΓΕΛΟΥ Γ. ΧΟΡΤΗ
Πολλές φορές τα καλοκαίρια, ανεβαίνοντας στα κτήματα που αναρριχώνται, θαρρείς, στην ανατολική πλευρά του χωριού μας, το βλέμμα μου αγκαλιάζει τον οικισμένο χώρο και οι αναμνήσεις από το παρελθόν μού φέρνουν στο νου μια διαφορετική εικόνα,
την εικόνα του χωριού της πρώτης δεκαετίας μετά τον πόλεμο, με αρκετές διαφορές τόσο στο φυσικό όσο και στο ανθρωπογενές περιβάλλον. Ήταν μια άλλη εποχή που θα προσπαθήσω, όσο είναι βέβαια δυνατόν, να την αναπαραστήσω με το λόγο.

Σε ό,τι αφορά τον οικιστικό ιστό του χωριού, υπάρχουν ευδιάκριτες και ευεξήγητες διαφορές. Πολλά σπίτια δηλαδή, ψηλά στο ανατολικό άκρο του χωριού, έχουν εγκαταλειφθεί, κυρίως λόγω της καταστροφής τους από τους σεισμούς του 1948 και του 1953, και ο οικισμένος χώρος μετατοπίστηκε δυτικά, κοντά στον οδικό άξονα που συνδέει το χωριό με τη Λευκάδα και τη Βασιλική. Τα σπίτια κάτω από τον οδικό αυτόν άξονα και τα περισσότερα πάνω και δίπλα σε αυτόν δεν υπήρχαν στο παρελθόν, είναι νεότερες κατασκευές. Η δεύτερη σημαντική διαφορά αφορά την εγκατάλειψη του οικισμού των Αγίων Θεοδώρων και τη μετοίκηση των κατοίκων του κοντά στις τοποθεσίες Τζεφράτα και Βλαντάτα. Πρέπει, βέβαια, να σημειωθεί και το γεγονός ότι αρκετές οικογένειες, όχι μόνο από τους Αγίους Θεοδώρους, έχουν μεταναστεύσει. Μια άλλη σημαντική διαφορά τού σήμερα από το παρελθόν, η οποία συνδέεται με τη συρρίκνωση, σχεδόν μέχρι ανυπαρξίας, της παραγωγικής βάσης στο χωριό μας, όπως βέβαια και σε άλλα χωριά της υπαίθρου, είναι η εξαφάνιση των αλωνιών. Τα αλώνια βρίσκονταν, κατά κύριο λόγο, στο βόρειο άκρο του χωριού και στη θέση των περισσότερων από αυτά βλέπουμε σήμερα σπίτια. Αλλά και όσα έχουν μείνει, εγκαταλελειμμένα, θυμίζουν απλώς σε μας τους παλιότερους που έχουμε εμπειρία από την αγροτική ζωή, παλιές ξεχασμένες εποχές, όταν το χωριό έσφυζε από ζωή και δράση. Γιατί ο γεωργικός και κτηνοτροφικός τομέας αποτελούσαν τότε την παραγωγική βάση του χωριού και οι άνθρωποι επιδίωκαν, όσο ήταν δυνατό, την αυτάρκεια, κυρίως στα βασικά είδη διατροφής, όπως ήταν το σιτάρι για την εξασφάλιση του ψωμιού, τα όσπρια και ακόμα το τυρί, το γάλα, το κρασί κ.λπ. Τον καιρό εκείνο, λοιπόν, τον Ιούνιο και τον Ιούλιο έβλεπε κανείς ζώα φορτωμένα με σιτάρια και όσπρια να κατευθύνονται, από όλα τα σημεία όπου υπήρχαν κτήματα, στα αλώνια, στα οποία σιγά – σιγά υψώνονταν οι θημωνιές με τα χρυσοκίτρινα στάχυα, πραγματικό χρυσάφι για τους γεωργούς, που έβλεπαν τους κόπους μιας ολόκληρης χρονιάς να δικαιώνονται. Ακολουθούσε το αλώνισμα, πραγματικό πανηγύρι, με τα άλογα να σέρνουν τις σβάρνες πάνω στο παχύ στρώμα του σιταριού και ύστερα το ανέμισμα, στο τέλος του οποίου οι σωροί του σιταριού, καμάρι για τους νοικοκυραίους, φορτώνονταν για να μεταφερθούν στα κατώγια των σπιτιών. Ίδια ήταν η ατμόσφαιρα και την εποχή του τρύγου. Το χωριό ολόκληρο, μικροί – μεγάλοι, , άνδρες-γυναίκες, σε γενική κινητοποίηση. Άλλοι να τρυγούν, άλλοι να κουβαλούν τα σταφύλια, από τα οποία ένα μεγάλο μέρος κατέληγε για πώληση στον αγροτικό συνεταιρισμό του νησιού (ΤΑΟΛ) και ένα άλλο μέρος, το καλύτερο ποιοτικά, στις αυλές των σπιτιών, όπου τα πατητήρια ήταν έτοιμα, το ίδιο και τα βαγένια στο κατώι. Η πιο σκληρή εργασία, βέβαια, ήταν η σπορά που γινόταν πολλές φορές κάτω από δύσκολες συνθήκες (βροχή, αέρας, «βαριά» από τη βροχόπτωση χωράφια, όπου ζώα και αλέτρι βάλτωναν κ.λπ.). Εκτός από την καλλιέργεια των χωραφιών και των αμπελιών, το χωριό διέθετε και κτηνοτροφία. Τα κοπάδια δεν ήταν βέβαια πολλά, αλλά δεν υπήρχε ούτε μια οικογένεια που να μην έχει 2, 3 ή και περισσότερα οικόσιτα ζώα (γίδες ή προβατίνες) για το γάλα και το τυρί της οικογένειας. Την επίβλεψη και τη βοσκή των ζώων αυτών είχαν συνήθως οι πιο ηλικιωμένοι που είχαν αποσυρθεί από τις γεωργικές εργασίες ή τα παιδιά, όταν δεν είχαν σχολείο. Σε όλες αυτές τις δραστηριότητες που έχουμε περιγράψει συμμετείχαν, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, και οι γυναίκες, οι οποίες επιπροσθέτως είχαν και την πλήρη και αποκλειστική ευθύνη των εργασιών του σπιτιού. Τις έβλεπες να συμμετέχουν στο θερισμό, το αλώνισμα, τον τρύγο, ακόμα και στη σπορά, ενώ το βοτάνισμα (ξερίζωμα των επιβλαβών χόρτων από τα σπαρμένα χωράφια ) ήταν επίσης δική της ευθύνη. Παράλληλα έκοβαν και κουβαλούσαν ξύλα για το φούρνο, ζύμωναν, έψηναν το ψωμί, έπλεναν και μπάλωναν τα ρούχα της οικογένειας, ύφαιναν στον αργαλειό, ετοίμαζαν το καθημερινό φαγητό, καθάριζαν το σπίτι, φρόντιζαν για το άρμεγμα των ζώων κ.λπ. Ήταν οι αφανείς ηρωίδες της οικογένειας και της κοινωνίας, με το πνεύμα της προσφοράς και της θυσίας ενσωματωμένο, θα έλεγε κανείς, στο DNA τους. Πού έβρισκαν, αλήθεια, αυτή τη δύναμη και την αντοχή από το χάραμα μέχρι τα μεσάνυχτα; Ήταν, πιστεύω, η άδολη και χωρίς ανταλλάγματα αγάπη κυρίως στα παιδιά αλλά και την υπόλοιπη οικογένειά τους. Αυτή τους η αγάπη ήταν η γλυκιά αύρα που δρόσιζε και γαλήνευε τη ζωή μας σε εποχές δύσκολες. Και σήμερα που γράφω, μεγάλος πια, πιστεύω πως αυτή η αγάπη των μανάδων μας δεν χάθηκε, αλλά ακόμα και από το κατώφλι της άλλης ζωής μάς νοιάζονται και μας προστατεύουν.

Στην οικονομία επιδίωξης της αυτάρκειας που έχουμε περιγράψει ήταν προσαρμοσμένος ο εξοπλισμός και τα παρελκόμενα της κατοικίας. Έτσι ένα τυπικό σπίτι της εποχής είχε στο κατώι τον μπλοκό για την αποθήκευση του άχυρου και του σανού για τα ζώα, καθώς και τα βαρέλια για το κρασί, τις καπάσες για το λάδι, το κασόνι για την αποθήκευση του σιταριού, τσουβάλια με τα όσπρια, βαρέλες για τυρί, αν αυτό παρασκευαζόταν σε σημαντικές ποσότητες. Δίπλα υπήρχε ο φούρνος για το ψήσιμο του ψωμιού, ενώ, αν το κατώι δεν επαρκούσε για τα ζώα και το άχυρο, υπήρχε ξεχωριστός στάβλος κοντά στο σπίτι. Υπήρχε ακόμα διαμορφωμένος χώρος για κοτέτσι. Σήμερα, ωστόσο, η κατάσταση έχει αλλάξει. Οι κάτοικοι του χωριού μας, όπως και των άλλων χωριών, εξαρτώνται ολοένα και περισσότερο από την αγορά και το χωριό από την οικονομία της αυτάρκειας έχει περάσει πια στην οικονομία της αγοράς. Πράγματι, οι κάτοικοι αγοράζουν το ψωμί από τον φούρναρη, το κρέας από τον χασάπη, το τυρί, το γάλα και τα αυγά οι περισσότεροι από το Super Market. Οι φούρνοι, αν υπάρχουν, είναι πια μουσειακά κτίσματα, όπως μουσειακά είδη είναι τα βαγένια, οι καπάσες, τα κασόνια κ.λπ. Τα σπίτια λειτουργούν με τις καινούργιες προδιαγραφές που απαιτεί η σύγχρονη ζωή (ηλεκτρικές κουζίνες, πλυντήρια, ψυγεία κ.λπ.). Είναι φανερό ότι η συρρίκνωση της παραδοσιακής παραγωγικής βάσης κάνει τους ανθρώπους περισσότερο ευάλωτους στην κρίση που μας ταλανίζει, ενώ και το άρωμα της παλιάς ζωής έχει χαθεί.

Σε ό,τι αφορά το ανθρωπογενές περιβάλλον, η διαφορά είναι τεράστια. Ο πληθυσμός του χωριού έχει μειωθεί δραματικά, λόγω της μετοίκησης πολλών σε αστικές περιοχές, καθώς ο προσανατολισμός της οικονομίας της χώρας, κυρίως στον τομέα της παροχής υπηρεσιών (τουρισμός κ.λπ.), η ανάγκη της πρόσβασης των παιδιών τους σε εκπαιδευτικά ιδρύματα και η προοπτική μιας πιο άνετης ζωής τούς ωθούσε σ’ αυτό. Αν προσθέσουμε και την εξωτερική μετανάστευση, καθώς και την υπογεννητικότητα των λίγων νέων που παρέμειναν στις προγονικές εστίες, το γεγονός εξηγείται πλήρως. Ενώ, λοιπόν, πριν από 50-60 χρόνια το χωριό και τα κτήματα έσφυζαν από ζωή και νιάτα, σήμερα η εικόνα είναι διαμετρικά αντίθετη, ιδιαίτερα τους μήνες του Φθινοπώρου, του Χειμώνα και της Άνοιξης, που έχει κανείς την αίσθηση της ερημιάς και της εγκατάλειψης, όταν το επισκέπτεται.

Από την εποχή της δημογραφικής (πληθυσμιακής) ακμής του χωριού οι μνήμες είναι καταιγιστικές και ανεξίτηλες. Παιδιά να εμψυχώνουν με τις φωνές και τα παιχνίδια τους το τοπίο, γυναίκες και άντρες να πηγαίνουν ή να γυρίζουν από τους κήπους και τα χωράφια, με τον κάματο ζωγραφισμένο στα πρόσωπά τους, ζώα να βελάζουν, να μουκανίζουν, να γαυγίζουν, να κακαρίζουν … Όλα αυτά , εικόνες και ήχοι συνταιριασμένα, ήταν η ζωή που έσφυζε και ξεπηδούσε ρωμαλέα από τα σπίτια, τους δρόμους, τους κήπους, τα χωράφια και τα αμπέλια, τα ισιώματα, τις πλαγιές, τα βουνά και τα λαγκάδια, μια ζωή με τα βάσανα , τις χαρές και τις λύπες της, ζωή αληθινή και γνήσια, της οποίας όλοι ήμαστε κοινωνοί. Έντονες στη μνήμη μου, εκτός από τους γονείς και τους συγγενείς μου, παραμένουν κάποιες μορφές ηλικιωμένων, σχεδόν αιωνόβιων, της εποχής, ανθρώπων αρχετυπικών θα έλεγα, που μου φαίνεται ότι έβγαιναν από τα βάθη του χρόνου, αναλλοίωτοι στο πέρασμά του: η θεια Πάτρα, λιπόσαρκη σαν βυζαντινή εικόνα, να πηγαίνει και να έρχεται με την κατσίκα της, ίδια κι απαράλλαχτη χειμώνα – καλοκαίρι, ο μπάρμπα Θανάσης ο Κολοπατής, με τη γενειάδα και τα μουστάκια του σα βιβλική φιγούρα, να κάθεται στον πλάτανο, ο μπάρμπα Στεφανής ο Μανταγιάννης, κάτασπρος σαν Αϊ – Βασίλης, να μας γοητεύει με τα παραμύθια του, η θεια Γιαννούλα, η μαμή, που με τις – πόσο παλιές άραγε;- πρακτικές της γνώσεις παραστάθηκε με αφοσίωση, αγάπη και ανιδιοτέλεια στη γέννησή μας, οι παππούληδες και οι βαβάδες μου, να μου αφηγούνται ιστορίες παλιές και λησμονημένες, όπως, φαντάζομαι, οι παππούληδες και οι βαβάδες όλων των παιδιών ης εποχής εκείνης.

Είναι τόσο έντονες οι αναμνήσεις, ώστε πολλές φορές νιώθω σαν να έχει ακινητοποιηθεί ο χρόνος στο παρελθόν. Άλλωστε η ζωή για μας τους μεγάλους σε ηλικία δεν είναι παρά μνήμες, ενώ για τους νέους όνειρα.

Αριστερά: Ερείπια απ’ την ερειπωμένη συνοικία «Καβαλάρης» του χωριού μας.
Και φοβάμαι ακόμη των χεριών μου το άγγιγμα στις πέτρες τούτες μην επιτείνει τη φθορά,
μην επισπεύδει των ερειπίων την ερείπωση, Άθως Δημουλάς (Από το «Αναερείπωση» της Κικής Δημουλά).
Δεξιά: Χορτάτα 2013. Ο φούρνος του τίμιου ιδρώτα για τον άρτο τον επιούσιο, παροπλισμένος.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Καλώς ήρθατε!
Σας καλωσορίζουμε στην ανανεωμένη ιστοσελίδα μας!
Η ιστοσελίδα μας επανασχεδιάστηκε και ανανεώθηκε, είναι πιο σύγχρονη, πιο λειτουργική και πιο επικεντρωμένη στο να σας προσφέρει τις πληροφορίες που χρειάζεστε άμεσα και γρήγορα.
Για καλύτερη εμπειρία χρήσης αναβαθμίστε την εφαρμογή περιήγησης (Browser) που χρησιμοποιείτε
Ευχαριστούμε που μας επισκεφθήκατε!