Αλλού τα κακαρίσματα κι αλλού γεννάνε οι κότες

Αγαπητοί συγχωριανοί,
Κάποτα, ένας αρχαίος Αθηναίος επήε το γιο του στο σκολειό ενός μαθητή του Σωκράτη και μεγάλου φιλοσόφου, του Αρίστιππου, γιατί είχε ακουστά πως έβγανε τους μαθητές του ξεφτέρια.
Όταν όμως τον ερώτησε πόσο θα κόστιζε αυτήνη η ιστορία κι άκουσε ένα μεγάλο, κατά τη γνώμη του, ποσό, επαρατήρησε:
- «Αρίστιππε, με τόσα λεφτά αγοράζω ένα βόιδι». Κι ο φιλόσοφος:
- «Κράτα τότε το γιο σου, για να ’χεις δύο βόιδια».
Το πόσο σπουδαία, βέβαια, είναι η μόρφωση για τον άνθρωπο το καταλαβαίνει ο καθένας. Όλος ο κόσμος πιστεύει πως την κοινωνία τη βαστάει και την ωφελεί ο μορφωμένος άνθρωπος. Γι’ αυτό, όταν ήμαστε παιδιά, οι μεγαλύτεροι μας ορμηνεύανε με χίλιους δυο τρόπους να διαβάζουμε, για να προκόψουμε και να γένουμε άνθρωποι. Το ζήτημα όμως είναι αν εδικαιώσαμε τους γερόντους μας κι αν εφκιάσαμε νια καλύτερη κοινωνία. Σκιάζομαι πως τα κάμαμε μούσκεμα. Τα πράματα σήμερα έχουνε αλλάξει πολύ κι εκειό που επικρατεί είναι ένα φαρομανητό[1] που σε μουρλαίνει. Αλλά και τη νεολαία φαίνεται πως την εμουρλάναμε, γιατί «αλλού ο παπάς κι αλλού τα ράσα». Και το χερότερο είναι ότι καθημερινά σεοντάρουμε[2] με τον τρόπο μας τη λογική των «ξύλων απελέκητων» - που έχουνε, δυστυχώς, πρωταγωνιστικό ρόλο στη δημόσια ζωή - πως όποιο παιδί σέβεται τη μόρφωση είναι «φύτουλας», πως δηλαδή «χάνει», πως είναι τσονό[3]. Τα είδωλα της εποχής μας είναι άλλα: Η γκλαμουριά, η κομπίνα, το τίποτα. Κι άμα κανένας γελαστεί και κάμει πως δεν τ’ αρέσει η κακογουστιά και το προφαντικό[4] - ξεβέλασμα[5] που αντιμάχεται τη γνώση, το ήθος και την αισθητική, στοιχεία που δίνουνε νόημα στη ζωή του ανθρώπου, τόνε ξετιμώνουνε[6] σαν ξενέρωτο και τονε κογιονάρουνε[7], γιατί δε συμμετέχει στο τσίρκουλο. Αν δηλαδή εζούσανε σήμερα ο Σωκράτης κι ο Αρίστιππος, μπορεί να τους επαίρνανε και στο ψιλό. Πρότυπα εγενήκανε μόδιστροι κι ανακατερά[8] και χάπατα[9] και γλάστρες, που περνιούνται για πετυχημένοι, αφού η επιτυχία έχει για μόστρα τη χυδαιότητα και το δεβαριεστισμό. Και για να τα πούμε με τη γλώσσα της τσουγνίδας (με το συμπάθειο): Ο ρεμπεσκές[10], η κροποσακούλα[11], ο αεριτζής, χωρίς ίχνος ντροπής, στένει τη γνώση στα έξι μέτρα, εκχυδαϊζει τα πάντα και κάνει τον κάργα[12], θεωρώντας την κενότητά του τιμή του και καμάρι του. Η αναίδειά του μάλιστα περάει και στο γυαλί, όπου αλυχτάει και μπαμπαλίζει[13] όχι σε ελληνικά αλλά σε αλαμπουρνέζικα τιΤΙΒΙσματα, βλέποντας ψάρια στη στεριά και θάλασσα σπαρμένη, που λέει κι η λαϊκή μούσα στην «Αρκαδιανή»[14]. Κι αν κουτίσει[15] και κάποιος άνθρωπος που νογάει[16] να πάει κόντρα στο ρέμα, γου κι αγλοίμανό του. Τον επήρε το ποτάμι, τον επήρε ο ποταμός. Κι αν κολυμπάει σα φορδακλάς[17], τότενες γένεται ο μύλος ο χαλασμένος, πα να πει, ανεβάζει θέρμη η … τηλεθέαση (φρούτο εποχής), και στο τέλος το μαϊτζέρνουνε[18] το πράμα έτσι – μη ρωτάτε ποιοι - που να φαίνεται πως νικάει όχι ο καλός αλλά ο … κάλος. Κι αφού τα πράματα τα κάμαμε σαν τα μούτρα μας, κι αφήκαμε να γλέπουνε τα μάτια μας την ξετσιπωσά και σουρίζουμε κλέφτικα, γένεται βουνό το να ξεχωρίσει η αίρα απ’ το στάρι. Τι να διορθώσουμε απ’ το χάλι μας, πούθενε ν’ αρχνήσουμε και πού να τελειώσουμε; Εδώ σε θέλω, μάστορα, πώς τα πατούν τα κάρβουνα. Λάζω[19] πως νια καλή αρχή θα να’ναι να μην εξαφανιστεί η δημιουργική φυλή των νέων, η φυλή που πάει κόντρα σ’ ευτήνη τη λογική του μπουρδουκλώματος με τις καταβολάδες του σκοταδισμού που θέλουνε, ντε και καλά, να μας επιβάλουνε τα … γαϊδουράγκαθα. Απ’ τη μεριά μας, εκειό που μπορούμε να κάμουμε είναι να σεοντάρουμε αυτήνη τη φυλή με τους παρακάτω στίχους:

Αρώματα μα και φρου- φρου,
βρακοφουστάνες ψώνια, 
περιδιαβάζουν στην Ψαρού[20],
θρεφτάρια σαν καπόνια.

Μόδιστροι ανταμώνουνε

σα Χιώτες δύο-δύο,
στη ντίσκο παν και πίνουνε 
Βήτα πενήντα δύο.

Αναβοσβήνουν φωτερά 

όταν η νύχτα πέφτει,
χορεύουνε τα ξωτικά
σαν να τους βάλαν νέφτι.

Άλλοι στην τηλεόραση 

νομοθετούν εμπράκτως,
ρέσεμα[21], καλοπέραση, 
και δρούνε αδιστάκτως.

Λαθρόβιων κακάρισμα

με κλούβια αυγά και ντόρο,
σαν κλαφουνιού[22] είναι γαύγισμα,
μα είναι ανθρωποβόρο.

Φυλάξου απ’ το ρεντίκολο

και κάμε το σταυρό σου, 
τον ίδιο το διάβολο 
σα να ’βλεπες εμπρός σου.

Για να ψωμώσεις[23] ηθικά

Στείλε αυτά τα γόρνια 
σαν ψυχοπαθολογικά
να πα’ να κάμουν κόρνια[24].

Μιας κι είναι ανενδοίαστοι,

πες με σταράτα λόγια,
Γένεστε καταγέλαστοι!
Αιδώς, ορέ λαμόγια!


Για τη Σύνταξη: Έκτορας Γ. Χόρτης


ΛΕΞΙΚΟ

[1] φαρομανητό: διονυσιασμός, κατάσταση ενθουσιασμού με ζωηρές χειρονομίες και χάχανα
[2] σεοντάρω: υποστηρίζω έμμεσα
[3] τσονός: ο πάσχων από διανοητική μειονεξία
[4] προφαντικό: ασήμαντη οντότητα, ανεπρόκοπος
[5] ευτελής, ανάξιος λόγου, τιποτένιος
[6] ξετιμώνω: αξιολογώ, κουτσομπολεύω.
[7] κογιονάρω: κοροϊδεύω
[8] ανακατερό: αυτός που σπέρνει ζιζάνια, ο μηχανορράφος
[9] χάπατο: ηλίθιος, «χαμένο»
[10] ρεμπεσκές: ανυπόληπτος, φαύλος
[11] κροποσακούλα: τιποτένιος, ευτελής (όπως μια σακούλα κοπριάς)
[12] κάνω τον κάργα: παριστάνω τον παλληκαρά
[13] μπαμπαλίζω: λέω ασυναρτησίες, κάνω κουβέντες του αέρα, φλυαρώ ανοήτως.
[14] Αρκαδιανή: δημοτικό τραγούδι
[15] κουτάω: τολμάω
[16] άνθρωπος που νογάει: μυαλωμένος, καλλιεργημένος
[17] φορδακλάς: βάτραχος
[18] μαϊτζέρνω: κουμαντάρω
[19] Λάζω: φαντάζομαι, νομίζω
[20] Ψαρού: κοσμοπολίτικη παραλία της Μυκόνου
[21] ρέσεμα: το να  είναι κανείς  απαιτητικός και  να αδιαφορεί για τις υποχρεώσεις του
[22] κλαφούνι: σκυλί που δεν κάνει για τίποτε
[23] ψωμώνω: μεστώνω, δυναμώνω
[24] πάνε να κάμουν κόρνια: παίρνουν το δρόμο (οι κότες) για το κοτέτσι

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Καλώς ήρθατε!
Σας καλωσορίζουμε στην ανανεωμένη ιστοσελίδα μας!
Η ιστοσελίδα μας επανασχεδιάστηκε και ανανεώθηκε, είναι πιο σύγχρονη, πιο λειτουργική και πιο επικεντρωμένη στο να σας προσφέρει τις πληροφορίες που χρειάζεστε άμεσα και γρήγορα.
Για καλύτερη εμπειρία χρήσης αναβαθμίστε την εφαρμογή περιήγησης (Browser) που χρησιμοποιείτε
Ευχαριστούμε που μας επισκεφθήκατε!